Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Χρεώστης για πάντα;

Η απληστία παρασύρει τους δανειστές και καταστρέφει τα θύματά τους, εξηγούσε στο "Περι του μη δειν δανείζεσθαι" για τις συνέπειες του αλόγιστου δανεισμού και της απληστίας των πιστωτών, ο Πλούταρχος, περίπου 2.000 χρόνια πριν......

"Ανθρωπος όμως που μπλέκει μία φορά, μένει χρεώστης για πάντα. Και σαν άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον... "


Πόσο δικαιώνεται ακόμη και σήμερα ! Δηλαδή σωτηρία δεν υπάρχει για τον δανειζόμενο, ούτε ελπίδα καμιά.... Θυμάμαι οτι στο μάθημα των βασικών αρχών της Πολιτικής Οικονομίας, είχαμε διδαχθεί το τί σημαίνει υπερχρέωση και δυστυχώς, το παράδειγμα στα τότε εγχειρίδια ήταν μόνον οι χώρες του Τρίτου Κόσμου.

Ο Πλούταρχος το εξηγεί πολύ καλά ακόμη και για τους λιγότερα γνωρίζοντες: "Ετσι οι τόκοι σωρεύονται ο ένας πάνω στον άλλο, κι ο άνθρωπος που βλέπει να τον πνίγουν τα χρέη, αγωνίζεται να μείνει στην επιφάνεια μα δεν μπορεί να κολυμπήσει μακριά απο όσα τον βαραίνουν και να γλυτώσει. Τον παρασύρουν στον βυθό και αφανίζεται μαζί με τους φίλους που είχαν εγγυηθεί για το δάνειό του".

Αυτό το τελευταίο το έχουν κατανοήσει καλά οι εταίροι της πολύπαθης Ελλάδας που με κάθε τρόπο, εκφράζουν την περίφημη "Αλληλεγγύη" τους. Γι αυτό πριν αφανισθούν κι εκείνοι μαζί με την Ελλάδα, κάνουν την ύστατη στιγμή την καλή τους κίνηση. Αλλωστε κατά πώς λέει ο Πλούταρχος στο εξαιρετικά επίκαιρο πόνημά του για τις "Συμφορές του Δανεισμού", ο δανειστής "θίγει την ελευθερία σου και βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου... και αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί, αν έχεις, δεν παίρνει, αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή, αν δεν πουλήσεις, σε αναγκάζει, αν τον πας στο δικαστήριο, προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης , αν του ορκίζεται, σε προστάζει, αν πας στην πόρτα του, την κρατάει κλειστή...."

Το βιβλίο αυτό που ανακάλυψα στα βάθη μιας σκονισμένης βιβλιοθήκης βασίστηκε σε μια ομιλία την οποία έγραψε και εκφώνησε ο Πλούταρχος στην Αθήνα το 92 μ.Χ. , όταν πολλές ελληνικές πόλεις είχαν συντριβεί απο τις συνέπειες της υπερχρέωσης. Η Αθήνα για παράδειγμα είχε δανεισθεί κεφάλαια τόσο απο άλλες αρχαίες ελληνικές πόλεις όσο και απο τους Ρωμαίους στους οποίους όφειλε επαχθείς τόκους.


Για τον Πλούταρχο ο δανεισμός, ήταν τόσο μεγάλο δεινό, που γράφει οτι θα έπρεπε με νόμο να είχε απαγορευθεί. "Στις μέρες μας, η τρυφή, η μαλθακότητα και η πολυτέλεια έχουν κάνει τους ανθρώπους να μη χρησιμοποιούν αυτά που έχουν, μολονότι έχουν αρκετά. Δανείζονται λοιπόν έναντι υψηλών τόκων, ενώ τίποτε δεν τους αναγκάζει να το κάνουν. Περίτρανη απόδειξη γι αυτό είναι ότι κανείς δεν δανείζει σε άνθρωπο που δεν έχει οικονομικούς πόρους, δανείζουν σ' εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη άνεση...."



Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Ολοι απο την Ψωροκώσταινα θα ζήσουν;

«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο Μεσολόγγι».  To είπε μια φορά κι έναν καιρό, η γυναίκα που ονομάσθηκε "Ψωροκώσταινα" και απο τότε με αυτή τη λέξη, εμείς περιγράφουμε την ανέχεια, αλλά και τον φτωχό, που τον καταδυναστεύει η περιφρόνηση των άλλων....
Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν θέλουμε μιλήσουμε για κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχεια , γι αυτό και χρησιμοποιήθηκε  και ως προσωνύμιο της πολύπαθης  Ελλάδας, στην Νεότερη Ιστορία.

Όμως, η  Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821.

Όταν το 1821 καταστράφηκε το κοσμοπολίτικο Αϊβαλί (πόλη των Κυδωνιών)  ο λαός της σφαγιάσθηκε  και όσοι απέμειναν εγκατέλειψαν την όμορφη πόλη  χρησιμοποιώντας τα ντόπια  καράβια.  Αλλος ένας "συνωστισμός" στην Ιστορία.....

Ωστόσο η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία, με πανούργο μυαλό και αγάπη για την πατρίδα της, κατάφερε να σωθεί. Ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.  Μπροστά στα μάτια της οι τούρκοι είχαν σφάξει και τον άντρα της, πλούσιο έμπορο Κώστα Αϊβαλιώτη και τα παιδιά της.  Στα Ψαρά , όπου βρέθηκε (γι’ αυτό  και αρχικά πήρε τό όνομα  Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν και την προστάτεψαν.

Η Πανωραία εγκαταλείπει τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο, ακολουθώντας τον δάσκαλο και φιλόσοφο,  Βενιαμίν τον Λέσβιο, τον οποίο υπηρέτησε πιστά. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά.  Τον Αύγουστο του 1824 όμως,  ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Έκτοτε, για την Πανώρια αρχίζει ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.

Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά προκειμένου να τα βοηθήσει να επιβιώσουν. Για να τα θρέψει, περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν "Ψωροκώσταινα". 

Το 1826 έγινε έρανος στο Ναύπλιο για να μαζευτεί κάποια βοήθεια για το μαχόμενο Μεσολόγγι. Μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι  ζητούσαν από τους ρημαγμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Ομως λόγω  φτώχειας και  εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα.

Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της, απο τον καιρό της αρχοντικής ζωής της, και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο Μεσολόγγι».

Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή έμεινα στην ιστορία «επίσημα» πλέον, με το παρόνομα «Ψωροκώσταινα».

Η πλύστρα Πανωραία όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών. Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.  Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.

Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει, και του είπε οτι αυτά είναι για την πατρίδα. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.

Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας; Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα. Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που γινόταν αναφορά στο θέμα του Δημοσίου, ή του κράτους, το αποκαλούσαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία. 

Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.