Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ψηλά Τακούνια απο την Ιουστίνη




Όταν μεγαλώνεις, τα δίνεις όλα για να βρίσκεις αφορμές και να ξαναζείς τα χρόνια της νιότης και της ανεμελιάς. Και δεν ξέρω με ποιο μαγικό τρόπο, σε όλες τις ιστορίες της νιότης, όσο «μακρινές» κι αν είναι, πάντα μέσα τους κρύβουν κάτι που θα σου θυμίζει τον εαυτό σου. Τον βρήκα και πάλι λοιπόν… Αυτή τη φορά, αφορμή για μια επιστροφή, το αγαπημένο βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη «Ψηλά Τακούνια για Πάντα».

Ωδή για τη φιλία μεταξύ έξι κοριτσιών που δέθηκαν στα αθώα χρόνια της νιότης τους και ήταν αχώριστες, απομακρύνθηκαν αργότερα διανύοντας τα γόνιμα χρόνια τους, ταξίδεψαν σε έρωτες, και ξανάσμιξαν στη φάση της ωριμότητάς τους, είναι το βιβλίο της Ιουστίνης που επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Αρμός.
Πρόκειται για ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που διατρέχει τις ζωές και την ψυχολογία των έξι γυναικών στην πορεία της ζωής τους, με κύρια πρωταγωνίστρια τη Τζούλια του Μόντρεαλ. Όπως αναφέρει η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου της, «η ιστορία είναι αληθινή και φωτογραφίζει τις συμμαθήτριές μου, με τις οποίες μεγάλωσα στη Λευκάδα των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.  Τα πρώτα τακούνια που δοκιμάσαμε ήταν εκείνα των μαμάδων μας κι ορκιστήκαμε κρυφά πως εμείς για πάντα θα λικνιζόμαστε στις γόβες. Και καρφώσαμε ξύλινα τακούνια στις πλαστικές σαγιονάρες και πηγαινοερχόμασταν στη γειτονιά κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο, προκαλώντας τη μήνι των μεγάλων.

Μόνο η Αθηνά αρνιόταν να φορέσει τα ψηλά τακούνια γιατί ήταν ψηλή κι ένιωθε άχαρη προσθέτοντας κι άλλο ύψος στη ζωή της. Εκείνη έμεινε πεισματικά προσηλωμένη στα μοκασίνια της κι ας προσπαθούσαμε να την παρασύρουμε στη ματαιότητα της ψηλοτάκουνης γόβας.

Η ζωή μας σκόρπισε στα διάφορα σημεία του ορίζοντα, αλλά εμείς σμίγουμε πιστά τα καλοκαίρια και τους χειμώνες στο νησί, καταθέτοντας την αφοσίωσή μας η μια στην άλλη, μα πιότερο τις χίλιες δύο καταστάσεις που μας άλλαξαν και μας έστειλαν σε άλλους δρόμους διαφορετικούς από εκείνους, που είχαμε ονειρευτεί»
Είχα και πάλι ανακαλύψει κάτι από τον εαυτό μου στο βιβλίο αυτό και στο παρελθόν, όταν το είχα διαβάσει στην πρώτη έκδοσή του από τα «Ελληνικά Γράμματα».  Η Ιουστίνη ξέρει τον τρόπο να αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη. Καταπιάνεται με λεπτά και ευαίσθητα  θέματα, αληθινές ιστορίες  και πάθη ανθρώπων που πόνεσαν, πορεύτηκαν με τους γύρω τους και αγάπησαν. Δεν περιορίζεται όμως  στο να διηγηθεί μια ιστορία, διανθισμένη με έρωτα και περιπέτεια, αλλά έχοντας δουλέψει σε βάθος πάνω στα ιστορικά και πραγματολογικά δεδομένα του κοινωνικού αυτού ψυχογραφήματος, καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στο χώρο και στο χρόνο και να τον κάνει να βιώσει τις εμπειρίες και τις στιγμές των ηρώων και των ηρωίδων της.

Το μυθιστόρημα είναι στημένο στον απόηχο των νεανικών αναμνήσεων της Ιουστίνης, στο περιβάλλον του αγαπημένου νησιού της.  Η Τζούλια και οι φίλες της, κορίτσια στην αυγή της ζωής, βιάζονται να μεγαλώσουν, να πετάξουν σχολικές ποδιές και βιβλία και να φορέσουν  ψηλά τακούνια όπως οι μητέρες τους, κάνοντας την αρχή με ξύλινα τακούνια πρόχειρα καρφωμένα στις σαγιονάρες τους.  Βιάζονται ν΄αδράξουν τη ζωή, να πιουν και να μεθύσουν από τους χυμούς της και να γνωρίσουν τον έρωτα στην απόλυτη μορφή του...Μέσα στην αθωότητά τους πιστεύουν, πως πάντα θα είναι όλα ρόδινα και σύμφωνα με τα όνειρά τους. Ένα τραγικό γεγονός όμως, ένας αδόκητος θάνατος, ο θάνατος του πατέρα της Τζούλιας  την ίδια ακριβώς ημέρα της αποφοίτησης των κοριτσιών από το σχολείο, θα οδηγήσει στη  ματαίωση των ονείρων της Τζούλιας  και το βίαιο αποχωρισμό της   από τη νησί της και τις φίλες της. 

Η Τζούλια και οι φίλες της θα σκορπίσουν στους πέντε ανέμους. Θα χάσουν την επαφή τους, πολλές θα δουν τα όνειρα τους να διαψεύδονται, άλλες θα πικραθούν, άλλες θα παραιτηθούν, άλλες θα συμβιβαστούν, άλλες θα επαναστατήσουν. Δεν μπορεί να μην συναντήσει κάπου τον εαυτό του ο αναγνώστης. Κάπου θα τον συναντήσει να κρύβεται στις πτυχές της νιότης που μένουν μέσα στην ψυχή ανεξίτηλες….
Και ξάφνου, όταν η ωριμότητα έχει διαδεχθεί τη νιότη, εκεί που οι κοπέλες δεν το περιμένουν, έρχεται η πρόσκληση.  Η Τζούλια, η ψυχή της παρέας, που έχει ρίξει μαύρη πέτρα κόβοντας με το μαχαίρι δεσμούς και αγάπες που τη συνδέουν με το παρελθόν, στην αυγή των σαράντα χρόνων της ξαναγυρίζει σε αυτές ακριβώς τις αγάπες που άφησε πίσω της.  Θυμάται τον όρκο που έκαναν τότε, στα χρόνια της αθωότητας, να ξαναβρεθούν στα γενέθλια των σαράντα χρόνων της και τις καλεί στη νέα πατρίδα της τον Καναδά, στο σπιτικό της, να γιορτάσουν μαζί και να ξαναβρούν τα κοινά τους σημεία.  Το μεγάλο ταξίδι, είναι μεγάλο για όλες και για την καθεμιά ξεχωριστά.

Άραγε η απόσταση και ο χρόνος εμποδίζουν τον ήχο των τακουνιών να φτάσει τώρα πια στ’ αυτιά τους, ή ο ήχος αυτός, και μαζί βεβαίως και τα συναισθήματα που συνοδεύει έχει μείνει ανεξίτηλος μέσα τους; Η Ιουστίνη ξέρει καλά το παιχνίδι των συναισθημάτων και το καθοδηγεί με μαεστρία μα και σεβασμό στις διαφορετικές προσωπικότητες, τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε χαρακτήρα του βιβλίου.