Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Δυστοπικό περιβάλλον και αποκλεισμός

 Η πανδημία μας «γνώρισε» τι σημαίνει δυστοπικό περιβάλλον από πρώτο χέρι. Πριν από αυτό, η μόνη επαφή μας με τέτοιες καταστάσεις προερχόταν από τα βιβλία, ή τις ταινίες, αλλά στη ζωή μας δεν το είχαμε γευθεί. Τώρα μάθαμε να ζούμε σε συνθήκες εγκλεισμού, με καθημερινοτητα που ξεφεύγει από το χρόνο και δεν έχει τόπο, ενώ ταυτόχρονα καταφέραμε να αποκοπούμε βίαια από τη ρουτίνα μας, τις συναναστροφές μας και τις εξωστρεφείς μας συνήθειες υιοθετώντας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

Κάτι ανάλογο βιώνει η Μάρτα, ηρωίδα του Λουίτζι Πιραντέλο, στο μυθιστόρημα «Η Αποκλεισμένη» κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Μάρτα έζησε τον αποκλεισμό από την κοινωνία για άλλους λόγους: Για λόγους ηθικής τάξης.

Όπως σε κάθε περίπτωση αποκλεισμού, τα ημερολόγια καραντίνας είναι ο καθρέφτης, η ιστορία, το ψυχογράφημα και το πορτραίτο των ηρώων της. Ακριβώς όπως τα βιβλία που παράχθηκαν από συγγραφείς οι οποίοι είτε σκιαγραφούν τις δύσκολες μέρες που περνάμε τα τελευταία δυο χρόνια, είτε οικοδομούν ιστορίες που ξεφεύγουν απο αυτόν τον αποκλεισμό.  Το μέσον μπορεί να διαφέρει, αλλά τελικά ο σκοπός είναι ίδιος: σκοπός παραμένει η διαφυγή, το ταξίδι, η απόδραση, ή το όνειρο.

«Η Αποκλεισμένη» -το πρώτο μυθιστόρημα του Ιταλού νομπελίστα Λουίτζι Πιραντέλο πλουτίζει την παγκόσμια λογοτεχνία με το πορτραίτο μιας δυναμικής και αποφασιστικής γυναίκας η οποία αντιστέκεται στην άγνοια και στις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής της.  Η ηρωίδα, με το έντονο πάθος για χειραφέτηση που τη διακρίνει, αντιπροσωπεύει πλήρως το πρότυπο της σύγχρονης γυναίκας μολονοτι βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα.

Στο επίκεντρο βρίσκεται η «αμαρτία» της Μάρτας να αλληλογραφήσει με έναν άνδρα, ή να «αναγνώσει» επιστολή του, ενώ είναι παντρεμένη. Εκείνος δεν είναι άξεστος και απλός. Δεν δουλεύει σε βυρσοδεψείο, είναι φιλόδοξος, μορφωμένος και εκλέγεται  στην πολιτική. Χρησιμοποιεί όμορφες λέξεις, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο συναισθήματα και όμορφες εικόνες, κάτι ιδιαιτέρως ασυνήθιστο για την εποχή, ενώ η… απόσταση με την πεζή ζωή της Μάρτας, την οποία πολιορκεί, λειτουργεί με έναν τρόπο μαγικό.  Ο Πιραντέλο δεν μιλάει για μια «παραστρατημένη» σύζυγο. Δεν σχολιάζει τις πομπές της. Μιλά για τον φαρισαΪσμό του όχλου που την καταδικάζει στο όνομα της ηθικής, με μόνη απόδειξη μια ένδειξη ότι διέπραξε σφάλμα.  Η υπόθεσή της απασχολεί την μικρή κοινωνία στην οποία ζει, αλλά και φυσικά τη δική της οικογένεια η οποία την απορρίπτει και την περιθωριοποιεί μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Ο πατέρας της πεθαίνει μέσα στην ντροπή του, απομονωμένος μετά το συμβάν μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Απομένουν μόνες και δυστυχισμένες, η Μάρτα, η αδελφή της η Μαρία και η μητέρα τους. Μόνο μία φίλη σχεδόν ομοιοπαθούσα στο δικό της παρελθόν, μπαινοβγαίνει στο σπίτι τους, όλοι οι άλλοι τις έχουν εγκαταλείψει.

Για ποιο λόγο θα πρέπει η Μάρτα να μετανοήσει? Ποιο αμάρτημα διέπραξε ώστε να αξίζει την τιμωρία του αποκλεισμού, την ταπείνωση,τον εξευτελισμό, τον θάνατο του πατέρα και του παιδιού της, το συνεχές πένθος και την ένδεια?  Γιατί πρέπει να υποβάλλεται στο «μικροσκόπιο» μιας κοινωνίας υποκριτικής και «καθώς πρέπει» ακόμα και για να μπορέσει  να προσληφθεί για εργασία κάπου, ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν?

Η «αποσυνάγωγη» σύζυγος προσπαθεί να αντιπαλέψει αυτό το φαλλοκρατικό μεσαιωνικό τέρας -την κοινωνία- σε ένα χωριό της νοτιας Ιταλίας, έναν τόπο που προφανώς ποτέ δεν άγγιξε η αναγέννηση και ο διαφωτισμός.  Η Μάρτα αγωνίζεται να κερδίσει τη θέση που της ανήκει στην κοινωνία, αλλά όσο εκείνη δεν καταθέτει τα όπλα, τόσο αγριεύει και το περιβάλλον γύρω της.  Όσο επιχειρεί να μπει στον επαγγελματικό στίβο και δεν σταματά να πασχίζει, τόσο η κοινωνία την σπρώχνει  και την βυθίζει στο βούρκο της ανυποληψίας σαν τον εγκλωβισμένο σε κινούμενη άμμο.

Όταν -μέσω γνωριμίας- βρίσκει δουλειά ως δασκάλα σε Κολλέγιο και οι τρεις γυναίκες αναγκάζονται να μετακομίσουν, η Μάρτα πετάει στα σύννεφα. Ονειρεύεται μια καινούρια αρχή, σε έναν τόπο με ανθρώπους που δεν την γνωρίζουν, σε μια γειτονιά που δεν την πολιορκούν επικριτικά τα βλέμματα. Έχει την ανάγκη να αφιερωθεί στη δουλειά της και με τον τρόπο της να γίνει αγαπητή στις μαθήτριές της και στους συναδέλφους της, αλλά… μάταια.  Η μικρή χρονική περίοδος της «άνοιξης» που ξεκινάει με την αλλαγή και το ξεκίνημα σε μια νέα πόλη, περνάει γρήγορα και η θηλιά της κοινωνικής απόρριψης αρχίζει να σφίγγει και πάλι.  Η αδελφή της και η μητέρα της -γνήσια τέκνα της εποχής τους- κρέμονται από την ίδια κι εκείνη αισθάνεται ότι δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς αυτήν. Η Μάρτα είναι η μοναδική τους ελπίδα, την ώρα που η «συγχώρεση» για το «βαρύ» της ατόπημα έρχεται με τη μορφή ενός συμβιβασμού.  Μέχρι την συγκεκριμένη στιγμή, οι τρεις γυναίκες ζουν η μία για την άλλη, ήσυχα, σιωπηλά, αποφεύγοντας κάθε ανάμνηση από το παρελθόν, κάθε τι που θα μπορούσε να ταράξει την ηρεμία ή να ξαναγυρίσει ακόμα και την σκέψη τους, στη γενέτειρά τους και σε όλα φρικτά έζησαν.

Οι πιραντελικοί χαρακτήρες δεν ξεφεύγουν εύκολα από τη μοίρα τους γιατί τη μοίρα στα περισσότερα έργα του, την καθοδηγεί κυρίως ο χαρακτήρας. Η κοινωνία απαιτεί από τους αμαρτωλούς να είναι ταπεινοί, να υποφέρουν, να σέρνονται ζητώντας συγνώμη, να μη σηκώνουν κεφάλι και γενικά να φυτοζωούν στο περιθώριο, να αποταβηχθούν στις παρυφές της ανυπαρξίας, αλλά όχι και να εξαφανισθούν στο χώρο του ανύπαρκτου, καθώς η «δικαιοσύνη» πρέπει να αποδοθεί και η τιμωρία πρέπει να επιβληθεί. Σε μια τέτοια κοινωνία η διαδικασία της απόλυτης ταπείνωσης περιλαμβάνει αναμφίβολα την σαδιστική διαγραφή όλων των επίζηλων αρετών του «αποκλεισμένου», όπως η ευφυία, η ομορφιά, η καλοσύνη,οι καλοί τρόποι, η εξυπνάδα. 

Η Μάρτα είναι μια γυναίκα που μάχεται για την ύπαρξή της και το δικαίωμά της να ζήσει ελεύθερη, με τη δική της βούληση, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο είναι ανεπίτρεπτο και μάλλον άγνωστο. Όλες οι αρετές της είναι ανύπαρκτες για τους γύρω της, διαγράφονται στο όνομα της τιμωρίας γιατί αυτό είναι το δίκαιο να γίνει.

Το βιβλίο (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κασταλία) είναι εξαντλημένο και αριστουργηματικό καθώς ο Πιραντέλο έφτιαξε μια θεατρική πράξη γεμάτη ένταση και ενδιαφέρον με χαρακτήρες περίτεχνους και πολύ πειστικούς, σχεδόν αφοπλιστικούς μπροστά στον καθρέφτη μιας κοινωνίας οπισθοδρομικής, δυστοπικής,  καχύποπτης, απολύτως  και σχεδόν εμμονικής.

Μαίρη Σάββα