Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Το ηχηρό λογοτεχνικό αντίο του Κορμακ Μακάρθυ

 

Μας είπε ένα δυνατό αντίο, με δύο μυθιστορήματα, σε έκδοση σχεδόν ταυτόχρονη, σαν να γνώριζε ότι είναι τα τελευταία του βιβλία. Ο «ΕΠΙΒΑΤΗΣ» και το «STELLA MARIS»  ήταν ο μεγάλος αποχαιρετισμός, μια ωδή στη διαφορετικότητα της γραφής, το προσωπικό μανιφέστο του Κόρμακ Μακάρθυ.

Στον κόσμο των βιβλιόφιλων τα δυο βιβλία αυτά ερμηνεύτηκαν ως come back αλλά ταυτόχρονα και ως αποχαιρετισμός από την πλευρά του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα.  Διπλό μήνυμα με μια διπλή έκδοση, έκδοση διαφορετική, έκδοση με μεγάλες δόσεις από αμερικανική ιστορία, έκδοση πολυαναμενόμενη, καθώς είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια ο Μακάρθυ εργαζόταν πυρετωδώς πάνω σε αυτά.  Ήδη το ενδιαφέρον είχε ανάψει. Πάνε χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ», το «ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ» και ο «ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ» που αγαπήθηκαν πολύ από τους αναγνώστες. Η τελευταία του δουλειά, πριν από δεκαεπτά χρόνια, ήταν «Ο ΔΡΟΜΟΣ» που είχε τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ. Ήδη οι κριτικοί μιλώντας για τα έργα του, τον τοποθετούσαν τότε δίπλα σε συγγραφείς όπως ο Ροθ, ο Ντελίλο και ο Πίντσον, ωστόσο τώρα, με αυτόν τον τόσο διαφορετικό και δικό του τρόπο αφήγησης το αποτύπωμά του έγινε ακόμη πιο βαθύ, η πορεία του απογειώθηκε και το όνομα Μακάρθυ τοποθετείται δίπλα σε ονόματα όπως Ουίλιαμ Φωκνερ και Ερνεστ Χεμινγουέϊ….


Κι εκεί που -ως φανατικός αναγνώστης- νομίζεις πως δεν «κολλάς» πλέον,  πως έχεις τελειώσει με τις κάπως «απόλυτες» αγάπες σε συγγραφείς, να αίφνης, εμφανίζεται ένα κείμενο γεμάτο φράσεις θαυμαστές κι ελλειπτικές, με ιδιότυπους διαλόγους χωρίς παύλες, με λόγια κοφτά στους διαλόγους, γεμάτα υπαινιγμούς, συμβολισμούς, λεπτομερείς περιγραφές τοποθετημένες μέσα σε αλλόκοτα σκηνικά, με χίλια θέματα να αναδύονται βασανιστικά το ένα μετά το άλλο και να οδηγούν τη σκέψη σου σε λαβυρίνθους ατέλειωτους, στην πολιτική, την επιστήμη, την θρησκεία, την οικονομία, τον πόλεμο, την φιλοσοφία, την ιδιοφυία, την τρέλα….

Κι ενώ στην αρχή είχα αμφιβολίες εάν ο νούς μου τον κατανοεί πλήρως, στη συνέχεια ανακάλυψα σταδιακά, ότι ο ίδιος ο συγγραφέας με οδηγεί να χωνέψω αποφασιστικά το συμπέρασμα ότι η ζωή είναι γεμάτη από πεδία ανεξερεύνητα και δυσπρόσιτα, γιατί δεν είναι όλα επιστρωμένα με ιλουστρασιόν υλικά που στρέφουν την προσοχή σου αλλού, συνήθως στα σημεία που θέλουν, έτσι ώστε να μην πέσει  βαθιά στην ουσία των πραγμάτων. Γι αυτό και ο ήρωάς του  Μακάρθυ στον ΕΠΙΒΑΤΗ είναι ένας πρώην φυσικός που έχει μέσα του τις απαντήσεις για πολλά από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά έχει και πολλά ερωτήματα. Ο Μπόμπι Γουέστερν είναι αυτός που αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στα βάθη της αβύσσου της ανθρώπινης ψυχής, καθώς η δουλειά του τώρα έχει να κάνει με τους βυθούς, έχει εγκαταλείψει την επιστήμη του και προσφέρει υπηρεσίες δύτη διάσωσης.  Καλείται να βουτήξει στα νερά όπου έχει πέσει ένα αεροπλάνο, από το οποίο λείπει ένας επιβάτης, όπως λείπει και το μαύρο κουτί της πτήσης. 

Ο αναγνώστης βρίσκεται από την αρχή στο κλίμα του μυστηρίου, σε μια νουάρ ατμόσφαιρα βουτηγμένη στην αλμύρα, ενώ παράλληλα, βιώνει της ιστορία της σχιζοφρενούς αδελφής του Μπόμπι, της Αλίσια η οποία υπήρξε μαθηματική διάνοια. Οι προσωπικοί της δαίμονες βρίσκονται συνεχώς δίπλα της με τις αλλόκοτες μορφές και χαρακτηριστικά τους, για να μας βυθίσουν ακόμα περισσότερο στα άδυτα της πολυσχιδούς της προσωπικότητας.   Με τις περιγραφές της η Αλίσια ξεγυμνώνει όλες τις φοβίες, τις αδυναμίες και τους εφιάλτες μιας ταραγμένης συνείδησης. 

Ο πατέρας του Μπόμπι και της Αλίσια υπήρξε διάσημος πυρηνικός φυσικός ο οποίος βοήθησε στη διάσπαση του ατόμου, οδηγώντας στην καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.  Ίσως γι αυτό ο γιός του σπούδασε φυσική και ίσως αυτός πάλι ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο τελικά εγκατέλειψε την επιστήμη του κι έκανε μια επιλογή δουλειάς που, όπως αποδεικνύεται, έχει να κάνει με τη ζωή του έτσι όπως εξελίχθηκε. Μόνος πλέον ο Μπόμπι Γουέστερν –καθώς ο ιδιοφυής πατέρας του έχει πεθάνει μόνος και μάλλον μισότρελος σε κάποια ερημιά με τις σημειώσεις του παρέα, και η μητέρα του πεθαμένη προ πολλού– συνειδητοποιεί την αυτοκτονία της αδελφής του Αλίσια με την οποία είναι παθολογικά ερωτευμένος. Εν ζωή βρίσκεται μόνο η γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, που την επισκέπτεται κατά την εξέλιξη της πλοκής, ίσα για να βρεθεί κάπως πιο κοντά στη νεκρή του αδερφή μέσω ενός στενού συγγενικού τους προσώπου.


Από τα ευρήματα στην αποστολή του προκύπτουν εύλογα ερωτήματα, ερωτήματα που πληθαίνουν αφού μια σειρά επιπλέον γεγονότων έρχονται να πυροδοτήσουν την ατμόσφαιρα. Ο ξαφνικός θάνατος του συνεργάτη του Όιλερ σε μια άλλη αποστολή, η διάρρηξη στο δωμάτιο του Μπόμπι και η επίσκεψη ομοσπονδιακών πρακτόρων για μια πρόχειρη ανάκριση, η παρακολούθησή του από αυτούς μάλλον και η αναγκαία μετακίνησή του από δώμα σε δώμα. Η δέσμευση των λογαριασμών του από το κράτος για δήθεν φορολογικά αδικήματα, η φυγή του μετά και τη συμβουλή ενός ντετέκτιβ που τον επισκέφθηκε ο Μπόμπι προς βοήθεια – ας σημειώσουμε εδώ τις εξίσου εξαιρετικές συζητήσεις του Μπόμπι με τον ντετέκτιβ, που ανατέμνουν σύγχρονα ιστορικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας που πληγώνουν τη χώρα.

Οι μαύρες κηλίδες στην αμερικανική Ιστορία, το Βιετνάμ, η ατομική βόμβα, η δολοφονία του Κένεντι, οι ανισότητες, οι εξαθλιωμένες συνοικίες, είναι τα πεδία που διατρέχει το βιβλίο.  Ο Μπόμπι είναι καλός επιστήμονας αλλά έχει αλλάξει ρότα επαγγελματικά. Ωστόσο, το μυαλό του κινείται συνεχώς μεταξύ κβαντομηχανικής, επιστημονικών θεωριών και πειραμάτων, μιλάει σε απλούς ανθρώπους για πρωτόνια και κουάρκ, καθώς έως πρόσφατα ήταν διευθυντής στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, ένα μη κερδοσκοπικό ερευνητικό κέντρο. Οι περιγραφές στην ιστορία του ΕΠΙΒΑΤΗ κορυφώνονται και το κλίμα μυστηρίου απογειώνεται όταν ο Μπόμπι πιάνει δουλειά σε μια εξέδρα άντλησης πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού.

Ο Μακάρθι χρησιμοποιεί χαρακτήρες περίτεχνους όσο και απλούς ταυτόχρονα και τους προσεγγίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σα να βαδίζει καταπάνω τους χρησιμοποιώντας ευθείες γραμμές. Οι  κεντρικοί του ήρωες, τα δυο αδέλφια, μιλούν για όλα χωρίς περιορισμούς. Ο Μπόμπι συζητά με μια γυναίκα Τρανς τα περί γυναικείας ψυχής και με έναν μάγο συνομιλεί για την τραγωδία της ομορφιάς. Ο αναγνώστης βλέπει να αναδύεται ένας υποδόριος, ανεκπλήρωτος έρωτας για την πεθαμένη πιά αδελφή του, αλλά τίθεται και το πραγματικό πρόβλημα, για το τί έγινε με την ατομική βόμβα, εάν εγνώριζαν την αλήθεια όταν την κατασκεύαζαν οι γονείς τους με την ομάδα τους, και εάν μπορεί αυτή η αλήθεια να γίνει γνωστή ακόμα και τώρα.

Το δεύτερο βιβλίο του αποχαιρετισμού του Κόρμακ Μακάρθυ είναι το STELLA MARIS, που στην ουσία είναι η ιστορία της Αλίσια Γουέστερν και είχε ξεκινήσει να γράφεται περίπου μία δεκαετία πριν από τον ΕΠΙΒΑΤΗ. Περιλαμβάνει επτά συνεντεύξεις-διαλόγους με τον ψυχίατρό της Δόκτορα Κοέν μετά τον εθελούσιο εγκλεισμό της στο ίδρυμα STELLA MARIS και λίγο πριν από την αυτοκτονία της.  

Το βιβλίο για την αναζήτηση του αδελφού της Μπόμπι, έπεται εκδοτικά, άλλωστε στη διάρκεια της αναζήτησης, η Αλίσια υπάρχει μόνο στο μυαλό του Μπόμπι ο οποίος μας αποκαλύπτει κομμάτια από το ημερολόγιό της, όπου καταγράφονται αποσπάσματα πριν εκδηλωθεί η σχιζοφρένειά της.  Ήδη από τις πρώτες σελίδες του ΕΠΙΒΑΤΗ, ο αναγνώστης βλέπει την ιστορία να ξεκινάει μια « ψυχρή και σχεδόν αμίλητη μέρα των Χριστουγέννων» με την ανεύρεση του νεκρού σώματος της Αλίσια τυχαία από έναν κυνηγό σε ένα χιονισμένο τόπο, εκεί ακριβώς, σε ένα σημείο που η ψυχοσύνθεσή της την είχε οδηγήσει…

Η μαθηματική ιδιοφυΐα Αλίσια Γουέστερν, η οποία κάποτε συνομιλούσε απευθείας με τις μεγαλύτερες μαθηματικές διάνοιες του πλανήτη, έχοντας γίνει μεταδιδακτορική φοιτήτρια στη μαθηματική επιστήμη μόλις στην ενηλικίωσή της, κάθεται απέναντι από τον ψυχίατρο Κοέν και θέτει ερωτήματα τόσο επιστημονικής όσο και ανθρώπινης υφής. Φανατική μουσικόφιλη, κάτοχος του μοναδικού βιολιού αμύθητης αξίας και ποιότητας καλύτερης από εκείνων του Παγκανίνι, η Αλίσια είχε μάθει μόνη της να παίζει βιολί, να διαβάζει και να κατανοεί τη μουσική, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα μαθηματικά, τη φυσική και τη θεωρία των χορδών, που η ίδια κατάφερε να συμβάλει με τη μελέτη και την ανάπτυξή της, μέσα από τη λατρεία της για τη μουσική, δεν δείχνει ότι εισάγεται στο ίδρυμα STELLA MARIS ούτε με σκοπό να αυτοκτονήσει, αλλά και ούτε να αποδεχτεί όλο αυτό που της συμβαίνει. Ωστόσο, καταλήγει στην αυτοκτονία και σε αυτό μάλλον έχει συμβάλει η εντύπωσή της πως ο Μπόμπι θα είναι πιθανότατα πλέον νεκρός. Φαίνεται ότι το STELLA MARIS λειτουργεί συμπληρωματικά στον ΕΠΙΒΑΤΗ. Ελέγχει την ιστορία, συμπληρώνει τα κενά της, τσεκάρει τα λεγόμενα του βασικού χαρακτήρα δηλαδή του Μπόμπι Γουέστερν.

Απαιτείται μελέτη και αντιπαραβολή σελίδα-σελίδα, γεγονός το γεγονός, για να αναλύσει κανείς το μεγαλούργημα του Μακάρθυ με αυτό το «κέντημα» ανάμεσα στα δύο έργα. Η Αλίσια μέσα από τις επτά συνεντεύξεις της διαλευκαίνει το λογοτεχνικό τοπίο του ΕΠΙΒΑΤΗ και «συσκοτίζει» κάπως το επιστημονικό πεδίο φυσικής και μαθηματικών. Ταυτόχρονα ο ΕΠΙΒΑΤΗΣ δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις και ορθολογικοποιεί τις ζωές των δυο πρωταγωνιστών.

Συνδυάζοντας τέχνη και επιστήμη ο συγγραφέας -μαζί με μεγάλη δόση μεταφυσικής- και μέσω της πάλαι ποτέ αγίας αμερικανικής οικογένειας, που εδώ υπηρετεί την εξέλιξη της επιστήμης και γράφει λογοτεχνία μέσω της τραγωδίας της, σκιαγραφεί τη ζωή και την εποχή του.  Μιλάει για μια ασθενή ψυχικά οικογένεια, που είναι ιδιοφυής κι έχει συμβάλει στην αμερικανική «πρόοδο», ωστόσο οι πρωταγωνιστές του χάνονται τελικά, ελεύθεροι και μόνοι, μέσα στο όνειρο αυτό της προόδου το οποίο δημιούργησαν οι ίδιοι με δική τους ευθύνη, με τον  κόπο και το μυαλό τους.

Ο Μακάρθυ στα στερνά του πρόλαβε και μας έδωσε την απόδειξη ότι η λογοτεχνία είναι η τέχνη των τεχνών. Χρησιμοποίησε τις επιστήμες για να μας το αποδείξει και το κατάφερε με τρόπο καταλυτικό, μέσα από τη δική του ιδιαίτερη και πολύ ξεχωριστή ματιά, αποκαλύπτοντας ότι τα τρωτά της ανθρώπινης φύσης και το ανεξερεύνητο του νού μπορεί να είναι αρκετά για να σταματήσουν το προδιαγεγραμμένο και να διαμορφώσουν μια άλλη πραγματικότητα, καθώς και ότι το νόημα της ζωής εξαφανίζεται από τον ορίζοντα της θέασής μας, εάν δεν συμπεριλάβουμε στην εικόνα μας την τρέλα, το τυχαίο, την καθημερινότητα, την οδύνη, τη γνώση για ότι μας περιβάλει και γιατί όχι και τον θάνατο…

 Τα δυο τελευταία βιβλία του Κορμακ Μακάρθυ, κυκλοφορούν από  τις Εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή.

 Μαίρη Σάββα

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Η Κόρη η παντοτινή

 Την είδα την Κόρη για μια ακόμη φορά. Στέκει μόνη, απροστάτευτη και νοσταλγική, με τη σκέψη της πάντοτε να τρέχει στις πέντε αδελφές της που βρίσκονται πίσω στην πατρίδα. Περήφανη κοιτά γύρω της και εισπράτει, χρόνια τώρα, θαυμασμό κι εκτίμηση.




Η Κόρη δεν ζήτησε ποτέ, τίποτε. Δεν σκυβει το κεφάλι αν και την ενοχλούν πολύ τα αγγίγματα και τα φλας που πέφτουν επιθετικά επάνω της. Προσβάλουν το ευαίσθητο δέρμα της και φθείρουν το πολύπτυχο αρχαιοελληνικό φόρεμά της.



''Ζηλεύω'' μου ψιθύρισε. ''Ζηλεύω τα αιγυπτιακά μνημεία δίπλα, που προστατεύονται μέσα στις γυάλες...''. ''Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω αγαπημένη Κόρη, της απαντώ, αλλά επισκέφθηκα το βαθύπλουτο κι επιβλητικό Βασιλικό παλάτι των Windsor, που 900 χρόνια τώρα, κατοικείται απο βρετανούς βασιλείς... Εκεί οι φωτογραφίες απαγορεύονται και φυσικά δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει τα εκθέματα....''

Ο πόνος της ήταν ανείπωτος. Θαρρούσε πώς τα έχασε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις για την ελληνική αρχαιότητα, για την Ακρόπολη, για τους πολέμους που μεσολάβησαν, για αυτοκρατορίες, για το μύθο της προστασία της απο ξένους πάτρωνες. Ολα τα ήξερε η Κόρη. Στο βλέμμα της έκλεινε την ιστορία όλη και το περιέφερε τώρα παντού, φωτίζοντας τον κόσμο γύρω της.

Δεν ήθελα να φύγω απο κοντά της. Οταν μου φάνηκε πως μου ψιθύρισε δυο λόγια, τότε το αποφάσισα. Ας μη με ζητούν πίσω, με το λάθος τρόπο. Ας ζητήσουν να προστατευθώ για να μπορώ τουλάχιστον να αναπνεύσω, μου φάνηκε πως μου είπε η όμορφη παντοτινή Κόρη....

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Ενας Ρωμαίος και μιά Ιουλιέτα

 Σε πείσμα ενός δυσοίωνου και βουτηγμένου στη διαφθορά τοπίου σε μια πόλη που δεν είναι η Βερόνα, ανθίζει ένας έρωτας.

Κόντρα στους καιρούς της ακολασίας, του εκφυλισμού και της αποχαύνωσης, δυο άνθρωποι που καμία άλλη ελπίδα να ζήσουν όμορφα δεν έχουν, ερωτεύονται. 

Ερωτεύονται παράφορα σαν να επιλέγουν να οδεύσουν ως το θάνατο μαζί, να εγκαταλείψουν τα πάντα, αφού κανένας δεν έχει συναισθήματα γύρω τους, κανένας δεν αγαπά τον άλλον, η επιθυμία αφορά μόνον τα ακραία όργια, τους παγανιστικούς χορούς, την ξέφρενη λαγνεία, τους διεφθαρμένους χαρακτήρες και την ακαριαία βίαιη απόλαυση.



Οι οικογένειες των δύο νέων πορεύονται με βάση έριδες του παρελθόντος οι οποίες αναδύονται με κάθε ευκαιρία, σε κάθε στιγμή του χρόνου ή των χρόνων που περνούν, γιατί είναι σαν τραύματα βαθιά, σαν γρατζουνιές που αφόρμισαν με τις δεκαετίες κι έγιναν πληγές αιώνιες και μολυσμένες. Γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα ν ’αγαπήσουν, ο ένας τον άλλο. Γι’ αυτό έρωτας μεταξύ τους, ίσον θάνατος.

Η κοινωνία είναι ήδη νεκρή. Τί έχουν να χάσουν δυο νέοι που αποφασίζουν να επαναστατήσουν ερωτευόμενοι ο ένας τον άλλον? Μάλλον τίποτε, και το γνωρίζουν καλά. Ίσως να σκέφτηκαν ότι δυο άλλοι νέοι που βρέθηκαν στη θέση τους πριν από 425 χρόνια, πήγαν κόντρα στο ρεύμα επιμένοντας στον έρωτά τους. Κι έμειναν αιώνιοι.  Μόνο που εκείνοι ήταν ρομαντικοί.

Ωστόσο, πώς να παραμείνει κανείς ρομαντικός, ενώ ζει μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό και σκοτεινό πλαίσιο?  Μέσα στη διαφθορά, τη σήψη, την αλαζονεία και βίαια απόλαυση, πώς μια κοπέλα που υφίσταται κακοποίηση και βία, μπορεί να αισθανθεί ότι μοιάζει με την ακραιφνώς ρομαντική Ιουλιέτα? Μόνον επειδή ο γεννήτοράς της λέγεται Καπουλέτος? Μόνον επειδή ο εκλεκτός της καρδιάς της λέγεται Ρωμαίος?

Ασφαλώς η κοπέλα ασφυκτιά κάτω από συνθήκες τρομακτικής κοινωνικής καταπίεσης.  Δεν είναι η Ιουλιέτα της Βερόνας και φυσικά δεν μας έπεισε γι’ αυτό. Ζει μέσα σε μια σάπια κοινωνία, μια χυδαία κατάσταση την οποία ο θεατής απορρίπτει και αποστρέφεται. Οπότε το να σκεφθεί η ίδια πως είναι η Ιουλιέτα -γιατί αυτόν τον τρόπο βρήκε για να επαναστατήσει- είναι κάπως ιαματικό για όλους. Είναι η διέξοδος που βρίσκει προκειμένου να αμυνθεί σε όλο αυτό… Για την κατασκευασμένη ιστορία, για την πρωταγωνίστρια, για τους συντελεστές, για τον θεατή, για όλους το εύρημα, είναι μια ανακούφιση. Είναι όμως και μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση βολική που βάζει σε θέση να σκεφθείς τον έρωτα, τη διαφυγή, τη διέξοδο.

Το τέχνασμα της μεταφοράς μιας κλασσικής ιστορίας σε σύγχρονο πλαίσιο δεν είναι καινούργιο. Έχει παρατηρηθεί ότι το να ντύνεις με σύγχρονα κοστούμια σε ήρωες μιας κλασσικής τραγωδίας και να τους τοποθετείς σε ένα σύγχρονο αφαιρετικό σκηνικό, δεν αποτελεί πάντοτε την πιο κατάλληλη και ασφαλή συνταγή.  Μετά από αρκετές παραστάσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη συνταγή τα τελευταία χρόνια, έγινε «κοινό μυστικό» ότι δεν είναι πάντοτε πειστική «λύση» και δεν μεταφέρει πάντα στο κοινό σαφές μήνυμα. 

Ναι, η αδικία ίσχυε την εποχή των Καπουλέτων και των Μοντέγων, ναι, η αδικία ισχύει και σήμερα. Αυτό δεν κάνει αναγκαστικά το ένα πλαίσιο να εφαρμόζει μέσα στο άλλο με τρόπο απόλυτο και πειστικό.

Ο απαγορευμένος έρωτας στη Βερόνα του 1600, αυτός ο ύμνος στον έρωτα και το πάθος, είναι ένα έργο πολυπαιγμένο, το οποίο αποτέλεσε έμπνευση περίπου για 30 όπερες και για κάθε είδους μικρές και μεγάλες ιστορίες. Να θυμηθούμε τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, το «West Side Story» και τόσα άλλα κείμενα ποιητικά, φτιαγμένα από την ύλη που έχουν φτιαχτεί τα όνειρα.  Ένας αιώνιος έρωτας μπορεί να προσφέρει αιώνια έμπνευση, αλλά μπορεί να προσφέρει κι εύκολη πρόσβαση σε μια «δοκιμασμένη» ιστορία.  Παρά τις προσπάθειες των ηθοποιών, ο ρομαντισμός που παραμονεύει παντού στους σεξπηρικούς στίχους χάνεται και μια σειρά από εύηχες κρυστάλλινες λέξεις πέφτουν στο κενό και γίνονται κομμάτια. Άλλες σπάζουν με θόρυβο, άλλες πάλι σιωπηλά. Ένα σωρό άλλες λέξεις και λατρεμένοι στίχοι λείπουν και η απουσία τους είναι εκκωφαντική (βλ. «Λεπίδι τυχερό, εδώ είναι το θηκάρι σου» ατάκα στη σπαρακτική στιγμή της διπλής αυτοκτονίας)

Πώς να περιγράψεις ένα τέτοιο έρωτα, εάν μιλάς μόνον για το θάνατο? Πώς να τον περιγράψεις και να παρακινήσεις τον θεατή να τον νοιώσει αν δεν πλανηθείς χωρίς μαύρες σκέψεις στην αέναη και απροσάρμοστα πρόσκαιρη ευτυχία του? Πώς να γίνει αυτό χωρίς τις λέξεις εκείνες τις ονειρικές που τον ανεβάζουν στα ουράνια? Εντυπωσιάζοντας με μια ημίγυμνη εμφάνιση στο μπαλκόνι -αυτό το ίδιο μπαλκόνι που έχει εμπνεύσει λογοτέχνες και μουσικούς κι έχει αντέξει χρόνια τώρα στη θέση του επειδή σηκώνει το βάρος των δυο ερωτευμένων- ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί.



Στον Shakespeare o Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είχαν ένα ραντεβού θανάτου, αλλά εν αγνοία τους.  Ερωτεύθηκαν καταιγιστικά και αυτό ήταν το ταξίδι τους.  Όταν ήρθαν πιά αντιμέτωποι με το αδιέξοδο κατέληξαν σε αυτόν. Ο θάνατος δεν ήταν αρχικά ο στόχος τους.  Στην φετινή παράσταση που είδαμε στο Εθνικό Θέατρο ο θάνατος είναι επιλογή από την αρχή, ο θάνατος είναι ο στόχος και αυτό μόνον απαισιοδοξία και αδυναμία μπορεί να περιγράψει.



Μετά από όσα συνέβησαν με τη φήμη του τη χρονιά που μας πέρασε, μετά από τα συνεχή πλήγματα στον πολιτισμό και τους ανθρώπους του, το Εθνικό Θέατρο, βγήκε τραυματισμένο.  Οι θεατρόφιλοι ωστόσο φέτος γέμισαν τις αίθουσες. Ευτυχώς ο θεατής που αγαπάει τις σκηνές του Εθνικού, αποζημιώθηκε με άλλες παραγωγές.  Στέκεται με πνεύμα κριτικό, με πλάγιο χαμόγελο απέναντι στα δίκτυα της επικοινωνίας που διατυμπάνισαν ηχηρά ότι η σημερινή κοινωνική σήψη μπορεί να αντιπαραβληθεί με τις μανιώδεις έριδες δύο οικογενειών, όπως πείστηκαν οι ιθύνοντες στη λήψη των αποφάσεων ως προς την επιλογή των έργων, που εζήλωσαν την δόξα του τηλεοπτικού  «Σασμού».

απο την paramythou

 

 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Η "ανασχέσιμη" άνοδος του ναζισμού στον Μπρεχτ

 

«Η μάζα είναι ένα υπάκουο κοπάδι που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αφέντη. Είναι τόσο διψασμένη για υπακοή, που ενστικτωδώς υποτάσσεται». Δεν είναι η μόνη διαπίστωση του Sigmund Freud που έχει απόλυτη εφαρμογή στις μέρες μας.  Ούτε είναι τυχαίο, που το κοινό πλημμύρισε φέτος τις θεατρικές αίθουσες που παρουσίαζαν έργα σχετικά με το αυξανόμενο ρεύμα του απολυταρχισμού στις δυτικές κοινωνίες.  Ο κόσμος μας σήμερα ολοένα και στρέφεται σε νέους «αφέντες» και με το απελπισμένο βλέμμα του αναζητά την ελπίδα.

Ο άνθρωπος που περιγράφει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν πονάει απλά. Ουρλιάζει. Κραυγάζει και γελοιοποιεί, αφού πρώτα γελοιοποιείται ο ίδιος, προσκυνώντας τα ανδρείκελα που πριν από λίγο απέρριπτε.  Με το έργο του «Η Άνοδος του Αρτουρο Ούι», το οποίο έγραψε το 1941 εποχή που ο ναζισμός κυριαρχεί, ο Γερμανός «αιρετικός» συγγραφέας περιγράφει ένα εκρηκτικό πεδίο κοινωνικής κατάπτωσης, απόλυτης ανασφάλειας, διαφθοράς και στέρησης, όπου οι άνθρωποι διαγκωνίζονται για λίγα τρόφιμα τη στιγμή που στοίβες με ζαρζαβατικά στα μανάβικα σαπίζουν.  Οι παραγωγοί καταστρέφονται, η οικονομία ρημάζει, κάποιοι όμως κερδίζουν, είναι αξιοσέβαστοι, αγοράζουν εξοχικές επαύλεις. Το χρήμα είναι ακριβό και οι τσέπες τους γερά ραμμένες, ενώ η πόλη βιώνει τον πανικό της χρεωκοπίας.



Ο Μπρεχτ έχει επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία στο Σικάγο και την περιγράφει ως «ιστορική φάρσα», πιθανώς γιατί παραλληλίζει τις συγκρούσεις των γκάνγκστερ την εποχή του «Κραχ» στην Αμερική -όταν και ο ίδιος ήταν στις ΗΠΑ- με τα γεγονότα που οδήγησαν στην προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων στην Αυστρία.  Μια κοινωνία άστατη, ακραία ανασφαλής, ένας όχλος που αναγκαστικά ετοιμάζεται να στραφεί σε νέους ήρωες, είναι εύκολα χειραγωγήσιμος. Ο Μπρεχτ εξηγεί αβίαστα με την ιστορία του με ποιόν τρόπο προκύπτουν χιτλερίσκοι, γεννημένοι από τους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Αρτούρο Ούι, τον οποίο οι ευηπόληπτοι και οι μεγαλοπαράγοντες της κοινωνίας αγνοούσαν και απέρριπταν, γίνεται ο «προστάτης» τους.  Κάθεται στο σβέρκο τους κι επιβάλει το νόμο της ζούγκλας. Αυτοανακηρύσσεται εκπρόσωπος των ανυπεράσπιστων πολιτών, των πεινασμένων καλλιεργητών, σπεύδει να «συνεργασθεί», παρουσιαζόμενος ως η «μόνη λύση» που θα βγάλει τους αγρότες από το αδιέξοδο. 

Εκπληκτικά ευρηματικός ο Μπρεχτ δεν τοποθέτησε στη θέση του κεντρικού προϊόντος της αγοράς ένα άλλο προϊόν, φρούτο ή λαχανικό, την ντομάτα, το λάχανο, τις φράουλες, τα αγγουράκια, ή τις πατάτες, αλλά ένα προϊόν που προσομοιάζει απόλυτα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το μυαλό, που είναι και το κεντρικό ζητούμενο στην παραβολή που έγραψε. Σημειωτέο ότι η ιστορία είχε αρχικά τον τίτλο «Η ανασχέσιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι», θέλοντας να κλείσει μέσα του έναν  σπόρο ελπίδας (?) ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ίσως, εάν η συμπεριφορά των συνδικάτων και των μονοπωλίων της καπιταλιστικής αγοράς ήταν διαφορετική έναντι της ναζιστικής νοοτροπίας που απειλούσε να απλωθεί παντού. 

Όμως όχι. Στην καρδιά των πάντων βρίσκεται ο φόβος. Ο φόβος της φτώχειας και της καταπίεσης του πολίτη.  Μετά από αυτό, παίρνει σειρά ολόκληρη η πόλη, οι επιχειρήσεις, οι γειτονιές, οι θεσμοί, ο Τύπος.  Ο εκφοβισμός, οι εκβιασμοί, η απληστία, οι δωροδοκίες δικαστών, η βία, οι δολοφονίες.  Ο άλλοτε κραταιός κι αξιοσέβαστος δημοκρατικός γερο-Ντογκσμποροου, τον οποίο όλοι  στην πόλη αγαπούν και υπολογίζουν, γίνεται ο μηχανισμός ο οποίος χρησιμοποιείται για να εγκατασταθεί η εξουσία του Ούι. 


Γερο-Ντόγκσμποροου έχουμε γύρω μας πολλούς στην κοινωνία που ζούμε και στις μέρες μας δεν βρίσκονται πλέον καλά κρυμμένοι. Είναι η προσωποποίηση της πολιτικής εξουσίας που επιζητά τον προσωπικό της πλουτισμό και την ευημερία της.  Τον Ντογκσμποροου, τον σέβονται όλοι. Στα μάτια τους αρχικά, ο εξέχων αυτός συμπολίτης διαθέτει τη δύναμη να απομακρύνει τον Ούι όμως τον νοιάζει η προσωπική του ευμάρεια και η συσσώρευση δύναμης.  Όταν η  διαφθορά πλέον βασιλεύει, η κοινωνία αρχίζει μυρίζει σαπίλα και ο σεβάσμιος Ντόγκσμποροου (Γιάννης Αναστασάκης) υποκύπτει.  Δεν λέει και όχι στις υπηρεσίες του απεχθούς Αρτούρο Ούι (Γ.Χρυσοστόμου).  Μάλιστα «φροντίζει» να τον ευπρεπίσει, κατά τρόπον ώστε να γίνει «αισθητικά αποδεκτός», δηλαδή να μάθει να περπατά και να στέκεται σωστά, να απευθύνεται στο πλήθος με πειστικό τρόπο και φυσικά «να κερδίζει την προσοχή των μικρών ανθρώπων» όπως λέει, γιατί άλλωστε «γι αυτούς τα κάνει όλα».  Παρατηρούμε σταδιακά, εκείνο το ακατέργαστο, επιθετικό αλαζονικό τέρας του υποκόσμου -κατά τον ίδιο τον Μπρεχτ, ένα ανθρωπάκι που καμία σχέση δεν έχει με μεγάλο πολιτικό εγκληματία- να μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα ηγετικό, επιβλητικό που δημιουργεί έναν ασφυκτικό κόσμο πιστών γύρω του. Εξαπατά τα θύματά του, φτάνει να δολοφονήσει τον Εκδότη που απείλησε να δημοσιεύσει τις απάτες του, αλλά ακόμα κι έναν δικό του άνθρωπο, συνεργάτη του, που θεώρησε ότι δεν τον εξυπηρετεί πια.

Στις οδηγίες που αφήνει ο ίδιος ο Μπρεχτ για το ανέβασμα του έργου, κυριαρχεί η βασική «Υπόδειξη για την Παράσταση: Θα ήταν καλό… να αποφεύγεται η σκέτη παρωδία. Το κωμικό της υπόθεσης δεν πρέπει να εμφανίζεται δίχως το φρικιαστικό».

Το πέτυχε ακριβώς αυτό ο σκηνοθέτης Αρης Μπινιάρης στο Θέατρο ΑΡΚ. Δημιούργησε έναν κόσμο πολύ κοντά στο σήμερα, μέσα στον κόσμο του Μπρεχτ. Έναν κόσμο εμπνευσμένο, ένα ειρωνικό σχόλιο, ασφυκτικά σκοτεινό, ή ψυχρά φωτεινό (Κάλτσου) και πικρό, με έντονες γραμμές, με ρυθμό, σαν κόμικ. Οι κινήσεις των ηθοποιών μελετημένες, ενορχηστρωμένες (Χαρά Κότσαλη) εναρμονισμένες με στόχο να υπηρετούν αυτό το καταιγιστικό σύμπαν. Οι ήρωες, καρικατούρες του αιρετικού Μπρεχτ, εντάσσονται ακόμη και ενδυματολογικά (Π.Μέξης) στο απόλυτα αυστηρό  φρικιαστικό κωμικοτραγικό περιβάλλον.  Όπως το ζήτησε ο συγγραφέας ο Μπινιάρης δεν υποτίμησε το φρικιαστικό. Αντιθέτως, κατάφερε να μετατρέψει και τον θεατή μέρος της παράστασης.

Ο θεατής αναλαμβάνει ένα ρόλο, γίνεται το πλήθος. Έχει μπει στο σύμπαν αυτό οικειοθελώς, το επιζητά, μα όμως μέσα του το κατακρίνει. Ίσως να θέλει και να βγει από αυτό, μα όμως μένει, το στηρίζει και το υπονομεύει ταυτόχρονα.  Ο θεατής σχεδόν με το στόμα ανοιχτό, δεν μπορεί να αντιδράσει στον φρικιαστικό ρυθμό με τον οποίο απλώνεται το ναζιστικό μόρφωμα, στη διαρκή του αναμόρφωση, στην επιβλητικότητά του και ταυτόχρονα δεν αντιδρά βλέποντας  την αδυναμία όλων αυτών των «ισχυρών» με την κοινωνική «υπόληψη» που αίφνης έγιναν αδύναμοι και συνειδητοποίησαν ότι «δεν χρειαζόταν να αγοράσουν εκείνη την εξοχική έπαυλη» ούτε άλλα τέτοια…

Μαίρη Σάββα

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Εβδομάδα των Παθών με το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ στο Θέατρο ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ

Όταν πιστεύεις στη μαγεία της ζωής και δεν την βρίσκεις, την επινοείς. Άμα είσαι ικανός να την επινοήσεις, περνάς στο επόμενο βήμα: την μοιράζεσαι με τους γύρω σου. Και αίφνης, γίνεται πραγματικότητα! 

Δεν είναι πάντοτε ευανάγνωστο το υλικό που θα χρησιμοποιήσεις για να αναπλάσεις την πραγματικότητα. Μερικές φορές η πρόκληση θέλει την συνθήκη να είναι σκοτεινή, δυσχερής και άβολη. Μα ο σκηνοθέτης Σπύρος Κολιαβασίλης έβαλε ένα στοίχημα και το κέρδισε, με ένα έργο ηθογραφικό που έχει περάσει πλέον στο κλασσικό ρεπερτόριο, το "ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ" του Γρηγορίου Ξενόπουλου. 

Με σεβασμό στο κείμενο αλλά και επιχειρώντας ένα βήμα μετά απ' αυτό, μας έδωσε μια άλλη ανάγνωση, μια μετα-ανάγνωση όπως θα την αποκαλούσαν οι νεολογιστές των ημερών μας, μια σύγχρονη, καταιγιστική ανάγνωση και εν τέλει μια ανάγνωση μαγική, κατά πολύ πιο διαφορετική, από αυτό που ίσως περιμέναμε.

Στην σκηνή του θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ στο Μαρκόπουλο, η ιστορία του Ξενόπουλου στο ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ξεφεύγει από τον απλοϊκό χαρακτηρισμό του "ηθογραφήματος". Το σκηνικό της ελληνικής επαρχίας γίνεται τοπίο μεταφυσικό, ένα τοπίο που μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε στον πλανήτη, που μπορεί να κουμπώσει σε κάθε εποχή, σε οποιοδήποτε χρόνο και τόπο. Ήταν μυσταγωγία αυτό που απολαύσαμε στο Black Box του θεάτρου γιατί ξεφεύγει από τις σχέσεις των ηρώων και τις κοινωνικές παραδοχές της εποχής του και μεταλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου δράματος.  

Σε μια εξοχή κάπου στα Επτάνησα, στο σπίτι του Κωσταντή και της μάνας του της Μπάμπαινας, ξημερώνει Ψυχοσάββατο. Ο Ξενόπουλος χαρακτηρίζει το έργο «σύγχρονη τραγωδία, μονόπρακτη με Ιντερμέτζο». Είναι γραμμένο σε πρόζα, στη δημοτική και όπως φαίνεται από τον τίτλο παραπέμπει στις παραδοσιακές θρησκευτικές τελετουργίες και τα έθιμα που συνδέονται με τους νεκρούς. Νεκρή είναι η Ευμορφία. Η κόρη της Μπάμπαινας που αρρώστησε και πέθανε πριν από έξη μήνες. Η μάνα της θεωρεί ότι για το κακό αυτό, ευθύνεται και η νύφη της η Μαρία.

Στο πρόσωπο της γριάς Μπάμπαινας προσωποποιούνται οι κοινωνικές παραδόσεις στην πιο ακραία και συντηρητική τους μορφή. Σαν θεατής, νοιώθεις ότι έχει τη δύναμη να τους ακινητοποιεί όλους σε μια θέση -ακόμα κι εσένα- χωρίς να αφήνει ίχνος πρωτοβουλίας και κίνησης προς κάποια κατεύθυνση που αντιβαίνει στα κατεστημένα ήθη. Έχει το προνόμιο της σαρωτικής μητρικής οδύνης που σκεπάζει τα πάντα. Ο γιός της, δουλεύει στα χωράφια όλη μέρα κι όταν έρχεται ενσαρκώνει στο σπίτι την «αρχή». Τα πάντα πρέπει να είναι σε τάξη τη στιγμή που μπαίνει μέσα. Όλα είναι στο έλεος του άνδρα που καμιά φορά βρίσκει υπερβολική τη μάνα του η οποία κατηγορεί για όλα τη γυναίκα του, μα είναι ταυτόχρονα και σκεπτικός για τα λεγόμενά της. Η Μαρία υπακούει, αλλά είναι δυστυχής, βαρυγκωμάει. Είναι νέα γυναίκα και ψάχνει διεξόδους.

Η επίσκεψη του ξαδέλφου του Λίγερου γίνεται η αφορμή για να συναντηθούν με τη Μαρία και να κάνουν τον θεατή κοινωνό μιας σχέσης που είναι ενάντια στις κοινωνικές επιταγές. Στην αρχή ο Λίγερος είναι δισταχτικός στις πιέσεις της γυναίκας του ξαδέρφου του, όμως η βαθιά απόγνωσή της τελικά τον πείθει να την πάρει μαζί του σε άλλο χωριό. Ξαφνικά, η ροή της επικείμενης φυγής τους διακόπτεται από το ιντερμετζο των ψυχών που εμφανίζονται στην σκηνή και ξαφνιάζουν τη Μαρία, αποτρέποντάς την.


Είναι εκείνο το σημείο όπου ο ζωντανός κόσμος συνδέεται με το Επέκεινα. Είναι το σημείο όπου οι προσωπικές επιθυμίες του Λίγερου και της Μαρίας χάνουν τη διέξοδό τους από το ασφυκτικό πατριαρχικό περιβάλλον και ταυτόχρονα αναπτύσσεται ένας διάλογος με το πνεύμα της κόρης της Μπάμπαινας που ζητά δικαίωση και αλήθεια για το τί συνέβη εκείνη τη μοιραία νύχτα, την τελευταία της στη ζωή. Εδώ πλέον το έργο δεν είναι μια ηθογραφική περιγραφή. Ξεφεύγει από αυτό. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι ένας προβληματισμός, μια ανατροπή, δοσμένη με έναν τρόπο τρομακτικό μα και την ίδια στιγμή φιλικό, για τους θεατές του Black Box του θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ.

Το μεταφυσικό στοιχείο έρχεται ως από μηχανής θεός, ως λύση, όχι για να σώσει τους «παραβάτες» της κοινωνικής συνθήκης της εποχής -δεν απαλλάσσει τη Μαρία και τον Λίγερο από το βάρος της αμαρτίας τους- αλλά για να μιλήσει για ότι μεσολάβησε, να πει αλήθειες και να τους απαλλάξει από το φόβο. 

Το μεταφυσικό στοιχείο αιφνιδιάζει τη Μαρία και μας δίνει την εντύπωση ότι την τοποθετεί μπροστά σε έναν καθρέφτη. Ομολογεί την ευθύνη της για εκείνη τη νύχτα. Ο καθρέφτης μοιάζει να της διαμηνύει ότι η ζωή είναι άδικη μερικές φορές… Την αδικία την βιώνει κι εκείνη, την ξέρει καλά. Άλλωστε η αδικία που νοιώθει η ψυχή της νεκρής Ευμορφίας, δεν τελειώνει ποτέ. Είναι αιώνια. Είναι η ίδια αδικία που νοιώθει ο Αμλετ στον Σαίξπηρ, ή η Μήδεια στον Ευριπίδη. Είναι η ίδια αδικία που νοιώθουν οι ψυχές των 57 αδικοχαμένων επιβατών του τρένου στα Τέμπη… 

Το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ είναι το ενδέκατο έργο του Γρ.Ξενόπουλου (1867-1951). Δημοσιεύθηκε στον Β τόμο των θεατρικών έργων του το 1913,αφού είχε πρώτα παρασταθεί από το θίασο της Κυβέλης. 
  • Την Διασκευή/Σκηνοθεσία, έκανε ο Σπύρος Κολιαβασίλης 
  • Τα Σκηνικά/Κοστούμια, η Εύα Λυγνού 
  • Επιμέλεια Κίνησης, η Νερίνα Ζάρπα 
  • Μουσικός Σχεδιασμός, spiriK , αλφαβητικά εμφανίζονται:
  • Μπάμπαινα: Βίκυ Κολτσίδα 
  • Μαρία: Αντωνία Πίντζου 
  • Κωνσταντής: Θανάσης Τσόδουλος 
  • Λίγερος: Ανδρέας Βελέντζας 
  • Ευμορφία: Νανσυ Χρυσικοπούλου 
  • συμμετείχαν Ν.Ασαργιωτάκη, Π.Σουρμπατης, Μ.Κονιαρη, μέλη των θεατρικών εργαστηρίων του Θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ
Μαίρη Σάββα