Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Η Κόρη η παντοτινή

 Την είδα την Κόρη για μια ακόμη φορά. Στέκει μόνη, απροστάτευτη και νοσταλγική, με τη σκέψη της πάντοτε να τρέχει στις πέντε αδελφές της που βρίσκονται πίσω στην πατρίδα. Περήφανη κοιτά γύρω της και εισπράτει, χρόνια τώρα, θαυμασμό κι εκτίμηση.




Η Κόρη δεν ζήτησε ποτέ, τίποτε. Δεν σκυβει το κεφάλι αν και την ενοχλούν πολύ τα αγγίγματα και τα φλας που πέφτουν επιθετικά επάνω της. Προσβάλουν το ευαίσθητο δέρμα της και φθείρουν το πολύπτυχο αρχαιοελληνικό φόρεμά της.



''Ζηλεύω'' μου ψιθύρισε. ''Ζηλεύω τα αιγυπτιακά μνημεία δίπλα, που προστατεύονται μέσα στις γυάλες...''. ''Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω αγαπημένη Κόρη, της απαντώ, αλλά επισκέφθηκα το βαθύπλουτο κι επιβλητικό Βασιλικό παλάτι των Windsor, που 900 χρόνια τώρα, κατοικείται απο βρετανούς βασιλείς... Εκεί οι φωτογραφίες απαγορεύονται και φυσικά δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει τα εκθέματα....''

Ο πόνος της ήταν ανείπωτος. Θαρρούσε πώς τα έχασε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις για την ελληνική αρχαιότητα, για την Ακρόπολη, για τους πολέμους που μεσολάβησαν, για αυτοκρατορίες, για το μύθο της προστασία της απο ξένους πάτρωνες. Ολα τα ήξερε η Κόρη. Στο βλέμμα της έκλεινε την ιστορία όλη και το περιέφερε τώρα παντού, φωτίζοντας τον κόσμο γύρω της.

Δεν ήθελα να φύγω απο κοντά της. Οταν μου φάνηκε πως μου ψιθύρισε δυο λόγια, τότε το αποφάσισα. Ας μη με ζητούν πίσω, με το λάθος τρόπο. Ας ζητήσουν να προστατευθώ για να μπορώ τουλάχιστον να αναπνεύσω, μου φάνηκε πως μου είπε η όμορφη παντοτινή Κόρη....

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Ενας Ρωμαίος και μιά Ιουλιέτα

 Σε πείσμα ενός δυσοίωνου και βουτηγμένου στη διαφθορά τοπίου σε μια πόλη που δεν είναι η Βερόνα, ανθίζει ένας έρωτας.

Κόντρα στους καιρούς της ακολασίας, του εκφυλισμού και της αποχαύνωσης, δυο άνθρωποι που καμία άλλη ελπίδα να ζήσουν όμορφα δεν έχουν, ερωτεύονται. 

Ερωτεύονται παράφορα σαν να επιλέγουν να οδεύσουν ως το θάνατο μαζί, να εγκαταλείψουν τα πάντα, αφού κανένας δεν έχει συναισθήματα γύρω τους, κανένας δεν αγαπά τον άλλον, η επιθυμία αφορά μόνον τα ακραία όργια, τους παγανιστικούς χορούς, την ξέφρενη λαγνεία, τους διεφθαρμένους χαρακτήρες και την ακαριαία βίαιη απόλαυση.



Οι οικογένειες των δύο νέων πορεύονται με βάση έριδες του παρελθόντος οι οποίες αναδύονται με κάθε ευκαιρία, σε κάθε στιγμή του χρόνου ή των χρόνων που περνούν, γιατί είναι σαν τραύματα βαθιά, σαν γρατζουνιές που αφόρμισαν με τις δεκαετίες κι έγιναν πληγές αιώνιες και μολυσμένες. Γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα ν ’αγαπήσουν, ο ένας τον άλλο. Γι’ αυτό έρωτας μεταξύ τους, ίσον θάνατος.

Η κοινωνία είναι ήδη νεκρή. Τί έχουν να χάσουν δυο νέοι που αποφασίζουν να επαναστατήσουν ερωτευόμενοι ο ένας τον άλλον? Μάλλον τίποτε, και το γνωρίζουν καλά. Ίσως να σκέφτηκαν ότι δυο άλλοι νέοι που βρέθηκαν στη θέση τους πριν από 425 χρόνια, πήγαν κόντρα στο ρεύμα επιμένοντας στον έρωτά τους. Κι έμειναν αιώνιοι.  Μόνο που εκείνοι ήταν ρομαντικοί.

Ωστόσο, πώς να παραμείνει κανείς ρομαντικός, ενώ ζει μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό και σκοτεινό πλαίσιο?  Μέσα στη διαφθορά, τη σήψη, την αλαζονεία και βίαια απόλαυση, πώς μια κοπέλα που υφίσταται κακοποίηση και βία, μπορεί να αισθανθεί ότι μοιάζει με την ακραιφνώς ρομαντική Ιουλιέτα? Μόνον επειδή ο γεννήτοράς της λέγεται Καπουλέτος? Μόνον επειδή ο εκλεκτός της καρδιάς της λέγεται Ρωμαίος?

Ασφαλώς η κοπέλα ασφυκτιά κάτω από συνθήκες τρομακτικής κοινωνικής καταπίεσης.  Δεν είναι η Ιουλιέτα της Βερόνας και φυσικά δεν μας έπεισε γι’ αυτό. Ζει μέσα σε μια σάπια κοινωνία, μια χυδαία κατάσταση την οποία ο θεατής απορρίπτει και αποστρέφεται. Οπότε το να σκεφθεί η ίδια πως είναι η Ιουλιέτα -γιατί αυτόν τον τρόπο βρήκε για να επαναστατήσει- είναι κάπως ιαματικό για όλους. Είναι η διέξοδος που βρίσκει προκειμένου να αμυνθεί σε όλο αυτό… Για την κατασκευασμένη ιστορία, για την πρωταγωνίστρια, για τους συντελεστές, για τον θεατή, για όλους το εύρημα, είναι μια ανακούφιση. Είναι όμως και μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση βολική που βάζει σε θέση να σκεφθείς τον έρωτα, τη διαφυγή, τη διέξοδο.

Το τέχνασμα της μεταφοράς μιας κλασσικής ιστορίας σε σύγχρονο πλαίσιο δεν είναι καινούργιο. Έχει παρατηρηθεί ότι το να ντύνεις με σύγχρονα κοστούμια σε ήρωες μιας κλασσικής τραγωδίας και να τους τοποθετείς σε ένα σύγχρονο αφαιρετικό σκηνικό, δεν αποτελεί πάντοτε την πιο κατάλληλη και ασφαλή συνταγή.  Μετά από αρκετές παραστάσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη συνταγή τα τελευταία χρόνια, έγινε «κοινό μυστικό» ότι δεν είναι πάντοτε πειστική «λύση» και δεν μεταφέρει πάντα στο κοινό σαφές μήνυμα. 

Ναι, η αδικία ίσχυε την εποχή των Καπουλέτων και των Μοντέγων, ναι, η αδικία ισχύει και σήμερα. Αυτό δεν κάνει αναγκαστικά το ένα πλαίσιο να εφαρμόζει μέσα στο άλλο με τρόπο απόλυτο και πειστικό.

Ο απαγορευμένος έρωτας στη Βερόνα του 1600, αυτός ο ύμνος στον έρωτα και το πάθος, είναι ένα έργο πολυπαιγμένο, το οποίο αποτέλεσε έμπνευση περίπου για 30 όπερες και για κάθε είδους μικρές και μεγάλες ιστορίες. Να θυμηθούμε τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, το «West Side Story» και τόσα άλλα κείμενα ποιητικά, φτιαγμένα από την ύλη που έχουν φτιαχτεί τα όνειρα.  Ένας αιώνιος έρωτας μπορεί να προσφέρει αιώνια έμπνευση, αλλά μπορεί να προσφέρει κι εύκολη πρόσβαση σε μια «δοκιμασμένη» ιστορία.  Παρά τις προσπάθειες των ηθοποιών, ο ρομαντισμός που παραμονεύει παντού στους σεξπηρικούς στίχους χάνεται και μια σειρά από εύηχες κρυστάλλινες λέξεις πέφτουν στο κενό και γίνονται κομμάτια. Άλλες σπάζουν με θόρυβο, άλλες πάλι σιωπηλά. Ένα σωρό άλλες λέξεις και λατρεμένοι στίχοι λείπουν και η απουσία τους είναι εκκωφαντική (βλ. «Λεπίδι τυχερό, εδώ είναι το θηκάρι σου» ατάκα στη σπαρακτική στιγμή της διπλής αυτοκτονίας)

Πώς να περιγράψεις ένα τέτοιο έρωτα, εάν μιλάς μόνον για το θάνατο? Πώς να τον περιγράψεις και να παρακινήσεις τον θεατή να τον νοιώσει αν δεν πλανηθείς χωρίς μαύρες σκέψεις στην αέναη και απροσάρμοστα πρόσκαιρη ευτυχία του? Πώς να γίνει αυτό χωρίς τις λέξεις εκείνες τις ονειρικές που τον ανεβάζουν στα ουράνια? Εντυπωσιάζοντας με μια ημίγυμνη εμφάνιση στο μπαλκόνι -αυτό το ίδιο μπαλκόνι που έχει εμπνεύσει λογοτέχνες και μουσικούς κι έχει αντέξει χρόνια τώρα στη θέση του επειδή σηκώνει το βάρος των δυο ερωτευμένων- ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί.



Στον Shakespeare o Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είχαν ένα ραντεβού θανάτου, αλλά εν αγνοία τους.  Ερωτεύθηκαν καταιγιστικά και αυτό ήταν το ταξίδι τους.  Όταν ήρθαν πιά αντιμέτωποι με το αδιέξοδο κατέληξαν σε αυτόν. Ο θάνατος δεν ήταν αρχικά ο στόχος τους.  Στην φετινή παράσταση που είδαμε στο Εθνικό Θέατρο ο θάνατος είναι επιλογή από την αρχή, ο θάνατος είναι ο στόχος και αυτό μόνον απαισιοδοξία και αδυναμία μπορεί να περιγράψει.



Μετά από όσα συνέβησαν με τη φήμη του τη χρονιά που μας πέρασε, μετά από τα συνεχή πλήγματα στον πολιτισμό και τους ανθρώπους του, το Εθνικό Θέατρο, βγήκε τραυματισμένο.  Οι θεατρόφιλοι ωστόσο φέτος γέμισαν τις αίθουσες. Ευτυχώς ο θεατής που αγαπάει τις σκηνές του Εθνικού, αποζημιώθηκε με άλλες παραγωγές.  Στέκεται με πνεύμα κριτικό, με πλάγιο χαμόγελο απέναντι στα δίκτυα της επικοινωνίας που διατυμπάνισαν ηχηρά ότι η σημερινή κοινωνική σήψη μπορεί να αντιπαραβληθεί με τις μανιώδεις έριδες δύο οικογενειών, όπως πείστηκαν οι ιθύνοντες στη λήψη των αποφάσεων ως προς την επιλογή των έργων, που εζήλωσαν την δόξα του τηλεοπτικού  «Σασμού».

απο την paramythou

 

 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Η "ανασχέσιμη" άνοδος του ναζισμού στον Μπρεχτ

 

«Η μάζα είναι ένα υπάκουο κοπάδι που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αφέντη. Είναι τόσο διψασμένη για υπακοή, που ενστικτωδώς υποτάσσεται». Δεν είναι η μόνη διαπίστωση του Sigmund Freud που έχει απόλυτη εφαρμογή στις μέρες μας.  Ούτε είναι τυχαίο, που το κοινό πλημμύρισε φέτος τις θεατρικές αίθουσες που παρουσίαζαν έργα σχετικά με το αυξανόμενο ρεύμα του απολυταρχισμού στις δυτικές κοινωνίες.  Ο κόσμος μας σήμερα ολοένα και στρέφεται σε νέους «αφέντες» και με το απελπισμένο βλέμμα του αναζητά την ελπίδα.

Ο άνθρωπος που περιγράφει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν πονάει απλά. Ουρλιάζει. Κραυγάζει και γελοιοποιεί, αφού πρώτα γελοιοποιείται ο ίδιος, προσκυνώντας τα ανδρείκελα που πριν από λίγο απέρριπτε.  Με το έργο του «Η Άνοδος του Αρτουρο Ούι», το οποίο έγραψε το 1941 εποχή που ο ναζισμός κυριαρχεί, ο Γερμανός «αιρετικός» συγγραφέας περιγράφει ένα εκρηκτικό πεδίο κοινωνικής κατάπτωσης, απόλυτης ανασφάλειας, διαφθοράς και στέρησης, όπου οι άνθρωποι διαγκωνίζονται για λίγα τρόφιμα τη στιγμή που στοίβες με ζαρζαβατικά στα μανάβικα σαπίζουν.  Οι παραγωγοί καταστρέφονται, η οικονομία ρημάζει, κάποιοι όμως κερδίζουν, είναι αξιοσέβαστοι, αγοράζουν εξοχικές επαύλεις. Το χρήμα είναι ακριβό και οι τσέπες τους γερά ραμμένες, ενώ η πόλη βιώνει τον πανικό της χρεωκοπίας.



Ο Μπρεχτ έχει επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία στο Σικάγο και την περιγράφει ως «ιστορική φάρσα», πιθανώς γιατί παραλληλίζει τις συγκρούσεις των γκάνγκστερ την εποχή του «Κραχ» στην Αμερική -όταν και ο ίδιος ήταν στις ΗΠΑ- με τα γεγονότα που οδήγησαν στην προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων στην Αυστρία.  Μια κοινωνία άστατη, ακραία ανασφαλής, ένας όχλος που αναγκαστικά ετοιμάζεται να στραφεί σε νέους ήρωες, είναι εύκολα χειραγωγήσιμος. Ο Μπρεχτ εξηγεί αβίαστα με την ιστορία του με ποιόν τρόπο προκύπτουν χιτλερίσκοι, γεννημένοι από τους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Αρτούρο Ούι, τον οποίο οι ευηπόληπτοι και οι μεγαλοπαράγοντες της κοινωνίας αγνοούσαν και απέρριπταν, γίνεται ο «προστάτης» τους.  Κάθεται στο σβέρκο τους κι επιβάλει το νόμο της ζούγκλας. Αυτοανακηρύσσεται εκπρόσωπος των ανυπεράσπιστων πολιτών, των πεινασμένων καλλιεργητών, σπεύδει να «συνεργασθεί», παρουσιαζόμενος ως η «μόνη λύση» που θα βγάλει τους αγρότες από το αδιέξοδο. 

Εκπληκτικά ευρηματικός ο Μπρεχτ δεν τοποθέτησε στη θέση του κεντρικού προϊόντος της αγοράς ένα άλλο προϊόν, φρούτο ή λαχανικό, την ντομάτα, το λάχανο, τις φράουλες, τα αγγουράκια, ή τις πατάτες, αλλά ένα προϊόν που προσομοιάζει απόλυτα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το μυαλό, που είναι και το κεντρικό ζητούμενο στην παραβολή που έγραψε. Σημειωτέο ότι η ιστορία είχε αρχικά τον τίτλο «Η ανασχέσιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι», θέλοντας να κλείσει μέσα του έναν  σπόρο ελπίδας (?) ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ίσως, εάν η συμπεριφορά των συνδικάτων και των μονοπωλίων της καπιταλιστικής αγοράς ήταν διαφορετική έναντι της ναζιστικής νοοτροπίας που απειλούσε να απλωθεί παντού. 

Όμως όχι. Στην καρδιά των πάντων βρίσκεται ο φόβος. Ο φόβος της φτώχειας και της καταπίεσης του πολίτη.  Μετά από αυτό, παίρνει σειρά ολόκληρη η πόλη, οι επιχειρήσεις, οι γειτονιές, οι θεσμοί, ο Τύπος.  Ο εκφοβισμός, οι εκβιασμοί, η απληστία, οι δωροδοκίες δικαστών, η βία, οι δολοφονίες.  Ο άλλοτε κραταιός κι αξιοσέβαστος δημοκρατικός γερο-Ντογκσμποροου, τον οποίο όλοι  στην πόλη αγαπούν και υπολογίζουν, γίνεται ο μηχανισμός ο οποίος χρησιμοποιείται για να εγκατασταθεί η εξουσία του Ούι. 


Γερο-Ντόγκσμποροου έχουμε γύρω μας πολλούς στην κοινωνία που ζούμε και στις μέρες μας δεν βρίσκονται πλέον καλά κρυμμένοι. Είναι η προσωποποίηση της πολιτικής εξουσίας που επιζητά τον προσωπικό της πλουτισμό και την ευημερία της.  Τον Ντογκσμποροου, τον σέβονται όλοι. Στα μάτια τους αρχικά, ο εξέχων αυτός συμπολίτης διαθέτει τη δύναμη να απομακρύνει τον Ούι όμως τον νοιάζει η προσωπική του ευμάρεια και η συσσώρευση δύναμης.  Όταν η  διαφθορά πλέον βασιλεύει, η κοινωνία αρχίζει μυρίζει σαπίλα και ο σεβάσμιος Ντόγκσμποροου (Γιάννης Αναστασάκης) υποκύπτει.  Δεν λέει και όχι στις υπηρεσίες του απεχθούς Αρτούρο Ούι (Γ.Χρυσοστόμου).  Μάλιστα «φροντίζει» να τον ευπρεπίσει, κατά τρόπον ώστε να γίνει «αισθητικά αποδεκτός», δηλαδή να μάθει να περπατά και να στέκεται σωστά, να απευθύνεται στο πλήθος με πειστικό τρόπο και φυσικά «να κερδίζει την προσοχή των μικρών ανθρώπων» όπως λέει, γιατί άλλωστε «γι αυτούς τα κάνει όλα».  Παρατηρούμε σταδιακά, εκείνο το ακατέργαστο, επιθετικό αλαζονικό τέρας του υποκόσμου -κατά τον ίδιο τον Μπρεχτ, ένα ανθρωπάκι που καμία σχέση δεν έχει με μεγάλο πολιτικό εγκληματία- να μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα ηγετικό, επιβλητικό που δημιουργεί έναν ασφυκτικό κόσμο πιστών γύρω του. Εξαπατά τα θύματά του, φτάνει να δολοφονήσει τον Εκδότη που απείλησε να δημοσιεύσει τις απάτες του, αλλά ακόμα κι έναν δικό του άνθρωπο, συνεργάτη του, που θεώρησε ότι δεν τον εξυπηρετεί πια.

Στις οδηγίες που αφήνει ο ίδιος ο Μπρεχτ για το ανέβασμα του έργου, κυριαρχεί η βασική «Υπόδειξη για την Παράσταση: Θα ήταν καλό… να αποφεύγεται η σκέτη παρωδία. Το κωμικό της υπόθεσης δεν πρέπει να εμφανίζεται δίχως το φρικιαστικό».

Το πέτυχε ακριβώς αυτό ο σκηνοθέτης Αρης Μπινιάρης στο Θέατρο ΑΡΚ. Δημιούργησε έναν κόσμο πολύ κοντά στο σήμερα, μέσα στον κόσμο του Μπρεχτ. Έναν κόσμο εμπνευσμένο, ένα ειρωνικό σχόλιο, ασφυκτικά σκοτεινό, ή ψυχρά φωτεινό (Κάλτσου) και πικρό, με έντονες γραμμές, με ρυθμό, σαν κόμικ. Οι κινήσεις των ηθοποιών μελετημένες, ενορχηστρωμένες (Χαρά Κότσαλη) εναρμονισμένες με στόχο να υπηρετούν αυτό το καταιγιστικό σύμπαν. Οι ήρωες, καρικατούρες του αιρετικού Μπρεχτ, εντάσσονται ακόμη και ενδυματολογικά (Π.Μέξης) στο απόλυτα αυστηρό  φρικιαστικό κωμικοτραγικό περιβάλλον.  Όπως το ζήτησε ο συγγραφέας ο Μπινιάρης δεν υποτίμησε το φρικιαστικό. Αντιθέτως, κατάφερε να μετατρέψει και τον θεατή μέρος της παράστασης.

Ο θεατής αναλαμβάνει ένα ρόλο, γίνεται το πλήθος. Έχει μπει στο σύμπαν αυτό οικειοθελώς, το επιζητά, μα όμως μέσα του το κατακρίνει. Ίσως να θέλει και να βγει από αυτό, μα όμως μένει, το στηρίζει και το υπονομεύει ταυτόχρονα.  Ο θεατής σχεδόν με το στόμα ανοιχτό, δεν μπορεί να αντιδράσει στον φρικιαστικό ρυθμό με τον οποίο απλώνεται το ναζιστικό μόρφωμα, στη διαρκή του αναμόρφωση, στην επιβλητικότητά του και ταυτόχρονα δεν αντιδρά βλέποντας  την αδυναμία όλων αυτών των «ισχυρών» με την κοινωνική «υπόληψη» που αίφνης έγιναν αδύναμοι και συνειδητοποίησαν ότι «δεν χρειαζόταν να αγοράσουν εκείνη την εξοχική έπαυλη» ούτε άλλα τέτοια…

Μαίρη Σάββα

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Εβδομάδα των Παθών με το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ στο Θέατρο ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ

Όταν πιστεύεις στη μαγεία της ζωής και δεν την βρίσκεις, την επινοείς. Άμα είσαι ικανός να την επινοήσεις, περνάς στο επόμενο βήμα: την μοιράζεσαι με τους γύρω σου. Και αίφνης, γίνεται πραγματικότητα! 

Δεν είναι πάντοτε ευανάγνωστο το υλικό που θα χρησιμοποιήσεις για να αναπλάσεις την πραγματικότητα. Μερικές φορές η πρόκληση θέλει την συνθήκη να είναι σκοτεινή, δυσχερής και άβολη. Μα ο σκηνοθέτης Σπύρος Κολιαβασίλης έβαλε ένα στοίχημα και το κέρδισε, με ένα έργο ηθογραφικό που έχει περάσει πλέον στο κλασσικό ρεπερτόριο, το "ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ" του Γρηγορίου Ξενόπουλου. 

Με σεβασμό στο κείμενο αλλά και επιχειρώντας ένα βήμα μετά απ' αυτό, μας έδωσε μια άλλη ανάγνωση, μια μετα-ανάγνωση όπως θα την αποκαλούσαν οι νεολογιστές των ημερών μας, μια σύγχρονη, καταιγιστική ανάγνωση και εν τέλει μια ανάγνωση μαγική, κατά πολύ πιο διαφορετική, από αυτό που ίσως περιμέναμε.

Στην σκηνή του θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ στο Μαρκόπουλο, η ιστορία του Ξενόπουλου στο ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ξεφεύγει από τον απλοϊκό χαρακτηρισμό του "ηθογραφήματος". Το σκηνικό της ελληνικής επαρχίας γίνεται τοπίο μεταφυσικό, ένα τοπίο που μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε στον πλανήτη, που μπορεί να κουμπώσει σε κάθε εποχή, σε οποιοδήποτε χρόνο και τόπο. Ήταν μυσταγωγία αυτό που απολαύσαμε στο Black Box του θεάτρου γιατί ξεφεύγει από τις σχέσεις των ηρώων και τις κοινωνικές παραδοχές της εποχής του και μεταλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου δράματος.  

Σε μια εξοχή κάπου στα Επτάνησα, στο σπίτι του Κωσταντή και της μάνας του της Μπάμπαινας, ξημερώνει Ψυχοσάββατο. Ο Ξενόπουλος χαρακτηρίζει το έργο «σύγχρονη τραγωδία, μονόπρακτη με Ιντερμέτζο». Είναι γραμμένο σε πρόζα, στη δημοτική και όπως φαίνεται από τον τίτλο παραπέμπει στις παραδοσιακές θρησκευτικές τελετουργίες και τα έθιμα που συνδέονται με τους νεκρούς. Νεκρή είναι η Ευμορφία. Η κόρη της Μπάμπαινας που αρρώστησε και πέθανε πριν από έξη μήνες. Η μάνα της θεωρεί ότι για το κακό αυτό, ευθύνεται και η νύφη της η Μαρία.

Στο πρόσωπο της γριάς Μπάμπαινας προσωποποιούνται οι κοινωνικές παραδόσεις στην πιο ακραία και συντηρητική τους μορφή. Σαν θεατής, νοιώθεις ότι έχει τη δύναμη να τους ακινητοποιεί όλους σε μια θέση -ακόμα κι εσένα- χωρίς να αφήνει ίχνος πρωτοβουλίας και κίνησης προς κάποια κατεύθυνση που αντιβαίνει στα κατεστημένα ήθη. Έχει το προνόμιο της σαρωτικής μητρικής οδύνης που σκεπάζει τα πάντα. Ο γιός της, δουλεύει στα χωράφια όλη μέρα κι όταν έρχεται ενσαρκώνει στο σπίτι την «αρχή». Τα πάντα πρέπει να είναι σε τάξη τη στιγμή που μπαίνει μέσα. Όλα είναι στο έλεος του άνδρα που καμιά φορά βρίσκει υπερβολική τη μάνα του η οποία κατηγορεί για όλα τη γυναίκα του, μα είναι ταυτόχρονα και σκεπτικός για τα λεγόμενά της. Η Μαρία υπακούει, αλλά είναι δυστυχής, βαρυγκωμάει. Είναι νέα γυναίκα και ψάχνει διεξόδους.

Η επίσκεψη του ξαδέλφου του Λίγερου γίνεται η αφορμή για να συναντηθούν με τη Μαρία και να κάνουν τον θεατή κοινωνό μιας σχέσης που είναι ενάντια στις κοινωνικές επιταγές. Στην αρχή ο Λίγερος είναι δισταχτικός στις πιέσεις της γυναίκας του ξαδέρφου του, όμως η βαθιά απόγνωσή της τελικά τον πείθει να την πάρει μαζί του σε άλλο χωριό. Ξαφνικά, η ροή της επικείμενης φυγής τους διακόπτεται από το ιντερμετζο των ψυχών που εμφανίζονται στην σκηνή και ξαφνιάζουν τη Μαρία, αποτρέποντάς την.


Είναι εκείνο το σημείο όπου ο ζωντανός κόσμος συνδέεται με το Επέκεινα. Είναι το σημείο όπου οι προσωπικές επιθυμίες του Λίγερου και της Μαρίας χάνουν τη διέξοδό τους από το ασφυκτικό πατριαρχικό περιβάλλον και ταυτόχρονα αναπτύσσεται ένας διάλογος με το πνεύμα της κόρης της Μπάμπαινας που ζητά δικαίωση και αλήθεια για το τί συνέβη εκείνη τη μοιραία νύχτα, την τελευταία της στη ζωή. Εδώ πλέον το έργο δεν είναι μια ηθογραφική περιγραφή. Ξεφεύγει από αυτό. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι ένας προβληματισμός, μια ανατροπή, δοσμένη με έναν τρόπο τρομακτικό μα και την ίδια στιγμή φιλικό, για τους θεατές του Black Box του θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ.

Το μεταφυσικό στοιχείο έρχεται ως από μηχανής θεός, ως λύση, όχι για να σώσει τους «παραβάτες» της κοινωνικής συνθήκης της εποχής -δεν απαλλάσσει τη Μαρία και τον Λίγερο από το βάρος της αμαρτίας τους- αλλά για να μιλήσει για ότι μεσολάβησε, να πει αλήθειες και να τους απαλλάξει από το φόβο. 

Το μεταφυσικό στοιχείο αιφνιδιάζει τη Μαρία και μας δίνει την εντύπωση ότι την τοποθετεί μπροστά σε έναν καθρέφτη. Ομολογεί την ευθύνη της για εκείνη τη νύχτα. Ο καθρέφτης μοιάζει να της διαμηνύει ότι η ζωή είναι άδικη μερικές φορές… Την αδικία την βιώνει κι εκείνη, την ξέρει καλά. Άλλωστε η αδικία που νοιώθει η ψυχή της νεκρής Ευμορφίας, δεν τελειώνει ποτέ. Είναι αιώνια. Είναι η ίδια αδικία που νοιώθει ο Αμλετ στον Σαίξπηρ, ή η Μήδεια στον Ευριπίδη. Είναι η ίδια αδικία που νοιώθουν οι ψυχές των 57 αδικοχαμένων επιβατών του τρένου στα Τέμπη… 

Το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ είναι το ενδέκατο έργο του Γρ.Ξενόπουλου (1867-1951). Δημοσιεύθηκε στον Β τόμο των θεατρικών έργων του το 1913,αφού είχε πρώτα παρασταθεί από το θίασο της Κυβέλης. 
  • Την Διασκευή/Σκηνοθεσία, έκανε ο Σπύρος Κολιαβασίλης 
  • Τα Σκηνικά/Κοστούμια, η Εύα Λυγνού 
  • Επιμέλεια Κίνησης, η Νερίνα Ζάρπα 
  • Μουσικός Σχεδιασμός, spiriK , αλφαβητικά εμφανίζονται:
  • Μπάμπαινα: Βίκυ Κολτσίδα 
  • Μαρία: Αντωνία Πίντζου 
  • Κωνσταντής: Θανάσης Τσόδουλος 
  • Λίγερος: Ανδρέας Βελέντζας 
  • Ευμορφία: Νανσυ Χρυσικοπούλου 
  • συμμετείχαν Ν.Ασαργιωτάκη, Π.Σουρμπατης, Μ.Κονιαρη, μέλη των θεατρικών εργαστηρίων του Θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ
Μαίρη Σάββα

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

DA, φως μέσα στο σκοτάδι

Μια τρυφερή, παντοτινά αντιθετική και ανθρώπινη ιστορία, περιγράφει το κλασσικό πλέον «DA» του ιρλανδού Hugh Leonard που παίζεται στο Θέατρο Ιλίσια, και μας επιστρέφει σε ένα σκηνικό σύμπαν που πάμε να ξεχάσουμε στις μέρες μας: Απλό, λιτό, στολισμένο με καλοσύνη, αγάπη και καλοφροντισμένους κήπους. Χωρίς άλλα φτιασίδια. Η παράσταση δεν σε βάζει να σκεφτείς περίτεχνα. Μάλλον υπερβολικά απλά, πράγμα που είναι επίσης ιδιαίτερα δύσκολο. Η αγάπη και η αφοσίωση είναι σταθερά ο αναμμένος φάρος που ρίχνει φως στο σκοτάδι και δείχνει το δρόμο στην καρδιά και στο μυαλό του απλού ανθρώπου, έτσι πορεύεται ο Da.
Με τον Γρηγόρη Βαλτινό στον εμβληματικό ρόλο του dad (του πατέρα) του καθοριστικού προσώπου για τον νεαρό Τσάρλι Ντάινα, το DA πριν ανεβεί στο Broadway όπου έγινε μεγάλη επιτυχία το 1978 συγκεντρώνοντας τέσσερα θεατρικά βραβεία, είχε ξεκινήσει δειλά από το Μέριλαντ. Ωστόσο η διάκριση του Drama Desk ως του καλύτερου νέου έργου, το Βραβείο Τony για το καλύτερο θεατρικό, το Βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης, καθώς και το Βραβείο Outer Critics για την καλύτερη παράσταση της Νέας Υόρκης, το έφερε μεγάλη επιτυχία που συνεχίσθηκε απρόσκοπτα για δυο-τρία χρόνια. Ο Τσάρλι Τάιναν, συγγραφέας, επιστρέφει στην Ιρλανδία από το Λονδίνο -όπου μένει με την οικογένειά του- με αφορμή το θάνατο του πατέρα του. Σε ένα άδειο φτωχικό σπίτι, μετά από τόσα χρόνια, συναντιέται με τις αναμνήσεις του. Δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να φύγει ξανά αμέσως, να ξεφύγει από την εστία στην οποία μεγάλωσε, όπως και όταν ήταν έφηβος. Στο μυαλό του ανασυστήνονται εικόνες του παρελθόντος και μαζί και τα κομμάτια μιας γενικά ήρεμης και ήσυχης οικογενειακής ζωής, στερημένης από μεγαλεία και πλούτη -άλλωστε βρισκόμαστε στο 1968 και η μεταπολεμική εποχή έχει αφήσει τα σημάδια της στην κοινωνία και τη χώρα- πλούσιας σε καθημερινές στιγμές και αγωνίες ενός έφηβου που ονειρεύεται. Ο Τσάρλι συναντά το παρελθόν του, τους γονείς του και μαζί και τον ίδιο τον έφηβο εαυτό του, τις αγωνίες του, τα διλήμματά του, τους πειρασμούς του. Το φανταστικό διασυνδέεται και ακολουθείται από το πραγματικό και τα δυό μαζί φτιάχνουν ένα μίγμα χρωμάτων και αντιθετικών στιγμών που διαγράφουν την πορεία του μικρού Τσάρλι, τον οποίο κάποτε το ζεύγος Τάιναν βρήκε στην πόρτα του σπιτιού και από τότε τον αγάπησαν και τον μεγάλωσαν μαζί χωρίς να του λείψει κάτι.
Ο Da δεν πρόσφερε στον κόσμο καμιά επιστημονική γνώση, καμιά ανακάλυψη, καμιά καινοτομία, ούτε έγινε διάσημος για κάτι. Ήταν όμως ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, σχεδόν ικανοποιημένος από τα λίγα που κέρδιζε κάνοντας κηπουρικές εργασίες στην περιοχή που ζούσαν. Είχε όμως μέσα του περίσσευμα καρδιάς και αγάπης, έβαζε παντού θετικό πρόσημο, δεν κρατούσε κακίες κι έβλεπε τον κόσμο μέσα από τον καθαρό φακό της ανθρώπινης απλότητας και του πηγαίου αυθορμητισμού. Για αυτό η γκρίνια της συζύγου για τα βρώμικα πουκάμισα, ή για το τσάι που διαδέχεται τα χαμόγελα και τα αστεία απέναντι στην απαιτητική κυρία της απέναντι βίλας που τον πληρώνει ψίχουλα για τα χρόνια που της δούλεψε ομορφαίνοντας τον κήπο και το σύμπαν γύρω του.

 

Γι αυτό και τα «χρώματα» «αλλάζουν» συνεχώς, ταυτόχρονα με το Φλας Μπακ ακόμη και αν δεν βλέπουμε τα περίτεχνα μηχανικά σκηνικά που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στην ίδια παράσταση στην Αθήνα, για να μας μεταφέρουν σε κήπους με πραγματικά πολύχρωμα λουλούδια με μυρωδιές, εντάσεις και υφέσεις, με εικόνες και εναλλαγές συναισθημάτων. Ο ψίθυρος, το γέλιο και το κλάμα, εναλλάσσονται κι εδώ σήμερα, καθώς το κείμενο παραμένει δυνατό και οι ερμηνείες δεν υπολείπονται σε τίποτε. Ο Da ζωντανεύει στα μάτια του Τσάρλι και στη σκηνή μπροστά μας για να μας θυμίσει τα αυτονόητα που ξεχνάμε. Να μας θυμίσει ότι ο άνθρωπος έχει το φως μέσα του. Έρχεται για να φωτίσει τα σκοτάδια των ημερών που διανύουμε δείχνοντας το δρόμο της αυτογνωσίας και υπενθυμίζοντας ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι σε αυτόν τον πλανήτη ένας Da γεμάτος αγάπη άδολη και χωρίς όρους, θα βρίσκεται κάπου εκεί τριγύρω, κοντά ή μακριά, για να μας δείχνει το δρόμο για καλύτερες ημέρες. Αξία ανεκτίμητη. Το έργο ανέβηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1979 και το 1980 με τον μοναδικό Μάνο Κατράκη, αλλά παίχτηκε με επιτυχία αργότερα (1997-1998) και με τον Γιώργο Μεσσάλα στο Μοντέρνο Θέατρο. Το κλασσικό επιτυχημένο boulevard ανήκει στην παλέτα του Γρηγόρη Βαλτινού, αλλά και του σκηνοθέτη Π.Ζούλια.. Παίζουν επίσης, οι Μ.Οικονόμου, Γ.Σουξές, Ν.Γιαννουδάκη, Στρ.Χατζησταματίου, Κ.Κλαψινού και Β.Παπαδημητρίου, ενώ η μουσική είναι πρωτότυπη και είναι της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. 
 Μαίρη Σάββα