Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Στην Καρδιά της Νύχτας, με ρυθμό ...αραβικό...

Το ζήτημα δεν είναι αν καταλαβαίνει κανείς ή όχι, τη ζωή του Γκάαφαρ Ιμπραήμ Σάγιεντ ελ Ράουι. Το θέμα είναι ότι έζησε την πραγματικότητα γιατί είναι ένας τολμηρός, παθιασμένος και απερίσκεπτος άνδρας.
Μια απαστράπτουσα παραφροσύνη ήταν ο έρωτάς του για τη Μαρουάνα. Με απέχθεια για την επιτυχία τράβηξε απερίσκεπτα το δρόμο της καρδιάς κάνοντας παράτολμες κινήσεις. Δεν έμεινε κάτω από τα φτερά του παππού του, μολονότι αυτή ήταν η μόνη του ελπίδα από τότε που έχασε τη μάνα του. Θυσίασε ακόμη και τις σπουδές που του πρόσφερε απλόχερα ο ιδιόρρυθμος πάμπλουτος και συνάμα ολιγαρκής γέροντας, γεννήτορας του πατέρα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει.

Προτίμησε να ζήσει την περιπέτεια και την παράφρονα αγάπη. Κι ήταν αυτό τόσο δυνατό, που δεν τον άφησε να απολαύσει αυτό που τόσο στερήθηκε, την οικογενειακή αγκαλιά, την στοργή και το ενδιαφέρον πατέρα και μητέρας μαζί. Όλα αυτά που του έλειψαν , τα διέγραψε και τα ξέχασε όταν άναψε η φλόγα μέσα του. Τα τρομακτικά κι απόκοσμα μέρη οδηγούσαν τα βήματά του. Η περιπέτεια και η τρέλα έγιναν ο στόχος του. Η γιδοβοσκός Μαρουάνα είχε μετατραπεί γι αυτόν σε ένα συναρπαστικό δυναμικό θηλυκό.

 Τον επιστήθιο φίλο του Σακρούν που τον συμβούλευε να μην χάσει τα πολύτιμα πράγματα που του χάρισε η ζωή, τον θεωρούσε φτωχό σε εμπειρίες και κυρίως, νικημένο από την μικρόνοια. Όμως η Μαρουάνα μισούσε τη μυρωδιά των σπιτιών και της στοργικής αγκαλιάς. Ήταν αθυρόστομη, απότομη και όταν η φλόγα σβήστηκε, ο έρωτας σώθηκε, κι εκείνη έδειξε ότι είχε χέρι βαρύ γιατί άλλωστε οι άνδρες, στη μικρή κοινωνία της εσωστρέφειας όπου ζούσε, δεν είχαν δυναμική θέση στη λήψη των αποφάσεων.

 Από την σαρκική απόλαυση ο Γκάαφαρ, πέρασε σιγά-σιγά στην αρρωστημένη περιοχή της απελπισίας. Η συζυγική εστία μετατράπηκε σε πεδίο μάχης κι εκείνη, σε λύκαινα που ούρλιαζε γιατί έβλεπε γύρω της μόνο εχθρούς. Όμως ήρθε ή ώρα που στάθηκε τυχερός, γιατί από την απόλυτη σύγχυση ο Γκάαφαρ πέρασε σε μια κατάσταση απόλυτης λογικής και τάξης.

 Μεσολάβησε μία εξαγνιστική περίοδος όπου βρήκε το χαμένο νόημα της ζωής στα τραγούδια του περιοδεύοντος θιάσου του φίλου του Σακρούν , μέχρι που επέστρεψε σε κατάσταση αξιοπρέπειας με αφορμή ένα πρόσωπο που μπήκε στη ζωή του. Ήταν η στιγμή που συνάντησε την απόλυτη στοργή στην αγκαλιά της αριστοκράτισσας Χόντα στην Αλ Χελμέγια. Η οικογένειά της την αποκλήρωσε, γιατί δεν περίμεναν ότι η Χόντα θα παντρευόταν τον Γκάαφαρ που είχε εκπέσει απόλυτα εδώ και καιρό από τους αριστοκρατικούς κύκλους που είχε την τύχη να προσεγγίσει λόγω του κοινωνικού κύκλου του εύπορου παππού του.

Η συγχώρεση του παππού όμως δεν ήρθε παρά τον πολλά υποσχόμενο γάμο που Γκάαφαρ. Παρά τις σπουδές που του επιφύλαξε η νέα του ζωή και παρά το γεγονός ότι άνοιξε ένας μεγάλο δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της πόλης. Από εκεί περνούσαν οι φίλοι και οι συμφοιτητές του για να ανταλλάσσουν απόψεις και να φιλοσοφούν. Η κόλαση της Μαρουάνα είχε τελειώσει για πάντα και η αξιοπρέπεια ήταν τώρα οδηγός στη ζωή του. Από το αντίσκηνο της πάμφτωχης νομάδας βρέθηκε στο αρχοντικό και στο ιδιόκτητο γραφείο. Χάρη σε μια γυναίκα.

Αντιμετώπισε με στωικότητα κι ελπίδα τις δοκιμασίες της ζωής και ύστερα, όταν πλέον ωρίμασε συναισθηματικά, ήρθε η ώρα να αναζητήσει για τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και για τους γύρω του , την κοινωνική δικαιοσύνη. Η ανάμειξη στην πολιτική ήταν το επόμενο βήμα του.

Ο ήρωας Γκάαφαρ του «Στην Καρδιά της Νύχτας» ονειρεύεται και γερνάει μέσα από την ιστορία της ζωής του την οποία διηγείται μια βραδιά σε ένα καφενείο στο παλιό Κάιρο. Ο Ναγκίμπ Μαφχούζ,  (Νομπέλ Λογοτεχνίας 1988) που γράφει σε ένα ρυθμό μοναδικό, και θεωρείται ο πατριάρχης της αραβικής λογοτεχνίας, είναι ο πρώτος λογοτέχνης της Αιγύπτου που έθεσε σε αμφισβήτηση την παραδοσιακή ηθική και τις κατεστημένες πεποιθήσεις στη χώρα του, διατυπώνοντας ερωτήματα. Τα έργα του εισάγουν τον δυτικό τρόπο σκέψης στην αραβική λογοτεχνία και κάνουν λόγο για τη δυνατότητα του ατόμου να αλλάξει το πεπρωμένο του σε αντίθεση με την κυρίαρχη μοιρολατρία.

 Μεταφρασμένο από την αγαπημένη μας Πέρσα Κουμούτση, μας βάζει στο ρυθμό και στην ψυχοσύνθεση ενός άλλου λαού, που βρίσκεται τόσο κοντά, και τόσο μακριά μας…

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

"Θα φωνάξω την Αστυνομία" ... μια ιστορία απώθησης και ανάκτησης

Η φράση «θα φωνάξω την αστυνομία» είναι το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα που κλείνει ερμητικά τη διπλή ζωή του Μπομπ Μπεργκερ. Το κλειδί, το βρίσκει ο Ιρβινκ Γιάλομ, κουβεντιάζοντας μετά από ένα δείπνο με το φίλο του τον Μπομπ, που επιδεικνύει –κατά τον ίδιο τον καθηγητή της ψυχιατρικής- αξιοπερίεργη συμπεριφορά. 


Ο Μπομπ Μπέργκερ απωθεί τη μια ζωή του, την ώρα ακριβώς που ανακτά τη δεύτερη ζωή του. Χρόνια τώρα ζει ισορροπώντας σε ένα τεντωμένο σκοινί, χωρίς να θέλει, χωρίς να ξέρει γιατί, απλά επειδή το υποσυνείδητό του δεν τον αφήνει να πέσει προς, τη μία πλευρά, για να μην τον μονοπωλήσει αυτή, και ξεχαστεί η άλλη. Είναι μέσα του και λειτουργεί για να τον ταλαιπωρεί, να μην ξεχνιέται, να μην απελευθερώνεται ποτέ.
Ο ίδιος ο Μπομπ δεν κατανοεί γιατί του συμβαίνουν αυτά. Για πρώτη φορά αφηγείται στον Γιάλομ, τις φρικιαστικές εικόνες που έζησε στην παιδική του ηλικία. Εικόνες που μπορεί ο καθένας να έχει διαβάσει. Όταν τις έχει ζήσει όμως είναι διαφορετικά. Όταν τις έχει ζήσει τις απωθεί, τις διώχνει. Κι ύστερα έρχονται άλλες στη θέση τους. Για να απωθηθούν κι αυτές με τη σειρά τους και να ανακτηθούν στην πρώτη ευκαιρία. 

 Την ευκαιρία αυτή μπορεί να τη δώσει μια αντίδραση. Μια εικόνα. Μια φράση. Στην περίπτωση του Μπέργκερ είναι η φράση «Θα φωνάξω την Αστυνομία». Θέλησε να φωνάξει την αστυνομία, όταν αισθάνθηκε ανασφάλεια σε ένα ταξίδι που έκανε για επιστημονικούς λόγους, στη Βενεζουέλα. Συμπτωματικά, την ίδια αυτή φράση, είχε θελήσει να φωνάξει για να σωθεί από τους ναζί, όταν ήταν ακόμη παιδί, στην Ουγγαρία του Ολοκαυτώματος…
"Καθώς το αποχαιρετιστήριο δείπνο έφτανε στο τέλος του, ο Μπόμπ Μπέργκερ, ο φίλος μου από τα παλιά, έκανε νόημα ότι είχε ανάγκη να μου μιλήσει. Είχαμε ακολουθήσει διαφορετικές επαγγελματικές κατευθύνσεις, εκείνος χειρουργούσε καρδιές, εγώ θεράπευα ραγισμένες καρδιές μέσα από τη συζήτηση, κι όμως μεταξύ μας υπήρχε ένας στενός σύνδεσμος πού το νιώθαμε κι οι δύο πως θα διαρκούσε όλη μας τη ζωή. Όταν με πήρε απ' το μπράτσο για να με τραβήξει παράμερα, κατάλαβα πως συνέβαινε κάτι εξαιρετικό. Ο Μπόμπ πολύ σπάνια με άγγιζε. Κάτι τέτοια τα παρατηρούμε εμείς οι ψυχίατροι. Έσκυψε στο αυτί μου και είπε βραχνά: "Μου συμβαίνει κάτι πολύ βαρύ... ξεσπάει το παρελθόν... οι δύο ζωές μου, της νύχτας και της μέρας, γίνονται ένα. Έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον ". 

 Κατάλαβα. Μετά τα παιδικά του χρόνια, που τα πέρασε στην Ουγγαρία την εποχή του Ολοκαυτώματος, ο Μπόμπ ζούσε δυο ζωές: μια το πρωί, σαν ένας γλυκομίλητος, αφοσιωμένος και ακούραστος καρδιοχειρουργός, και μια άλλη τη νύχτα, όπου στα όνειρά του περιφέρονταν θραύσματα από φρικτές αναμνήσεις. Για την πρωινή του ζωή γνώριζα τα πάντα, για τη νυχτερινή όμως στα πενήντα χρόνια της φιλίας μας δεν είχε αποκαλύψει τίποτα. Ούτε ποτέ είχα ακούσει απ' το στόμα του ένα ξεκάθαρο αίτημα για βοήθεια: ήταν κλειστός, μυστηριώδης, αινιγματικός. [...] Δημοσίευε πυρετωδώς, δίδασκε και χειρουργούσε ακαταπόνητα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο πού εμφύτευσε τεχνητή καρδιά μερικής υποβοήθησης, εξασφαλίζοντας μακρόχρονη επιβίωση. Και όλ' αυτά απόλυτα μόνος στον κόσμο -είχε χάσει όλους τους δικούς του στο Ολοκαύτωμα. Για το παρελθόν του όμως δεν έλεγε τίποτα. Μ' έτρωγε η περιέργεια, γιατί δεν είχα γνωρίσει άλλον άνθρωπο που να έζησε από πρώτο χέρι τη φρίκη των στρατοπέδων, ο Μπόμπ όμως απόδιωχνε τις ερωτήσεις μου και με κατηγορούσε γιά ηδονοβλεψία."

 Λόγος απλός και φλύαρος από τον Ιρβιν Γιάλομ που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής. Η ιστορία είναι απλή, την χαρακτηρίζει όμως πολυλογία που είναι μάλλον άχρηστη στον αναγνώστη ο οποίος οδηγείται σχετικά εύκολα σε συμπεράσματα. Ίσως μάλιστα να βιάζεται να ξεφυλλίσει γρήγορα, γιατί το τι πέρασαν οι φυλακισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι στ’ αλήθεια πολυδιαβασμένο……

 Στα θετικά του το «τέχνημα» της διπλής ζωής και της μαγικής φράσης-κλειδί, που ωστόσο οφείλεται –όπως δείχνει η εργογραφία του Γιάλομ-_περισσότερο σε διηγήσεις ψυχοθεραπείας, και λιγότερο σε λογοτεχνικό εύρημα …. 

 Το «Θα φωνάξω την Αστυνομία» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε μετάφραση Ευαγγελίας Ανδριτσάνου.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Σαββατο βράδυ στην άκρη της πόλης, ξανά !

Είναι ωραίο να βρίσκεσαι Σαββάτο βράδυ στην άκρη της πόλης, ξανά, κάτι χρόνια μετά.  Όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, επιστρέφεις πίσω.  Όπου και να σε έχει πάει η ζωή, ξαναβρίσκεσαι στο κέντρο του δυτικού κόσμου, και συγχρόνως στην άκρη του, στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης.  Παρέα με τη Σώτη Τριανταφύλλου.


Ακούς πάλι τις νότες και τη φωνή της Πάτυ Σμιθ που τραγουδά στο Κάτω Μανχάταν.  Ο ήχος του Rock and Roll αντηχεί στις προκυμαίες και μερικοί φοιτητές ξεκινούν την περιπέτειά τους, μέσα από δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων  του Τσέλσι ή του Κάναρσι, όπου κάνουν βόλτες ανέμελες κατσαρίδες.

Μια νεαρή ελληνίδα, η Μπίμπι, ο Νίκυ, η Νάνσυ ο Κούκι και οι φίλοι τους, οι τζάνκι επίδοξοι ηθοποιοί του Broadway, οι Άγγελοι της Κόλασης  με τα θαυματουργά χαπάκια τους και οι γιάπις μας ξεναγούν σε μια πόλη ξεμυαλισμένη, πολύχρωμη, ασυλλόγιστη , μα ταυτόχρονα φιλική, συγκινητική κι αγαπησιάρα.   Μια πόλη που τις νύχτες χοροπηδάει στα μπαρ, έχοντας στο χέρι από φτηνή μπύρα μέχρι σαμπάνια, στους ρυθμούς των τραγουδιών του David Bowi, του Frank Zappa και του Carl Perkins.   Μια πόλη που  έχει κάτι να δώσει σε όλους, που προσφέρει ακριβά και φτηνά θεάματα.
 Την ώρα που η Marion Faithfull δίνει συναυλία στην κατάφωτη αίθουσα του Ριτζ, ένας  σωσίας του Τζον Τραβόλτα, κουνάει τους γοφούς του με πάθος μπροστά στο άγαλμα του Γκαριμπάλντι στην πλατεία Washington και είναι τόσο ίδιος , μα τόσο ίδιος με το ίνδαλμά του , που νομίζεις ότι χορεύει ο ίδιος ο Τραβόλτα στην ντισκοτέκ του Bay Ritz στο «Πυρετός το Σαββατόβραδο».


Ο χρόνος δεν είναι στάσιμος.  Για κανέναν απο εμάς, για κανέναν από τους ήρωες της Σώτης Τριανταφύλλου.  Τα χρόνια που έζησαν αυτά τα παιδιά στις σελίδες  του βιβλίου, είναι μεστά εμπειριών και στιγμών μεγάλων και μικρών.  Οι ήρωες της Σώτης ζουν την τρέλα, απολαμβάνουν έρωτες, γνωρίζουν την αληθινή φιλία, και συναντούν απροσδόκητα την απώλεια  και τον θάνατο.
Υποθέτω πως σήμερα, αν κάποιοι από αυτούς ήταν πρόσωπα υπαρκτά, θα βρίσκονται στην άλλη πλευρά της πόλης, μπορεί να περπατούν κρατώντας χαρτοφύλακα στη Wall Street,  ντυμένοι με κοστούμια  αγορασμένα από τους Brooks Brothers και  κάποιοι θα φορούν και αυστηρά κοκάλινα γυαλιά, ή ταγιέρ και ψηλοτάκουνες γόβες σε παλ χρώμα.    Η νεαρή φοιτήτρια σίγουρα θα είναι μια πολλά υποσχόμενη καθηγήτρια Ιστορίας, η Χόλι διάσημη ηθοποιός που ζει από το χειροκρότημα του κοινού της στα μεγάλα θέατρα, η Μπίμπι μια καλή σύζυγος αν και κάτι τέτοιο δεν το ονειρευόταν ποτέ εκείνα τα χρόνια της νιότης…

Έτσι είναι όταν μεγαλώνεις.  Θέλεις να κάνεις βόλτες στην παραλιακή λεωφόρο με γαλάζια ή λευκή Κορβέτ, όχι με διαλυμένες σακαράκες.  Αγοράζεις καλλυντικά από τα Bloomingdales , όχι προϊόντα της ανάγκης από το Πριζουνίκ.  Πηγαίνεις στα αξιοπρεπή μπαρ όχι σε καταγώγια  και πίνεις μόνο μπέρμπον, όχι πια φτηνές μπύρες.  Λες «τέλος» στην αγγελόσκονη και στις  φιλίες με αδύναμους που δεν κατάφεραν να ξεκολλήσουν από το κοινόβιο ισόγειο διαμέρισμα μιας φτωχογειτονιάς της Νέας Υόρκης. 

Όμως, όταν ξαναδιαβάζεις  το «Σάββατο Βράδυ στην άκρη της πόλης»  το μυαλό σου τρέχει πίσω –μπρος.  Ταξιδεύεις, όσο και να έχεις αλλάξει…