Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Η ωραία της Νύχτας και η ζωή μετά το φόνο


Κι όμως, μετά το φόνο υπάρχει ζωή, κι ύστερα, μπορεί να υπάρξει πάλι φόνος κι έτσι μια σύγχρονη ανθρώπινη τραγωδία αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, φτάνει να υπάρχει κάποιος να την αφηγηθεί, να τη ζήσει με το δικό του τρόπο και να μας την μεταφέρει.

Μαζί με μια μεθυστική εσάνς από νυχτολούλουδο, μας μεταφέρει τα συναισθήματα δυο γυναικών και μαζί, ένα σωρό οικογενειακά μυστικά.  Αυτές οι δυο γυναίκες βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας του βιβλίου της Ελένης Γκίκα «Η ωραία της νύχτας», κείμενο δύσκολο μα την αλήθεια, μιας και η υπόθεση που πραγματεύεται είναι μια ιστορία σκοτεινή μα πραγματική, όχι πολύ μακριά από το σήμερα, γραμμένο για αναγνώστες κάπως εξασκημένους.

Οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες ξεδιπλώνονται στο χαρτί του τρίτου προσώπου του βιβλίου, μιας ακόμα γυναίκας που εκτελεί χρέη αφηγητή και αναλαμβάνει να διερευνήσει τα αίτια ενός φονικού μα πολύ γρήγορα θα σκοντάψει σε ένα δεύτερο παλιότερο φόνο.  Γράφει την ιστορία της, κάθε βράδυ, σε ένα δροσερό παραμυθένιο κήπο, πολύ κοντά με την ηρωίδα της, μα ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ερωτική αντιζηλία ήταν η ρίζα του κακού.  

Μια 26χρονη γυναίκα έχει σκοτώσει τη σύζυγο του εραστή της μπροστά στα δυο της παιδιά και στα δυο του θύματος.  Η 26χρονη όμως, είναι η εγγονή μιας άλλης μυθικής γυναίκας, η οποία, έχοντας βιώσει πολύ δύσκολα παιδιά χρόνια, στον ίδιο τόπο, αφού πρώτα δοκιμάστηκε έφτασε στα όριά της και έκαψε ζωντανό τον σύζυγό της, που την κακοποιούσε. 
Ο τόπος είναι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου, ένας πρωταγωνιστής, λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος στην πλοκή της ιστορίας.  Το Κορωπί είναι ο ένας από τους δυο κοινούς παρονομαστές των δυο φονικών  -ο άλλος είναι η οικογένεια, η συγγενική σχέση-  και μέσα σε ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό τοπίο, σε καταπράσινους κήπους με λουλούδια και βοτάνια κάθε είδους και γήινες μυρωδιές, γίνεται μια κατάδυση συνεχής ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο των προσώπων της ιστορίας, μα και των προγόνων τους. Η κληρονομικότητα δεν αναφέρεται με καθαρά λόγια μα είναι παρούσα και βαριά.  Εκείνη, «το κορίτσι που το είπαν φόνισσα» μας μιλάει ανενδοίαστα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς να απολογείται καθόλου, εξηγώντας τον σαρωτικό της έρωτα για τον  αναποφάσιστο άνδρα με τις δυο γυναίκες και δυο οικογένειες... Σε πρώτο πρόσωπο μας μιλάει και η πονεμένη Ελένη, η γιαγιά της 26χρονης, εκείνη που βιάσθηκε για χρόνια από το αφεντικό της μέχρι που ατιμασμένη την ανάγκασαν να τον παντρευτεί, εκείνη που όταν μέσα της πήρε τη μεγάλη απόφαση να προβεί στη μοιραία κίνηση, έζησε εκείνη τη μέρα της σαν όλες τις άλλες, με υπομονή, όπως έκανε σε όλη της τη ζωή, με απόλυτη συνείδηση και σθένος. 

Η συγγραφέας δεν περιγράφει ούτε τη μία , ούτε την άλλη ως ψυχρή και στυγνή δολοφόνο. Περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στους φόνους, όμως καταδύεται βαθειά στις ψυχές τους, διερευνά τις καλές τους πλευρές, αναζητώντας τις λέξεις που αντιστοιχούν στην πλευρά τους την ανθρώπινη, την πονετική.  Η Ελένη Γκίκα δείχνει τον άνθρωπο το Α κεφαλαίο.  Βάζει τον αναγνώστη να σκεφθεί, να προβληματισθεί, όπως άλλωστε κάνει και η ίδια.  Και αν ο αναγνώστης ζει σε μια κλειστή κοινωνία,  τότε σκέφτεται ότι τα πράγματα μπορεί να μην είναι έτσι όπως όλοι λένε, αλλά υπάρχουν κι άλλες όψεις της ίδιας πραγματικότητας...  Δείχνει τη γυναίκα που βασανίστηκε κι αποκαλύπτει τις σκέψεις της. Η Ελένη Παπαϊωάννου έμεινε στα χρονικά του τόπου της ως μια σκοτεινή περσόνα και πολλοί μπορεί να φοβούνταν για καιρό να περάσουν από το μπαρουτοκαπνισμένο κατώφλι του σπιτιού της.  Στο βιβλίο τη συναντάμε στη φυλακή, κι αργότερα στο «πουθενά», στην άκρη μιας πέτρας να ζεί σε ένα φάρο, εκεί που διάλεξε να ησυχάσει, να κατασταλάξει μαζί με το άλλο της μισό, το γεμάτο σιωπηρή κατανόηση για όλα. Η εγγονή της, πενήντα χρόνια μετά, στα 26 της, όπως ήταν και η γιαγιά της, για διαφορετικούς λόγους ωστόσο, γίνεται η «Τίγρης του Κορωπίου» και πηγαίνει στο σπίτι του εραστή της και δολοφονεί τη νόμιμη συζυγό του, μητέρα επίσης δυο ανήλικων παιδιών.

Ως δια μαγείας, μέσα σε ένα κάδρο ασφυκτικά ρεαλιστικό, η λογοτεχνία είναι παρούσα παντού.  Η Μαντάμ Μποβαρί του Φλωμπέρ, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ο Αντερσεν με τα παραμύθια του, ο Τέννεσι Ουίλιαμς με τον Γυάλινο Κόσμο του, τα φονικά της Άγκαθας και οι μοιραίες επαναλήψεις του Μπόρχες μας συντροφεύουν και μας οδηγούν στην ιστορία αυτή που εξελίσσεται πριν από χρόνια, μα ίσως και μετά, ακόμα και τώρα, μέρες και νύχτες, μέσα σε γειτονιές και κήπους ουράνιους, όπως αυτοί που δημιουργεί η συγγραφέας, κήπους πνιγμένους στα νυχτολούλουδα, τις πετούνιες, τους κατιφέδες, τα δενδρολίβανα, τα φούλια, τα χρυσάνθεμα, τους κισσούς, τις γαζίες και τις δράκαινες, κάτω από μουριές και ιτιές με μυρωδιές διάχυτες από μέντα, βασιλικό και δυόσμο.


Με εργαλείο το χιούμορ


Μια άλλη διάσταση της χιουμοριστικής γραφής αποκαλύπτεται με την ανάγνωση των ιστοριών του David Sedaris.   Οι αυτοβιογραφικές ως επί το πλείστον αυτοτελείς ιστορίες του, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την παιδική και εφηβική του ηλικία βάζουν τον Sedaris σε μια από τις θέσεις των  σημαντικότερων εκπροσώπων του αμερικανικού χιούμορ του εικοστού αιώνα. 

Σίγουρα επηρεασμένος από την αμερικανοεβραϊκή παράδοση και στη λογοτεχνία, αλλά και γενικότερα το Pop Culture, έχει δημοσιεύσει κείμενο που καθόλου τυχαία θα μπορούσαν να είναι το απόλυτο σενάριο για αμερικανικές κωμικές σειρές, ή ακόμα και για ταινίες όπως αυτές των αδελφών Κοέν, με τις οποίες έχουν κοινά μοτίβα στο χιούμορ.

Ο συγγραφέας βασίζεται πολύ στον αυτοσχεδιασμό. Σαν να τον παρασέρνει ένας κωμικός οίστρος και εκείνος, λίγο ή πολύ αφήνει αυτόν τον  οίστρο να τον οδηγεί.  Αυτό βέβαια σημαίνει ότι δεν είναι όλα εξίσου αστεία, ούτε ότι όλοι γελούν με όλα.  Ωστόσο δίνει το στίγμα μιας εποχής κι ενός τόπου.

Ο ήρωας φαίνεται στην αρχή υπερβολικά κυνικός. Ήρωας και αντιήρωας μαζί. Πολλά από τα διηγήματα του θα μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα και δραματικά, όμως εκείνος προτιμάει το δρόμο της διακωμώδησης, αντίθετα ίσως από τη διάθεση που έδειξε ο J.D.Salinger με τον «Φύλακα στη Σίκαλη» (αντιήρωας και αυτός ο έφηβος) που περιγράφει ταυτόχρονα συναισθήματα απέχθειας και αγάπης ταυτόχρονα για τον κόσμο και για τους γύρω του..

Μετά την ανάγνωση του «Γυμνός» του David Sedaris, αναρωτήθηκα με ποιο βιβλίο είχα ξαναγελάσει τόσο.  Μπορεί να εκπλαγείτε αλλά το μυαλό μου πήγε στον Εμμ.Ροϊδη και το «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου» που είχε καταφέρει να με βγάλει από το πετσί μου για να συμπάσχω με τον Συριανό Σύζυγο και τα πάθη του, ώσπου να τελειώσουν οι απόλυτα «ρυθμικές» σελίδες του . Φυσικά αυτό προέρχεται περισσότερο από μια πιο... βρετανική παράδοση με χιούμορ φλεγματικό, ειρωνική διάθεση και ύφος comme il faut, δεδομένου ότι γράφτηκε σε άλλη γλώσσα και άλλη εποχή, αλλά τα κοινά σημεία τους, για τον αναγνώστη τον επίμονο,  ήταν διακριτά.

Οι 17 ιστορίες του, με τον γενικό τίτλο ΓΥΜΝΟΣ  αφορούν αφηγήσεις που προέρχονται από τα έργα και τις ημέρες των μελών της οικογένειάς του και των φίλων τους και είναι δοσμένες με ανάλαφρη διάθεση, χιούμορ μάλλον ανατρεπτικό, με αυτοσαρκασμό και σε πολλά σημεία με υφέρποντα κυνισμό.  Το ξεκαρδιστικό ύφος του ενδεχομένως γίνεται κατά τόπους χοντροκομμένο, κυρίως όταν ο αφηγητής γράφει με την ηλικία του πρωταγωνιστή του, αλλά τα βιβλία του γίνονται πολύ δημοφιλή ίσως ακριβώς επειδή είναι συνεπής και συνεχίζει αυτήν την παράδοση. 

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι να δει κανείς πώς λειτουργεί συχνά το χιούμορ, με στόχο να μας δείξει τελικά το αντίθετο από αυτά που λέει.  Όταν σε κάποιες ιστορίες γράφει με ένα πιο... ενήλικο χέρι, βλέπει τον πρωταγωνιστή του διαφορετικά, από άλλη οπτική γωνία, ίσως από κάποια απόσταση, τον κάνει πιο σοφό και χρησιμοποιεί το χιούμορ για να παραδεχθεί τα λάθη που έκανε σε νεαρή ηλικία, ή να παραδεχθεί αξίες γύρω του που κάποτε είχε εκμηδενίσει.  Δεν γνωρίζω εάν έγραψε τις ιστορίες που περιλαμβάνει στο «Γυμνός» σε διάφορες ηλικίες, όπως νόμισα αρχικά, ή τελικά αυτό αποτέλεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα τεχνική του ...

Ο σαρκασμός του είναι πιθανότατα συχνά συγκαλυμμένη νοσταλγία για την παιδική και εφηβική ηλικία.  Σε ορισμένες διηγήσεις διακωμωδεί την οικογένεια χρησιμοποιώντας ανελέητο χιούμορ, αλλά τελικά, με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο γίνεται ικανός να βγάλει ένα συναίσθημα τρυφερότητας παρά επίκρισης για τους δικούς του ανθρώπους.  Μπορεί να βομβαρδίζει με χιουμοριστικές ατάκες και με τον τρόπο αυτό να προχωρεί πιο βαθειά στο θέμα του, πίσω όμως από έναν καταιγισμό από αστεία, μπορεί να κρύβει μια ωριμότερη σκέψη και ένα είδος σοφίας σε ορισμένες από τις ιστορίες του. 

Στην αρχή μπορεί να κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη, ακόμα και να τον συγκινήσει, ή να τον παγώσει από τον απύθμενο κυνισμό των εφήβων, όμως πουθενά τελικά δεν αποκλείει κανείς ότι ο κυνισμός αυτός είναι ένας, το λιγότερο, πληγωμένος ρομαντισμός, μιας γενιάς που δεν τον έζησε...


Εντέλει, όταν το χιούμορ γίνεται εργαλείο και χρησιμοποιείται κατά βούληση (και κατά δύναμη) μπορεί να έχει πολύ πιο σύνθετα αποτελέσματα από την απλή πρόκληση γέλιου με στόχο την ψυχαγωγία.  Προφανώς εξαρτάται από τον «τεχνίτη» της γλώσσας και την εποχή του κι ο David Sedaris μας το αποδεικνύει με την συλλογή «ΓΥΜΝΟΣ» που κυκλοφορεί σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά, από τις εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ.