Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

"Φυλλο Μηδέν"

Για έναν ανεξήγητο λόγο άρχισα να διαβάζω το "Φύλλο Μηδέν"  δύο εικοσιτετράωρα πριν την οριστική αναχώρηση του Ουμπέρτο Εκο απο τον κόσμο αυτό.  Το "Φυλλο Μηδέν" για τους παροικούντες τη δημοσιογραφία και τις εφημερίδες, είναι το δοκιμαστικό φύλλο.  Εκείνο που δεν βλέπει ποτέ το φως της ευρείας δημοσιότητας.  Βγαίνει όμως προς... "οικογενειακή" χρήση, δηλαδή για να τσεκαριστούν όλα. Για να γίνει το τελικό σπριντ. Να τσεκαριστούν χρόνοι, θέματα, πρωτοσέλιδα, λεζάντες, φωτό, στήλες... κλπ.  Τελικά όμως, το "Φύλλο Μηδέν"  θα μπορούσε να είναι το "Μη-Φύλλο".  Το τελευταίο.  Εκείνο που δεν βγαίνει ποτέ.  Το Φύλλο που είναι καταδικασμένο στο σκοτάδι της αιωνιότητας.



Στις πρώτες σελίδες δεν ενθουσιάστηκα.  Ίσως γιατί οι περιγραφές απο τη ζωή μιας εφημερίδας και των ανθρώπων της που ετοιμάζονται για την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου τους, μου είναι πολύ οικείες. Σιγά-σιγά όμως, στις επόμενες σελίδες, βρήκα ξανά τον Εκο.   Τον συνάντησα.  Συνάντησα τον ερευνητή, τον φιλόσοφο, τον πολιτισμιολόγο, τον πολύγλωσσο εραστή των λέξεων, της γραφής και της ανάγνωσης. Με τον φασισμό και τους υπηρέτες του, να είναι μόνιμο θέμα διαπραγμάτευσης απο τον μεγάλο διανοητή των ημερών μας.


Αυτός ήταν ο Ουμπέρτο Εκο.  Ενας σοφός άνθρωπος που μπορούσε να είναι απλός και κατανοητός για όλους, προσιτός, φίλος του λόγου και των βιβλίων, διαβασμένων και αδιάβαστων.  Αλλωστε δεν είναι τυχαίο που πολλά απο τα μυθιστορήματά του στηρίζονται στα βιβλία, στα μυστήρια και τα μυστικά που κρύβει ο κόσμος των βιβλίων και στη γοητεία που ασκούν.  

Ο Ουμπέρτο Εκο αποκρυπτογράφησε τον κόσμο και διέψευσε όλους αυτούς που έλεγαν οτι η ποιότητα δεν είναι για τις μάζες.  Το απέδειξε με την απήχηση που είχε το έργο του, κι ας μεγάλωσε με τα κόμικ του Σαλγκάρι, όπως είχε πει, επιθυμώντας μάλλον απο αποενοχοποιήσει μέρος του αναγνωστικού κοινού που δεν αγαπά τα πολυσέλιδα, χωρίς χρώμα και εικόνες, κείμενα.


Στα διαβάσματα ανακάλυψα πολλούς που θέλησαν να του μοιάσουν και μερικοί μπορεί και να πλησίασαν. Κανένα όμως απο τα μπεστ-σέλερ που αγαπήσαμε -σαν ιστορίες στο χαρτί ή στο πανί- δεν κατάφερε να αποκτήσει την αίγλη του πρώτου του μυθιστορήματος "Το Ονομα το Ρόδου", ή της "Μυστηριώδους Φλόγας της Βασίλισσας Λοάνα" όπου ο ήρωας, ό ίδιος ο Εκο, μπαίνει βαθειά σε ένα δαιμονικό στρόβιλο μνήμης απο αγαπημένα μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, κόμικς και ποιήματα.
Στο "Φυλλο Μηδέν" τα έβαλε με την κίτρινη δημοσιογραφία.  Στο επίκεντρο  της ιστορίας, βρίσκεται μια μη υπαρκτή φυλλάδα που κυκλοφορεί υπο τον τίτλο "Domani" (Αυριο) ιδιοκτήτης της οποίας είναι ένα πάμπλουτος επιχειρηματίας που τη χρειάζεται για να εκβιάζει ένας Θεός ξέρει ποιόν.  Κι ενώ ανάμεσα στα κουτσομπολιά ένας δημοσιογράφος αναβιώνει 50 χρόνια ιστορίας υπο το φως μιας σατανικής πλεκτάνης γύρω απο ένα πτώμα που υποτίθεται οτι είναι του Μουσολίνι, στις σκιές παραμονεύουν η μυστική δεξιά Επιχείρηση Gladio, η Μασονική Στοά Ρ2, η υποτιθέμενη δολοφονία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Α', το πραξικόπημα του πρίγκηπα Βαλέριο Μποργκέζε, η CIA και είκοσι χρόνια σφαγής και συγκάλυψης.  Μια χλιαρή ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν αποτυχημένο αφανή συγγραφέα κι ένα ενοχλητικό κορίτσι το οποίο,  για να βοηθήσει την οικογένειά του, έχει παρατήσει το παενεπιστήμιο και ασχολείται με τα ροζ κουτσομπολιά. Ένα τέλειο εγχειρίδιο κακής δημοσιογραφίας, όπου ο αναγνώστης αρχίζει σιγά-σιγά να αναρωτιέται αν πρόκειται για μυθοπλασία, ή για πιστή αποτύπωση της πραγματικότητας.


Αυτό το βιβλίο, για κάποιον μη-μυημένο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε εύκολα συμπεράσματα του τύπου, αυτή είναι η δημοσιογραφία, κάθε δημοσιογράφος και σπιούνος, σκοτεινός και τσιράκι της κάθε εξουσίας, συμπεράσματα  βιαστικά που -οχι οτι δεν ισχύουν πολλές φορές- κατηγοριοποιούν όμως άδικα και τους απλούς εργάτες της ενημέρωσης που περνούν τη ζωή τους γράφοντας κι επαληθεύοντας ειδήσεις και ιστορίες χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για ένα επάγγελμα που δεν είναι απλό επάγγελμα, αλλά και τρόπος ζωής. 


Ο Ουμπέρτο Εκο είχε πει κάπου οτι την ιστορία (που εκτυλίσσεται το 1992) την εμπνεύστηκε απο ένα πραγματικό πρόσωπο που δεν αναφέρει στο βιβλίο, τον Μινο Πεκορέλι, επικεφαλής ενός μικρου ειδησεογραφικού πρακτορείου στις δεκαετίες του 60 και του 70, που είχε καλές διασυνδέσεις με την εξουσία.  Προφανώς το πρακτορείο αυτό χρησίμευε ως μέσο εκβιασμών και ίντριγκας, όπως εξηγούσε ο συγγραφέας που είχε κι άλλες φορές ασχοληθεί με τις δυσλειτουργίες του Τύπου.  Μάλιστα ισχυριζόταν με πάθος οτι ένα τέτοιο εγχειρίδιο θα μπορούσε να χρησιμεύσει στις σχολές δημοσιογραφίας ως μια ιστορία-παράδειγμα προς αποφυγήν, ως ένα δείγμα του χειρίστου είδους άσκησης του επαγγέλματος...

Βεβαίως και δεν θεωρούσε ο ιταλός διανοητής οτι όλες οι εφημερίδες υπηρετούν τη λασπολογία και το κουτσομπολιό. Θεωρούσε οτι ο αναγνώστης το αποφασίζει, εάν αφελώς θα γίνει θύμα καθοδήγησης ή όχι. Ασχολιόταν πολύ με την πολιτική κατάσταση στη χώρα του και στην Ευρώπη γενικώτερα, ενδιαφερόταν για τα κοινά και τα σχολίαζε με το δικό του λιτό και κατανοητό τρόπο, αποδεχόμενος πλέον οτι στην εποχή μας, με το Διαδίκτυο και όλες αυτές τις πηγές ενημέρωσης γύρω μας, η γνώμη ενός Νομπελίστα θα είναι πλέον ένα μήνυμα με την ίδια βαρύτητα, όση και η γνώμη ενός ηλίθιου, ή ενός σοβαρού δημοσιογράφου, εφόσον όλοι μπορούν ανεξέλεγκτα να εκφράζουν τις γνώμες τους μέσα απο τα δίκτυα.
Με το βιβλίο αυτό -που ανήκει κι αυτό στην κατηγορία των μυθιστορημάτων ιδεών με φιλοσοφικό βάθος- ο Ουμπέρτο Εκο λοξοκοιτάει για μια ακόμη φορά με ήρεμη δυσπιστία τον κόσμο που μας περιβάλλει.  Ισως δεν έχει άδικο, όταν λέει οτι η ζωή είναι υποφερτή, αρκεί να ξέρεις να ικανοποιείσαι!  Αλλωστε πάντα ξημερώνει μια νέα μέρα (τη ρήση την δανείζεται απο την Σκάρλετ Ο'Χαρα).  Και τελικά με το "Φυλλο Μηδέν" απέδειξε για μια ακόμη φορά περίτρανα τον ισχυρισμό του οτι ο διανοούμενος σε μια κοινωνία πρέπει να αποδοκιμάζει τις αγριότητες, αλλά χωρίς να χάνει την επαφή του απο αυτήν: Σε περίπτωση δηλαδή που ξέσπαγε μια πυρκαγιά σε ένα θέατρο, ένας διανοούμενος δεν θα μπορούσε να κάθεται σε μια καρέκλα και να απαγγέλει ποίηση κοιτώντας το κενό.  Θα έπρεπε να κάνει το αυτονόητο που θα έκανε ο κάθε πολίτης. Να φωνάξει γρήγορα την πυροσβεστική....

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Ο τελευταίος επισκέπτης


Απόλαυσα στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη, τη Φλώρα Γκόφορθ, να δέχεται ξανά τον τελευταίο της αμφιλεγόμενο επισκέπτη στη μοναχική βίλα της που είναι χαμένη μέσα στα πεύκα, σ' εκείνο το χλιδάτο σπίτι με την συγκλονιστική θέα και την ιδιωτική παραλία. Με τα χρόνια να την έχουν βαρύνει, άρρωστη, πάντοτε αριστοκρατική και πάμπλουτη, υπαγορεύει ακόμα -όπως είχε προβλέψει ο Tennessee Williams- τα απομνημονεύματά της στη γραμματέα της.


Την αποκαλεί ακόμη Μπλάκι, την παιδεύει πάντα με τις ιδιοτροπίες της, την αντιμάχεται, μπορεί και να την ζηλεύει, γιατί εκείνη είναι πιο νέα και εργάζεται διαχειριζόμενη το δύσκολο χαρακτήρα της αφεντικίνας της με θαυμαστό τρόπο.  Αρκετά κυνική, πολύ αποστασιοποιημένη, η Μπλάκι είναι η απόλυτη επαγγελματίας.  Δεν παραλείπει να θυμίζει σε κάθε ευκαιρία στην Φλώρα ότι είναι κοντά στο θάνατο μα εκείνη δεν θέλει να το πιστέψει.  Αποζητάει ανδρική συντροφιά και... ω του θαύματος, καταφθάνει στη βίλα απρόσκλητος ένας νεαρός, διόλου άπειρος κι αμόλυντος.

Την ώρα που εκείνη βρίσκεται βυθισμένη στο ρυθμό της διήγησης της... ανεκδιήγητης ζωής της -ενός παρελθόντος πλούσιου απο κάθε άποψη- κι ενώ οι επισκέπτες που περνούν απο την βίλα που άλλοτε ήταν το κέντρο των κοινωνικών εκδηλώσεων, είναι ελάχιστοι, καταφθάνει ο άγνωστος.  

Απασχολημένος με διάφορες ζάμπλουτες κυρίες ο Κρίς Φλάντερς δεν είχε τύχει ποτέ να περάσει απο αυτό το μοναχικό μέρος, αυτό που ήταν κάποτε το must place για διάσημους ανθρώπους της τέχνης, που υπήρξε χώρος δεξιώσεων και υψηλών συναναστροφών της καλής κοινωνίας.  Πρόκειται για έναν ζιγκολό που δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη του νιότη. 

Σαν να έχει αυτή η επίσκεψη τα σημάδια της μοίρας του αναπόφευκτου. Εκείνος κάνει αυτό που γνωρίζει και στο οποίο έχει ασκηθεί.  Συνοδεύει γηραιές πλούσιες κυρίες προς το θάνατο. Σαν άγγελος που θέλει να τους προσφέρει λίγη χαρά την ύστατη ώρα, σαν χορηγός ευθανασίας, σαν οπορτουνιστής, ή σαν κομιστής ενός μαύρου αναπότρεπτου μηνύματος...

Η Φλώρα καλεί στο καταφύγιό της στη Ντιβίνα Κοστιέρα την άλλοτε επιστήθια φίλη της Κόνι Ρίτζγουέη που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, για να μάθει για τον αινιγματικό άνδρα, να λύσει τις απορίες και τα ερωτήματα της...

Πολύ πιστός στην εμμονή του περί απόσυρσης του ανθρώπου, όταν τελειώσει ο κύκλος του, ο Τ.Ουίλιαμς έγραψε τον Τελευταίο Επισκέπτη το 1959.  Στην Ελλάδα ανέβηκε το 2004 με την Αντιγόνη Βαλάκου και αυτές τις μέρες η Νόρα Κατσέλη ενσαρκώνει απόλυτα τη Φλώρα Σίσσυ Γκόφορθ και τον διακαή πόθο της να ζήσει ως το τέλος με τον απόλυτο τρόπο που έζησε τα νιάτα της.  Το αναπόφευκτο πεπρωμένο όμως που υπήρξε μόνιμο θέμα διαπραγμάτευσης για τον θεατρικό συγγραφέα, φέρνει το τέλος.  


Η Βάνα Πεφάνη, στο ρόλο της αυστηρά ρεαλίστριας Μπλάκι, βάζει "στον πάγο" την Φλώρα Γκόφορθ ακόμα και με το βλέμμα της.  Στο ρόλο του νεαρού, όχι και τόσο αθώου, Κρίς Φλάντερς, ο Σόλων Τσούνης και στο ρόλο της Κόνι, η απόλυτα ταιριαστή Νεφέλη Ορφανού.  Ο σκηνοθέτης Κοραής Δαμάτης έκοψε κι έραψε την ιστορία (σε μετάφραση Ερρίκου Μπελλιέ) προσαρμόζοντάς την στο χώρο του υπογείου του Ιδρύματος Κακογιάννη (σε σκηνικά Γ.Λυτζέρη), προσθέτοντας ευρηματικά δυο ανδρικές παρουσίες αθέατες για τους ηθοποιούς και την ιστορία , που διευκολύνουν με τον πιο διακριτικό τρόπο την εξέλιξη των πραγμάτων στην παράσταση.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το τέρας του Π.Νες, είναι το τέρας για τον καθένα μας

Η ιστορία είναι καθηλωτική, και επιλέγω να μιλήσω γι αυτήν επειδή πολλά γράφτηκαν εσχάτως για το θέμα της "απώλειας" και κυκλοφόρησαν σε φθηνές εκδόσεις προσβλέποντας και υποτιμώντας το εύπλαστο παιδικό κοινό που διψάει για νέα θέματα.   "Το Τερας Ερχεται" είναι  από τα πιο συγκλονιστικότερα βιβλία  που απευθύνονται σε παιδιά εφηβικής ηλικίας, κι ας μην έγινε δεκτό με θερμό ενθουσιασμό στην Ελλάδα απο το αναγνωστικό κοινό. Πραγματεύεται ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα: την αποδοχή του θανάτου αγαπημένων προσώπων.  Το διάβασα απνευστί με την αγωνία και το δέος του εφήβου μπροστά στο ανελέητο, το αναπότρεπτο μοιραίο παιχνίδι με το τέλος...

Ο Πάτρικ Νες έκανε θορυβώδη εμφάνιση στα μίντια όταν πριν απο λίγους μήνες με την πρωτοβουλία του να συγκεντρώσει με το δικό του συγγραφικό τρόπο χρήματα για τους σύρους πρόσφυγες.   Έτσι τον γνωρίσαμε. Αξίζει όμως να σημειωθεί οτι την ιστορία "Το Τέρας Έρχεται" την εμπνεύστηκε απο την ιστορία της συγγραφέως Σόμπαν Ντάουντ που πέθανε απο καρκίνο πριν προλάβει να βάλει στο χαρτί όλες τις λεπτομέρειες που είχε μέσα της, βιώνοντας την περιπέτεια της υγείας της.  


Ο Κόνορ είναι ένα δεκατριάχρονο αγόρι που ζει με την άρρωστη από καρκίνο μητέρα του.  Ο Κόνορ αρνείται να πιστέψει και να  αποδεχθεί τη μάχη που δίνει η εκείνη.   Το δένδρο πάνω στο οποίο εκείνη ξεκουράζει το βλέμμα της, ή εστιάζει για να ξεχαστεί, δίνει το έναυσμα για το ξεδίπλωμα της ιστορίας. Ο συμβολισμός "Δενδρο" είναι πολύ ιδιαίτερος για τους εραστές των παραμυθιών και εδώ βρίσκω την αφορμή να επανέλθω λίαν προσεχώς για το τί σημαίνει, τι εκπροσωπεί, τί προκαλεί και εν τέλει, τί διδάσκει.... 



Επι του παρόντος το δέντρο, δεν θέλει να το βλέπει ο Κόνορ γιατί κλέβει το ζεστό βλέμμα της μητέρας του, που μέσα του γνωρίζει οτι δεν θα υπάρχει για πολύ.   Το δένδρο γίνεται σιγά - σιγά τέρας.  Ένα τέρας, το οποίο επισκέπτεται τον μικρό Κόνορ και ζητά επίμονα από αυτόν να του πει μια ιστορία.  Πιέζει με τη συνεχή παρουσία του.  Σκάβει το εσωτερικό της ψυχής του πιτσιρικά για να "βγάλει" απο μέσα του την ιστορία που δεν είναι άλλη, από την αλήθεια που κρύβει μέσα του.  Αυτή που κάθε βράδυ, από τότε που αρρώστησε η μητέρα του, στοιχειώνει τον ύπνο και κυρίως τη ζωή του.


Το τέρας θα δώσει χρόνο στον Κόνορ να ανακαλύψει και να πει την αλήθεια του, διηγούμενο το ίδιο τρεις ιστορίες. Μέσα από αυτές, το τέρας προσπαθεί να οδηγήσει τον Κόνορ στην αυτογνωσία, πριν ο εφιάλτης του, το πραγματικό τέρας, αυτό που τρέμει ο Κόνορ, τον καταπιεί για πάντα.

Ο Κόνορ, θα σκαρφαλώσει τον Γολγοθά μιας ιδιαίτερα φορτισμένης συναισθηματικά κλίμακας, μέχρι να φτάσει στην αλήθεια. Θα ζήσει δύσκολη καθημερινότητα, όχι μόνο στο σπίτι, αλλά και στο σχολείο, όπου πέφτει και θύμα bullying  ως αδύναμος μαθητής κι εσωστρεφής. Θα αναγκαστεί να ζήσει με την γιαγιά του την οποία αντιπαθεί. Θα πονέσει ψυχικά και σωματικά, θα βιώσει τον απόρριψη, τον οίκτο,το φόβο, την οδύνη, το θυμό.  Θα χάσει τον εαυτό του για να μπορέσει να τον ξαναβρεί. Μέσα από τις τρεις ιστορίες που διηγείται το τέρας, ο ήρωας -και μαζί και ο αναγνώστης- συνειδητοποιεί την πολυπλοκότητα του ανθρώπου, κατανοεί σε βάθος την έννοια του καλού και του κακού, εμβαθύνει στη φύση της πίστης, τη δύναμη της θέλησης και τον ορισμό του θάρρους.


Το κείμενο συνοδεύει εύστοχη εικονογράφηση.  Όλα κινούνται στις αποχρώσεις του γκρι , όπως αρμόζει. Σαν τίποτα να μην είναι απολύτως ξεκάθαρο. Η ίδια η εικονογράφηση έχει τη δύναμη να υπαινιχθεί στον αναγνώστη, ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρες, στεγανές αλήθειες.  

Όλα γίνονται δίκοπο μαχαίρι. Κανένας και τίποτα δεν είναι εντελώς αθώο ή εντελώς ένοχο, μα ταυτόχρονα, λέξεις και εικόνες αναζητούν μια έξοδο στο φως όπως ο ήρωας που δεν αφήνεται στην αυτολύπηση όταν πλέον χάνει την αγαπημένη του μητέρα αλλά σηκώνεται στα πόδια του.  

Ο ήρωας κάνει αυτό που οι σεναριογράφοι αποκαλούν "το άλμα της πίστης", αντιμετωπίζει κατάματα το φόβο του και συνοδεύει τον αναγνώστη στα δύσβατα μονοπάτια της αυτογνωσίας. 

Κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.