Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Οι βάλτοι πάντοτε έκρυβαν μυστικά


To βιβλίο «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ» είναι από αυτά που σου δίνουν μια απότομη σπρωξιά για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Είναι μια ηχηρή υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστα δεμένος με τη φύση, με το ζωντανό σύμπαν μέσα στο οποίο γεννήθηκε, όσο κι αν το λησμόνησε με το πέρασμα του χρόνου.


Η ζωή και η ενηλικίωση μέσα στη φύση είναι άγρια, επώδυνη και την περιγράφει λεπτομερειακά η Delia Owens, η φυσιοδίφης που σήμερα κατηγορείται για εμπλοκή σε κάποιο φόνο, κάνοντας ακόμα πιο μυστηριώδη την παρουσία της στα ράφια...

Οι κριτικοί που είδαν το βιβλίο να παραμένει για σχεδόν τέσσερεις μήνες στην κορυφή της λίστας των Bestsellers της New York Times αποφάσισαν κάποια στιγμή να το αποκαθηλώσουν. Έτσι, μετά από τα εγκώμια άρχισαν οι γκρίνιες και οι «επεξηγήσεις» για την αδιανόητη πορεία αυτού του βιβλίου: ότι θα μπορούσε να είναι ένα κοινό ρομάντζο, ίσως στολισμένο με μια αστυνομική πινελιά σαν πολλά άλλα, αλλά οι ιδιαίτερες φυσιολατρικές περιγραφές της Owens δεν άφησαν να γίνει κάτι τέτοιο.

Στα βάθη του δάσους και στα υδάτινα σταυροδρόμια  της Βόρειας Καρολίνας όλα τα πλάσματα είναι άγρια.  Σαν αγρίμι είναι και το κορίτσι της ιστορίας, η Κάϊα. Το κορίτσι μεγαλώνει μόνο κι εγκαταλελειμμένο από την οικογένειά του σε ένα άθλιο καλύβι.

Ο αναγνώστης στην αρχή τείνει να την λυπηθεί, να την συμπονέσει γιατί μένει ορφανή, περιθωριοποιημένη, καταδικασμένη σε έναν πρωτόγονο τρόπο ζωής, βιώνοντας τις προκαταλήψεις και τον ρατσισμό της κοινωνίας του κοντινού μικρού χωριού κάπου το 1952. Όμως όχι. Η φύση συμπορεύεται με την άγρια ομορφιά της Κάϊα και με την δύναμή της να επιβιώσει. Η επιμονή είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, όπως είναι και κομμάτι της φύσης γύρω της.

Επικοινωνεί με τα ζώα γύρω της και με το σύμπαν που την περιβάλει. Η λιμνοθάλασσα και οι τεράστιες βαλτώδεις εκτάσεις, δεν της προκαλούν φόβο, είναι το περιβάλλον της, το σπίτι της, σημαίνουν γι’ αυτήν ασφάλεια και σιγουριά.  Εναρμονίζεται απόλυτα με το χώρο και δεν προσαρμόζει το χώρο στις ανάγκες της. Αφουγκράζεται τις αλλαγές στις εποχές, παρατηρεί κάθε φυσικό φαινόμενο, κάθε κίνηση και κάθε πορεία των οργανισμών που την περιβάλουν.  Κάποιοι απόκληροι γύρω-γύρω γίνονται ο περίγυρός της την εποχή που η Αμερική έχει απόλυτα διαχωρισμένη τη ζωή των εγχρώμων από τη ζωή των λευκών, ταπεινώνει τις γυναίκες και οριοθετεί τις κοινωνικές τάξεις. Η Κάϊα είναι λευκή, όμως δεν πηγαίνει στο σχολείο, έχει μια διαλυμένη οικογένεια, μεγαλώνει χωρίς την ανθρώπινη παρουσία, καταδικασμένη στην απόρριψη, την μητρική εγκατάλειψη, την κακοποίηση, την καχυποψία για κάθε τί που προέρχεται από τον «πολιτισμένο» κόσμο, αφού μόνο πόνο της προκαλεί.

Στο χωριό τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν για εκείνο το αγριοκόριτσο. Την «Πιτσιρίκα του Βάλτου» όπως της αποκαλούν, που τρέφεται με γογγύλια, ψάρια και μύδια από το βάλτο, που συμπεριφέρεται αλλόκοτα, που ξέρει να εξαφανίζεται όταν μυρίζεται κίνδυνο, όταν βλέπει από μακριά τις εφηβικές παρέες να βολτάρουν στις ακτές, ή όταν την αναζητούν οι κοινωνικές υπηρεσίες γιατί «πρέπει» να μεγαλώσει «σωστά».

Το βιβλίο αυτό είναι σχεδόν ένα μάθημα για το πώς είναι πλασμένος ο άνθρωπος, πώς είναι φτιαγμένος για να επιβιώνει στην αγκαλιά της φύσης, σαν ον ανεξάρτητο με πνεύμα ελεύθερο. Μοιάζει με ποίημα. Την νοιώθει την ποίηση παντού ο αναγνώστης.

Μπορεί η Κάϊα να είναι μόνη, αποξενωμένη -ορφανεμένη όχι από επιλογή αλλά γιατί εγκαταλείφθηκε στα έξι της χρόνια- και μπορεί να είναι αναγκασμένη να ψαρεύει και να σκάβει στις λάσπες για να βρει φαγητό, όμως η ενηλικίωση μέσα στη φύση την κάνει ευαίσθητη και σκληρή ταυτόχρονα, άφοβη απέναντι στη μοναξιά, επιφυλακτική ως προς τις συναναστροφές με τους ανθρώπους, αλλά με άσβεστη αγάπη για τα έμβια που την περιβάλουν.

Τα πλάσματα αυτά, μικρά ή μεγάλα, είναι ολόκληρος ο κόσμος της. Τα παρακολουθεί όλα και τα καταγράφει. Όλα τα όντα γύρω της. Ερευνά το πώς γεννιούνται, πώς ζουν, πώς πορεύονται στο φώς και στο σκοτάδι, πώς αναζητούν σύντροφο, πώς ζευγαρώνουν, πώς φέρονται όταν είναι ερωτευμένα, πώς μάχονται για την επιβίωση, πώς πέφτουν σε παγίδες, πώς πεθαίνουν.  Κάνει μια τεράστια συλλογή από δείγματα όλων των ειδών, από σπάνια κοχύλια και φτερά από πουλιά και καταγράφει με σημειώσεις κάθε μικρή λεπτομέρεια που τα αφορά.  Όλο αυτό γίνεται η περιουσία της και η προίκα της για τη ζωή.

Τα περίεργα πουλιά, τα έντομα, η αλμύρα, η άμμος, η μακρόστενη βάρκα της, το υγρό τοπίο του βάλτου, η φύση, είναι η ταυτότητά της, η γλώσσα της και η μάνα της.

Όταν ένας νεαρός από το χωριό γοητεύεται από την ομορφιά της ξεκινάει μια πλατωνική σχέση που έχει μέσα της όλα τα απαραίτητα συστατικά: Ο Τεϊτ νοιάζεται γι αυτήν, την φροντίζει, την προσέχει, μιλάνε για τη φύση και τα δώρα της, την μαθαίνει γραφή και ανάγνωση.  Αυτός γίνεται ολόκληρος ο κόσμος της. Ο κόσμος της που καταρρέει όταν εκείνος φεύγει για σπουδές και τον χάνει, παρά τις υποσχέσεις που της είχε δώσει ότι θα επιστρέφει συχνά για να βλέπονται.  Η απογοήτευση την σημαδεύει και την καθορίζει και στη συνέχεια της ζωής της. Η αγνή της καρδιά γίνεται κομμάτια.

Επιστρέφει απελπισμένη στην απόλυτη μοναξιά της. Διαβάζει ποίηση. Απαγγέλει στους γλάρους. Ο μόνος με τον οποίο ανταλλάσσει μία κουβέντα είναι ο Σάλτας με το μικρομάγαζο που προμηθεύει τους περαστικούς με βασικά αγαθά και βενζίνη για τις βάρκες. Η ύπαρξη του Σάλτα και της γυναίκας του στο βιβλίο είναι το πολιτικό σχόλιο της Owens ως προς την κατάσταση στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Είναι η εποχή όπου οι φτωχοί λευκοί μαστίζονταν από αλκοολισμό, από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, αναλφαβητισμό και μισαλλοδοξία.   Η εποχή που οι μαύροι ζουν ως παρίες της κοινωνίας. Ο Σάλτας είναι έγχρωμος, κάτοικος της περιοχής των εγχρώμων και οριακά αποδεκτός μιας και κάνει κάποια «δουλειά». Τη δουλειά αυτή όμως την κάνει έξω από το χωριό. Εκεί σε μια εσχατιά, πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα έχει «το μαγαζί» του.  Στον Σάλτα η Κάϊα πουλάει τα μύδια που ξεθάβει από το βάλτο κι έτσι επιβιώνει. Εκείνος την συμπονάει και τη βοηθά, έχουν μια ιδιαίτερη επικοινωνία, σαν οι απόκληροι να μιλούν δική τους γλώσσα.


Όμως η ανάγκη της νεαρής Κάϊα για επικοινωνία με τους ανθρώπους είναι ακατανίκητη.  Ο περιζήτητος γόης του χωριού Τσέις Αντριους, ομορφονιός και από εύπορη οικογένεια την περιτριγυρίζει και της προκαλεί πρωτόγνωρα συναισθήματα. Έχει την εντύπωση ότι ο Τσέις θα γίνει η αιτία να ξεφύγει από το βάλτο και να κάνει μια «κανονική» ζωή.  Απογοητεύεται για δεύτερη φορά.  Οι υποσχέσεις του ήταν κάλπικες.  Παντρεύεται κάποια άλλη, αλλά συνεχίζει να θέλει να την πλησιάζει.

Όταν ο Τσέις βρίσκεται νεκρός στο βάλτο τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή γιατί η Κάϊα είναι εύκολο να στοχοποιηθεί από το χωριό.  Όλα όσα ξέρει, τα έχει μάθει από τη φύση. Ξέρει να προστατεύεται, ξέρει να κάνει το θυμό της αποστροφή, ξέρει να παλεύει, αλλά παραμένει η «απόβλητη» κι εύκολα θα οδηγηθεί από το βάλτο της, στην παγωμένη αίθουσα ενός δικαστηρίου, κατηγορούμενη για έγκλημα.

Παραμένει ψύχραιμη, νοσταλγεί τη συλλογή της, τον βάλτο της, τα βρύα, τους γλάρους, το καλύβι της, ενώ ο χαμένος αδελφός της ο Τζόντι, έχει επανεμφανισθεί στη ζωή της.  Η ζωή κάνει τον κύκλο της και σε μια από αυτές τις επαναλαμβανόμενες περιστροφές ο Τέιτ, ο παιδικός της φίλος έχει επίσης επιστρέψει στη ζωή της. Του οφείλει πολλά και κυρίως το γεγονός ότι κατάφερε να διαβάζει και να γράφει. Να φθάσει να κάνει βιβλίο όλη της την αγάπη για τη φύση.  Να φθάσει να βάλει τις λέξεις της σε σειρά.

Η Owens δεν την παρουσιάζει παντοδύναμη. Δείχνει ένα κορίτσι με αδυναμίες.  Η γυναικεία της φύση πάντως παραμένει ως το τέλος με το παραπονιάρικο συναίσθημα της «εξαπάτησης» καθώς ο Τέιτ ήταν εκείνος που την είχε εγκαταλείψει πριν από χρόνια όταν γεμάτος όνειρα έφευγε για τις σπουδές του.  Όμως τα βιβλία που της έστελνε και ο χαρακτήρας που τη βοήθησε να γίνει έδειξαν στην Κάϊα ότι στα ανθρώπινα χαρίσματα που τόσο αγνοούσε μεγαλώνοντας, ανήκει και η συγχώρεση που μπορεί μια χαρά να συνταιριάξει με την επιμονή που είχε κληρονομήσει από τη φύση. Τα μαθήματα που έχει πάρει από τα πλάσματα της φύσης της είναι χρήσιμα σε όλη της τη ζωή. Το πώς τα θηλυκά έντομα σκοτώνουν τους εραστές τους, το πώς οι γλάροι κλαίνε όταν χάνουν τα μικρά τους, όλα έχουν μια εξήγηση, μια αναφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη, κι έναν ρυθμό, όπως τα ποιήματα.

Μαίρη Σάββα

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

H χήρα του Ernest Hemingway

 Όταν ο Ernest Hemingway έφθανε τον Μάιο του 1944 στο Λονδίνο για να κάνει ρεπορτάζ για τον πόλεμο, ήταν ήδη γνωστός για τα μυθιστορήματά του, για την χειμαρρώδη προσωπικότητά του, για την αγάπη του στη ζωή και στις γυναίκες. 



Ο τρίτος γάμος του με την δημοσιογράφο
Martha Gellhorn είχε ήδη μπει σε συγκρουσιακή φάση. Η επαγγελματική πρόταση του Colliers Weekly να καλύψει τις πτυχές αυτού του πολέμου, φάνηκε στον Hemingway σχεδόν… φυγή προς την ειρήνη.  Δυσφόρησε όταν αντιλήφθηκε ότι η Martha είχε τον ίδιο προορισμό, πήγαινε επίσης για να καλύψει τα γεγονότα στο Λονδίνο, όμως αποφάσισε ότι δεν θα την συναντά καθόλου εκεί. 

Στην πόλη βρισκόταν ήδη ο αδελφός του o Leicester, ο οποίος εργαζόταν σε συνεργείο κινηματογραφικών παραγωγών.  Την εποχή εκείνη πολλοί διάσημοι κι επώνυμοι πηγαινοέρχονταν στην βρετανική πρωτεύουσα. Ένα βράδυ o Leicester τον πήρε μαζί του σε ένα πολύ γνωστό εστιατόριο.  Του υποσχέθηκε ότι θα έχει την ευκαιρία να δει σημαίνοντες ανθρώπους όπως τον θεατρικό συγγραφέα Irwin Shaw να φλερτάρει με την ανταποκρίτρια του Time, Mary Welsh

 

Τί κι αν ήταν παντρεμένη ακόμα με τον Noel Monk, η Mary Welsh, ήταν αποφασισμένη να τελειώσει τον γάμο της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.  Ο Irwin Shaw ήταν ένας περιζήτητος διανοούμενος γόης, αλλά ήταν παντρεμένος.  Ο Ernest Hemingway, γόης κι αυτός, ωστόσο ήταν σε διάσταση με την σύζυγό του.  Όταν τέλειωσε με τις υποχρεώσεις του και τα περιουσιακά του, προίκισε την 30χρονη δημοσιογράφο με εξαιρετική φήμη όταν δήλωσε δημόσια ότι την παντρεύεται γιατί την ερωτεύτηκε με πάθος με την πρώτη ματιά.  Εκείνη δεν δήλωσε κάτι τέτοιο, όμως σίγουρα όταν μεγάλωνε στην επαρχία της Μινεσότα, δεν φανταζόταν τέτοια τύχη βουνό.

 

Η ζωή του Ernest Hemingway έχει δώσει τροφή σε άρθρα και ντοκυμαντέρ (είναι γνωστή η πρόσφατη σειρά του Ken Burns για τη ζωή του), εδώ όμως πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο στην ουσία ολοκληρώνει τη μεγάλη συζήτηση για τις γυναίκες του συγγραφέα.  Ο Timothy Christian, συγγραφέας του  «Η Χήρα του Hemingway» μας βάζει σε θέση να δούμε τον Hemingway  με τα μάτια της  Mary WelshTo βιβλίο εκκινεί την ιστορία από το τελευταίο τρίτο της πολυτάραχης ζωής του. Εκείνη η τελευταία φάση έκλεισε με ψιθύρους, υπεκφυγές και διφορούμενες κουβέντες για το τί ακριβώς είχε συμβεί στο τέλος του.  Η υστεροφημία του κρεμάσθηκε από τον όρο «παράνοια» μια ψυχική ασθένεια που τον ακολουθούσε από νεαρό σε κάθε του βήμα συγγραφικό και προσωπικό, ενώ η τραγική του αυτοκτονία δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί ευθέως ως γεγονός και παρουσιάσθηκε ως ατύχημα.  Ήρθε λοιπόν αυτή η βιογραφία για να πει τα πράγματα με το όνομά τους, γιατί αυτό που κυρίως θα εκτιμήσουν οι θαυμαστές και οι μελετητές του μεγάλου συγγραφέα είναι κυρίως η αλήθεια γιατί αυτό ήταν που εκτιμούσε και ο ίδιος, η αλήθεια που γνωρίσαμε στα γραπτά του, στα δημοσιογραφικά του κείμενα, στις αφηγήσεις του. Δεν πρόκειται βέβαια για μια όμορφη κι ευχάριστη ιστορία.  Άλλωστε την αφηγείται μια γυναίκα που ναι μεν έζησε δίπλα του για τόσα χρόνια, ήταν όμως και αυτή ένας τύπος ανθρώπου, που προσομοίαζε στον ίδιο τον Hemingway

Ο Τimothy Christian συγγραφέας του «Η Χήρα του Hemingway» θεωρεί σε πολλά σημεία ότι ο Ernest είχε κατά κάποιο τρόπο επιτέλους γνωρίσει το ταίρι του σε αυτόν τον τέταρτο γάμο της ζωής του. Θεωρεί ότι πολλές φορές είναι ολόιδιοι και κυρίως τις φορές που η Mary υπερασπίζεται τον εαυτό της στην διάρκεια κάποιας διαφωνίας ή κάποιου καυγά με τον Ernest, συνήθως μετά από πολύ αλκοόλ και αναπόφευκτες, απανωτές συμφιλιώσεις.  Και οι δυο τους ήταν ευφυείς, ταλαντούχοι στο να γράφουν, να μιλάνε και να παίζουν με τις λέξεις, αλλά όταν όλο αυτό το πάθος «ξέφευγε», το παιχνίδι παρεκτρεπόταν  και μεταμορφωνόταν σε μάχη, γίνονταν και οι δυο εξαιρετικά ανώριμοι, σκληροί και μικροπρεπείς, σαν παιδιά από φτωχογειτονιές γεννημένα για να κλέβουν, να ζηλεύουν και να καταληστεύουν τον κόσμο γύρω τους.

 

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να θέσει το ερώτημα, γιατί αυτός ο γάμος κράτησε μέχρι το θάνατο του Ernest.  Ο Τimothy Christian απαντά σε αυτήν την ερώτηση στον πρόλογο του βιβλίου με έναν τρόπο που προσομοιάζει σε ένα διήγημα του Hemingway.  Η ιστορία εκείνη μιλούσε για ένα ανώνυμο ζευγάρι κολλημένο σε μια μικρή πόλη στο Wyoming.  Όταν η έγκυος σύζυγος αιμορραγεί από ρήξη σάλπιγγας, οι γιατροί που αναλαμβάνουν να τη σώσουν δεν μπορούν να εντοπίσουν την φλέβα για να της μεταγγίσουν αίμα. Μετά από πολλαπλές προσπάθειες, ο σύζυγος συνειδητοποιεί ότι οι προσπάθειες εγκαταλείπονται και παρεμβαίνει ο ίδιος με τη δύναμη που του δίνει η σχέση τους και όχι κάποια ιατρική γνώση, εισάγει τη βελόνα ενδοφλεβίως και σώζει έτσι τη ζωή της.  Αυτός ο σύζυγος και η σύζυγος ήταν ο Ernest και η Mary.  Πράγματι, μετά από κάποια ατυχή κύηση ήξεραν ότι δεν θα έκαναν ποτέ παιδί, το οποίο δήλωναν και οι δυο πως ήθελαν πολύ.  Όμως ο Ernest της είχε σώσει τη ζωή και η Mary δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Ο συγγραφέας βλέπει εκείνο το επεισόδιο του 1946 να δημιουργεί έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ τους.

 

To βιβλίο είναι μια βιογραφία που ξεκινά με την ιστορία της Mary, μιας δυναμικής νεαρής γυναίκας που από τις ΗΠΑ καταφθάνει στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του ’30 ως ανεξάρτητη ανταποκρίτρια. Οι σκηνές του Λονδίνου στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι συναρπαστικές κι ενδιαφέρουσες καθώς σιγά-σιγά μετατρέπεται σε μια σοβαρή, αξιόλογη ρεπόρτερ, πράγμα δύσκολο να κατακτηθεί από μια γυναίκα της εποχής. Επίσης σταδιακά ωριμάζει, ανοίγει νέους δρόμους, αποκτά επίγνωση και συνειδητοποιεί τί είναι αυτό που δεν άφησε τον πρώτο της γάμο να ανθίσει. Γνωρίζει τον Ernest ο οποίος είναι κάπως πιο αφελής από αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν σκληραγωγημένο πολεμικό ανταποκριτή και καρδιοκατακτητή κοντά στα 40.  Η προσωπικότητά του και το παρουσιαστικό του την παρασύρει. Διαθέτει γοητεία, χρήματα, φήμη και όλα αυτά μαζί υπόσχονται μια ευκολότερη ζωή από αυτή που θα μπορούσε να ζήσει ως διαζευγμένη δημοσιογράφος.  Έτσι αποφασίσει να προχωρήσει σε αυτόν τον γάμο, τον τέταρτο, για τον διάσημο ρεπόρτερ και συγγραφέα.

 

Το βιβλίο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο κατακτά την πεποίθηση ότι δεν οφείλει πλέον στον εαυτό της και τη δουλειά της, αλλά ότι το καθήκον της είναι ο Ernest. Περιέχει λεπτομέρειες για το πώς γίνεται «νοικοκυρά» στην Κούβα, βρίσκοντας καταφύγιο και ηρεμία στο σπίτι που είχε αγοράσει η πρώην συζυγός του και συνάδελφος της δημοσιογράφος Martha Gellhorn, πώς ξέφευγαν από το ταραχώδες τοπίο της Αβάνας πηγαίνοντας για ψάρεμα με το Pilar, το σκάφος του Ernest.

 

O Timothy Christian παρουσιάζει μια ζωντανή και γλαφυρή εικόνα για τη ζωή και την καθημερινότητα του ζευγαριού, για το πώς η Mary συνεισέφερε ουσιαστικά στη δουλειά του διορθώνοντας και δακτυλογραφώντας χειρόγραφα, πώς ανέτρεψε την πλοκή της ιστορίας του «Ο Γέρος και η Θάλασσα», αλλά περιγράφει και τα κλειστοφοβικά της συναισθήματα, παρουσιάζοντάς την ως θύμα, όταν ο σύζυγός της γίνεται συχνά σκληρός, βίαιος και χειριστικός. Αφηγείται τα σεξουαλικά τους παιχνίδια, τα απολαυστικά τους ταξίδια στην Αφρική και την Ευρώπη, επισημαίνοντας την υπομονή της Mary όταν ο Ernest φλερτάρει ανοιχτά μια νεαρή Ιταλίδα που θα μπορούσε να είναι ακόμα και εγγονή του. 

 


Τα πράγματα περιπλέκονται όταν αποκαλύπτονται οι συνθήκες γύρω από τον θάνατό του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, λόγω των γεγονότων στην Κούβα, ο Ernest και η Mary είχαν μετακομίσει στο Ketchum του Idaho. Ήδη τότε ήταν η περίοδος που έκανε την τελική επιμέλεια στα ημερολόγια του πολέμου από το Παρίσι με τίτλο «Μια κινητή γιορτή» (A Moveable Feast).  Εισήχθη για  κάποια θεραπεία με ηλεκτροσόκ στο Mayo Clinic -εκείνη την εποχή έτσι θεράπευαν ψυχικές και διανοητικές ασθένειες. Μετά την θεραπεία, κατάφερε κι έπεισε τους γιατρούς ότι είναι ικανός να πάει σπίτι του και ότι θα ήταν μάλλον κακό για την πορεία της υγείας του, να παραμένει μέσα στο νοσοκομείο χωρίς λόγο.  Επιστρέφει.  Κάποια στιγμή βρίσκει τα κλειδιά της ντουλάπας όπου φυλασσόταν το όπλο του στο ράφι της κουζίνας.  Ήταν το 1961, λίγες εβδομάδες πριν από τα 62α γενέθλιά του. Βάζει το όπλο στο στόμα του και αυτοπυροβολείται.

 

Είναι μεγάλος ο μύθος που συνοδεύει αυτόν τον άνδρα και οι εποχές δύσκολες και γεμάτες ταμπού. Επισήμως, η είδηση ήταν ότι ο Ernest Hemingway πέθανε σε ατύχημα ενώ καθάριζε το όπλο του. Δεν είχε καμιά σημασία εάν έγινε πιστευτό. Θα περνούσαν χρόνια για να βγει η αλήθεια. Στο βιβλίο αυτό, ο Christian εξερευνά τους λόγους για τους οποίους η Mary δεν προστάτεψε τον Ernest από τον εαυτό του, ρίχνοντας έτσι νέο φως στην ταραχώδη σχέση τους. 

Είχε πεθάνει νέος έχοντας ήδη αποκτήσει τεράστια φήμη, είχε λάβει ένα βραβείο Νόμπελ το 1954 και η αναγνωρισιμότητά του μετά το θάνατό του αυξανόταν κατακόρυφα αντί να μειωθεί, πράγμα που δεν συμβαίνει συνήθως. Έπρεπε κάποια χειρόγραφα να ολοκληρωθούν για να κυκλοφορήσουν στον κόσμο και να τροφοδοτήσουν τον θρύλο που άφησε πίσω του.  Ο Christian που  αναφέρει ότι η Mary έκανε καλά τη δουλειά της για τα επόμενα 20 χρόνια, εξηγεί πώς τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του εκείνη αφοσιώνεται στην λογοτεχνική του κληρονομιά, πώς μπήκε σε διαπραγματεύσεις με τον Fidel Castro για να ανακτήσει τα χειρόγραφα που είχαν μείνει στην Κούβα, πώς τελικά το ένα τρίτο του έργου του δημοσιεύεται αφού εκείνος δεν είναι πια εν ζωή. 

Η Mary από το διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη, διαχειρίζεται πλέον την τύχη αυτού του θρύλου ακόμα κι όταν επιμελείται την βιογραφία που κυκλοφορεί το 1997 από τον Carlos Baker με τίτλο “A Life Story”, αλλά και όταν καταθέτει μήνυση στον A.Hotchner επειδή «καταχράστηκε» τη στενή του σχέση με τον Ernest και τόλμησε να γράψει περί «διανοητικής  παρακμής» του μεγάλου συγγραφέα στο βιβλίο «Papa Hemingway». 

Είναι φανερό στον έμπειρο αναγνώστη ότι το βιβλίο που είναι ιδωμένο με τα μάτια της Mary, αφορά τη Mary. Ο φακός του Timothy Christian εστιάζει σε μια γυναίκα αγανακτισμένη, γενναία, συναρπαστική, ικανή να «σπάσει» έναν μύθο, μια γυναίκα που πίνοντας τζιν και καπνίζοντας camel μπορεί να τραγουδήσει Edith Piaf, μια γυναίκα γεμάτη υπομονή κι επιμονή προκειμένου να δείξει ότι μια ζωή συνεχίζεται, ενώ έχει χαθεί.

Ο συγγραφέας της Χήρας του Hemingway μας δίνει την εικόνα μιας απολύτως ερωτεύσιμης γυναίκας, η οποία ωστόσο αποδείχθηκε συμφεροντολόγος και απολύτως αδιάφορη για τους γιους του Ernest από τους οποίους στέρησε την περιουσία που τους ανήκε. Το τέλος της είναι άσχημο. Βυθίζεται στον αλκοολισμό και πεθαίνει το 1986 έχοντας καταστρέψει τον εαυτό της. Δεν ξέρω αν οι αρετές της ήταν τόσες, όμως έμοιαζαν πολύ με τον Ernest, τουλάχιστον σε αυτό έχει δίκιο ο Τ.Christian.

Μ.Σ.


Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Δυστοπικό περιβάλλον και αποκλεισμός

 Η πανδημία μας «γνώρισε» τι σημαίνει δυστοπικό περιβάλλον από πρώτο χέρι. Πριν από αυτό, η μόνη επαφή μας με τέτοιες καταστάσεις προερχόταν από τα βιβλία, ή τις ταινίες, αλλά στη ζωή μας δεν το είχαμε γευθεί. Τώρα μάθαμε να ζούμε σε συνθήκες εγκλεισμού, με καθημερινοτητα που ξεφεύγει από το χρόνο και δεν έχει τόπο, ενώ ταυτόχρονα καταφέραμε να αποκοπούμε βίαια από τη ρουτίνα μας, τις συναναστροφές μας και τις εξωστρεφείς μας συνήθειες υιοθετώντας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

Κάτι ανάλογο βιώνει η Μάρτα, ηρωίδα του Λουίτζι Πιραντέλο, στο μυθιστόρημα «Η Αποκλεισμένη» κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Μάρτα έζησε τον αποκλεισμό από την κοινωνία για άλλους λόγους: Για λόγους ηθικής τάξης.

Όπως σε κάθε περίπτωση αποκλεισμού, τα ημερολόγια καραντίνας είναι ο καθρέφτης, η ιστορία, το ψυχογράφημα και το πορτραίτο των ηρώων της. Ακριβώς όπως τα βιβλία που παράχθηκαν από συγγραφείς οι οποίοι είτε σκιαγραφούν τις δύσκολες μέρες που περνάμε τα τελευταία δυο χρόνια, είτε οικοδομούν ιστορίες που ξεφεύγουν απο αυτόν τον αποκλεισμό.  Το μέσον μπορεί να διαφέρει, αλλά τελικά ο σκοπός είναι ίδιος: σκοπός παραμένει η διαφυγή, το ταξίδι, η απόδραση, ή το όνειρο.

«Η Αποκλεισμένη» -το πρώτο μυθιστόρημα του Ιταλού νομπελίστα Λουίτζι Πιραντέλο πλουτίζει την παγκόσμια λογοτεχνία με το πορτραίτο μιας δυναμικής και αποφασιστικής γυναίκας η οποία αντιστέκεται στην άγνοια και στις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής της.  Η ηρωίδα, με το έντονο πάθος για χειραφέτηση που τη διακρίνει, αντιπροσωπεύει πλήρως το πρότυπο της σύγχρονης γυναίκας μολονοτι βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα.

Στο επίκεντρο βρίσκεται η «αμαρτία» της Μάρτας να αλληλογραφήσει με έναν άνδρα, ή να «αναγνώσει» επιστολή του, ενώ είναι παντρεμένη. Εκείνος δεν είναι άξεστος και απλός. Δεν δουλεύει σε βυρσοδεψείο, είναι φιλόδοξος, μορφωμένος και εκλέγεται  στην πολιτική. Χρησιμοποιεί όμορφες λέξεις, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο συναισθήματα και όμορφες εικόνες, κάτι ιδιαιτέρως ασυνήθιστο για την εποχή, ενώ η… απόσταση με την πεζή ζωή της Μάρτας, την οποία πολιορκεί, λειτουργεί με έναν τρόπο μαγικό.  Ο Πιραντέλο δεν μιλάει για μια «παραστρατημένη» σύζυγο. Δεν σχολιάζει τις πομπές της. Μιλά για τον φαρισαΪσμό του όχλου που την καταδικάζει στο όνομα της ηθικής, με μόνη απόδειξη μια ένδειξη ότι διέπραξε σφάλμα.  Η υπόθεσή της απασχολεί την μικρή κοινωνία στην οποία ζει, αλλά και φυσικά τη δική της οικογένεια η οποία την απορρίπτει και την περιθωριοποιεί μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Ο πατέρας της πεθαίνει μέσα στην ντροπή του, απομονωμένος μετά το συμβάν μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Απομένουν μόνες και δυστυχισμένες, η Μάρτα, η αδελφή της η Μαρία και η μητέρα τους. Μόνο μία φίλη σχεδόν ομοιοπαθούσα στο δικό της παρελθόν, μπαινοβγαίνει στο σπίτι τους, όλοι οι άλλοι τις έχουν εγκαταλείψει.

Για ποιο λόγο θα πρέπει η Μάρτα να μετανοήσει? Ποιο αμάρτημα διέπραξε ώστε να αξίζει την τιμωρία του αποκλεισμού, την ταπείνωση,τον εξευτελισμό, τον θάνατο του πατέρα και του παιδιού της, το συνεχές πένθος και την ένδεια?  Γιατί πρέπει να υποβάλλεται στο «μικροσκόπιο» μιας κοινωνίας υποκριτικής και «καθώς πρέπει» ακόμα και για να μπορέσει  να προσληφθεί για εργασία κάπου, ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν?

Η «αποσυνάγωγη» σύζυγος προσπαθεί να αντιπαλέψει αυτό το φαλλοκρατικό μεσαιωνικό τέρας -την κοινωνία- σε ένα χωριό της νοτιας Ιταλίας, έναν τόπο που προφανώς ποτέ δεν άγγιξε η αναγέννηση και ο διαφωτισμός.  Η Μάρτα αγωνίζεται να κερδίσει τη θέση που της ανήκει στην κοινωνία, αλλά όσο εκείνη δεν καταθέτει τα όπλα, τόσο αγριεύει και το περιβάλλον γύρω της.  Όσο επιχειρεί να μπει στον επαγγελματικό στίβο και δεν σταματά να πασχίζει, τόσο η κοινωνία την σπρώχνει  και την βυθίζει στο βούρκο της ανυποληψίας σαν τον εγκλωβισμένο σε κινούμενη άμμο.

Όταν -μέσω γνωριμίας- βρίσκει δουλειά ως δασκάλα σε Κολλέγιο και οι τρεις γυναίκες αναγκάζονται να μετακομίσουν, η Μάρτα πετάει στα σύννεφα. Ονειρεύεται μια καινούρια αρχή, σε έναν τόπο με ανθρώπους που δεν την γνωρίζουν, σε μια γειτονιά που δεν την πολιορκούν επικριτικά τα βλέμματα. Έχει την ανάγκη να αφιερωθεί στη δουλειά της και με τον τρόπο της να γίνει αγαπητή στις μαθήτριές της και στους συναδέλφους της, αλλά… μάταια.  Η μικρή χρονική περίοδος της «άνοιξης» που ξεκινάει με την αλλαγή και το ξεκίνημα σε μια νέα πόλη, περνάει γρήγορα και η θηλιά της κοινωνικής απόρριψης αρχίζει να σφίγγει και πάλι.  Η αδελφή της και η μητέρα της -γνήσια τέκνα της εποχής τους- κρέμονται από την ίδια κι εκείνη αισθάνεται ότι δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς αυτήν. Η Μάρτα είναι η μοναδική τους ελπίδα, την ώρα που η «συγχώρεση» για το «βαρύ» της ατόπημα έρχεται με τη μορφή ενός συμβιβασμού.  Μέχρι την συγκεκριμένη στιγμή, οι τρεις γυναίκες ζουν η μία για την άλλη, ήσυχα, σιωπηλά, αποφεύγοντας κάθε ανάμνηση από το παρελθόν, κάθε τι που θα μπορούσε να ταράξει την ηρεμία ή να ξαναγυρίσει ακόμα και την σκέψη τους, στη γενέτειρά τους και σε όλα φρικτά έζησαν.

Οι πιραντελικοί χαρακτήρες δεν ξεφεύγουν εύκολα από τη μοίρα τους γιατί τη μοίρα στα περισσότερα έργα του, την καθοδηγεί κυρίως ο χαρακτήρας. Η κοινωνία απαιτεί από τους αμαρτωλούς να είναι ταπεινοί, να υποφέρουν, να σέρνονται ζητώντας συγνώμη, να μη σηκώνουν κεφάλι και γενικά να φυτοζωούν στο περιθώριο, να αποταβηχθούν στις παρυφές της ανυπαρξίας, αλλά όχι και να εξαφανισθούν στο χώρο του ανύπαρκτου, καθώς η «δικαιοσύνη» πρέπει να αποδοθεί και η τιμωρία πρέπει να επιβληθεί. Σε μια τέτοια κοινωνία η διαδικασία της απόλυτης ταπείνωσης περιλαμβάνει αναμφίβολα την σαδιστική διαγραφή όλων των επίζηλων αρετών του «αποκλεισμένου», όπως η ευφυία, η ομορφιά, η καλοσύνη,οι καλοί τρόποι, η εξυπνάδα. 

Η Μάρτα είναι μια γυναίκα που μάχεται για την ύπαρξή της και το δικαίωμά της να ζήσει ελεύθερη, με τη δική της βούληση, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο είναι ανεπίτρεπτο και μάλλον άγνωστο. Όλες οι αρετές της είναι ανύπαρκτες για τους γύρω της, διαγράφονται στο όνομα της τιμωρίας γιατί αυτό είναι το δίκαιο να γίνει.

Το βιβλίο (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κασταλία) είναι εξαντλημένο και αριστουργηματικό καθώς ο Πιραντέλο έφτιαξε μια θεατρική πράξη γεμάτη ένταση και ενδιαφέρον με χαρακτήρες περίτεχνους και πολύ πειστικούς, σχεδόν αφοπλιστικούς μπροστά στον καθρέφτη μιας κοινωνίας οπισθοδρομικής, δυστοπικής,  καχύποπτης, απολύτως  και σχεδόν εμμονικής.

Μαίρη Σάββα

 

 

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Η εξαφάνιση της Μπέλλας υπόθεση όλων μας


Αν είσαι σαν τη Λένη που αγαπάει τα μυστήρια, θαυμάζει τον Ηρακλή Πουαρό και δίνει απόλυτη σημασία στην κάθε μικρή λεπτομέρεια προκειμένου να ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω της, ή αν μοιάζεις λίγο με τον θαρραλέο και ομορφονιό Νικόλα που γυμνάζεται, αγαπάει την υγιεινή διατροφή, καμώνεται ελαφρώς τον αδιάφορο στα κορίτσια αλλά στο βάθος του είναι συναισθηματικός κι ευαίσθητος, αν τέλος πάντων αγαπάς τα μυστήρια και τα ζώα, τότε σίγουρα θα ταυτιστείς με την όμορφη αυτή εφηβικη ιστορία της Ζέφης Συρίβλη με τίτλο "Η εξαφάνιση της Μπέλλας".

Γνωρίζω την Ζέφη Συρίβλη απο τις ένδοξες ημέρες των σεμιναρίων στο ΕΚΕΒΙ, μας δένουν ιστορίες φαντασίας και παραμυθιακά μοτίβα, άρα όπως καταλαβαίνετε απόλαυσα την ιστορία της ως περίεργη έφηβη, που μένει στην πολυκατοικία της οδού Ιφικράτους 43 και αποκτά αίφνης ένα στόχο, να λύσει το μυστήριο!  Γράφει σε πρώτο πρόσωπο, εναλλάσσοντας τους αφηγητές οι οποίοι  -πότε η Λένη και πότε ο Νικόλας- δημιουργούν στον αναγνώστη αίσθηση οικειότητας και ταύτισης  στον αναγνώστη, έτσι ώστε να αποκτά περίπου τα ίδια κίνητρα, να έχει τα ίδια συναισθήματα,  ώστε να "συμπράτει" τελικά μαζί τους για να λυθεί το μέγα μυστήριο: να βρεθεί η Μπέλλα η όμορφη σκυλίτσα που ζούσε ήρεμα με τον Νικόλα και τον πατέρα του και εξαφανίσθηκε μέσα απο το διαμέρισμα κατά τρόπο ανεξήγητο.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε όσους σέβονται και αγαπούν τα ζώα και φυσικά αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους τους ενοίκους της πολυκατοικίας. Ο πατέρας του Νικόλα ο Λεωνίδας έχει χωρίσει με την μητέρα του, είναι αρχιτέκτονας και απουσιάζει συχνά.  Το συναισθηματικό κενό του έφηβου αγοριού συμπληρώνεται με όμορφο και διακριτικό τρόπο απο την παρουσία της Μπέλλας που είναι η ψυχή της ιστορίας.  

Η μητέρα της Λενης, είναι μια δυναμική μάχιμη δικηγόρος που μεγαλώνει μόνη την κόρη της. Σε ένα διαμέρισμα ζει ο Βλαντιμίρ, ένας κάπως εκκεντρικός και σκυθρωπός τύπος, και σε ένα άλλο ο Αζαρίας, ένας ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών τον οποίο τα παιδιά παρομοιάζουν με νυφίτσα.  Η κυρία Μπουκλέ είναι γνωστή στους ενοίκους της πολυκατοικίας για την φλυαρία της, τις φουσκωτές της μπούκλες και τα κάπως ιδιαίτερα καπέλα της τα οποία κοσμούν όλα τα έμβια όντα του ζωικού βασιλείου.  Σε κάποιο άλλο διαμέρισμα μένει ο κύριος Ραούλ που ασχολείται με εναλλακτικές θεραπείες, ασχολείται με τον εσωτερικό του κόσμο και αγαπά τα ταξίδια.  Στο μικρότερο διαμέρισμα της πολυκατοικίας  έχει μετακομίσει πρόσφατα η Μυρτώ, φοιτήτρια της Νομικής. Λίγο πιο πέρα στην ίδια γειτονιά μένει η κυρία Σμιθ, μια κάπως ηλικιωμένη συνταξιούχος που δεν λέει να το βάλει κάτω και μπλέκεται στην ιστορία σαν απο μηχανής θεός.

Η εξαφάνιση της Μπέλλας φέρνει μεγάλη αναστάτωση στον Νικόλα και τη Λένη, δυο παιδιά που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχουν πολλές επαφές.  Η κοινή τους αγωνία και η προσπάθειά τους να εξιχνιάσουν το μυστήριο θα τους κάνει "κολλητούς", παράξενες συμπτώσεις θα τους παραπλανήσουν, οι υποψίες τους θα στρέψουν τις υποψίες τους αρχκά σε λάθος πρόσωπα, συνειρμούς και υποθέσεις γύρω απο παράξενα μαύρα γλυφιτζούρια, ακατάστατα δωμάτια με τρομακτικές κούκλες, έναν περίεργο μαυροντυμένο άνδρα, έναν διεθνή ποδηλατικό γύρο στην πόλη όπου συμμετέχουν διάσημοι και πολλά άλλα ενδιαφέροντα και επιφανειακώς παράταιρα μα τελικά απολύτως ταιριαστά με την σημερινή κοινωνία που μας περιβάλει. 

Γρήγορη ροή, γλώσσα απλή σε αρκετά σημεία χιουμοριστική και καλά χωνεμένη μέσα στους εφηβικούς διαλόγους, αμεσότητα στις περιγραφές, χαρακτήρες της διπλανής πόρτας που σε κάνουν να τους αγαπήσεις ή να τους μισήσεις, μα το σίγουρο σε κάνουν να ψάχνεις κι εσύ τη Μπέλλα.  Θα τα καταφέρει τελικά η Λένη με τον Νικόλα?

Το κείμενο αναδεικνύει τη δύναμη της φιλίας και της συνεργασίας, την αξία της αλληλοϋποστήριξης και της υπομονής, της αποδοχής και του σεβασμού για κάθε πλάσμα που υπάρχει γύρω μας.  Στους καιρούς που η τρυφερότητα γίνεται το χαμένο ιδανικό στις σχέσεις των ανθρώπων, δυο παιδιά οπλισμένα με τις αρετές της ηλικίας τους -σίγουρα και με τα μειονεκτήματά της που εδώ όμως μάλλον θετική διάσταση έχουν- δίνουν ένα μάθημα ζωής στην μικρή κοινωνία της πολυκατοικίας της οδού Ιφικράτους.

Το εξαιρετικό εικαστικό στο εξώφυλλο του βιβλίου που κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις Πατάκη, είναι της Λέλας Στρούτση και είναι άλλος ένας λόγος που σε κάνει να αγαπήσεις τους δυο ήρωες.  Δεν γνωρίζω αν υπάρχει συνέχεια στις ιστορίες κάτω απο αυτό που οι εκδόσεις τιτλοφόρησαν ως "Μυστήρια για δύο" , αλλά σίγουρα πρέπει.

Μαίρη Σάββα

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Κάθε πόλεμος, ένας καθρέφτης για τα δεινά μας

 Έχουν κάποια ιδιαιτερότητα οι  γάλλοι συγγραφείς που γράφουν αστυνομικά. Ποτισμένα βαθιά με την υγρασία του Παρισιού, ημιφωτισμένα και μυστηριακά, τα περισσότερα μυθιστορήματα του Pierre Lemaitre στα οποία πρωταγωνιστεί ο φανταστικός χαρακτήρας αστυνομικός Camille Verhœven έγιναν αιτία να βραβευτεί πολλές φορές ο συγγραφέας που ήταν για πολλά χρόνια καθηγητής λογοτεχνίας πριν  ασχοληθεί με την συγγραφή.

Η θριαμβευτική έκπληξη ωστόσο έγινε με την είσοδό του σε ένα άλλο πεδίο, με  την τριλογία του Μεσοπολέμου, που ξεκίνησε το 2013 με το Au Revoir là-haut  (μετάφραση στα αγγλικά : The Great Swindle από τον Frank Wynne το 2015) το οποίο στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ με τίτλο «Καλή Αντάμωση εκεί-ψηλά». Από τον ίδιο εκδοτικό κυκλοφόρησε επίσης το «Τρεις μέρες μια Ζωή» (Τrois jours et une vie).  H επιτυχία του «Καλή Αντάμωση εκεί-ψηλά» που χάρισε στον συγγραφέα το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, το Prix Goncourt είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.  Πρόσφατα ο ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφόρησε και το τελευταίο του Lemaitre,  «Ο Καθρέφτης των δεινών μας» μια ιστορία που έρχεται για να κορυφώσει την επιτυχημένη τριλογία και να αναδείξει τον ανθρώπινο παράγοντα και την δύναμή του -μαζί και την αδυναμία του- στην εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι.  Η αφήγηση ξεκινάει λίγο πριν ξεσπάσει ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ένας πόλεμος που -παρά τη γενική επιστράτευση- καθυστερεί τόσο, που κανείς δεν πιστεύει ότι τελικά θα ξεσπάσει…

Οι χαρακτήρες που οικοδομεί ο Λεμέτρ είναι ακόμη πιο ισχυροί, πιο παρεμβατικοί και λιγότερο προβλέψιμοι από αυτό που μέχρι τώρα γνώριζαν οι αναγνώστες του.  Τα οικογενειακά μυστικά που καλούνται να διαχειριστούν τσαλακώνονται οδυνηρά μέσα στις πτυχές του πολέμου, ενός πολέμου που κανείς δεν ήθελε αλλά που εν τέλει, πολλοί τον μετέτρεψαν σε δικό τους προσωπικό πόλεμο.

Ο πόλεμος αυτός έγινε ο καθρέφτης της προσωπικής ιστορίας του καθενός και κανένας πόλεμος δεν είναι παράταιρος με τις παραφυάδες των οικογενειών που έζησαν την ίδια στιγμή της εξέλιξής του.   Όσοι νόμιζαν πως ο πόλεμος θα ξεκινούσε άμεσα  είχαν σχεδόν απηυδήσει περιμένοντας, όπως ο Ραούλ και ο Γκαμπριέλ, δυο κακομοίρηδες που ζούσαν υπηρετώντας το στράτευμα κατά την προετοιμασία του πριν την γενίκευση του μεγάλου πολέμου.  Τον Απρίλιο του 1940 Λουίζ, εργαζόταν ως σερβιτόρα στη Μικρή Μποέμ και το αφεντικό της ο κύριος Ζυλ της έλεγε ότι δεν πιστεύει σε αυτόν τον πόλεμο δείχνοντάς της τις αντιασφυξιογόνες μάσκες που τους είχαν μοιράσει απο το φθινόπωρο ξεχασμένες σε μια άκρη του μπουφέ.  Ο κόσμος κατέβαινε στα καταφύγια με διάθεση μοιρολατρική, σαν να τηρούσε μάλλον ένα άχρηστο πρωτόκολλο.

Ενας μόνιμος και καθ’ όλα αξιοπρεπής πελάτης, γιατρός το επάγγελμα, εμφανιζόταν κάθε μέρα στις 12 το μεσημέρι στη Μικρή Μποέμ. Ευγενικός και πιστός στις συνήθειές του, κρατώντας πάντα την εφημερίδα Paris-Soir στο χέρι του καθόταν στην ίδια γωνία και έδινε καθημερινά την ίδια παραγγελία στην Λουίζ. Όταν εκείνη παρέδιδε ταμείο, εκείνος άφηνε φιλοδώρημα στο πιατάκι, χαιρετούσε κι έφευγε. Δεν της έκανε ακριβώς την ανήθικη πρόταση στην οποία εύκολα θα πάει το μυαλό του αναγνώστη, όταν μια μέρα την ώρα που του σερβίριζε την κρεμ-μπρυλέ, εκείνος έσκυψε και της ψιθύρισε κάτι.  Εκείνη απλώς τα έχασε!  Της είχε ζητήσει «μόνον» να την δει μια φορά γυμνή, έναντι αμοιβής.

Η Λουίζ αναρωτιόταν πώς μπορεί αυτός ο σεβάσμιος άνθρωπος τον οποίο γνωρίζει τόσα χρόνια να της κάνει τέτοια ανήθικη πρόταση! Θα έμοιαζε με αιμομιξία εναντίον μιας νεαρής ορφανής, σκεφτόταν και το μυαλό της πήγαινε κατευθείαν στην μητέρα της, την κυρία Μπελμον που είχε πεθάνει πριν από εφτά μήνες.

Οι δοκιμασίες που είχε περάσει η Λουίζ δεν ήταν λίγες. Είχε χάσει από το 1916 πατέρα και θείο, ενώ η μητέρα της είχε περάσει τα τελευταία της χρόνια σε βαθειά κατάθλιψη.  Ο αρραβώνας της που κράτησε τρία χρόνια δεν είχε θετική κατάληξη, καθώς η Λουίζ συνειδητοποίησε ότι η επιθυμία της να κάνει ένα παιδί θα έμενε ανικανοποίητη. Οι παροδικές σχέσεις που είχε μετά από τον αρραβώνα, απλώς επιβεβαίωσαν αυτό που ήδη ήξερε και της δημιουργούσε μεγάλο θυμό, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Το γεγονός αυτό ίσως την καθόρισε στη συνέχεια κι αυτό είναι κάτι που το ανακαλύπτει ο αναγνώστης σταδιακά, ως το τέλος.

Η περιέργεια της νεότητας την οδήγησε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου όπου τελικά, παρά την αρχική της αντίδραση, ξεντύθηκε μπροστά στα μάτια του γιατρού Τιριόν. Του είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν τον είδε όταν εκείνος έβγαλε ένα πιστόλι και τίναξε τα μυαλά του στον αερα.

Στον κοινωνικό περίγυρο, μετά από αυτό το φρικτό γεγονός, η Λουίζ γίνεται το μαύρο πρόβατο.  Ο γιατρός είχε σύζυγο, μια κόρη κι έναν γιο, αλλά πριν από αυτό είχε σχέση με τη μητέρα της, την Ζαν Μπελμόν. Ενώ πάει να τρελλαθεί αφού ποτέ δεν είχε ικανή την μητέρα της να έχει αγαπήσει παράφορα, αντιλαμβάνεται ότι η σύζυγος του Τιριόν με την οποία συναντήθηκε μετά το συμβάν δεν της λέει την αλήθεια.  Της αποκρύπτει ότι ο γιος τον οποίο μεγάλωσε, δεν ήταν δικό της παιδί. Ήταν ένα παιδί με το οποίο καμιά σχέση δεν θέλησε να έχει ποτέ.  Είχε αναγκαστεί να τον υιοθετήσει όταν ο σύζυγός της έφερε το αγόρι από κάποιο ίδρυμα, τον μεγάλωσε χωρίς ποτέ να του φερθεί με ανθρωπιά κι ενδιαφέρον. Αυτόν τον τρόπο είχε διαλέξει για να εκδικηθεί το παράνομο ζευγάρι. Δεν ήξερε πού είχε καταλήξει σήμερα αυτό το πλάσμα που κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η παραβατικότητα και η αποστροφή για την δήθεν οικογένειά του.

Όλα αυτά κάτω από τους ήχους από τα πολεμικά αεροσκάφη των ναζί που εισβάλουν στο Παρίσι, δημιουργούν ένα καταιγιστικό περιβάλλον που κόβει την ανάσα και μια ατμόσφαιρα υποβλητική σχεδόν ανατριχιαστική.  Η Λουίζ ανακαλύπτει την αλληλογραφία της μητέρας της με τον γιατρό Τιριόν και έτσι μαθαίνει τις λεπτομέρειες μιας σχέσης που την κάνει σχεδόν να ζηλεύει.  Εκείνη δεν είχε ποτέ τέτοια σχέση φλογερή.  Ούτε είχε ευτυχήσει με ένα παιδί.  Ο καρπός του έρωτα της Ζαν με τον γιατρό είχε καταλήξει σε κάποιο ίδρυμα και εκείνη είχε αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι του όπου εργαζόταν ως υπηρέτρια. Η σύζυγος θεώρησε ότι ο προσωπικός της εφιάλτης τέλειωσε εκεί.

Όμως αργότερα, η ωριμη ζωή τους, είχε φέρει και πάλι κοντά τον γιατρό και την Ζαν, εύθραυστη πλέον στην υγεία της.  Το μυστικό για εκείνο το άτυχο μωρό ποτέ δεν το αποκάλυψε στην αγαπημένη του ο Τιριόν, ίσως φοβούμενος την εύθραυστη υγεία της.  Οι τύψεις του απέναντι στη Ζαν που έλιωνε από την κατάθλιψη τον είχαν οδηγήσει σε εκείνο το ίδρυμα να υιοθετεί τελικά το αγόρι, που είχε ο ίδιος εγκαταλείψει, για να το μεγαλώσει με μάνα την αδιάφορη σύζυγό του.

Η Λουίζ βυθίζεται στην τρέλα της εποχής που όμοιά της δεν έχει υπάρξει στην Ιστορία. Συνοδευόμενη από τον κύριο Ζυλ θα πάρει όπως και τόσοι άλλοι εκτοπισθέντες τον δρόμο της φυγής, διανύοντας συγχρόνως και την διαδρομή της προσωπικής της ιστορίας στην προσπάθειά της να εξιχνιάσει το οδυνηρό μυστικό που διέλυσε τη ζωή της μητέρας της.  Στο μεταξύ ολόκληρη η Γαλλία καταλαμβάνεται από τον πανικό της εξόδου και βουλιάζει στο χάος και μέσα από το πολεμικό παρασκήνιο αναδύονται ήρωες και δειλοί, απατεώνες και ψεύτες αλλά και κάποιοι που έχουν ειλικρινή πατριωτικά αισθήματα, υψηλές αξίες και καλές προθέσεις.

Η περιπέτειά της Λουίζ, δεν ήταν μόνο δική της.  Η προσπάθειά της να βρει την αληθεια εκτυλίσσεται κάτω από τον κοφτό, μονότονο, επαναλαμβανόμενο θόρυβο που κάνουν οι σφαίρες και τα λυσσασμένα πολυβόλα που λιανίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους.  Υπο το φως τον γεγονότων της Δουνκέρκης έχουν κλονισθεί και οι πιο στέρεες πεποιθήσεις. Άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν, ήρωες ανακατεύονται με λιποτάκτες, με απατεώνες, με πλιατσικολόγους, με άμοιρους πεινασμένους εκτοπισθέντες, με μαυραγορίτες και μέσα σε όλα υπάρχει και ο γνωστός φόβος στο στράτευμα, ότι κομμουνιστές σχεδιάζουν να διαρρήξουν οπλοπωλεία, να πάρουν όπλα από τις αποθήκες και να ξαμοληθούν σε δολοφονικές επιθέσεις συμπαρασύροντας αναρχικούς και σαμποτέρ. Με λίγα λόγια, όλοι είναι εχθροί της χώρας.

Μέσα σε όλους αυτούς τους εχθρούς η Λουίζ αναζητεί τον αδελφό της αλλά στο δρόμο, συγκολλάει τα κομμάτια της. Οι αποκαλύψεις μοιάζουν σαν κολιέ με μαργαριτάρια που άμα σπάσει, κατρακυλάνε όλα μαζί. Κι όταν τα αναζητήσεις στο πάτωμα, ανακαλύπτεις μαζί σκόνες, σκουπιδάκια, μπορεί και κάποιο άλλο μικροαντικείμενο που είχες χάσει εδώ και καιρό. 

Μαίρη Σάββα