Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

ΗΡΩΕΣ στην σκιά

 

Υπάρχουν άραγε ήρωες που αγνοήθηκαν από την Ιστορία? Άνθρωποι που συνέβαλαν στην δημοκρατία του κόσμου, που έφθασαν να πολεμήσουν για την ελευθερία κάποιων συνανθρώπων τους μακριά από το σπίτι τους, ίσως σε μια άλλη χώρα, ή σε μια άλλη ήπειρο, ή σε μια άλλη γωνιά του πλανήτη?

Εάν θα επιχειρούσα να κατασκευάσω έναν τέτοιο ήρωα στο χαρτί, θα χρειαζόμουν κάποια δυσεύρετα υλικά. Το πρώτο που θα χρειαζόμουν θα ήταν το μεγαλείο ψυχής.  Για να υπερβεί ένας άνθρωπος τον εαυτό του χρειάζεται μεγαλείο ψυχής.  Ύστερα, χρειάζεται να έχει μια δική του ζωή, την οποία είναι έτοιμος να απαρνηθεί.  Να έχει δικούς του ανθρώπους, συγγενείς, πατρικό, πατρίδα, γειτονιά, αγάπες, φίλους, έρωτες.  Όλα αυτά, φτάνει να τα θυσιάσει κάποιος όταν αφιερώνεται στον αγώνα των άλλων.  Χαρίζει στους άλλους τη ζωή του την ίδια, δηλαδή ρισκάρει απόλυτα, βάζοντας ένα τεράστιο ερωτηματικό στο ενδεχόμενο ακόμα και να τη χάσει κάποια στιγμή.


Τέτοιοι ήρωες ήταν οι brigadistas που συνέρρευσαν από διάφορα σημεία της γης, περιλαμβανομένης της Ελλάδας της εποχής του Μεταξά, για να πολεμήσουν εναντίον της δικτατορίας του Franco στην Ισπανία το 1936.  Επιχειρώντας να κατανοήσω αυτούς τους ήρωες, να εισχωρήσω στην ψυχή τους και στον τρόπο που σκέφτονταν, τους βάζω στο πλαίσιο της εποχής τους.  Ήταν η εποχή που σε διάφορα σημεία του κόσμου ξεσπούσαν δικτατορικά πραξικοπήματα.  Είναι η ώρα που οι στασιαστές στρατηγοί θέλουν να καταλάβουν τη Μαδρίτη, ενώ ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι τους βοηθούν και υποστηρίζουν με γενναιόδωρο τρόπο.  Μαζί στην ουρά των  υποστηρικτών ακολουθεί και ο πορτογάλος δικτάτορας Αντόνιο Σαλαζάρ.  Φυσικά η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία είναι οι πρώτες χώρες που σπεύδουν να αναγνωρίσουν την «Επαναστατική Ισπανική Κυβέρνηση».  Οι Γάλλοι βοηθούν ελάχιστα τους Δημοκρατικούς της Ισπανίας, το ίδιο και η τότε Σοβιετική Ένωση καθώς ο Στάλιν φοβόταν ότι  άμεση βοήθεια προς τους Ισπανούς θα ενίσχυε τις ανησυχίες της γαλλικής δεξιάς και των Βρετανών περί πιθανής νίκης των μπολσεβίκων στη δυτική Μεσόγειο. Οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές, κάθε βοήθεια στους δημοκρατικούς θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας και αυτό δεν ανήκε στις πρακτικές της ορθής πολιτικής….

Όλα αυτά τα περιγράφει με λεπτομέρειες και  στοιχεία βασισμένα σε ενδελεχή έρευνα ο Γιάννης Παντελάκης στο βιβλίο του Los buenos Antifasistas, ένα βιβλίο που ρίχνει φως στις πτυχές μιας μεγάλης διεθνούς υπόθεσης και στους ήρωες που παρέμειναν στη σκιά της Ιστορίας. 

Το έναυσμα για την έρευνα του Γιάννη Παντελάκη ήταν η συνάντησή του με μια γυναίκα 81 ετών, που σήμερα ζει στο Albacete της Νοτιοανατολικής Ισπανίας, η οποία του διηγήθηκε την συγκλονιστική ζωή του Έλληνα πατέρα της και της Ισπανίδας μητέρας της.  Οι δυο τους γνωρίσθηκαν κι ερωτεύθηκαν κάτω από τις ιαχές του εμφύλιου στην Ισπανία.  Δυο άνθρωποι διαφορετικοί. Εκείνη εργαζόταν στο τσαγκάρικο του πατέρα της. Εκείνος, ο Γιώργος Τσάκος, ήταν ένας ήρωας, ένας άνθρωπος που εμπνευσμένος από τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας είχε πάρει την απόφαση να φύγει από την Αμερική όπου βρισκόταν για να ενταχθεί στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και να πολεμήσει με τα «αδέλφια του» τους Ισπανούς εναντίον των φασιστών του Franco.  Το ίδιο είχαν κάνει εκείνη την εποχή κι άλλοι (σύμφωνα με τον επίσημο υπολογισμό ο αριθμός των εθελοντών κυμάνθηκε από 40.000 – 60.000) από την Κύπρο, την Ελλάδα, την Βρετανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Γερμανία, τον Καναδά, την Ελβετία,την Κούβα, την Ολλανδία, τις χώρες της Βαλτικής, την Αυστρία, την Αργεντινή, την Πορτογαλία, τις Φιλιππίνες, την Κίνα, την Ινδία…

Είναι εντυπωσιακός ο κατάλογος των χωρών από τις οποίες προέρχονταν οι εθελοντές brigadistas.  Είναι εντυπωσιακά πρωτόγνωρο αυτό που έκαναν. Πολλοί από αυτούς ξεκίνησαν από χώρες όπου η λογοκρισία, η ανελευθερία και τα απολυταρχικά καθεστώτα δεν άφηναν περιθώρια επιλογής.  Η αντίδραση αυτού του είδους θεωρήθηκε για πολλούς υποχρέωση και ηθική στάση.  Ο συγγραφέας έχει αποτυπώσει πολλές και διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων, υπαρκτών προσώπων  που είχαν όνειρα, αδυναμίες, κίνητρα, διέθεταν την αισιοδοξία και την βεβαιότητα που δίνουν τα νιάτα που δεν μπορούν να εγκλωβιστούν.  Για τους ανθρώπους αυτούς ο φασισμός ήταν μια διεθνής υπόθεση και το χρέος τους να πολεμήσουν τον εθνικισμό μιας χώρας που δεν ήταν δική τους, υπήρξε μονόδρομος.

Η γυναίκα που συνάντησε ο συγγραφέας του βιβλίου είναι η Αναστασία, κόρη του Γιώργου Τσάκου η οποία όπως λέει  χαρακτηριστικά «γνώρισε για πρώτη και τελευταία φορά τον πατέρα της όταν ήταν οκτώ μηνών». Από τα στρατόπεδα των ηττημένων δημοκρατικών στην Γαλλία μετά την τελική έκβαση του Εμφυλίου, η μητέρα της Αναστασίας, Llanos Moratalla, επέστρεψε μαζί με το βρέφος στο Albacete προκειμένου να πάρει τα αναγκαία έγγραφα που θα επέτρεπαν στο ζευγάρι να ταξιδέψει στην Αμερική. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Η Llanos μπαίνει αμέσως σε στενή παρακολούθηση από το καθεστώς και πεθαίνει λίγα χρόνια αργότερα αποκαρδιωμένη. Ο Γιώργος Τσάκος ψάχνει για αρκετά χρόνια αλλά μάταια τον τρόπο να επανασυνδεθούν. Η Αναστασία μεγαλώνει στην ζοφερή ατμόσφαιρα της επικράτησης του Φρανκισμού με το στίγμα της κόρης ενός ξένου και αριστερού. «Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η κοπέλα πήρε ιθαγένεια στα 21 της χρόνια», σημειώνει ο Γιάννης Παντελάκης.



Η μόνη επαφή με τον πατέρα της ήταν τα γράμματα που έστελναν από ένα σημείο κι έπειτα. «Με έναν πατέρα που έδειξε τεράστιο ενδιαφέρον για εκείνη και που παρά την απόσταση και τις δυσκολίες δεν την ξέχασε ποτέ» λέει ο συγγραφέας ενώ μας αφηγείται πως κατά την διάρκεια της συνάντησής τους στο Albacete, η Αναστασία «συνέχεια κρατούσε στην αγκαλιά της ένα χάρτινο κουτί που είχε μέσα τα γράμματα και τις φωτογραφίες του».

 Με το βιβλίο του Γιάννη Παντελάκη που εκδόθηκε από το ΘΕΜΕΛΙΟ, φωτίζεται μια υπόθεση που για τα ελληνικά δεδομένα  έχει παραμείνει στο σκοτάδι.  Ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι έλληνες? Πως σκέφτονταν και πώς αποφάσισαν να βρεθούν στην Ιβηρική?

Στο παράρτημα του βιβλίου υπάρχει ένας κατάλογος με περίπου 400 ονοματεπώνυμα και βιογραφικά εθελοντών αν και είναι σαφές ότι υπάρχουν αρκετές πιθανότητες ο αριθμός αυτός να είναι μεγαλύτερος. Είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να αποτυπωθεί ο ακριβής αριθμός όχι μόνο των Ελλήνων και Κυπρίων αλλά του συνόλου των ξένων εθελοντών, επειδή αρκετοί από αυτούς, φθάνοντας στην Ισπανία, για λόγους προστασίας και ασφάλειας δεν χρησιμοποιούσαν τα πραγματικά ονόματά τους , αλλά ψευδώνυμα.  Επίσης πολλοί από αυτούς που σκοτώθηκαν από τα πυρά των εθνικιστών του Franco θάφτηκαν στη γη της Ιβηρικής και ποτέ κανείς δεν έμαθε ποια ήταν η τύχη τους. 

Οι Έλληνες και Κύπριοι εθελοντές ανήκαν στην πλειονότητά τους στην Αριστερά και την κυρίαρχη έκφρασή της εκείνα τα χρόνια, δηλαδή τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν ακόμα σοσιαλιστές, αναρχικοί, τροτσκιστές και γενικότερα δημοκρατικοί πολίτες που θεώρησαν πως η ήττα του εθνικισμού στην Ισπανία ήταν μια υπόθεση που τους αφορούσε.  Αρκετοί Έλληνες εθελοντές πίστευαν πως μια ήττα του Ισπανικού εθνικισμού ίσως να ήταν η αρχή του ξηλώματος εθνικιστικών καθεστώτων σε πολλές χώρες στην Ευρώπη όπως και στη δική μας. Έτσι, με κάποιο τρόπο, ερμηνεύεται και το πάθος που έδειξαν γι’ αυτήν την υπόθεση οι Έλληνες, ένα πάθος που έχει καταγραφεί και από τους Ισπανούς αλλά και από τον Ernest Hemingway.

Τις εμπειρίες του από τον ισπανικό εμφύλιο μας έχει μεταφέρει γλαφυρότατα στο παρελθόν ο Τζορτζ Οργουελ με το «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Μινωας. Ο Οργουελ μας μεταφέρει σκηνές χάους από την εκπαίδευση των νεοεισυλλέκτων εθελοντών, απουσία πειθαρχίας και σε μερικές περιπτώσεις άτακτης συμπεριφοράς συνοδευόμενης από χαλαρότητα και φλογερές ιδέες για απόλυτη κοινωνική ισότητα.

Παρούσα στον ισπανικό εμφύλιο και την ελληνική δημοσιογραφία, κυρίως με τους απεσταλμένους όσων εφημερίδων τουλάχιστον δεν είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν επι δικτατορίας Μεταξά και οι οποίοι έστελναν συνήθως φιλικές για τον Franco ανταποκρίσεις.

Στην Ισπανία βρέθηκε και ο σημαντικός δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Κώστας Βιδάλης η εφημερίδα του οποίου ωστόσο έκλεισε από την πρώτη ημέρα επιβολής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Ο Βιδάλης όπως είναι γνωστό δολοφονήθηκε αργότερα από το παρακράτος της δεξιάς στην Ελλάδα. Ανταποκρίσεις για τον Ισπανικό εμφύλιο έστελναν και κάποιοι δημοσιογράφοι για λογαριασμό Ελληνικών εφημερίδων που κυκλοφορούσαν ελεύθερες χωρίς λογοκρισία στο εξωτερικό ιδιαίτερα στη Νέα Υόρκη. 

Ο Νίκος Καζαντζάκης, ταξίδεψε στην Ισπανία ως απεσταλμένος της «Καθημερινής» και είναι εντυπωσιακό πως ο σημαντικός αυτός συγγραφέας, ο ασυμβίβαστος με θέσφατα και αξιώματα, έστελνε ανταποκρίσεις σχεδόν φιλικές για το πρόσωπο του στρατηγού Φράνκο, δείχνοντας έναν άνευ προηγουμένου σεβασμό στο πρόσωπο του δικτάτορα. «Ο φασισμός και ο χιτλερισμός είναι φαινόμενα βαθιά σημαντικότατα, άξια του πιο μεγάλου σεβασμού και φόβου… Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ είναι δυο μεγάλοι πρωταθλητές που συντελούν με τον τρόπο τον ειδικό τους… να λυθεί το τρομακτικό παγκόσμιο δράμα που ζούμε» έγραφε. Ο λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος, είχε σχολιάσει ότι ο Καζαντζάκης «δεν κατάλαβε το πραγματικό νόημα των γεγονότων, κάπου τα μπέρδεψε και χάθηκε σε  ανεπίκαιρες γενικεύσεις», αλλά υπήρχαν και άλλοι διανοούμενοι που είχαν εκφράσει τον ανυπόκριτο θαυμασμό τους για την «νέα Ισπανία» του Στρατηγού Franco.



Φυσικά δεν είναι μόνον η ανάμειξη των εθελοντών στον εμφύλιο αυτό. Υπήρχε, όπως πάντα υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις, και η επιχειρηματική πλευρά στα γεγονότα. Ο Έλληνας επιχειρηματίας Μποδοσάκης και πολλοί άλλοι μεσάζοντες, έμποροι και κατασκευαστές πολεμικού υλικού και εφοδίων, κέρδισαν χρήματα από αυτόν τον πόλεμο. Ιδιαίτερα ο Μποδοσάκης είχε την αμέριστη βοήθεια του καθεστώτος Μεταξά, που παρά τις διεθνείς συμφωνίες τις οποίες είχε συνυπογράψει, έκανε τα στραβά μάτια προς τον επιχειρηματία για να πουλάει πολεμικό υλικό στην Ισπανία…

Κάθε πόλεμος, κάθε σύρραξη, κάθε εμφύλιος, έχει τα μυστικά του, τα πρόσωπα, τις καταστάσεις, τα συμφέροντα, τα σκοτεινά σημεία, τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις ανθρώπινες σχέσεις που τον καθορίζουν. Ευχαριστώ Γιάννη Παντελάκη που έριξες λίγο παραπάνω φως στην υπόθεση αυτή που βρισκόταν στη σκιά.

Μαίρη Σάββα

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Η Κλάρα , η ψυχή της και το Αύριο

  Η Κλάρα και ο Ήλιος είναι ένα συγκλονιστικά απλό μυθιστόρημα, φτιαγμένο από επιλεγμένα υλικά.

Με την ελευθερία που δανείζεται από μια φαινομενικά «εφηβική» φωνή, ο Κάζουο Ισιγκούρο τραβάει το νήμα για να ξετυλίξει ένα ολόκληρο κουβάρι υπαρξιακών αναζητήσεων που αφορούν τα θεμελιώδη θέματα που ανησυχούν τον σημερινό άνθρωπο, όπως είναι η μοναδικότητά του, η καθαρότητα της ψυχής του, η αγάπη, η μοναξιά και ο φόβος, οι ανισότητες, η κλιματική αλλαγή, η ματαιότητα, ακόμα και τα όρια ως τα οποία ένας γονιός μπορεί να φτάσει για να αποφύγει τον πόνο της απώλειας του παιδιού του.

Ο Ισιγκούρο προκαλεί τους ήρωές του να κάνουν ακραίες επιλογές σε σημαντικά ζητήματα, συνδυάζοντας τον ιαπωνικό ρομαντισμό του και την βρετανική φλεγματική του ηρεμία, δυο ιδιότητες φαινομενικά ασύνδετες.

Είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει το βιβλίο αυτό ο Ισιγκούρο, όταν ανακοινώθηκε το 2017 ότι του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας.  Ο σχεδιασμός του για ένα κείμενο χωρίς περίτεχνες κουβέντες δεν άλλαξε. Συνέχισε να γράφει το «Η Κλάρα και ο Ήλιος» χρησιμοποιώντας εξαιρετική απλότητα στο λόγο, να προοικονομεί τις εξελίξεις, να αφήνει συνειδητά πράγματα πίσω του και να τα ανασύρει στην κατάλληλη στιγμή, καθώς το κείμενο προχωρεί με αργά και σταθερά βήματα.

Η ιστορία καταπιάνεται με τις δυνατότητες και τα ερωτήματα για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην καθημερινή ζωή.  Στο ρόλο του αφηγητή, καθόλου τυχαία, βρίσκεται η Κλάρα, ένα ανθρωποειδές, σε ένα χρόνο άχρονο, σε έναν τόπο που δεν αναγνωρίζεται και σε έναν κοινωνικό περίγυρο όπου όλοι οι έφηβοι -ή τουλάχιστον όσοι έχουν την δυνατότητα, δηλαδή οι «αναβαθμισμένοι» όπως του αρέσει να τους αποκαλεί- έχουν στο πλάι τους έναν τέτοιο Τεχνητό Φίλο για να μην είναι μόνοι.

Η Κλάρα παρατηρούσε για πολύ καιρό τον κόσμο καθώς λιαζόταν μέσα από τη βιτρίνα ενός καταστήματος, ώσπου την πρόσεξε η νεαρή Τζόσι και την συμπάθησε. Την διάλεξε για φίλη της και δεν έκανε λάθος.  Ακόμα κι αν η τεχνολογία είχε ήδη προχωρήσει, και τα νεότερα μοντέλα ήταν ήδη πιο εξελιγμένα, η Κλάρα είχε αρχίσει να αποκτά χαρακτηριστικά που μόνο στους ανθρώπους συναντάει κανείς. Κυρίαρχο, η μεγάλη της παρατηρητικότητα για όσα συμβαίνουν γύρω της.

Η Κλάρα πιστεύει στον ζωοδότη ήλιο, από αυτόν άλλωστε αποκτάει ενέργεια. Ο ήλιος είναι ζωή γι αυτήν και άρα έχει ιδιότητες μαγικές. Γνωρίζει ότι η μικρή Τζόσι την έχει ανάγκη γιατί είναι άρρωστη και πολύ μόνη. Κάθε παιδί έχει ανάγκη από ένα τεχνητό φίλο στην ιστορία αυτή.  Αλλά και η μητέρα της, που έχει νοιώσει στο παρελθόν τον βαθύ πόνο από μια άλλη μεγάλη απώλεια, δεν θα μπορούσε να αντέξει να χάσει κι άλλο παιδί της.  Στην εποχή που η τεχνολογία είναι τρόπος ζωής, εύκολα μπορεί να γίνει και τρόπος θανάτου. Η πρώτη της κόρη της δεν άντεξε τη διαδικασία της αναβάθμισης.

Είναι μια γυναίκα καριέρας που δεν δείχνει εύκολα τις αδυναμίες της όμως μπροστά στην περίπτωση της ασθενικής Τζόσι, οι προτεραιότητες αναδιατάσσονται. Η τροπή συγκλονίζει καθώς η μητέρα αυτή, μπροστά στο φόβο ότι θα πονέσει και πάλι, μπροστά στην απελπισία ότι το τέλος για την δεύτερη κόρη της είναι κοντά βρίσκει μια λύση: Βλέπει στην Κλάρα μια νέα κόρη. Η Κλάρα είναι έξυπνη και μπορεί να φτιάξει τον εαυτό της έτσι που να μοιάσει πολύ στην Τζόσι. Το σχέδιο της μητέρας δείχνει σχεδόν σατανικό.

Ο Ισιγκούρο κρίνει πολύ ψύχραιμα την απελπισμένη επιλογή της μητέρας και το πολιτικό μήνυμα της περιγραφής του είναι σαφές.  Δεν φοβάται την τεχνολογία. Την θεωρεί πολιτικά ορθή. Όμως παραμένει βαθειά ανθρωποκεντρικός.

Η Τζόσι με τον καλύτερό της φίλο δεν  ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη.  Η Κλάρα το παρατηρεί, το στηρίζει, μαθαίνει πολλά από τις μεταξύ τους συναναστροφές και παρόλο που κάποια στιγμή η νεαρή είναι άρρωστη στο κρεβατι, βρίσκει τρόπο να επικοινωνήσει με τον κολλητό της με κάποιον τρόπο πολύ ιδιαίτερο…

 

Kazuo Ishiguro

 

Η Κλάρα είναι παρούσα σε όλα. Άλλες στιγμές σιωπηρή, μόνο παρατηρεί, άλλες φορές κάνει τον αναγνώστη να νομίσει οτι υπερβάλει με τις παιδικές της σκέψεις, όμως πόσο φυσιολογικό φαίνεται να υπερβάλει ένα μυαλό παρθένο από δόλο και υποψίες για τον κόσμο, ένα μυαλό αγνό που τώρα μαθαίνει πώς λειτουργούν και πορεύονται οι άνθρωποι.  Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που σε μια παρέα εφήβων που την κοροϊδεύουν, για να ικανοποιήσει η Τζόσι την ανάγκη να ανήκει στην ομάδα των ανθρώπων της ηλικίας της, για μια στιγμή «πουλάει» την Κλάρα από φίλη της. Η Κλάρα το καταπίνει με μια σκέψη της που φαίνεται τόσο απλή και τόσο σύνθετη ταυτόχρονα: “Οι άνθρωποι το κάνουν μερικές φορές αυτό» δικαιολογεί την Τζόσι μέσα της.

Οι ανθρώπινες αδυναμίες και ο κόσμος των συναισθημάτων γίνονται τα βασικά υλικά για να οικοδομήσει ο Ισιγκούρο την ιστορία του, με κεντρικό πρόσωπο ένα πρόσωπο κατασκευασμένο. Στέκεται κριτικά απέναντι στην τεχνολογία αλλά δεν τη φοβάται. Τελικά τί είναι περισσότερο φθαρτό; Κάπου ελλοχεύει και το ερώτημα, τί είδους κατασκεύασμα είναι η Κλάρα, αφού καταφέρνει όχι μόνο να συμπεριφέρεται αλλά και να νοιώθει σαν άνθρωπος!  Εξάλλου ακόμα και όταν κάποιοι θέλουν να την «διαλύσουν» για να φτάσουν στο λεγόμενο “black box” για να δουν πώς λειτουργεί, δεν το κάνουν, γιατί επικρατεί η άποψη ότι πρέπει να κλείσει τον κύκλο της ζωής της με τη φυσιολογική φθορά.

Έχει τον δικό της θεό η Κλάρα, τον ήλιο. Σε αυτόν αιτείται βοήθεια, αυτός είναι η λύση για όλα τα θέματα που την αφορούν. Τελικά τα καταφέρνει, ή έτσι θεωρεί. Όταν η νεαρή Τζόσι μεγαλώνει, την κάνει πέρα, την πετάει, δεν την χρειάζεται πια και η Κλάρα μένει στο περιθώριο μάλλον ευχαριστημένη από τον εαυτό της.

Είναι σαφές ότι ο Καζουο Ισιγκουρο έχει βαδίσει βάσει σχεδιαγράμματος και υπάρχει παντού διάχυτη μια πολιτική άποψη και συνάμα μια μελαγχολία για το ανθρώπινο είδος και το μέλλον του. Σε κάθε βήμα του αποκαλύπτει την άβυσσο που κρύβεται πίσω από το αίσθημα αυταπάτης των ανθρώπων ως προς την σύνδεσή τους με τον κόσμο. Άλλωστε αυτό είναι και το κοινό σημείο αυτού του βιβλίου, με το  «Μη με αφήσεις Ποτέ» το έργο του ίδιου συγγραφέα, όπου επίσης παρουσιάζεται περίτρανα η δικτατορία των αναγκών του ανθρώπου.

Μαίρη Σάββα

 

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Η Ημερήσια Διάταξη μιας μέρας που δεν θα ξεχαστεί

 
Η λογοτεχνία μπορεί να κάνει  περισσότερα από όσα νομίζουμε.  Μπορεί να κάνει θαύματα, μπορεί ακόμα και να κάνει την σκληρή Ιστορία, τέχνη. 


Το αφήγημα του Eric Vouilllart με τίτλο «Ημερήσια Διάταξη» είναι ένα μεγαλειώδες κέντημα ψιλοβελονιάς υπαινιγμών και ειρωνείας για τον τρόπο με τον οποίο το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας πορεύτηκε από τo ξεκίνημά του.  Σκαλίζει τα πασίγνωστα ονόματα αυτού που σήμερα αποκαλούμε «βαριά βιομηχανία» και κάτω από τις γνωστές φίρμες των «αγαπημένων μας» ηλεκτρικών συσκευών, ή αυτοκινήτων   -τις οποίες ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε-  αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο τα ανθρωπάρια στα οποία βασίστηκαν οι Ναζί για να ρίξουν τη θεμέλιο λίθο τους.

Κι ύστερα, όταν η λίθος τοποθετήθηκε με τρόπο που να σφηνώσει γερά στο έδαφος, κάποιοι από τους γέροντες της βαριάς γερμανικής παρουσίας έσβησαν γερασμένοι, ηθελημένα ξεχασμένοι και ντροπιασμένοι γι αυτό που  έπραξαν, ενώ κάποιοι άλλοι από αυτούς, έζησαν στη συνέχεια μια ήρεμη ζωή προσποιούμενοι ότι τίποτε δεν έχει συμβεί, αποσυρμένοι σε κάποιο αρχοντικό, αφήνοντας τα παιδιά τους να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο που αυτοί ξεκίνησαν.  Και είναι χρήσιμο εδώ να σημειώσουμε ότι κάποιοι από τις ίδιες οικογένειες ήταν εκείνοι που «ξεχώρισαν» με τις ιδέες τους για μια ενιαία αγορά Άνθρακα και Χάλυβα και πρωτοστάτησαν στα οράματα  περι ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τωβ Ζαν Μοννέ, Ρομπέρ Σουμάν και Κονραντ Αντενάουερ.

Το έργο αυτό που δεν συγκαταλέγεται στα μυθιστορήματα, είναι ένα οξυδερκές και περίτεχνο αφήγημα, μια ακροβασία μεταξύ λογοτεχνίας και Ιστορίας που μας δείχνει ότι η άνοδος της ναζιστικής Γερμανίας κάθε άλλο παρά τυχαία υπήρξε.

Πρόκειται για την αφήγηση μιας συνηθισμένης μέρας, της 20ής του παγωμένου Φεβρουαρίου του 1933, όταν μέσα στα άνετα σαλόνια της Ράιχσταγκ λαμβάνει χώρα η μυστική σύσκεψη είκοσι τεσσάρων βαρόνων της γερμανικής βιομηχανίας με υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος.  Στόχος, να «περάσουν από το ταμείο» για να κάνουν το «χρέος τους» και να χρηματοδοτήσουν την άνοδο και σταθεροποίηση στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμαμτος και του αποτρόπαιου αρχηγού του.   Προχωρείς στην ανάγνωση και βρίσκεσαι μέσα στον «παράδεισο της βιομηχανίας και των χρηματοοικονομικών» μαζί με τους Krupp, Opel, Siemens, Boss, Telefunken, Agfa, IG Farben και άλλους….

Το μυαλό αναπόφευκτα φεύγει τρέχει στο σήμερα, στο χθες, στις μέρες της οικονομικής κρίσης, στην οικονομικής αστυνόμευσης της Ελλάδας, στην ασφυκτική κηδεμονία που άσκησαν οι Γερμανοί ακόμα και τώρα πίσω από το προσωπείο της Ευρωπαϊκης Ενωσης…

Άλλωστε όπως πολύ εύστοχα εξηγεί ο Eric Vouilllart στο πόνημά του, οι επιχειρήσεις δεν πεθαίνουν σαν τους ανθρώπους. Πρόκειται για μυστηριακά σώματα που δεν αποβιώνουν ποτέ.  Οι εταιρείες είναι πρόσωπα των οποίων το αίμα συγκεντρώνεται στο κεφάλι.  Τα αποκαλούμε νομικά πρόσωπα και μπορεί να γίνουν παλαιότερα ακόμη κι από τα ίδια τα κράτη. Οι ιδιοφυείς διαπιστώσεις του πέφτουν στο κεφάλι του αναγνώστη σαν ψυχρολουσία, αλλά και σαν αυτόματος μηχανισμός ταξιδιού στο χρόνο.  Τί τότε, τί τώρα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με χίλιους δυο τρόπους.


Στην ημερήσια διάταξη μιας άλλης ημέρας, της 12ης Μαρτίου του 1938 βρίσκεται η προσάρτηση της Αυστρίας.  Τα δελτία ειδήσεων απαθανάτισαν την εικόνα μιας πομπής μηχανοκίνητων στρατευμάτων, τρομερής ισχύος, κάτι σαν την εικόνα μιας σύγχρονης εκδοχής της ειρμαρμένης. 

Ωστόσο, πίσω από την στομφώδη προπαγάνδα του Γκαίμπελς, που τρομοκρατούσε τους πάντες, υπήρξε ένας πόλεμος-αστραπή της συμφοράς, με δεκάδες οχήματα θλιβερά και ακινητοποιημένα, λόγω μηχανικής βλάβης, στους αυστριακούς δρόμους.  Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον μύθο που καλλιεργήθηκε! Η ιστορία των παρασκηνίων της εγκαθίδρυσης του ναζιστικού καθεστώτος, ένα σύμφυρμα από πραξικοπηματικές ενέργειες και ωραία λόγια, μια σειρά από οργίλες τηλεφωνικές κλήσεις και χονδροειδείς απειλές, φανερώνει μια εντελώς διαφορετική πλευρά , πολύ λιγότερο ένδοξη και φανφαρόνικη, πολύ περισσότερο αδύναμη, πολύ περισσότερο ντροπιαστική για τα ανθρωπάρια που θεώρησαν ότι μπορούν να κυριαρχήσουν στον κόσμο.

Η σκωπτική απαρουσίαση αυτής της αντιφατικής πραγματικότητας είναι αριστουργηματική.  Η ορμητική αφήγηση του βιβλίου συγκλονίζει. Η γραφή του Eric Vouilllart αποκαθιστά στην αλληλουχία των γεγονότων το πραγματικό -ευτελές και αξιοθρήνητο- συναισθηματικό της φορτίο, το εύθραυστο της στιγμής.  

Ο συγγραφέας θέλει να μας θυμίσει ότι τις περισσότερες φορές αυτό που καθιστά κάποιον αήττητο δεν είναι οι περιστάσεις, αλλά η δική μας συναίνεση, ίσως η υποχωρητικότητα καθώς και οι συμβιβασμοί των ισχυρών. Γιατί η καταστροφή δεν είναι πάντοτε μοιραία…

Μαίρη Σάββα

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Μυστικά: πράγματα ασύμβατα με τις αλήθειες

 

Τα μυστικά είναι πράγματα ασύμβατα με την ιδέα της «αλήθειας».  Φυσικά είναι ασύμβατα και με την ανθρώπινη ανάγκη να ειπωθούν, να κυκλοφορήσουν ανενόχλητα ανάμεσα τα μέλη μιας οικογένειας. Κι αν ένα μυστικό αποκαλυφθεί, πώς θα μπορούσε άραγε κάποιος να δώσει κανείς σαφείς και ξεκάθαρες απαντήσεις σε ένα παιδί που κλονίστηκε καθώς ανακάλυψε ένα οικογενειακό μυστικό, ότι το ίδιο «δεν φταίει» για ότι έχει συμβεί;


Διαβάζοντας το βιβλίο «Οικογενειακά μυστικά» του Serge Tisseron, του Γάλλου ψυχίατρου και ψυχαναλυτή, ένιωσα ότι τα μυστικά είναι πάντοτε αυτά που κάνουν τους ανθρώπους που δεν τα γνωρίζουν να νιώθουν ενοχές για κάποιου είδους ανεπάρκεια που υποτίθεται, ή αισθάνονται ότι έχουν.

Τα μυστικά μιας οικογένειας επηρεάζουν όχι μόνο μία, ούτε δύο, αλλά τρεις γενιές. Και τα συμπτώματά τους εκχωρούνται με έναν τρόπο μαγικό, ανεξήγητο και διαδοχικό σε αυτές τις τρεις γενιές, ακόμη και εάν η αλήθεια έχει χαθεί για πάντα στον χρόνο, ή οι νεκροί έχουν πια δικαιωθεί.

Η πρώτη γενιά είναι αυτή που βιώνει το μυστικό. Επειδή αδυνατεί να το συλλάβει, κάνει τη δεύτερη γενιά να συνεργήσει στην απώθηση και στη λήθη. Κι ύστερα, έρχεται η τρίτη γενιά να διεκδικήσει -αποστασιοποιημένη από την προστασία του χρόνου- αυτό που στερήθηκε.  Πάντα η ενέργεια που επενδύεται για να κρατηθεί σε απώθηση ένα μυστικό ξοδεύεται από άλλες ψυχικές δυνάμεις, καθώς η ενέργεια του ρέει.   Αυτήν την ενέργεια ένα παιδί την εισπράτει, τη νοιώθει, την κατανοεί, την διεκδικεί ή καμιά φορά νοιώθει ακόμη κι ένοχο αφού δεν μπορεί να βοηθήσει στην επανόρθωση ενός γεγονότος το οποίο ούτε καν γνωρίζει. Άλλες φορές πάλι ένα παιδί δεν μπορεί να ερμηνεύσει το τραύμα και καταφεύγει -χωρίς να γνωρίζει γιατί- σε συμπεριφορές ανοίκειες, χωρίς εξήγηση.

O Serge Tisseron ορίζει το μυστικό ως ένα γεγονός οικογενειακό που αφορά τη γέννηση και τον θάνατο. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι μυστικό είναι κάθε τι που δεν έχει ειπωθεί, άλλωστε αυτό θα ακουγόταν κάπως υπερφίαλο αφού δεν λέμε τα πάντα στους πάντες ανά πάσα στιγμή.   

Κάθε μυστικό μπορεί να μεταμορφωθεί σε πρόβλημα όταν απαγορεύεται να μαθευτεί, ή απαγορεύεται ακόμα και να σκεφτούμε για ποιο λόγο πρέπει να παραμείνει κρυφό.  Ήταν εντελώς απαγορευμένο για τον εξάδελφό μου να ρωτήσει και να μάθει γιατί η γιαγιά του απέφευγε να μιλήσει και δεν αναφερόταν ποτέ στον πατέρα της.  Πληροφορήθηκε μάλιστα έκπληκτος ότι ακόμα και τον άνδρα της -τον παππού του- δεν τον αναζήτησε ποτέ όταν και αυτός εξαφανίστηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου.  Αυτή η ομερτά είχε επιβληθεί ρητώς σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του εξάδελφου, με έναν τρόπο που δεν επέτρεπε διαρροές, ακόμα και στις περιπτώσεις που όλα τα παιδιά παίζαμε μαζί και πετάγαμε χαζές κι ανυποψίαστες ερωτήσεις για τους μεγαλύτερους, αφού όπως είναι γνωστό τα παιδιά δεν ασχολούνται μόνο με τις παρουσίες των άλλων μα και με τις απουσίες.

Τέτοιου είδους μυστικά βλέπουμε να φέρουν και οι ασθενείς στα ψυχαναλυτικά πλαίσια, ακόμη και όταν δεν μιλούν γι’ αυτά. Όπως λέει και ο Tisseron, μια γυναίκα φοβόταν να μείνει έγκυος. Ο πατέρας της έλεγε κάθε βράδυ όταν ήταν μικρή ένα παραμύθι για μια ομπρέλα που άνοιγε μέσα σε ένα σώμα και το σώμα πέθαινε. Κάθε βράδυ, αφού έφθανε στο τέλος αυτού του παραμυθιού, ο πατέρας αυτός δάκρυζε συγκινημένος. Το κορίτσι που αργότερα έγινε γυναίκα δεν είχε μάθει ποτέ ότι η γιαγιά της πέθανε στη γέννα κυοφορώντας τον πατέρα της. Έβλεπε όμως το κλάμα του πατέρα της κάθε βράδυ που της αφηγούνταν αυτό το παραμύθι. Αυτό για εκείνη ήταν μια ρωγμή, που της άνοιξε λίγο χώρο για να διακρίνει κάτι που όλοι της έκρυβαν. Και το έκανε σύμπτωμα. Φόβο για την κυοφορία· ένα φόβο που έγινε σιγά-σιγά τραύμα το οποίο της στέρησε τη δυνατότητα να γίνει μάνα.

Τα περισσότερα παιδιά που γεννήθηκαν από ερωτικές σχέσεις Γαλλίδων με Γερμανούς στρατιώτες στην κατοχή,  πίστευαν ότι ήταν καρποί βιασμών, ακριβώς εξαιτίας της σιωπής που κάλυπτε τη γέννησή τους.  Αυτό όμως είχε πολύ σοβαρότερη επίπτωση στην ανάπτυξή τους από όση θα μπορούσε να έχει η αλήθεια που θεωρήθηκε σκόπιμο να κρατηθεί μυστική «για το καλό τους».  Το ίδιο συνέβη με πολλά εβραιόπουλα, οι γονείς των οποίων έζησαν τη φρίκη στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: Βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα τείχος σιωπής με αντίστοιχες συνέπειες στην ψυχική τους ισορροπία.


Ο Serge Tisseron ασχολείται χρόνια με την παθολογία των μυστικών που μένουν ανείπωτα και επηρεάζουν τις επόμενες γενιές. Μετά από εμβριθή μελέτη στις εικονογραφημένες περιπέτειες του  Τεν-Τεν, κατάφερε να να αποκρυπτογραφήσει το οικογενειακό μυστικό του δημιουργού του Ερζέ, το οποίο τελικά προσπαθούσε να αφηγηθεί, μέσα από τις ιστορίες αυτού του ευάλωτου, περίεργου για όλα, αεικίνητου, λεπτεπίλεπτου και με ευάλωτο ψυχικό κόσμο ήρωα.  Ο πατέρας του Ερζέ ήταν εξώγαμο παιδί, και διοχέτευε στα σχέδιά του τα φαντάσματα του οικογενειακού του παρελθόντος τα οποία τον βασάνιζαν.


Ένα μυστικό -μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, μια εγκατάλειψη, μια αδήλωτη υιοθεσία, μια τραυματική εμπειρία βασανισμού, ή σεξουαλικής κακοποίησης- που παραμένει κρυμμένο, καθρεφτίζεται στην συμπεριφορά του γονιού που επηρεάζει την μετέπειτα ζωή και συμπεριφορά του παιδιού του, και αυτό με την σειρά του την συμπεριφορά του δικού του παιδιού. 

Το παιδί που δεν γνωρίζει το μυστικό, ούτε την φύση του, ούτε μερικές φορές την ύπαρξή του, με τις κεραίες του ενεργές ωστόσο λαμβάνει τα σήματα τα οποία εκπέμπονται από την έκφραση του προσώπου του γονιού και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος τραύματος.

Σε όλη τη ζωή του ο άνθρωπος καταβάλει προσπάθεια για να αυτονομηθεί.  Αμέσως μόλις αυτονομηθεί, η προσπάθειά του είναι να επανασυνδεθεί με μια σειρά από οικογενειακές ιστορίες και ζωές που βιώθηκαν.  Καθένας από εμάς κουβαλά το δικό του φορτίο.  Πολλές φορές όμως, όπως εξηγεί στο βιβλίο του ο Tisseron, δεν είναι μόνο δικό μας φορτίο άρα δεν το βλέπουμε και δεν το γνωρίζουμε. Όπως συνέβη στην πορεία του θρυλικού Τιτανικού προς το παγόβουνο, συχνά υπάρχουν βουνά που δεν διακρίνονται από τα μάτια του ανθρώπου.

Μαίρη Σάββα

 

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

Θρήνος και λήθη στην κρύπτη

 


Γράφει η Μαίρη Σάββα 

 

George Saunders «Λήθη και Λίνκολν», Μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ίκαρος, σελ. 472

 

Δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα το «Λήθη και Λίνκολν». Δεν εξιστορεί έναν κόσμο που γνωρίζουμε. Κινείται σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό, χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις. Πρόκειται για μια ιδιοφυή ιδέα, ένα διαλογικό κείμενο που ισορροπεί ανάμεσα στην κομεντί και το δράμα, μια έτοιμη θεατρική παράσταση που σε αιχμαλωτίζει αν καταφέρεις και εισέλθεις στα ενδότερά της. Ο George Saunders που τον ξέραμε ως διηγηματογράφο, σκάρωσε μια παράσταση που εξελίσσεται σε ένα σύμπαν στο οποίο όλοι εμείς δεν έχουμε ακόμη βρεθεί, με ζωντανούς διαλόγους και χαρακτήρες που κουβαλούν ο καθένας την ιστορία του. Το Booker Prize έκανε τη διαφορά φέτος με την επιλογή αυτή.

Θα ήταν πρακτικά δύσκολο και εξόχως αντι-οικονομικό να ανέβει στην πραγματικότητα μια τέτοια παράσταση, αφού συμμετέχουν 166 πρόσωπα! Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες είναι αξέχαστοι κι ας είναι τόσοι πολλοί, κι ας είναι οι ατάκες ορισμένων λιγοστές. Μερικοί είναι αθυρόστομοι, άλλοι προπέτες, άλλοι καλόψυχοι. Άλλοι πάλι είναι δειλοί, μικρόνοες και ζηλιάρηδες.  Όπως δηλαδή είναι αυτοί που μας περιβάλλουν στον κόσμο ετούτο της ύλης. Όλα κινούνται στο ακατέργαστο τοπίο της συνείδησης. Πέρα από τις επιμέρους ιστορίες, η κεντρική υπόθεση  βασίζεται στην πραγματικότητα. Αθέλητα, ή ηθελημένα, η υπόθεση αυτή, διαπερνά όλους τους χαρακτήρες που βλέπουν τους άλλους και τον εαυτό τους μέσα από το πρίσμα της.

Η πραγματικότητα έχει ως εξής: Το 1862, δύο χρόνια μετά την ανάδειξη του Abraham Lincoln στο αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ -και περίπου ένα χρόνο πριν υπογράψει το διάταγμα για την χειραφέτηση των αφροαμερικανών δούλων- ο Λίνκολν χάνει τον εντεκάχρονο γιο του από τυφοειδή πυρετό. Στο ξεκίνημά της η ασθένεια, είχε διαγνωσθεί ως ένα, ανάξιο λόγου κρύωμα. Όμως η πορεία έμελλε να είναι μοιραία. Συνέβη μια νύχτα που στο Προεδρικό Μέγαρο δινόταν μια μεγαλοπρεπής δεξίωση και ίσως αυτό ποτέ δεν το συγχώρεσε στον εαυτό του, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρονται στο βαθύ πόνο του και λένε ότι τις νύχτες ο Lincoln επισκέπτεται την κρύπτη, στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται η σωρός του αγαπημένου του παιδιού, για να πάρει στα χέρια του το άψυχο σώμα του. Η εικόνα του θρήνου, στην οποία βασίζεται η κεντρική ιστορία, διαπερνάει όλη την αφήγηση και στοιχειώνει προφανώς όχι μόνον τον συγγραφέα, αλλά και τον αναγνώστη του βιβλίου.

Οι αγωνία του Καζαντζάκη για το πού πάμε στη ζωή -τα γιατί και τα πώς που τριγυρίζουν τον θάνατο- έγινε η κυρίαρχη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό, με την ανάγνωση της ιστορίας του Saunders. Ο αμερικανός συγγραφέας περιγράφει τις στιγμές του Λίνκολν μέσα στην κρύπτη, μέσα από τους διαλόγους που κάνουν οι άλλοι… οι “γείτονες” της περιοχής, δηλαδή τα φαντάσματα των ψυχών που κατοικούν τριγύρω, εκεί που τώρα αφήνει πλέον τον εντεκάχρονο γιο του. Η ύλη είναι εντελώς απούσα από την ιστορία αυτή, όμως το κείμενο είναι απόλυτα πολυφωνικό! Μιλούν οι ψυχές και οι συνειδήσεις και με κεντρικούς ήρωες τον Χανς Βόλμαν  ο οποίος έχασε τη ζωή του αμέσως μετά το γάμο του με μια πολύ νεώτερή του κοπέλα, τον Ρότζερ Μπέβινς, έναν δυστυχή ομοφυλόφιλο ο οποίος αυτοκτόνησε επειδή ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος και τον Αιδεσιμότατο Εβερλυ Τόμας που θυμούνται τη ζωή τους, σχολιάζουν, αναπολούν τις τελευταίες στιγμές τους στον γήινο κόσμο μέσα σε κάτι “αρρωστόκουτα” και αρνούνται να δεχθούν ότι πλέον βρίσκονται εκεί, χωρίς σώματα, μόνο πνεύματα. Βεβαίως από τη νύχτα αυτή και μετά, μαζί τους θα είναι και ο εντεκάχρονος Γουίλι. Η ψυχή του Γουίλι όμως δεν μπορεί να τους ακολουθήσει αυτόματα. Δεν είναι ελεύθερη ακόμα.  Αναμένει εκεί και προσδοκά να επιστρέψει. Βρίσκεται μέσα στο σώμα του παιδιού το οποίο ο πατέρας δεν θέλει να εγκαταλείψει.

Όλοι σε αυτήν την “περίεργη” γειτονιά θέλουν μια επαφή με τον Γουίλι, με τον αυθορμητισμό, την εξυπνάδα και την καλοσύνη του, με τον άδολο τρόπο του. Όλοι θέλουν να τον πάρουν υπό την προστασία τους. Όμως ο θρήνος του Abraham Lincoln δεν τον αφήνει να φύγει μακριά του. Κρατάει τα βράδια το σώμα του σφιχτά και η ψυχή του δυσκολεύεται να αποχωρήσει. Ο Πρόεδρος Λίνκολν παλεύει με την ρημαγμένη ψυχή  του αυτές τις ώρες. Από τη μια έχασε το γιο του κι από την άλλη τίποτε δεν φαίνεται να πηγαίνει καλά, ο εμφύλιος στη χώρα του μαίνεται, οι νεκροί έχουν περάσει το ένα εκατομμύριο και οι καταστροφές είναι τεράστιες.

 

George Saunders

 

Τόσες ιστορίες λέγονται εκεί τα βράδια στην κρύπτη γύρω του, χωρίς εκείνος να τις ακούει. Τις γνωρίζει όμως καλά μέσα του, ταλανίζουν το μυαλό του και τη σκέψη του καθημερινά, μα δεν μπορεί να δώσει λύσεις. Τόσες πραγματικότητες γύρω του σκοτεινές και πονεμένες με θύματα, με οικογένειες που διαλύονται, με περιουσίες που χάνονται, με προδοσίες και αίμα. Ο συγγραφέας δεν επιλέγει να δαπανήσει πολύ μελάνι για τα έργα και τις ημέρες του Λίνκολν και τα δεδομένα του Αμερικανικού Εμφυλίου. Κινείται περισσότερο στο χώρο των συναισθημάτων και της συνείδησης. Και καθώς τα πτώματα συσσωρεύονται στην αμερικανική γη, πλανάται το ερώτημα εάν ο Πρόεδρος της χώρας μπορεί τώρα πια να καταφέρει να αντιμετωπίσει τα δεινά και τις συνέπειες του Εμφυλίου, έχοντας στην ψυχή του το βάρος της απώλειας του μικρού Γουίλι.

Ο Saunders βρήκε τον τρόπο να κάνει “πολυφωνική” -όπως αρμόζει σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες- μια ιστορία που εκ των πραγμάτων διαθέτει πολύ προσωπικό τόνο. Συνδέει με το δικό του υποχθόνιο τρόπο, το προσωπικό δράμα του Προέδρου Λίνκολν με τις ιστορίες ανθρώπων απλών που πέρασαν στην αιωνιότητα αλλά οι φωνές τους ανεβαίνουν πάνω από το χώμα που τους σκέπασε για να μην ξεχαστούν, να μην περάσουν στη Λήθη.

Πέρα όμως από την ισορροπία που επιχειρεί ανάμεσα στους δυο κόσμους, πετυχαίνει και κάτι ακόμη ο αγαπημένος διηγηματογράφος. Δίνει στην όλη φάρσα έναν τόνο σοβαρό!  Ο άνθρωπος πάντοτε ήθελε να γνωρίζει το παρακάτω. Την προοπτική. Πασπαλίζοντας με χιούμορ αλλά και καυστικότητα τους διαλόγους των ψυχών, ωθεί τον αναγνώστη να πάει παρακάτω, να σκαλίσει και να ψάξει για το τί υπάρχει “μετά”. Ύστερα, στηρίζει τα λεγόμενα των φαντασμάτων του με ένα σωρό τίτλους από βιβλιογραφία και επιστολές, πολλές από τις οποίες δεν μπορεί παρά να είναι γέννημα της φαντασίας του. Τι άλλο μπορεί να είναι όλο αυτό το κόλπο, από μαστοριά γραφής και δημιουργικότητα του νού;

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης.  Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο.  Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες.   Για  να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά.  

Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Τι ωραίο πλιάτσικο συνεπάγονται οι εποχές της κρίσης !

 

Τζόναθαν Κόου «Τι ωραίο πλιάτσικο!», Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις, 2001, σελ. 525

 

Το βιβλίο του Τζόναθαν Κόου, έμεινε κλασσικό, σαν λεπτομερειακός ζωγραφικός πίνακας, ή σαν φωτογραφία μιας κουρασμένης γυναίκας, με χαρακτηριστικά που επιδεικνύουν την αριστοκρατική της ομορφιά. Mια γυναίκα που αντιπροσωπεύει μια χώρα, η οποία βρίσκεται στον απόηχο της τραγικής εδαφικής και οικονομικής αυτοκρατορίας της που πιθανότατα έχει καταρρεύσει, αλλά η ίδια δεν φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει.  Δείχνει να γερνάει και νοιώθει τα πρώτα συμπτώματα κάποιας χρόνιας αρρώστιας και συνάμα έναν βαρύ πονοκέφαλο και κάτι σαν ακούσιο τρέμουλο στα πόδια και στα χέρια.

Μια χώρα, μια Αγγλία, απλωμένη σε αποικίες και προτεκτοράτα  γεμάτα εργατικά χέρια που κινούνται συνεχώς για να γυαλίζουν τους καθρέπτες της ματαιόδοξης αριστοκρατίας της.  Μια Αγγλία που καταδυναστεύει ένα μεγάλο κομμάτι της Βόρειας Ιρλανδίας, που καταπιέζει τους Καθολικούς, που καταπνίγει τις λαϊκές εξεγέρσεις των ανθρακωρύχων, των εργατών των σιδηροδρόμων και των ναυτεργατών, που ενισχύει τον πλούτο και χαϊδεύει τους αλαζόνες λειτουργούς του για να γίνονται ολοένα και πιο ανάλγητοι.

Συχνά η ύπαρξη του πλούτου, συνεπάγεται και πλιάτσικο. Πλιάτσικο σημαίνει  λεηλασία και αρπαγή.  Σε καταστάσεις πλούτου, εμφανίζονται και κάποιοι που αφαιρούν κάτι που δεν τους ανήκει από κάποιον άλλο. Πραγματικά είναι πρωτότυπος ο τίτλος του βιβλίου του Τζόναθαν Κόου είναι “What a Carve Up» (Τί ωραίο πλιάτσικο) όρος που στα ελληνικά σημαίνει «η δια τεχνικών μεθοδεύσεων απόρριψη, περιθωριοποίηση ή κατακρεούργηση».

Φαίνεται πολύ ιδιαίτερος ο όρος, θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει προκλητικό ή και αδόκιμο, μα όσο o αναγνώστης προχωρεί στην ανάγνωση κατανοεί, συμπάσχει με τον συγγραφέα κι επιβεβαιώνει ότι η Θάτσερ, λειτούργησε για την Βρετανία όπως περίπου λειτούργησε ο Χίτλερ για την Γερμανία.  Επούλωσε φαινομενικά το πληγωμένο εθνικό και κοινωνικό γόητρο μιας κυρίαρχης αυτοκρατορίας που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη και καθόριζε τις τύχες του κόσμου, όταν ξαφνικά βρέθηκε να πρέπει να απωλέσει ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών της προνομίων, καθώς και του είδους της εδαφικής της επικυριαρχίας. Μια τεράστια δύναμη, αδιάλλακτη και σκωπτική απέναντι στα νεωτεριστικά ρεύματα, περιθωριοποίησε τη διαφορετικότητα (κίνημα του Punk κλπ) στην τέχνη και την νεολαία, κέρδισε έναν πόλεμο (στα νησιά Φώκλαντ), κατασκεύασε εχθρούς (Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ) συμμετέχοντας σε καταιγιστικές νίκες δήθεν κατά της τρομοκρατίας….  Στην ουσία από την άλλη πλευρά, στην νέα τάξη πραγμάτων η χώρα δεν βρέθηκε χαμένη, έκανε τις συμμαχίες της, εδραίωσε τη νέα θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, όμως ο κόσμος και οι τάξεις που χαρακτηρίζονται από μεσοαστική και πάνω, ένιωσαν να τραυματίζονται βαθιά και να υποβαθμίζονται, ενώ τα κατώτατα στρώματα συνέχισαν να υφίστανται κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση.

Ο Κόου στήνει τεχνηέντως ένα σκηνικό ευμάρειας και δυσωδίας, εύστοχα, οδηγώντας το μυαλό του αναγνώστη να θυμηθεί πολλές αντίστοιχες καταστάσεις στον πλανήτη όπου πάνω-κάτω η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια εργαλεία, με παρόμοιους πρωταγωνιστές:  Το θέμα του Αφγανιστάν, ο Σαντάμ και το Ιράκ, ο Πόλεμος στον Αραβικό Κόλπο, το πετρελαϊκό ζήτημα, οι τρελές αγελάδες και ο πανικός της Ευρώπης, ο Πινοσέτ στη Χιλή,  τα ξεπουλημένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι λειτουργοί τους, τα συμφέροντα, τα μεταλλαγμένα προϊόντα, η κατάσταση στη Συρία, το Κουρδικό και οι τούρκοι…

Στις σελίδες και στους χαρακτήρες του «Πλιάτσικου» μερικές φορές νομίζεις ότι βλέπεις κωμική ταινία, με τα κατορθώματα του Μιστερ Μπιν ή καλύτερα του Μπένι Χιλ, που ταιριάζει καλύτερα στην εποχή. Το έργο επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος-πολίτης μεταβάλλεται σε ένα αντικείμενο που ζει και υπάρχει προκειμένου να τροφοδοτείται το κεφάλαιο.

Όλα αυτά τα λέει όμορφα και απλά με τη φωνή μιας μισότρελης γηραιάς γεροντοκόρης που υποπτεύεται με αστυνομικό δαιμόνιο ποιος σχεδίασε την δολοφονία του αγαπημένου της αδελφού. Το στοιχείο αυτό κάνει την υπόθεση να μοιάζει με αστυνομικό θρίλερ και μάλιστα εξελίσσεται ως τέτοιο θυμίζοντας τεχνικές της Agatha Cristie. Η ιστορία ακολουθεί την πορεία της οικογένειας Γουίνσο από το Νοέμβρη του 1942, όταν ένα αεροπλάνο της ΡΑΦ, στο οποίο είναι πιλότος, καταρρίπτεται από τους Γερμανούς.  Η κάπως «διαταραγμένη» γηραιά αδελφή του εκλιπόντος, η Τάμπιθα, σε προχωρημένη ηλικία, προσλαμβάνει τον αφηγητή-συγγραφέα Μάικλ Όουεν να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν απέχουν πολύ από τα αντίστοιχα μιας μαφιόζικης Σιτσιλιάνικης συμμορίας.

Ο Όουεν αρχικά καταπιάνεται με ενθουσιασμό, μετά πέφτει σε κατάθλιψη και ξεχνά το βιβλίο, μέχρι να τον βγάλει από το βύθισμα η όμορφη γειτόνισσά του δέκα χρόνια μετά. Έτσι γνωρίζει μια σειρά από χαρακτήρες που βγήκαν από τη Δυναστεία…

Κάπου εκεί στην καρδιά του καπιταλισμού, στο Σίτι, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όπου υπάρχει οσμή σκανδάλου, όπου εντοπισθεί ύποπτη μεθόδευση ή δολιοφθορά, όποιος θάνατος ή φόνος δεν μοιάζει και τόσο αθώος, κάποιος από τους Γουίνσο βρίσκεται πίσω. Κάποιος πουλάει, κάποιος αγοράζει, κάποιος μεσιτεύει περιουσίες, επιχειρήσεις, ζωές, με αποτέλεσμα να παραπλανεί με τα τερτίπια του την κοινή γνώμη και να καταχράται δημόσια κοινωνικά αγαθά μέσω άστοχων ιδιωτικοποιήσεων, ή αναποτελεσματικών συγχωνεύσεων.  «Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».

 

Jonathan Coe

 

Mε μαστοριά επιλέγει τον τρόπο ο συγγραφέας να αναδείξει πώς κάθε νέα γενιά Γουίνσο περνά από το στάδιο της αφέλειας στο στάδιο της ένοχης πονηρής συνενοχής.  Στα ημερολόγια του Χένρι ο αναγνώστης αναγνωρίζει το πέρασμα από την ανέμελη εφηβεία στο στάδιο της μύησης στην τάξη και την οικογένεια. Εντάσσεται στον στρατό αλλά όχι με τον τρόπο που το βίωσαν οι προγονοί του. Δεν είναι ο στρατός που πολεμά στα χαρακώματα, είναι ένας άλλος στρατός, που καθορίζει τα πάντα, απλά γιατί μπορεί να το κάνει. Ανενδοίαστα.

Το στοιχείο του ιδιαίτερου, απαράμιλλου βρετανικού χιούμορ ελλοχεύει παντού. Δεν ξέρεις ποτέ αν ο ήρωας που λέει την χιουμοριστική ατάκα, την λέει γιατί είναι σε καλά κέφια, γιατί βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, ή γιατί είναι βαθιά κατηφής! Και αυτό είναι ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του Τζόναθαν Κόου που σε κάτι τέτοιες κορυφαία αναγνωστικές στιγμές αποδεικνύει την βαθιά γνώση της Ιστορίας και την απόλυτη κομψότητα της γραφής του.

Βρισκόμαστε στα 1990,  μαίνεται ο Πόλεμος στον Κόλπο ενώ ο κιτρινισμός έχει γίνει ταυτόσημο με τα βρετανικά ΜΜΕ, το Κοινοβούλιο ψηφίζει αντιλαϊκούς και κατασταλτικούς νόμους, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποσαθρώνεται, η δημόσια υγεία απειλείται από την σύγχρονη αγροχημική βιομηχανία, όλη η μεταπολεμική Ιστορία της Βρετανίας ξεδιπλώνεται εδώ παράλληλα με την ιστορία μιας δυναστείας εγκληματιών με κύρος, βασισμένο σε κάθε λογής απάτες, πλαστογραφίες, ληστείες, κλοπές, παράνομες ενέργειες.

Το πατρικό σπίτι της οικογένειας είναι οι Πύργοι των Γουίνσο, σκαρφαλωμένοι στην κορυφή ενός ψηλού απειλητικού λόφου στην Μεσαγγλία όπου λαμβάνουν χώρα σκηνές τρόμου. Το τοπίο είναι σκοτεινό, γοτθικό και οι χαρακτήρες τρομακτικοί, ακόμα και οι νεότεροι. Οι νεότεροι, οι οποίοι ειδικεύονται ο καθένας και σε ένα διαφορετικό τομέα εκμετάλλευσης του κόσμου, μας φαίνονται πιά σχεδόν γνώριμοι: Ο Τόμας είναι από τα ισχυρότερα μέλη του τραπεζικού κατεστημένου και προωθεί δάνεια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Κουβέιτ. Ο Μαρκ, εξάδελφός του και φίλος του Σαντάμ, ασχολείται με το εμπόριο όπλων στη Μέση Ανατολή. Ο Χένρι ο αδελφός του, είναι ένας από τους πιο φιλόδοξους Εργατικούς βουλευτές της γενιάς του, ο οποίος γρήγορα ανακαλύπτει ότι το μέλλον του είναι κοντά στην Margaret Thatcher και στους Torries. Η Χίλαρι είναι μια ακριβοπληρωμένη βεντέτα των ΜΜΕ που προωθεί συμφέροντα. Ο αδελφός της Ρόντι, ασχολείται με το εμπόριο έργων τέχνης χωρίς φυσικά να ενδιαφέρεται για την τέχνη και τέλος η Ντόροθι έχει χτίσει μια βιομηχανία εκτροφής ζώων με μεθόδους επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Με λίγα λόγια όλη η μεταπολεμική ιστορία της Βρετανίας περνάει από τις σελίδες του βιβλίου, γι αυτό και όλα τα ερωτήματα στο τέλος έχουν την απάντησή τους, όλα τα μυστήρια, έχουν μια εξήγηση, ακόμη και το γιατί ο πραγματικός ήρωας, ο αφηγητής που ζει μοναχικά μπλεγμένος με τις φαντασιώσεις του -ένας απλός τύπος που μοιάζει να ξέφυγε από άλλη ιστορία- είναι τελικά αυτός που δένει αυτό το σύνολο.  Δεν θα αποκαλύψω το γιατί.

Δεν είναι λίγοι βέβαια οι συγγραφείς που αμφισβήτησαν την ένδοξη βρετανική παράδοση και βοήθησαν στην απομυθοποίηση του αυτοκρατορικού μεγαλείου, περιγράφοντας στα βιβλία και στις ταινίες τους την πορεία της παρακμάζουσας αστικής τάξης. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται οι βασικές πηγές του έργου και είναι σαφές ότι ο Jonathan Kow δεν βασίσθηκε απλώς στο αισθητήριό του αλλά σε βαθιά γνώση των πραγμάτων.  Άλλωστε και ο ίδιος υπήρξε ένα παιδί της καλής βρετανικής κοινωνίας, σπουδαγμένος στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ και μάλλον γνωρίζει πολύ καλά τί μπορεί να συμβαίνει πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας.

Πιστός σε μια κλασσική συνταγή, ο Kow συνοδεύει κάθε ενέργεια των ηρώων του με κάποια συνέπεια σε ατομικό, οικογενειακό ή συλλογικό επίπεδο.  Η αλαζονεία και η απληστία στους κύκλους των επιχειρήσεων, της αριστοκρατίας και της πολιτικής, δημιουργεί ασφυξία.

Το μυθιστόρημα παραμένει καυτό, επίκαιρο και ζωντανό, παρά το γεγονός ότι έχει γραφτεί πάνω από δυο δεκαετίες πίσω, κυρίως γιατί αφορά το πρόσφατο παρελθόν μας.  Είναι μια αιματηρή κριτική σε βάθος για το πώς ο καπιταλισμός ρίζωσε στα μυαλά των ευρωπαίων πολιτικών και πώς ύστερα μεταλλάχθηκε σε κάτι άλλο που ήρθε να ευαγγελισθεί την «λύτρωση»  της ευρωπαϊκής σκέψης από τις παλιές πρακτικές, μεταμορφωμένο με τον μανδύα του «νεοφιλελευθερισμού» ως εκ τούτου απόλυτα παραπλανητικό ακόμη και σήμερα  στις μέρες μας, στις μέρες του Brexit, μιας κατάστασης όλοι απεύχονταν…


απο την Μαίρη Σάββα

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης.  Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο.  Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες.   Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει βραβευθεί και συμμετάσχει με διηγήματα, σε συλλογικά έργα.  Επίσης, έχει δημοσιεύσει μερικές δικές της ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους: