Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

"Φυγή" με βιβλία

Τα λόγια του ανέμου, τα μάταια, τα ανώφελα, είναι στη γλώσσα του Ομήρου "Ανεμώλια". Στο μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού είναι τα λόγια των ανδρών που βγαίνουν απο τη δίψα για την αναζήτηση της νεότητας και της ομορφιάς που καταλύει το χρόνο. Ενα βιβλίο για την ανδρική φιλία και τη φυγή.

Πέντε φίλοι καταφέρνουν να κάνουν πράξη, αυτό που σήμερα θέλουν να κάνουν οι περισσότεροι έλληνες. Επιχειρούν να διαφύγουν απο την καθημερινότητα της προηγούμενης ζωής τους. Θεμιτό και οχι ιδιαίτερα ευρηματικό. Στη διάρκεια του ταξιδιού τους με το ιστιοπλοϊκό "Θερσίτης" μπλέκονται σε περιπέτειες και απρόοπτα ενώ το παιχνίδι της μνήμης κάνει συνεχώς μια παλινδρομική κίνηση. Για τον καθέναν ξεχωριστά, για όλους μαζί. Χρονια τώρα πόσοι μπήκαν και βγήκαν σε αυτή τη δίνη.

Οι λέξεις του Ισίδωρου Ζουργού ωστόσο, κάνουν το ταξίδι ξεχωριστό. Ο λόγος του στέκεται πάνω, αρκετά πάνω απο την πλοκή. Για τους πέντε φίλους που ταξιδεύουν, κάνει χρήση του ομηρικού όρου "Εταίροι", κι αυτό κάνει όλους τους αναγνώστες συνεργούς στην περιπέτεια του Θερσίτη. Είτε άνδρες, είτε γυναίκες.

Ωστόσο η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ είναι βιβλίο διαφορετικό. Εδώ, ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, εγκαταλείπει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.

Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Κοινό σημείο στα δυο βιβλία του Ζουργού, το κυνήγι του ονείρου, η διαφυγή.

Μέσα από ένα ημερολόγιο, κάτι σαν ανεπίδοτες επιστολές προς την αγαπημένη του, ο Γκάμπριελ αφηγείται εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης και των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Ο ήρωας περιπλανόμενος στη ματωμένη ελληνική ιστορία αντικαθιστά τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του Ελληνα οπλαρχηγού που βρέθηκε να υπηρετεί στα ελληνικά χώματα. Από εκεί και πέρα, το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι, την ώρα που η πόλη αυτή ψυχοραγεί....

Η φυγή είναι πάλι στο προσκλήνιο για τον Ισίδωρο Ζουργό. Η απόδραση. Αυτό που όλοι έχουμε ανάγκη την ώρα αυτή.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

... πόλεμος έξω, νόμος μέσα

Οταν το είδε η κοκκινοσκουφίτσα ρώτησε τη μαμά της τί σημαίνει. Η μαμά όπως πάντοτε δεν της απάντησε με πολλά λόγια, την άφησε στο σκοτάδι, όπως τότε που είχε ξεκινήσει για το δάσος...
Η κοκκινοσκουφίτσα τώρα πήρε την οδό Αμαλίας όμως και συνάντησε ακόμη περισσότερους λύκους, απο ότι συναντούσε στο γνωστό της δάσος. Δεν είχε χρόνο να χαζέψει τριγύρω γιατί κάποιοι την κυνήγησαν άγρια, χωρίς να ξέρει γιατί. Τριγύρω μύριζε καπνός και η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή.
Εδεσε σφιχτά το κόκκινο μαντίλι της και το έβαλε στα πόδια. Ετρεξε πολύ. Λαχανιασμένη βρήκε καταφύγιο στην είσοδο μιας πολυκατοικίας.
"Πού πάει μια μικρούλα σαν κι εσένα; Τί δουλειά έχει εδώ; κινδυνεύεις μικρή μου" της είπε ένας κύριος, που πάλευε να πάρει ανάσα. Η ξηρή ομίχλη που είχε απλωθεί παντού του έφερνε βήχα.
"Η μαμά μου είπε οτι αν χαθώ, κάποιος θα με βοηθήσει", είπε εκείνη.
"Αυτό χρειάζεται κοινωνική αλληλεγγύη και τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Πέθανε κι αυτό σήμερα" απάντησε βραχνά ο κύριος. "΄Βλέπεις εκείνο το αρχοντικό κτίριο; Είναι η Βουλή. Λένε οτι εκεί νομοθετούν για εμάς. Θα έπρεπε να παραμείνουμε εδώ, να μας βλέπουν, να τρομάζουν απο το μέγεθός μας... όμως..." κοντοστάθηκε κουνώντας το κεφάλι του, ύστερα κοίταξε προς τα έξω ερευνητικά και της έγνεψε οτι πρέπει να φύγει.
"Μακάρι να μη φαγωθούμε μεταξύ μας" πρόλαβε να της ψελίσει πριν εξαφανισθεί στο πλήθος.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Κοιτα τη δουλειά σου

Σε εκείνη τη χώρα τη μακρινή, όπου όλα πήγαιναν λάθος, οι κυβερνήτες έγιναν βασιλίκότεροι του βασιλέως τους !
Του έστειλαν λοιπόν επιστολή και του είπαν "Κάνε πιο γρήγορα, Κάνε κάτι". Λες κι εκείνοι οι ίδιοι, ήταν άμοιροι των ευθυνών. Λες και στις υποχρεώσεις τους και στις δουλειές τις δικές τους είχαν πετύχει....

Κι ας έμεναν τα παιδιά της χώρας χωρίς βιβλία, χωρίς μέλλον.
Κι ας έμεναν τα έργα ανεκτέλεστα, κι ας ήταν κάθε μέρα οι άνεργοι, χίλιοι παραπάνω απο την προηγούμενη μέρα....

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

...με έρωτα στα γράμματα...

«Το 1909 µε βρίσκει πέντε χρονώ παιδάκι. Ήµουνα από τότες κιµπάρης. Σφιχτοδεµένος. Είχα πρώιµη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα µάτια µου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού. Έστηνα τ’ αυτί κι άκουγα,εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μασώ την γλώσσα.

Μου αρένανε ν’ ακώ κουβέντες. Όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε τα κράτηγα. Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά. Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξηµέρωµα µ’ έβρισκε στο πόδι. Από ρουχαλάκια, δεν είχαµε, μπαλωµένα φορήγαµε. Παπούτσια ούτε για δείγµα. Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι. Και µονοφόρι. Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το ‘ραβα µε κερωµένο γκιούλι για να µη σπάει.Εχανόµουνε στα χωράφια ξιπολησιάς. Και τα κανιά µου γιοµάτα σηµάδια.Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε µπόρα, δεν µ’ απάνταγε. Τα ‘βαζα µε τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα µια βάρκα και κοντραριζόµουνα µε τα κύµατα.


Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή µου. Εκαθόµουνα µε τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα µονίµως µια φούντωση. Έτσι ενθυµούµαι. Πέντε χρονώ, µ’ έστειλε ο πατέρας σχολείο.Από το υστέρηµα του µ’ αγόρασε ποδιά. Ετότες φορήγαµε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια. Κι ήµαστε όλα τα παιδιά µια κοψιά. Λόγω στολής. Τα γράµµατα τ’ αγάπησα, τα ‘παιρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας. Κιµωλίες µε το δελτίο, πιο ακριβές κι απ’ το γαρούφαλο. Βιβλία δεν είχαµε. Το µάθηµα τ’ αρπάζαµε από το στόµα του δάσκαλου.


Μόλις τελείωνα µε την διδασκαλία, ξαµολιόµουνα στα χωράφια και έλεγα µεγαλοφώνως τι άκουσα. Το ‘λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόµουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά µου µέσα. Ό,τι µου ‘ρχότανε. Το µεγάλωνα. Άµα µου άρεσε µια λέξη, µια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν µε σήκωνε στο µάθηµα, του ξηγιόµουνα αβέρτα. Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη. Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου εστεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα οµπρός µου. Και τις ναυµαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στή Σαλαµίνα.Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ µε συγκίνησαν. Ταίριαξαν µε την ψυχή µου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν µέσα µου και µε είχε περί πολλού.Ήµαστε ζόρικοι. Αλλά σ’ εµένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράµµατα. Τους άλλους τους µούρλαινε στις φάπες.Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και µε την βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έµαθα την αλφαβήτα,γιόµισαν τα µάτια µου δάκρυα. Μου κονόµησε ο πατέρας ένα µολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και µετά τις διάβαζα φωναχτά.


Τι δε θα ‘δινα να θυµηθώ την πρώτη λέξη που ‘γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή µου από την φούντωση. Τα γράµµατα µου παίρναν την στενοχώρια. Από µικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα µου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωµί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η µάνα µου µαρτύρησε να µας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράµµατα.Κι όταν φτάσαµε σ’ εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζηµιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα ‘παιρνα απ’ το δάσκαλο και τα ‘φερνα στον ύπνο. Συντροφία. Ξαγρύπναγα και τα ‘βλεπα. Κοιµόµανε και ‘ρχόσανε στα όνειρα. Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόµουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τες νύχτες, µπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόµουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράµµατα. Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα µου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάµε µε τη µάνα µου σε δουλειά.Τρία µωρά στο σβέρκο. Εµένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο. Ήµανε ο µεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονοµάµε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα κι εφηµεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα µεγάλα γράµµατα.Τους τίτλους.Κι εµάθαινα τα γραµµατάκια.Και τα καλλιεργούσα όπως όπως».

Ο Μάρκος Βαμβακάρης,θυμάται τα σχολικά του χρόνια… Και μας συγκινεί.Από την σειρά “Ρεμπέτικος Μύθος” των εκδόσεων Τεγόπουλου-Μανιατέα, με κείμενα και επιμέλεια του Γιώργη Χριστοφιλάκη. Χρειάστηκε να διαβάσω αυτό το αυτοβιογραφικό προφορικό αφήγημα για να καταλάβω τελικά πώς ξεφύτρωσαν ο Σωκράτης, ο Πάρης, η Ωραία Ελένη,ο Μενέλαος, ο Ηρακλής, η Λερναία Ύδρα και ο Ξέρξης μέσα στους στίχους του τραγουδιού του Μάρκου ”Ήθελα νά’μουν Ηρακλής”....«Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη.Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους.Όπου εστεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα οµπρός µου.»