Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Η Ρένα η Σμυρνιά κάτι έχει να μας πει

Αξίζει μια βαθειά υπόκλιση απο την πλευρά του θεατή, που λαμβάνει το μήνυμα της παράστασης που σκηνοθέτησε η Νικαίτη Κοντούρη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.  Η ιστορία της Ρένας, της περσόνας που δημιούργησε ο Αύγουστος Κορτώ είναι "γεμάτη" απο στιγμές που τις απολαμβάνεις στη σκηνή, ή τις διαβάζεις στις σελίδες, αλλά και τόσες άλλες που τις φαντάζεσαι, τις έχεις μέσα σου, γιατί υπήρξαν, συνέβησαν, δεν χάθηκαν, ανήκουν στο παρελθόν, στη ζωή και στον άνθρωπο.
Η Ρένα η Σμυρνιά δεν είναι μια ξεπεσμένη ξεμωραμένη πόρνη, είναι μια περσόνα που μας δίνει ένα μεγάλο μάθημα για τη ζωή. Αντλεί το κουράγιο της απο τα δύσκολα και επιστρατεύει το χιούμορ της και τη θετική της ματιά, για να αντιμετωπίσει την καταστροφή. Πρόκειται για την ιστορία μιας πόρνης, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο σε κάνει να σκέφτεσαι με απλότητα και ανθρωπιά, τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τη χώρα και τους έλληνες.  Πώς βιώθηκε η Μικρασιατική Καταστροφή; Πόσο καλύτεροι γίναμε με τους Πολέμους που σημάδεψαν τον αιώνα που πέρασε; Χρησίμεψαν στον άνθρωπο; Τί πληγές άφησε στην κοινωνία μας η μαύρη περίοδος που ακολούθησε;  Κάναμε καλά που "πιστέψαμε" με πάθος;  Παραμένουμε οι ίδιοι έλληνες, οι φιλόξενοι, εκείνοι με τις καρδιές τις ανοιχτές, με το χαμόγελο το πλατύ, με την πόρτα την ανοιχτή, έτοιμοι να συνεχίσουμε να ζούμε με αισιοδοξία κοιτώντας μπροστά;

Η Ρένα  δεν είναι πια μόνο του Αύγουστου Κορτώ. Είναι και της Νικαίτης Κοντούρη και είναι και δική μας.  Ένα πρόσωπο που ενώ φαινομενικά δείχνει ακραίο, λόγω της ιδιότητάς της -έχει βγει στο κλαρί απο τα γεννοφάσκια της- είναι τόσο απλό και κοντινό μας, τόσο προσβάσιμο, τόσο "ίδιο" με όλους μας, όσο και οι μνήμες που την συνοδεύουν.    Είναι η ίδια η Ελλάδα, που ποτέ δεν έπεσε στα χέρια του Γερμανού ή του Ιταλού όπως λέει η ίδια η Ρένα, που μπορεί να ήταν μια εταίρα αλλά ζούσε με αξιοπρέπεια, περηφάνεια, είναι η Ελλάδα που ερωτεύεται , που παθιάζεται, που τραγουδάει, που ενώνει, που σπέρνει θανατικό στην καταστροφή της, κι ύστερα παλι απολαμβάνει έναν ελληνικό καφέ απο ένα μπαλκόνι.  Αυτή είναι.


Σήμερα η Ρένα μας μιλά απο το σανίδι χαμογελαστή, οι μνήμες είναι η συντροφιά της , δεν έγιναν η μιζέρια της κι αυτό είναι το μεγαλείο στο μήνυμα της Νικαίτης Κοντούρη.   Η Ρένα γριά πια, χαίρεται για όσα έζησε και  κοιτάζει ακόμα μπροστά.  Εγκωμιάζει τον έρωτα, την αγάπη και κοιτάζει το μέλλον με αισιοδοξία.  Μιλάει σε τρεις νεαρούς στο περιθώριο της του Athens Pride Parade.

Η σκηνοθέτης κλείνει το μάτι στο ετερόκλητο κοινό, ξεπερνώντας τις αγκυλώσεις που μπορεί να αιστανθεί ενδεχομένως ο χρυσαυγίτης που "ενοχλείται" που θα ακούσει για τα "επιτεύγματα" του φασισμού,  ή ο καθωσπρέπει κύριος που "δεν θέλει να ξέρει" τι συμβαίνει στο "σπίτι" που στεγάζεται στο ημιυπόγειο με της απέναντι πολυκατοικίας.  Ζητάει απο το κοινό της νά κάνει το ίδιο. Δηλαδή να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις και να φτάσει στην ουσία του ανθρώπου και της ζωής.  Μήπως αυτό δεν είναι το ζητούμενο;   Μα τί άλλο να ζητήσει κανείς απο το θέατρο, αν όχι αυτό;



Εξαιρετική η Υρώ Μανέ στο ρόλο της Ρένας. Πλαισιώνεται απο τους ταλαντούχους Αγη Εμμανουήλ, Κωνσταντίνο Φάμη και Μιχάλη Αβρατόγλου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια έκανε ο Κ. Ζαμάνης.  Την εξαιρετική μουσική που παίζεται επι σκηνής υπογράφει ο Π. Τσεβάς, τους φωτισμούς η Στέλλα Κάλτσου, την επιμέλεια της κίνησης η Φ.Κορρού.  Να μην το χάσετε, να το δείτε Δευτέρα και Τρίτη στις 20.30.

Πιάνεις χώμα, χρυσάφι γίνεται...


Είναι εκείνη η οικογένεια που ήρθε από μακριά και μένει σε μια παλιά μονοκατοικία λίγο πιο κάτω, ή ίσως σε ένα πρόχειρο παράπηγμα. Είναι αυτοί που ταξίδεψαν ώρες και μέρες για να φτάσουν εδώ.  Τώρα η γυναίκα μπαινοβγαίνει από τα χαράματα, σφουγγαρίζει και σιδερώνει σε δυο-τρια σπίτια της γειτονιάς και σε ένα μικρό ξενοδοχείο.  Τα γειτονόπουλα είδαν στην αρχή τα παιδιά της με μισό μάτι, επειδή μιλούσαν άλλη γλώσσα, μια ακαταλαβίστικη και κυκλοφορούσαν όλο με τα ίδια ρούχα.  Τώρα είναι συμμαθητές. Τα παιδιά προσαρμόζονται εύκολα και μαθαίνουν γρήγορα.  Είναι αυτοί που έκαναν όνειρα για μια νέα πατρίδα. Αυτοί που είναι έτοιμοι να αλλάξουν θρησκεία, όνομα, επάγγελμα για να ξεκινήσουν από το μηδέν, και  να κερδίσουν μια νέα ζωή. Άνθρωποι ζωντανοί, με βλέμμα καθαρό, περήφανο κι αθώο ταυτόχρονα. 

Οι άνθρωποι που περιγράφει η Χριστίνα Φραγκεσκάκη συγκινούν.  Δεν ξεχνούν από πού ξεκίνησαν, αλλά αγωνίζονται από τα χαμηλά με σκέψη αγνή και κορμιά ταλαιπωρημένα.  Το «Πιάνεις χώμα» είναι ένα ευκολοδιάβαστο αφήγημα που μπαίνει βαθειά σε μια από τις ιστορίες που έχουμε ζήσει όλοι κάπου γύρω στον περίγυρό μας. 

Μια μάνα με δυο γιους, αφήνει κόρη και άνδρα στο χωριό -κάπου στην Αλβανία καταλαβαίνουμε από την περιγραφή- και καταφτάνουν μετά από πρόσκληση ενός θείου σε κάποιο ελληνικό νησί –στην πορεία της ανάγνωσης ανακαλύπτουμε ότι είναι η Ρόδος-  αναζητώντας την ελευθερία και διεκδικώντας μια καλή ζωή.  Στο μεταξύ, έχουν χάσει το «μαζί».  Η κόρη για να σπουδάσει γιατρός χρειάζεται να της στέλνουν χρήματα κι ο πατέρας, μαθηματικός, δεν αντέχει ψυχολογικά να ξεκινήσει από την αρχή, δεν του επιτρέπει η περηφάνια του να γίνει χαμάλης σε αυτή την ηλικία.  Η δυνατή Ευγενία όμως –που ενσαρκώνει το στερεότυπο της γυναίκας-βραχου που στηρίζει όλο το οικογενειακό οικοδόμημα-  αναλαμβάνει να «βγάλει το φίδι από την τρύπα» και ξενιτεύεται έχοντας για στήριγμά της το μεγάλο γιό και για  ελπίδα το μικρό, έναν πιτσιρικά εύστροφο, προσαρμοστικό, και τρυφερό. 

Ένας θειος της τους είχε πει ότι θα συναντούσαν ένα μέρος σαν τη Γη της Επαγγελίας, όμως οι θυσίες που πρέπει να κάνουν είναι συνεχείς.  Η Ευγενία στη χώρα της ήταν εκπαιδευτικός μα τώρα σφουγγαρίζει σκάλες και τουαλέτες, ή σιδερώνει σε σπίτια.  Ο μεγάλος γιός ονειρεύεται αλλά είναι προσγειωμένος και δουλεύει ως «ντελιβεράς» σε πιτσαρία. Ο μικρός νοιώθει ότι υστερεί έναντι των συμμαθητών του, αγωνίζεται να γράψει και να διαβάσει, να μάθει σωστά τη γλώσσα και παλεύει να συνηθίσει και το καινούργιο του όνομα. Ο μικρός Ανδρέας πιστεύει στη μαγική δύναμη και τον ήχο των λέξεων, όπως πιστεύει ότι το γυαλιστερό του ποδήλατο, δώρο του αδελφού του με τα πρώτα του χρήματα από τη δουλειά, θα τον ταξιδέψει παντού για να γνωρίσει τον κόσμο.  Όλα γύρω τους είναι καινούργια.  Οι φωτισμένοι δρόμοι , τα μαγαζιά, τα καράβια που μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι.  Καινούργιο είναι και το συναίσθημα της απώλειας μιας οικογένειας χωρισμένης στα δυό, τραυματισμένης…

Το αφήγημα χωρίζεται σε δυο μέρη. Το Πριν και το Μετά. Απαρτίζεται από μικρά κεφάλαια όπου οι αφηγήσεις της Ευγενίας εναλλάσσονται με τις αφηγήσεις του μικρού Ανδρέα.  Κάποια στιγμή ο μαθηματικός σύζυγος, Αγκρόν Πρέντσε, έρχεται στην Ελλάδα.  Κάνει μια προσπάθεια να ενταχθεί, του έχουν λείψει οι δικοί του, μα η προσαρμογή είναι δύσκολη όταν δεν μιλάς τη γλώσσα ενός τόπου. Γίνεται ο τρίτος αφηγητής της ιστορίας, αν και δεν ευλογήθηκε να ζήσει για πολύ στο νέο τόπο του.  Ο μικρός του «συστήνει» το περιβάλλον της νέας τους πατρίδας, τον ξεναγεί, του δείχνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, τα ψηλά βουνά.  Εκείνος θυμάται το χωριό τους, την πατρίδα τους, τη ζωή που έχασαν, αντιστέκεται, η νοσταλγία δεν τον αφήνει να δεχθεί την αλλαγή.  Ο Ανδρέας του δείχνει όλα αυτά που έχει μάθει, τον τόπο που έχει αρχίσει να γνωρίζει και που τώρα γίνεται σιγά-σιγά ο δικός του τόπος…  Όσο ο πατέρας του παραμένει «ξένος» εκείνος επιμένει… Δείχνει στον αμίλητο πατέρα του όλα όσα τον περιστοιχίζουν.  Μια μέρα του δείχνει απέναντι, τα βουνά της Μικράς Ασίας.  Εύστοχα επιμένει και ο μικρός, εύστοχα επιμένει και η συγγραφέας του βιβλίου, Χριστίνα Φραγκεσκάκη. Ανήκουν κι εκείνα τα βουνά στις χαμένες πατρίδες…

Πριν γίνει Ανδρέας, ο Gezim, το bullying δεν το αποκαλούσαμε έτσι.  Υπήρχε όμως και είχε στόχο πάντοτε τους αδύναμους.  Τώρα το τετράδιό του έχει γεμίσει με καινούργιες λέξεις και προχωράει καλά.  Γίνεται καλός μαθητής, ανταγωνίζεται επάξια τους άλλους. Μπαίνει στην εφηβεία. Τώρα τον αποδέχονται και όταν παίζουν ποδόσφαιρο.  Κάποτε μπορεί να κρατάει και την ελληνική σημαία ως άριστος ο Ανδρέας, αλλά σίγουρα τότε μπορεί να θυμηθούν ορισμένοι ότι λέγεται Gezim.  Ήρθε όμως με πολλές ελπίδες σε μια πατρίδα που  όταν έχεις ικανότητες, όταν δουλέψεις σκληρά, «Πιάνεις χώμα και γίνεται χρυσάφι…»