Μας είπε ένα δυνατό αντίο, με δύο μυθιστορήματα, σε έκδοση σχεδόν
ταυτόχρονη, σαν να γνώριζε ότι είναι τα τελευταία του βιβλία. Ο «ΕΠΙΒΑΤΗΣ» και
το «STELLA MARIS» ήταν ο μεγάλος αποχαιρετισμός, μια
ωδή στη διαφορετικότητα της γραφής, το προσωπικό μανιφέστο του Κόρμακ Μακάρθυ.
Στον κόσμο των βιβλιόφιλων τα δυο βιβλία αυτά ερμηνεύτηκαν ως come back αλλά
ταυτόχρονα και ως αποχαιρετισμός από την πλευρά του σπουδαίου Αμερικανού
συγγραφέα. Διπλό μήνυμα με μια διπλή
έκδοση, έκδοση διαφορετική, έκδοση με μεγάλες δόσεις από αμερικανική ιστορία,
έκδοση πολυαναμενόμενη, καθώς είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό ότι τα τελευταία
χρόνια ο Μακάρθυ εργαζόταν πυρετωδώς πάνω σε αυτά. Ήδη το ενδιαφέρον είχε ανάψει. Πάνε χρόνια
από τότε που κυκλοφόρησε «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ», το «ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ» και ο
«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ» που αγαπήθηκαν πολύ από τους αναγνώστες. Η τελευταία
του δουλειά, πριν από δεκαεπτά χρόνια, ήταν «Ο ΔΡΟΜΟΣ» που είχε τιμηθεί με το
βραβείο Πούλιτζερ. Ήδη οι κριτικοί μιλώντας για τα έργα του, τον τοποθετούσαν τότε
δίπλα σε συγγραφείς όπως ο Ροθ, ο Ντελίλο και ο Πίντσον, ωστόσο τώρα, με αυτόν
τον τόσο διαφορετικό και δικό του τρόπο αφήγησης το αποτύπωμά του έγινε ακόμη
πιο βαθύ, η πορεία του απογειώθηκε και το όνομα Μακάρθυ τοποθετείται δίπλα σε
ονόματα όπως Ουίλιαμ Φωκνερ και Ερνεστ Χεμινγουέϊ….
Κι εκεί που -ως φανατικός αναγνώστης- νομίζεις πως δεν «κολλάς» πλέον, πως έχεις τελειώσει με τις κάπως «απόλυτες»
αγάπες σε συγγραφείς, να αίφνης, εμφανίζεται ένα κείμενο γεμάτο φράσεις
θαυμαστές κι ελλειπτικές, με ιδιότυπους διαλόγους χωρίς παύλες, με λόγια κοφτά
στους διαλόγους, γεμάτα υπαινιγμούς, συμβολισμούς, λεπτομερείς περιγραφές
τοποθετημένες μέσα σε αλλόκοτα σκηνικά, με χίλια θέματα να αναδύονται
βασανιστικά το ένα μετά το άλλο και να οδηγούν τη σκέψη σου σε λαβυρίνθους
ατέλειωτους, στην πολιτική, την επιστήμη, την θρησκεία, την οικονομία, τον
πόλεμο, την φιλοσοφία, την ιδιοφυία, την τρέλα….
Κι ενώ στην αρχή είχα αμφιβολίες εάν ο νούς μου τον κατανοεί πλήρως, στη
συνέχεια ανακάλυψα σταδιακά, ότι ο ίδιος ο συγγραφέας με οδηγεί να χωνέψω
αποφασιστικά το συμπέρασμα ότι η ζωή είναι γεμάτη από πεδία ανεξερεύνητα και
δυσπρόσιτα, γιατί δεν είναι όλα επιστρωμένα με ιλουστρασιόν υλικά που στρέφουν
την προσοχή σου αλλού, συνήθως στα σημεία που θέλουν, έτσι ώστε να μην πέσει βαθιά στην ουσία των πραγμάτων. Γι αυτό και ο
ήρωάς του Μακάρθυ στον ΕΠΙΒΑΤΗ είναι
ένας πρώην φυσικός που έχει μέσα του τις απαντήσεις για πολλά από αυτά που
συμβαίνουν γύρω μας, αλλά έχει και πολλά ερωτήματα. Ο Μπόμπι Γουέστερν είναι
αυτός που αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στα βάθη της αβύσσου της ανθρώπινης
ψυχής, καθώς η δουλειά του τώρα έχει να κάνει με τους βυθούς, έχει εγκαταλείψει
την επιστήμη του και προσφέρει υπηρεσίες δύτη διάσωσης. Καλείται να βουτήξει στα νερά όπου έχει πέσει
ένα αεροπλάνο, από το οποίο λείπει ένας επιβάτης, όπως λείπει και το μαύρο
κουτί της πτήσης.
Ο αναγνώστης βρίσκεται από την αρχή στο κλίμα του μυστηρίου, σε μια νουάρ
ατμόσφαιρα βουτηγμένη στην αλμύρα, ενώ παράλληλα, βιώνει της ιστορία της σχιζοφρενούς
αδελφής του Μπόμπι, της Αλίσια η οποία υπήρξε μαθηματική διάνοια. Οι προσωπικοί
της δαίμονες βρίσκονται συνεχώς δίπλα της με τις αλλόκοτες μορφές και
χαρακτηριστικά τους, για να μας βυθίσουν ακόμα περισσότερο στα άδυτα της πολυσχιδούς
της προσωπικότητας. Με τις περιγραφές της η Αλίσια ξεγυμνώνει όλες
τις φοβίες, τις αδυναμίες και τους εφιάλτες μιας ταραγμένης συνείδησης.
Ο πατέρας του Μπόμπι και της Αλίσια υπήρξε διάσημος πυρηνικός φυσικός ο
οποίος βοήθησε στη διάσπαση του ατόμου, οδηγώντας στην καταστροφή της Χιροσίμα
και του Ναγκασάκι. Ίσως γι αυτό ο γιός
του σπούδασε φυσική και ίσως αυτός πάλι ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο
τελικά εγκατέλειψε την επιστήμη του κι έκανε μια επιλογή δουλειάς που, όπως
αποδεικνύεται, έχει να κάνει με τη ζωή του έτσι όπως εξελίχθηκε. Μόνος πλέον ο
Μπόμπι Γουέστερν –καθώς ο ιδιοφυής πατέρας του έχει πεθάνει μόνος και μάλλον
μισότρελος σε κάποια ερημιά με τις σημειώσεις του παρέα, και η μητέρα του
πεθαμένη προ πολλού– συνειδητοποιεί την αυτοκτονία της αδελφής του Αλίσια με
την οποία είναι παθολογικά ερωτευμένος. Εν ζωή βρίσκεται μόνο η γιαγιά του από
την πλευρά της μητέρας του, που την επισκέπτεται κατά την εξέλιξη της πλοκής,
ίσα για να βρεθεί κάπως πιο κοντά στη νεκρή του αδερφή μέσω ενός στενού
συγγενικού τους προσώπου.
Από τα ευρήματα στην αποστολή του προκύπτουν εύλογα ερωτήματα, ερωτήματα που πληθαίνουν αφού μια σειρά επιπλέον γεγονότων έρχονται να πυροδοτήσουν την ατμόσφαιρα. Ο ξαφνικός θάνατος του συνεργάτη του Όιλερ σε μια άλλη αποστολή, η διάρρηξη στο δωμάτιο του Μπόμπι και η επίσκεψη ομοσπονδιακών πρακτόρων για μια πρόχειρη ανάκριση, η παρακολούθησή του από αυτούς μάλλον και η αναγκαία μετακίνησή του από δώμα σε δώμα. Η δέσμευση των λογαριασμών του από το κράτος για δήθεν φορολογικά αδικήματα, η φυγή του μετά και τη συμβουλή ενός ντετέκτιβ που τον επισκέφθηκε ο Μπόμπι προς βοήθεια – ας σημειώσουμε εδώ τις εξίσου εξαιρετικές συζητήσεις του Μπόμπι με τον ντετέκτιβ, που ανατέμνουν σύγχρονα ιστορικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας που πληγώνουν τη χώρα.
Οι μαύρες κηλίδες στην αμερικανική Ιστορία, το Βιετνάμ, η ατομική βόμβα, η
δολοφονία του Κένεντι, οι ανισότητες, οι εξαθλιωμένες συνοικίες, είναι τα πεδία
που διατρέχει το βιβλίο. Ο Μπόμπι είναι
καλός επιστήμονας αλλά έχει αλλάξει ρότα επαγγελματικά. Ωστόσο, το μυαλό του
κινείται συνεχώς μεταξύ κβαντομηχανικής, επιστημονικών θεωριών και πειραμάτων,
μιλάει σε απλούς ανθρώπους για πρωτόνια και κουάρκ, καθώς έως πρόσφατα ήταν
διευθυντής στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, ένα μη κερδοσκοπικό ερευνητικό κέντρο. Οι
περιγραφές στην ιστορία του ΕΠΙΒΑΤΗ κορυφώνονται και το κλίμα μυστηρίου
απογειώνεται όταν ο Μπόμπι πιάνει δουλειά σε μια εξέδρα άντλησης πετρελαίου
στον Κόλπο του Μεξικού.
Ο Μακάρθι χρησιμοποιεί χαρακτήρες περίτεχνους όσο και απλούς ταυτόχρονα και
τους προσεγγίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σα να βαδίζει καταπάνω τους
χρησιμοποιώντας ευθείες γραμμές. Οι κεντρικοί του ήρωες, τα δυο αδέλφια, μιλούν
για όλα χωρίς περιορισμούς. Ο Μπόμπι συζητά με μια γυναίκα Τρανς τα περί
γυναικείας ψυχής και με έναν μάγο συνομιλεί για την τραγωδία της ομορφιάς. Ο
αναγνώστης βλέπει να αναδύεται ένας υποδόριος, ανεκπλήρωτος έρωτας για την
πεθαμένη πιά αδελφή του, αλλά τίθεται και το πραγματικό πρόβλημα, για το τί
έγινε με την ατομική βόμβα, εάν εγνώριζαν την αλήθεια όταν την κατασκεύαζαν οι
γονείς τους με την ομάδα τους, και εάν μπορεί αυτή η αλήθεια να γίνει γνωστή
ακόμα και τώρα.
Το δεύτερο βιβλίο του αποχαιρετισμού του Κόρμακ Μακάρθυ είναι το STELLA MARIS, που στην
ουσία είναι η ιστορία της Αλίσια Γουέστερν και είχε ξεκινήσει να γράφεται
περίπου μία δεκαετία πριν από τον ΕΠΙΒΑΤΗ. Περιλαμβάνει επτά
συνεντεύξεις-διαλόγους με τον ψυχίατρό της Δόκτορα Κοέν μετά τον εθελούσιο
εγκλεισμό της στο ίδρυμα STELLA MARIS και λίγο
πριν από την αυτοκτονία της.
Το βιβλίο για την αναζήτηση του αδελφού της Μπόμπι, έπεται εκδοτικά,
άλλωστε στη διάρκεια της αναζήτησης, η Αλίσια υπάρχει μόνο στο μυαλό του Μπόμπι
ο οποίος μας αποκαλύπτει κομμάτια από το ημερολόγιό της, όπου καταγράφονται
αποσπάσματα πριν εκδηλωθεί η σχιζοφρένειά της. Ήδη από τις πρώτες σελίδες του ΕΠΙΒΑΤΗ, ο
αναγνώστης βλέπει την ιστορία να ξεκινάει μια « ψυχρή και σχεδόν αμίλητη μέρα
των Χριστουγέννων» με την ανεύρεση του νεκρού σώματος της Αλίσια τυχαία από
έναν κυνηγό σε ένα χιονισμένο τόπο, εκεί ακριβώς, σε ένα σημείο που η
ψυχοσύνθεσή της την είχε οδηγήσει…
Η μαθηματική ιδιοφυΐα Αλίσια Γουέστερν, η οποία κάποτε συνομιλούσε
απευθείας με τις μεγαλύτερες μαθηματικές διάνοιες του πλανήτη, έχοντας γίνει
μεταδιδακτορική φοιτήτρια στη μαθηματική επιστήμη μόλις στην ενηλικίωσή της,
κάθεται απέναντι από τον ψυχίατρο Κοέν και θέτει ερωτήματα τόσο επιστημονικής
όσο και ανθρώπινης υφής. Φανατική μουσικόφιλη, κάτοχος του μοναδικού βιολιού
αμύθητης αξίας και ποιότητας καλύτερης από εκείνων του Παγκανίνι, η Αλίσια είχε
μάθει μόνη της να παίζει βιολί, να διαβάζει και να κατανοεί τη μουσική, που
είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα μαθηματικά, τη φυσική και τη θεωρία των χορδών,
που η ίδια κατάφερε να συμβάλει με τη μελέτη και την ανάπτυξή της, μέσα από τη
λατρεία της για τη μουσική, δεν δείχνει ότι εισάγεται στο ίδρυμα STELLA MARIS ούτε με
σκοπό να αυτοκτονήσει, αλλά και ούτε να αποδεχτεί όλο αυτό που της συμβαίνει.
Ωστόσο, καταλήγει στην αυτοκτονία και σε αυτό μάλλον έχει συμβάλει η εντύπωσή
της πως ο Μπόμπι θα είναι πιθανότατα πλέον νεκρός. Φαίνεται ότι το STELLA MARIS λειτουργεί
συμπληρωματικά στον ΕΠΙΒΑΤΗ. Ελέγχει την ιστορία, συμπληρώνει τα κενά της,
τσεκάρει τα λεγόμενα του βασικού χαρακτήρα δηλαδή του Μπόμπι Γουέστερν.
Απαιτείται μελέτη και αντιπαραβολή σελίδα-σελίδα, γεγονός το γεγονός, για
να αναλύσει κανείς το μεγαλούργημα του Μακάρθυ με αυτό το «κέντημα» ανάμεσα στα
δύο έργα. Η Αλίσια μέσα από τις επτά συνεντεύξεις της διαλευκαίνει το
λογοτεχνικό τοπίο του ΕΠΙΒΑΤΗ και «συσκοτίζει» κάπως το επιστημονικό πεδίο
φυσικής και μαθηματικών. Ταυτόχρονα ο ΕΠΙΒΑΤΗΣ δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις
και ορθολογικοποιεί τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών.
Συνδυάζοντας τέχνη και επιστήμη ο συγγραφέας -μαζί με μεγάλη δόση
μεταφυσικής- και μέσω της πάλαι ποτέ αγίας αμερικανικής οικογένειας, που εδώ
υπηρετεί την εξέλιξη της επιστήμης και γράφει λογοτεχνία μέσω της τραγωδίας
της, σκιαγραφεί τη ζωή και την εποχή του. Μιλάει για μια ασθενή ψυχικά οικογένεια, που
είναι ιδιοφυής κι έχει συμβάλει στην αμερικανική «πρόοδο», ωστόσο οι
πρωταγωνιστές του χάνονται τελικά, ελεύθεροι και μόνοι, μέσα στο όνειρο αυτό της
προόδου το οποίο δημιούργησαν οι ίδιοι με δική τους ευθύνη, με τον κόπο και το μυαλό τους.
Ο Μακάρθυ στα στερνά του πρόλαβε και μας έδωσε την απόδειξη ότι η
λογοτεχνία είναι η τέχνη των τεχνών. Χρησιμοποίησε τις επιστήμες για να μας το
αποδείξει και το κατάφερε με τρόπο καταλυτικό, μέσα από τη δική του ιδιαίτερη
και πολύ ξεχωριστή ματιά, αποκαλύπτοντας ότι τα τρωτά της ανθρώπινης φύσης και
το ανεξερεύνητο του νού μπορεί να είναι αρκετά για να σταματήσουν το προδιαγεγραμμένο
και να διαμορφώσουν μια άλλη πραγματικότητα, καθώς και ότι το νόημα της ζωής
εξαφανίζεται από τον ορίζοντα της θέασής μας, εάν δεν συμπεριλάβουμε στην
εικόνα μας την τρέλα, το τυχαίο, την καθημερινότητα, την οδύνη, τη γνώση για
ότι μας περιβάλει και γιατί όχι και τον θάνατο…