Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Η Γερτρούδη Στάιν και η Συνοδός της

Η δράση ξεκινά με τον θάνατο της Γερτρούδης Στάιν.  Τα φώτα έχουν σβήσει, η ατμόσφαιρα είναι βαριά και το φάντασμά της έρχεται να συναντήσει την σύντροφο της ζωής της Αλις Τόκλας, μέσα στο σαλόνι του σπιτιού τους, το σαλόνι που φιλοξένησε για χρόνια μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας και της τέχνης, το σαλόνι που "άκουσε" ενδιαφέρουσες συζητήσεις, βιτριολικές ατάκες, ιδιόρυθμα ειρωνικά σχόλια, βαθείς στοχασμούς, εμβριθείς αναλύσεις αλλά και απίστευτα κουτσομπολιά.  Δεν είναι τυχαίο οτι η παρουσία του Έρνεστ Χέμινγουέη, του Ματίς και του Πάμπλο Πικάσο είναι ιδιαιτέρως αισθητή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης στο θέατρο ΑΛΜΑ.  Οι μορφές τους βρίσκονται σχεδόν πάνω στη σκηνή και συνομιλούν με το θεατή.

Το σκηνικό είναι υποβλητικό, σε βάζει αμέσως στο νόημα, τόσο μεστό και ώριμο που η ατάκα του Wells η οποία βγαίνει απο το στόμα της Γερτρούδης και λέει "Πέθανα σήμερα" θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί έως και πλεονασμός.  Αυτό είναι το θέατρο, αυτή είναι η μαγεία της σκηνής.  Μπορεί να σου το πεί χωρίς να το εξηγήσει.  Μπορεί να σου το δώσει να το καταλάβεις και να το νοιώσεις ακόμα, μπορεί να σε κάνει να λυπηθείς, να χαρείς ή να πονέσεις.  Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού όλο αυτό το στήσιμο πέρασε απο τα μαγικά χέρια του Γιώργου Πάτσα...

Η παράσταση "Η Γερτρούδη Στάιν και η Συνοδός της" σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη, που έχει στο επίκεντρό της την ιδιαίτερη σχέση των δύο γυναικών καθόρισε κατά πολύ όλες τις μορφές της τέχνης στα σαλόνια των Παρισίων, στα χρόνια του μεσοπολέμου.   Παλιότερα, είχε ξαναπαιχτεί με εξαιρετική επιτυχία στο θέατρο Αμόρε, με τις ίδιες πρωταγωνίσριες που λάτρεψαν τό έργο και το απογείωσαν, την Μαρία Κατσιαδάκη στο ρόλο της Γερτρούδης και την Λυδία Φωτοπούλου στο ρόλο της αγαπημένη της συντρόφου Άλις.


Το κείμενο της παράστασης είναι απολαυστικό και το γεγονός οτι μένει στα χέρια του θεατρόφιλου θεατή όλο το κείμενο της παράστασης με το υπέροχο βιβλιαράκι των εκδόσεων "5η Εποχή", σε κάνει να νοιώθεις πως παίρνεις μαζί σου την ιστορία των δύο γυναικών που τόσο δαχτυλοδειχτούμενες ήταν στην εποχή τους.  Η Γερτρούδη προερχόταν απο εύπορη οικογένεια εβραϊκής καταγωγής, βρέθηκε να είναι απο τις πρώτες γυναίκες που σπούδασαν στα έδρανα της Ιατρικής Σχολής του διαπρεπούς  John's Hopkins University για να τα εγκαταλείψει λίγο αργότερα για να ταξιδέψει με τον αδελφό της στην Ευρώπη.  Έμελλε να γίνουν απο τους πρώτους συλλέκτες έργων των κυβιστών και άλλων πρωτοποριακών ζωγράφων της εποχής όπως ο Ματίς,  ο Πικάσο, ο οποίος ζωγράφισε το πορτραίτο της το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νεας Υόρκης.  Η αίθουσα τέχνης που διατηρούσαν στο Παρίσι τα δύο αδέλφια απο την Αμερική σύντομα έγινε πόλος έλξης για την καλλιτεχνική κοινότητα της πόλης.


Η Γερτρούδη Στάιν, έγινε συνώνυμο της πρωτοπορίας, ήταν οπαδός του κυβισμού ακόμη και στα γραπτά της.  Στη λογοτεχνία χρησιμοποιούσε πολλές φορές την επανάληψη με παραλλαγές, την ακραία απλοποίηση και την κατάτμηση για να εστιάσει στη "στιγμή".   Η αρτιότερη παρουσίαση της θεωρίας της βρίσκεται στο δοκίμιό της "Σύνθεση και εξήγηση" (1926) πάνω στο οποίο βασίστηκαν οι διαλέξεις της στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ.  Επίσης ένα άλλο έργο της που σφραγίσθηκε επίσης απο την θεωρία του κυβισμού ήταν το "Τρυφερά Κουμπιά" (1914),  έγραψε θεατρικά, λιμπρέτα, καθώς και αφηγήματα εμπνευσμένα απο τη ζωή τριών γυναικών της εργατικής τάξης ("Τρεις Ζωές" 1909), ενώ έγραψε επίσης και το ιδιαίτερα επιτυχημένο εμπορικά "Η αυτοβιογραφία της Αλις Μπ.Τόκλας" (1933), μια αντίφαση απο μόνο του, μιας και η Άλις δεν έγραψε ούτε μια σελίδα του.  Οι κριτικοί θεώρησαν οτι αυτός ήταν ένας πρωτοποριακός τρόπος για να μιλήσει η ίδια η Στάιν για τον εαυτό της, τα θέλω της, τις προτιμήσεις της και τη ζωή της.

Η Γερτρούδη Στάιν πέθανε απο καρκίνο στις 27 Ιουλίου 1946 στα 72 της, μετά απο 39 χρόνια συζυγικής ζωής με την Άλις Τόκλας που υπήρξε γι αυτήν έμπιστη φίλη, ερωμένη, μούσα, μαγείρισσα, ατζέντης και κριτικός.  Ανέλαβε για εκείνην ακόμα και την αυτοέκδοση κάποιων έργων της. Όταν ο Γερτρούδη της είχε προτείνει να γράψει την αυτοβιογραφία της, η απάντηση της Αλις ήταν "Εγώ είμαι μια πολύ καλή νοικοκυρά και πολύ καλή κηπουρός και πολύ καλή κεντήστρα και πολύ καλή γραμματέας και πολύ καλή συντάκτης και πολύ καλή κτηνίατρος, και όλα αυτά πρέπει να τα κάνω συγχρόνως και μου είναι δύσκολο να προσθέσω σε όλα τούτα και το να γίνω μια πολύ καλή συγγραφέας".  Έτσι το έγραψε η ίδια.  Το βιβλίο, ενώ χρησιμοποιεί τη φωνή της Άλις, βιογραφεί την ίδια την Γερτρούδη, και αυτό, μαζί με το γεγονός οτι κοινωνικά ήταν πολύ προχωρημένη για την εποχή της η επιλογή των δύο γυναικών να ζήσουν επισήμως μαζί ως σύζυγοι, το απογείωσε και το έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία.  



Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

ΒΗΣΘΑΒΕ, ένα ερωτογράφημα

Θα φαινόταν λογικό να ασχοληθώ με τις "Επικίνδυνες Μαγειρικές" του Ανδρέα Στάϊκου που μετά την κινηματογραφική τους εκδοχή, ανεβαίνουν φέτος και στο σανίδι, και τρόπον τινά υπήρξε κάποτε και βίωμά μου γιατί την εποχή που γραφόταν βρισκόμουν σε κάποιο διάλογο με τον θεατρικό συγγραφέα Ανδρέα Στάϊκο -θυμάμαι να το συζητούμε με την ολιγομελή μας ομάδα- όμως δεν το κάνω ακόμα. Δεν το τολμώ, αν και είναι της μόδας οι ιστορίες της γαστριμαργίας.  Όλα θέλουν το χρόνο τους.  Μπορεί να πέρασε αρκετός καιρός μα δεν το κάνω γιατί τα βιβλία δεν είναι εφημερίδα, δεν είναι κείμενα εφήμερα και αναλώσιμα, αυτό είναι το μότο μου, αφού ως δημοσιογράφος γνώρισα και έζησα πλάι-πλάι με το εφήμερο τόσα χρόνια και ως συγγραφέας και αναγνώστης μαζί, σέβομαι και βιώνω το διαρκές, το ακατάληκτο, το απέθαντο και το παντοτινό μερικές φορές, αν κανείς μπορεί τελικά να την ξεστομίσει αυτή τη λέξη.  
Επιλέγω λοιπόν να ασχοληθώ με την ΒΗΣΘΑΒΕ του Ανδρέα Στάϊκου, μια ιστορία γεμάτη χιούμορ, ερωτισμό κι ανατροπές που γράφτηκε παλιότερα.  Αφορά και αυτή το σύμπλεγμα και τα όρια μιας στενής σχέσης τριών προσώπων,  κι επικεντρώνεται σε αυτό το θανάσιμο παιχνίδι, το παιχνίδι του έρωτα που επιμένει να περνάει από τις επικίνδυνες σχέσεις ελέγχου, κυριαρχίας και εξουσίας στον σκοτεινό πυρήνα της σεξουαλικότητας του ανθρώπου. Πόσοι από τους γύρω σας βιώνουν έναν βαθύ ηδονικό έρωτα και δεν θέλουν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των καταστάσεων;  Πόσοι δεν αρνούνται την οδύνη και τον εξευτελισμό προκειμένου να φτάσουν στο τέλος της απόλυτης παράδοσης και εν τέλει και της παραφροσύνης;
Στο βιβλίο αυτό δρουν τρία πρόσωπα, ένας ευυπόληπτος γιατρός, ο Επαμεινώνδας Κωνσταντακόπουλος, μια σαγηνευτική γυναίκα η Λέιλα, και η «φιλήδονη» κόρη της -«ένα πλάσμα έξω από τα όρια και τους κανόνες της φύσεως και της κοινωνίας»- τα οποία συναντιούνται στον τόπο της ερωτικής απόλαυσης και μοιράζονται  συναισθήματα ακραία, την ηδονή και την οδύνη. Το δαιμονικό δίδυμο της μάνας και της κόρης παρασύρουν τον γιατρό σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι ακραίων ορέξεων που περνάει από τη γοητεία και τη μύηση, σε κάποιο σημείο ξεπερνάει τα όρια και φτάνει στην απόλυτη παράδοση, ακόμα και στον θάνατο.  
Φυσικά ο Ανδρέας Στάϊκος προωθεί την αφήγηση έντεχνα, μπορεί να μην είναι πρώτη φορά που ασχολείται με τη διακωμώδηση των ανθρωποφαγικών ορέξεων του έρωτα, ωστόσο με το βιβλίο αυτό δεν σε προϊδεάζει ότι οι ήρωες έχουν μύχια σχέδια, είναι προβληματικοί ή κάτι τέτοιο, και χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα, ένα παιχνίδι -για τον συγγραφέα εργαλείο καθοριστικό-  οργανώνει και προωθεί την αφήγηση και τη δράση.  Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα με κανόνες οι οποίοι δεν έχουν άλλο νόημα πέρα από αυτό που τους προσδίδει το ίδιο το παιχνίδι. Το πλαίσιό του μπορεί να είναι αυστηρό, τελετουργικό, αλλά συγχρόνως είναι ανοιχτό, απαιτεί τη φαντασία, την επινόηση, την προσποίηση, τη θεατρικότητα, τον ελιγμό. Αποβλέπει μόνον στην απόλαυση του παιχνιδιού και δεν υπηρετεί απολύτως κανέναν αλλότριο σκοπό. Η έκβασή του δεν είναι προκαθορισμένη για κανέναν και η μοναδική του προϋπόθεση είναι οι παίκτες να μοιράζονται την ίδια αντίληψη για τη σημασία του.
Η ειρωνεία που ποτίζει όλα τα στρώματα της αφήγησης, είναι απόλυτα συναρτημένη με το παιχνίδι. Κατ’ αρχάς το πεδίο της γλώσσας και του ύφους. Η δουλεμένη γλώσσα του Στάϊκου, που διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση της απλής καθαρεύουσας (η χρήση του πληθυντικού ακόμα και σε βίαιες ερωτικές σκηνές εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο και δηλώνει καταφανώς τις επιρροές και την καταγωγή του από τα γαλλικά ερωτογραφήματα) και δίνει στο αφήγημα μια εσάνς παλιομοδίτικη, κάτι από πατιναρισμένο έπιπλο σεκρετέρ μιας εποχής, μια γεύση από την καθαρεύουσα του Α. Εμπειρίκου στον Μεγάλο Ανατολικό, χαράζεται από την αιφνίδια ανάδυση λαϊκών εκφράσεων, με αποτέλεσμα το ειρωνικό παιχνίδι με τη γλώσσα και η σταθερή σκωπτική διάθεση, να είναι κύριο χαρακτηριστικό του ύφους.
Ωστόσο τα πρόσωπα, είναι περσόνες για θεατρικό, δεν έχουν το βάθος, την αδιαφάνεια και την αληθοφάνεια μυθιστορηματικών προσώπων. Είναι θεατρικοί χαρακτήρες που  υποδύονται τον ρόλο τους στο εσωτερικό του ερωτικού παιχνιδιού. Ο μόνος που διαθέτει κάποια εσωτερικότητα είναι ο γιατρός, ο οποίος αναστοχάζεται αυτά που του συμβαίνουν επαναλαμβάνοντας σπαραξικάρδιες κοινοτοπίες σχετικά με τον κυρίαρχο σεξουαλικό ρόλο των ανδρών, τον οποίον αντιπαραθέτει στην ταπείνωση και τον ευτελισμό που υφίσταται χάριν της ηδονής.  Πόσοι άνδρες άραγε σήμερα θα έβρισκαν τον εαυτό τους μέσα από μια τέτοια κάπως "ακατάλληλη δι ανηλίκους" παράσταση;
Όπως όλες οι ακραίες καταστάσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο μα και στα γραπτά, ενέχουν και το γλυκόπικρο στοιχείο.  Έχουν κάποια επίγευση γελοιότητας που μερικές φορές ανακατεύει το στομάχι του θεατή, ή του αναγνώστη.  Στο κλειστό σύμπαν που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, κάθε ψυχική εκδήλωση έχει ευθύς εξαρχής υπονομευθεί και αποδομηθεί από την ειρωνεία, έχει μετατραπεί σε στοιχείο καρναβαλικό. Εξαίρεση αποτελούν η ηδονή και η οδύνη, οι ποικίλες απολαύσεις της σάρκας, το φαγητό, ο καπνός και το αλκοόλ.
Στο κέντρο του αφηγήματος, συναντούμε την Βηθσαβεέ, που είναι η κινητήρια δύναμη που οργανώνει και σκηνοθετεί το ερωτικό παιχνίδι. Ένα κορίτσι αίνιγμα, «η μικρή θεά, θεά της νεότητας και θεά της αθωότητας», η δεκατριάχρονη καλλονή που θα παρασύρει τον Επαμεινώνδα στο παιχνίδι της ηδονής, της ταπείνωσης, και του θανάτου, φέρει το εμβληματικό όνομα "Βηθσαβέ".
Όνομα βιβλικό, όνομα μιας γυναίκας που η ομορφιά της μάγεψε τον Δαυίδ και τον οδήγησε στον φόνο. Από την ιστορία της πηγάζουν ένα σωρό άλλες ιστορίες, πανάρχαιες και σύγχρονες, που σίγουρα δεν αφορούν μόνον τον Δαυίδ και τις αμαρτίες του: Από τον εξώστη του παλατιού του «είδε γυναίκα λουομένην καλή τω είδει σφόδρα» (Βασιλειών Β’, ΙΑ). Έστειλε ανθρώπους του να τη φέρουν και «έλαβεν αυτήν, και εισήλθε προς αυτήν και εκοιμήθη μετ’ αυτής». Έδωσε εντολή να σκοτώσουν τον άνδρα της και την παντρεύτηκε. Η διπλή αμαρτία της μοιχείας και του φόνου είναι η αιτία των δεινών που υπέστη και της μακρόχρονης μετανοίας του, που μέρος της είναι η ποιητική δημιουργία των Ψαλμών.
Αλλά η Βηθσαβεέ δεν είναι μόνον πηγή λογοτεχνίας, είναι επίσης μητέρα του μεγάλου βασιλιά Σολομώντα και μακρινή πρόγονος του Ιησού Χριστού (Κατά Ματθαίον, 1, 6). Αναμφίβολα η ειρωνεία του Στάϊκου ανατρέπει αυτό το τρομερό πλαίσιο αναφοράς του ονόματος και το αντικαθιστά με μια διευκρίνιση της Λέιλας –«της θείας τσούλας»- που αφήνει τον Επαμεινώνδα άναυδο: «Ναι, είναι ένα όνομα κοινότοπο αλλά πραγματικά προτιμώ παρόμοια ονόματα παρά τα σπάνια και βαρύγδουπα ονόματα, όπως επισημαίνει με απόλυτη φυσικότατα η Λέιλα».
Τι είναι, λοιπόν, η Βηθσαβεέ, αυτό το θείο πλάσμα που στέκεται ακριβώς στο όριο, στο σύνορο που συγχρόνως χωρίζει και ενώνει το αθώο, αφελές, παιδί και τη φιλήδονη και ερωτικά πολυμήχανη γυναίκα; Έχω τη γνώμη ότι η Βηθσαβεέ είναι η θεά του παιχνιδιού, αυτή που δίνει στην ερωτική πράξη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού.
Στον κόσμο της, που είναι ο κόσμος του αφηγήματος, δεν υπάρχουν συναλλαγές, υπάρχουν μόνον δώρα που σου χαρίζουν, ή χαρίζεις εσύ. Αντιθέτως με όσα βλέπουμε στην καθημερινότητα, δεν υπάρχουν σχέσεις κυριαρχίας, ή εξουσίας, αλλά η ισότιμη συμμετοχή στο παιχνίδι και η δίκαιη διανομή της απόλαυσης. Η Βηθσαβεέ δεν ασκεί βία ή καταναγκασμό, θέλει απλώς να μοιραστεί εξίσου, σε ένα καθεστώς απόλυτης κοινοκτημοσύνης, τα αγαθά της ηδονής και της οδύνης. Όπως στο παιχνίδι δεν υπάρχει η αυστηρή διάκριση ενεργός/παθητικός, αλλά κάθε παίκτης, ανάλογα με τη φάση του παιχνιδιού, γίνεται διαδοχικά και ενεργός και παθητικός, το ίδιο και στον έρωτα οι ρόλοι διαδοχικά εναλλάσσονται. Αυτό που δεσπόζει είναι η απόλαυση και ο δίκαιος κανόνας της ισότιμης διανομής.
Ακόμα και στην τελευταία σκηνή, όταν η Βηθσαβεέ παίζει με τον ιατρό το θανάσιμο παιχνίδι της ερωτικής ρώσικης ρουλέτας, δεν επιβάλλει κάτι που αρνείται να επιβάλλει στον εαυτό της. Αντίθετα, αυτή δίνει πρώτη το παράδειγμα: «Θα ξεκινήσω εγώ, είπε η Βηθσαβεέ και με χέρι σταθερό βύθισε την κάννη του όπλου στο στενότατο άνοιγμα των εξαίσιων οπισθίων της». Αυτό το παιχνίδι της προσφέρει την ύψιστη ηδονή, «σπασμούς σπάνιας έντασης». Ο θανάσιμος κίνδυνος και η αποδοχή του ωθούν την απόλαυση στο απώτατο άκρο: «Και μέσα στον αλλόφρονα σπαραγμό της ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της σκανδάλης. Κάτι σαν ωκεάνιο κύμα κινήθηκε, μια παλίρροια». Αυτή την υπέρτατη ηδονή θέλει να μοιραστεί με τον σύντροφό της: «Τώρα, κύριε Επαμεινώνδα, η σειρά σας, μου είπε με τρεμάμενη από την ηδονή φωνή».
Αν πέρα από την ειρωνεία, που ανατρέπει τις κυρίαρχες αντιλήψεις και σαρκάζει τις κοινοτοπίες για τους ρόλους των δύο φύλων, υπάρχει ένα μάθημα που μας προτείνει ο Ανδρέας Στάϊκος, που μέσα και απο άλλα κείμενα, όπως "Τα Ατακτα Κορίτσια", έτσι και τώρα προτείνει την ανάλυση της φύσης του ερωτικού παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που μπορεί να είναι «θανάσιμο», γιατί όσο πιο βαθιά διεισδύει στην ύπαρξη των ανθρώπων, τόσο πιο αποτελεσματικά καταλύει τα δεδομένα και προχωρεί στην αποδόμηση των παραδοχών και των κεκτημένων, ενώ αφαιρεί κάθε νόημα απο τις "ταυτότητες" που συγκροτούν τον κοινωνικά διαμορφωμένο εαυτό τους.
Ο Ανδρέας Στάικος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης στο Παρίσι (Conservatoire National d’art dramatique). Είναι θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, πεζογράφος και μεταφραστής. Έχει γράψει και -συνήθως- σκηνοθετήσει τα έργα: "Δαίδαλος" (1971), "Κλυταιμνήστρα;" (1974), "Καρακορούμ" (1989), "1843" (1990), "Το μικρό δακτυλάκι της Ολυμπιάδος" (1992), "Φτερά στρουθοκαμήλου" (1994), "Το μήλον της Μήλου" (1996), "Η αυλαία πέφτει" (1999), "Αισχροτάτη Εριέττα" (2002), "Καπνοκράτωρ" (2005), "Ναπολεοντία" (2007), κ.ά. Μεταφραστής του Μολιέρου, του Μαριβώ, του Αλφρέ ντε Μυσσέ, του Λαμπίς, όπως και των "Επικίνδυνων σχέσεων" του Λακλό. Οι περισσότερες μεταφράσεις του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Άγρα". Το βιβλίο του "Επικίνδυνες μαγειρικές" ("Les liaisons culinaires"), το οποίο πρόσφατα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, μεταφράστηκε και εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες καθώς και στα ιαπωνικά. Κατά καιρούς έχει διδάξει στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου καθώς στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Συνεργάζεται με τα Εργαστήρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου επί σειρά ετών.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Κόρη στον Βυθό

Η κλοπή της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι έγκλημα που πολλές φορές εξιχνιάζεται πολλά χρόνια αφότου διαπραχθεί. Ίσως και ποτέ.   Για τον Ηλία από την Αντίπαρο, τον Πάνο και την Άννα, τα πράγματα έγιναν ανάποδα. Χάρη στο αστυνομικό τους δαιμόνιο, αλλά και την αγάπη τους για αυτόν τον τόπο των Κυκλάδων -τον τόσο πολυσύχναστο μα και τόσο άγνωστο- μια όμορφη Κόρη από το Δεσποτικό εξαφανισμένη από το Ιερό του Απόλλωνα, βρίσκει το δρόμο της ακριβώς πριν πέσει στα χέρια των αετονύχηδων.

  

Οι έφηβοι έχουν την πρώτη επαφή τους με τη λέξη «αρχαιοκαπηλία» η οποία απουσιάζει μαγικά από το κείμενο του βιβλίου ΚΟΡΗ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ, αλλά ταυτόχρονα είναι παρούσα σε όλες τις σελίδες του. Στόχος είναι η ευαισθητοποίηση των παιδιών μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί για πάντα αυτό που τους ανήκει, ο πολιτισμός και ο πλούτος της πατρίδας τους.
Η περιπέτεια εκτυλίσσεται στη σκιά μιας μεγάλης γνωστής υπόθεσης αρχαιοκαπηλίας, κι αυτό σημαίνει παράλληλη δράση για ενήλικες και παιδιά. Τα νερά του Αιγαίου είναι βαθειά και κρύβουν μυστικά αιώνων, όμως πτυχές της Ιστορίας αποκαλύπτονται στα παιδιά εντελώς τυχαία και από εκείνη τη στιγμή, η διάσωση της Κόρης γίνεται στόχος τους. Η επιχείρηση τα φορτώνει με εμπειρίες και γνώση για την Πάρο, την Αντίπαρο, το Δεσποτικό, τους πειρατές, τους Ενετούς, τις Κυκλάδες, την Ελλάδα και τελικά την Ιστορία και το βάρος της ευθύνης που έχουμε όλοι να διατηρήσουμε τον πλούτο της.



Ετσι την περιέγραψαν τα Λογοτεχνικά Σοκάκια την Κόρη στον Βυθό : 
"Χωρίς εκπτώσεις στη χρήση του πλούτου της ελληνικής γλώσσας, η συγγραφέας αποτυπώνει μια συναρπαστική ιστορία... Οι περιγραφές είναι λιτές και οι αναφορές σε μύθους, ιστορικά γεγονότα και πολιτιστική κληρονομιά γίνεται με διασκεδαστικό τρόπο και χωρίς κουραστικές λεπτομέρειες. Η πλοκή διατηρεί γρήγορο ρυθμό και κατορθώνει να συνεπάρει τους μικρούς φίλους στο συναρπαστικό αυτό ταξίδι..." Ευχαριστώ Καλλιόπη Κρητικού και Λογοτεχνικά Σοκάκια.

Στο μεταξύ, η καθημερινότητα τρέχει και ιστορίες με κούρους και κόρες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου καθώς νέα στοιχεία, που ολοκληρώνουν την εικόνα για την αρχιτεκτονική των κτιρίων γύρω από το τέμενος του Απόλλωνα στο ακατοίκητο νησί Δεσποτικό, έφεραν οι αναστηλωτικές και ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα. Συγκεκριμένα, οι εργασίες στο ιερό του Απόλλωνα στη θέση Μάντρα, στο νησί Δεσποτικό, δυτικά της Αντιπάρου, διήρκησαν από τις 3/5/19 έως τις 5/7/19.​  Η ανασκαφή που διήρκησε έξι εβδομάδες, εστίασε στις περιοχές γύρω από το τέμενος και στα κτίρια έξω από αυτό, ενώ πολύ σημαντικά ήταν τα αποτελέσματα της ολιγοήμερης έρευνας στη νησίδα Τσιμηντήρι, δηλαδή εκεί ακριβώς που έκαναν μακροβούτια τα παιδιά της ιστορίας μας !!!

 


Συζητούμε ιστορίες με κούρους και κόρες, όταν επισκέπτομαι σχολικές τάξεις.  Τα παιδιά στα Εκπαιδευτήρια St Paul  μου έκαναν παρουσίαση υπερπαραγωγή  (!) στην ιστορία αυτή που ανήκει στη σειρά Λογοτεχνικές Εξερευνήσεις των Εκδόσεων ΜΙΝΩΑΣ.  Ταινία δική τους, θεατρικό βασισμένο στην υπόθεση της Κόρης στο Βυθό, ζωγραφιές εμπνευσμένες απο την ιστορία, Κόμικς με την κόρη που εξαφανίστηκε στα κυκλαδίτικα νερά, απαγγελίες μετα μουσικής, και φυσικά ένα σωρό καταιγιστικά  σενάρια για τον εντοπισμό των αρχαιοκάπηλων, ιδέες, ιδέες , ιδέες, έτσι συντηρείται ο πολιτισμός... 








Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

ΣΑΣΜΟΣ με άρωμα Κρήτης

Οι λέξεις δεν είναι ποτέ αρκετές για να περιγράψουν τη δυναμική στα συναισθήματα μιας κοινωνίας. Γιατί όσο και να πλησιάζουν πιο κοντά στη δυναμική αυτή, εκείνη περίτεχνα και μαγικά μεταμορφώνεται και αλλάζει διαρκώς, κάνοντας το κυνηγητό των λέξεων  να συνεχίζεται, μεταμορφώνονται κι οι λέξεις με τη σειρά τους για να προσεγγίσουν την αλήθεια, κι ύστερα πάλι τα συναισθήματα όλο και ξεμακραίνουν, ενώ με τη σειρά μας εμείς οι άνθρωποι, αδύναμοι, με τις αναγνώσεις μας  αναζητούμε τις αλήθειες και πάμε όλο και πιο πέρα, πιο βαθιά σε ένα αέναο παιχνίδι που δεν έχει τέλος... 


Όταν πρωτάκουσα τη λέξη "Σασμός" μου ήταν ξένη.  Όχι μόνο γιατί δεν είμαι από την Κρήτη, αλλά μάλλον γιατί ο "Σασμός" είναι μια διαδικασία "εσωτερική", μια διαδικασία που έχει να κάνει  με τα ενδότερα εκείνου που όλοι γνωρίζουμε ως "Βεντέτα".  Ο Σπύρος Πετρουλάκης με το βιβλίο του ανέλαβε ως συγγραφέας και ως κρητικός, να λύσει τα μυστήρια των ψυχών που σκέφτονται με τις λογικές της Βεντέτας.   Σαν μαχαιριά μπήχτηκε μέσα μου η ιστορία του. 

Σαν μαχαιριά που κάνει το αίμα να αναβλύσει βίαια, εντελώς άδικα, όπως το θανατικό ανάμεσα σε οικογένειες, άδικα για να νιάτα που έχουν χαθεί με αυτόν τον τρόπο, στους τόπους αυτούς τους αγαπημένους, τους πνιγμένους με το άρωμα του θυμαριού, της ρίγανης και της τσικουδιάς.  Η "Βεντέτα" ρίζωσε για τα καλά στην Κρήτη από τα αρχαία χρόνια κι έχει γράψει ατέλειωτες ιστορίες στη μαύρη σελίδα της κρητικής κοινωνίας.  Για χάρη αυτού του άγραφου νόμου που απαιτεί την αντεκδίκηση για το κακό που κάποιος προκάλεσε και  συνεπάγεται "διαφύλαξη της τιμής" εκείνου αλλά και της οικογένειάς του, πολλές ψυχές έχουν χαθεί στο βάθος του χρόνου.  

Όμως όπως και στην αρχαία τραγωδία, η αυτοϊαση έρχεται από μέσα από την ίδια την κοινωνία η οποία έχει αυτοτραυματισθεί, μέσω κάποιου ιδιαίτερου ανθρώπου που διαθέτει κύρος και πειθώ και που αναλαμβάνει να μεσολαβήσει σε μια διαφορά προκειμένου να "σιάξει τα πράγματα". Να πετύχει τον πολυπόθητο "Σασμό" που θα τερματίσει μια διαφορά που χάνεται πίσω στο παρελθόν και σε γενιές παλιότερες.

Σε συνταράζει από τις πρώτες σελίδες του ο Σπύρος Πετρουλάκης.  Ένας άνδρας σηκώνει το χέρι του και σημαδεύει.  Επτά πυροβολισμοί ακούγονται αλλά ωχριούν μπροστά στην κραυγή του παιδιού: "Πατέρα...".  Σε άλλη κοινωνία κάποιος θα έψαχνε αλλού τα γιατί της μοιραίας αυτής πράξης.  Στην Κρήτη όμως είναι διαφορετικά.  Ο αναγνώστης του βιβλίου ξέρει από την αρχή ότι δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός.  

Ακολουθούν που παίρνουν τροπή ανεξέλεγκτη. Ακολουθεί δεύτερος θάνατος και αυτή τη φορά είναι γυναίκα.  Κάπως παράταιρο με τη λογική της Βεντέτας, κι αυτό τους μυημένους αναγνώστες κάνει να υποψιαστούν διάφορα.  "Τις γυναίκες και τα κοπέλια δεν τα σκοτώνουν. Αλλού να ψάξετε για το φονιά. Όχι στην Βεντέτα..."

Η συνέχεια γράφεται με το μελάνι του ξεριζωμού όπως συχνά έχει συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις οικογενειών που ξεσπιτώνονται αναζητώντας μια ήρεμη και ασφαλή ζωή.  Μια κόρη με τη μάνα της μέσα σε μια νύχτα εξαφανίζονται από προσώπου γης.  Ένα κλειδί μένει κρεμασμένο στην πρόκα του τοίχου και μια μαντινάδα μένει ημιτελής...


Όρη και θάλασσες, τραγούδια και κατάρες, οργή και χάδι, φιλότιμο και λεβεντιά, όλες οι αντιθέσεις ξεχειλίζουν από τις σελίδες του βιβλίου.  Ένας ατέρμονος κύκλος αίματος συνεχίζεται, οικογένειες ξεκληρίζονται και η παλιά βεντέτα σαν εφιάλτης σκορπά τον τρόμο ανάμεσα σε δυο χωριά της Κρήτης.  Από την ιστορία δεν θα μπορούσε να λείπει ένα ερωτικό πάθος, εγκλωβισμένο στο παρελθόν, γιατί οι αδυναμίες είναι των ανθρώπων και γιατί είναι σύνηθες οι βεντέτες να ξεκινούν ακόμα κι από κάτι απλό, μια ζωοκλοπή ή μια πράξη ζήλιας και να καταλήγουν βυθίζοντας στο πένθος κοινωνίες ολόκληρες.  

Οι χαρακτήρες του Σπύρου Πετρουλάκη είναι αυθεντικοί και ζωντανοί τόσο που νομίζεις ότι θα ακούσεις τα χείλη τους να τραγουδούν τη μαντινάδα που σκαρώνουν, θα πιεις μαζί τους ένα τσάι του βουνού μοσχοβολιστό, ή θα φοβηθείς μαζί τους από τον ήχο ενός όπλου...

Δεν είναι περίπατος στο παράδεισο η ιστορία του Σασμού, να είστε προετοιμασμένοι γι αυτό, αλλά μήπως η ζωή είναι; Είναι όμως ένα ταξίδι με πολλές μυρωδιές και γεύσεις, είναι  ρεαλιστική καθημερινότητα και κυρίως είναι μια ιστορία που αγγίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα πάθη κι έναν τόπο δυναμικό κι αγαπημένο της πατρίδας μας, την Κρήτη.  

Από τις Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Masterclass

Ωδή στην τέχνη, την τελειότητα, την μοναξιά, και σε όσους αφιερώνονται σε υψηλούς στόχους είναι το Masterclass, η παράσταση που βασίζεται στο κείμενο του Terrence McNally, η οποία θεωρήθηκε φέτος, όχι άδικα, ως "η παράσταση της χρονιάς".  Ένας μονόλογος, με πέντε ακόμα άτομα... με σκηνοθετική δόση χιούμορ που ισοσταθμίζει δίκαια τη μελοδραματική χροιά του κειμένου και πολύ προσεκτική ματιά στις λεπτομέρειες.

Το πορτραίτο της Μαρίας Κάλλας είναι μαζί ανθρώπινο και διαβολικό, αυτό δηλαδή που μπορεί να είναι μια Diva μια Divina, ή ένας ημίθεος, που έχει φτιαχτεί από ανθρώπινα υλικά αλλά με το "είναι" του αγγίζει τα ουράνια, φτάνει το τέλειο, και στην κορύφωσή του μας παίρνει μαζί του, μας ανεβάζει ψηλά, μας στροβιλίζει με δύναμη, με τρέλα, με οργή κι ενθουσιασμό μαζί, κι ύστερα σιωπή, όπως στον ουρανό πάλι, απόλυτη σιωπή και ορίζοντας πλατύς.

"Όταν τραγουδάω στη σκηνή δεν είμαι χοντρή. Δεν είμαι άσχημη. Δεν είμαι η γυναίκα ενός γέρου. Είμαι η Κάλλας, είμαι όλα όσα ήθελα να γίνω" λέει, κατα τον MacNaly, στον σύζυγό της Μπατίστα Μενεγκίνι χωρίς αιδώ, χωρίς δισταγμούς και μάχεται ταυτόχρονα με τους δαίμονές της και κυρίως αυτούς της παιδικής της ηλικίας, τη μητέρα της, την αδελφή της, όλους όσους δεν την πίστεψαν, τη ζήλεψαν και την ανταγωνίστηκαν.  

Η δίψα της για τη ζωή και για την αγάπη που στερήθηκε, περιγράφεται εξαιρετικά στο κείμενο του συγγραφέα που δίνει από την πλευρά του κι αυτός τη δική του μάχη με το ιερό τέρας, αφού από το ξεκίνημα ήδη μας δείχνει το πρόσωπο μιας ιδιότροπης, απαιτητικής, κακότροπης και εν γένει αντιπαθητικής περσόνας. Σταδιακά ωστόσο η εικόνα αυτή αναδιαμορφώνεται, στοιχεία για τη ζωή της μεγάλης πρωταγωνίστριας της όπερας εισβάλουν στο χώρο της αίθουσας όπου παραδίδει σεμινάρια φωνητικής, στο ονομαστό Julliard School της Νέας Υόρκης (1971), και ταυτόχρονα με τους λαρυγγισμούς των σπουδαστών, ταξιδεύει κι εκείνη αντίστοιχα στα μεγάλα θέατρα του κόσμου όπου η ίδια τραγούδησε τις άριες.  Μαζί της ταξιδεύουμε κι εμείς, το ταξίδι αυτό είναι μαγευτικό, δεν σε αφήνει καμιά στιγμή ήσυχο, μόνο η αυστηρότητα προς τους μαθητές της μας επαναφέρει, μας προσγειώνει κι ύστερα μας ξανασηκώνει στα ουράνια.

Σε αυτό το συνεχές ανεβοκατέβασμα η αγάπη της Κάλλας για τη ζωή δεν συναντήθηκε ποτέ με την αγάπη της για την τέχνη.  Κάποια στιγμή και η ίδια συνειδητοποιεί οτι τραγουδάει ερωτικά τραγούδια για κάποιον που δεν του αρέσει καν η όπερα. "Είναι πολύ αστείο αν το σκεφτείς Αρη", λέει.

Η λαμπερή Μαρία Ναυπλιώτου που υποδύεται την μεγάλη σοπράνο βγάζει ένα πανεπιστήμιο με το ρόλο αυτό.  Μετά το Masterclass, όλοι οι επόμενοι ρόλοι ίσως να της φανούν απλοί.  Και καταφέρει πολύ καλά να γίνει ο καθρέφτης της μεγάλης Ντίβας -με χαρακτηριστικά Μήδειας- πάνω στη σκηνή του θεάτρου Μικρό Χόρν.  Μια γυναίκα δυναμική, μια θεά, εγκλωβισμένη στις τεράστιες δυνατότητές της, στην απόλυτη κομψότητα, μια γυναίκα που δεν στερήθηκε τα διαμάντια, τα βελούδα, τη δημόσια αποδοχή και το χειροκρότημα, είναι η γυναίκα θύμα και θύτης ταυτόχρονα, η γυναίκα που περιμένει μάταια από τη φύση της να της δώσει όσα δικαιωματικά θα της ανήκαν, ένα παιδί και μια ζωή με αγάπη.   Δεν μπορεί να τα διδάξει όλα αυτά στους μαθητές της, τους μαθαίνει την υποταγή στον συνθέτη, την κυριαρχία της τέχνης, αλλά τους μαλώνει γιατί δεν επενδύουν τη μουσική με πραγματικό συναίσθημα, τους κοιτάζει ωστόσο αποσβολωμένη όταν προσπαθούν να βγάλουν μια σωστή νότα και τους ξεκαθαρίζει: "αυτό που ψάχνουμε δεν είναι μια νότα... Ψάχνουμε τον  πόνο μιας μαχαιριάς".  Τους λέει στην ουσία να κάνουν τέχνη την ίδια τους τη ζωή, αν και η ίδια , την περίοδο στην οποία αναφέρεται η ιστορία, έχει αρχίσει να χάνει τη φωνή της...

Εγωιστική και ταυτόχρονα τρωτή, συμπεριφέρεται συχνά φθονερά κι απότομα στους σπουδαστές γιατί εκείνοι μπορούν να τραγουδήσουν ενώ εκείνη πλέον είναι στη δύση της, είναι την περίοδο που ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο θέατρο La Scala την απέλυσε, κι εκείνη έχει μείνει μόνη στη ζωή, χωρίς την τέχνη της... Αναπολεί τις στιγμές του μεγάλου έρωτα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, της ασκητικής μαθητείας της με την Elvira de Hidalgo, της αναγκαστικής συμβίωσης με την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, τις δυσχέρειες, τους συμβιβασμούς, τις στερήσεις, την υπερπροσπάθεια να αποκτήσει την εικόνα που έπρεπε να έχει και φτάνει στην τελευταία της παράσταση, ως το γιουχάισμα στην Metropolitan Opera και τα κακεντρεχή σχόλια που ακολούθησαν για την θεϊκή φωνή που χάθηκε και για την ματαιοδοξία της καλλιτέχνιδας.

Η σκηνοθετική ματιά του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Masterclass -σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη- είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, έχει την απαραίτητη δόση χιούμορ στη σκηνή που ισορροπεί κάπως τον μελοδραματικό χαρακτήρα του έργου, είναι αρκετά αφαιρετική πράγμα που κάνει την υποκριτική ακόμη πιο επιβλητική, ο ρυθμός είναι διαρκώς παρών και διαπερνάει τη σκηνή και τους θεατές που απολαμβάνουν γνωστές άριες απο τις σοπράνο Βάσια Ζαχαροπούλου και Λητώ Μεσσήνη και τον τενόρο Νικόλα Μαραζιώτη   (απο την "Υπνοβάτιδα¨" του Μπελίνι, την "Τόσκα" του Πουτσίνι, τη "Λαίδη Μάκβεθ" του Βερντι) και οι χαρακτήρες των σπουδαστών είναι αυτό που πρέπει να είναι, δηλαδή φοιτητές με όνειρα αλλά χωρίς την τραγικότητα που επιβάλει η τέχνη, ενίοτε γκροτέσκοι, λίγο υπερβολικοί και κάπως αστείοι, ίσως και λίγο "ψώνια" όπως θα έλεγαν μερικοί συμφοιτητές τους. Σίγουρα πάντως είναι απόλαυση για το κοινό.

Το έργο έχει παιχθεί αρκετές φορές στην Αμερική με επιτυχία.   Ο Terrence McNally έχει "πιάσει" τον ιδιότροπο χαρακτήρα της Μαρίας Κάλλας (για τους παλιότερους και για  όσους έχουν διαβάσει και δει ντοκυμαντέρ είναι γνωστό) αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι για τα υπόλοιπα πρόσωπα που αναφέρονται έχει την απόλυτα καθαρή εικόνα, ή πιθανόν χρησιμοποίησε μια μόνον πτυχή τους...  Σημασία όμως εδώ έχει η Ελληνίδα Diva, της οποίας περιγράφει μια εξαιρετικά ευάλωτη εκδοχή, καθώς γνώρισε τον απόλυτο καλλιτεχνικό θρίαμβο, αλλά έφτασε ως την αυτοκαταστροφή.  Την τελευταία φορά που έργο του συγγραφέα, είχε ανέβει στην Αθήνα, ήταν τότε με το Corpus Christi που τάραξε τα νερά και θεωρήθηκε βλάσφημος από την Ιερά Σύνοδο.