Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Εβδομάδα των Παθών με το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ στο Θέατρο ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ

Όταν πιστεύεις στη μαγεία της ζωής και δεν την βρίσκεις, την επινοείς. Άμα είσαι ικανός να την επινοήσεις, περνάς στο επόμενο βήμα: την μοιράζεσαι με τους γύρω σου. Και αίφνης, γίνεται πραγματικότητα! 

Δεν είναι πάντοτε ευανάγνωστο το υλικό που θα χρησιμοποιήσεις για να αναπλάσεις την πραγματικότητα. Μερικές φορές η πρόκληση θέλει την συνθήκη να είναι σκοτεινή, δυσχερής και άβολη. Μα ο σκηνοθέτης Σπύρος Κολιαβασίλης έβαλε ένα στοίχημα και το κέρδισε, με ένα έργο ηθογραφικό που έχει περάσει πλέον στο κλασσικό ρεπερτόριο, το "ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ" του Γρηγορίου Ξενόπουλου. 

Με σεβασμό στο κείμενο αλλά και επιχειρώντας ένα βήμα μετά απ' αυτό, μας έδωσε μια άλλη ανάγνωση, μια μετα-ανάγνωση όπως θα την αποκαλούσαν οι νεολογιστές των ημερών μας, μια σύγχρονη, καταιγιστική ανάγνωση και εν τέλει μια ανάγνωση μαγική, κατά πολύ πιο διαφορετική, από αυτό που ίσως περιμέναμε.

Στην σκηνή του θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ στο Μαρκόπουλο, η ιστορία του Ξενόπουλου στο ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ξεφεύγει από τον απλοϊκό χαρακτηρισμό του "ηθογραφήματος". Το σκηνικό της ελληνικής επαρχίας γίνεται τοπίο μεταφυσικό, ένα τοπίο που μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε στον πλανήτη, που μπορεί να κουμπώσει σε κάθε εποχή, σε οποιοδήποτε χρόνο και τόπο. Ήταν μυσταγωγία αυτό που απολαύσαμε στο Black Box του θεάτρου γιατί ξεφεύγει από τις σχέσεις των ηρώων και τις κοινωνικές παραδοχές της εποχής του και μεταλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου δράματος.  

Σε μια εξοχή κάπου στα Επτάνησα, στο σπίτι του Κωσταντή και της μάνας του της Μπάμπαινας, ξημερώνει Ψυχοσάββατο. Ο Ξενόπουλος χαρακτηρίζει το έργο «σύγχρονη τραγωδία, μονόπρακτη με Ιντερμέτζο». Είναι γραμμένο σε πρόζα, στη δημοτική και όπως φαίνεται από τον τίτλο παραπέμπει στις παραδοσιακές θρησκευτικές τελετουργίες και τα έθιμα που συνδέονται με τους νεκρούς. Νεκρή είναι η Ευμορφία. Η κόρη της Μπάμπαινας που αρρώστησε και πέθανε πριν από έξη μήνες. Η μάνα της θεωρεί ότι για το κακό αυτό, ευθύνεται και η νύφη της η Μαρία.

Στο πρόσωπο της γριάς Μπάμπαινας προσωποποιούνται οι κοινωνικές παραδόσεις στην πιο ακραία και συντηρητική τους μορφή. Σαν θεατής, νοιώθεις ότι έχει τη δύναμη να τους ακινητοποιεί όλους σε μια θέση -ακόμα κι εσένα- χωρίς να αφήνει ίχνος πρωτοβουλίας και κίνησης προς κάποια κατεύθυνση που αντιβαίνει στα κατεστημένα ήθη. Έχει το προνόμιο της σαρωτικής μητρικής οδύνης που σκεπάζει τα πάντα. Ο γιός της, δουλεύει στα χωράφια όλη μέρα κι όταν έρχεται ενσαρκώνει στο σπίτι την «αρχή». Τα πάντα πρέπει να είναι σε τάξη τη στιγμή που μπαίνει μέσα. Όλα είναι στο έλεος του άνδρα που καμιά φορά βρίσκει υπερβολική τη μάνα του η οποία κατηγορεί για όλα τη γυναίκα του, μα είναι ταυτόχρονα και σκεπτικός για τα λεγόμενά της. Η Μαρία υπακούει, αλλά είναι δυστυχής, βαρυγκωμάει. Είναι νέα γυναίκα και ψάχνει διεξόδους.

Η επίσκεψη του ξαδέλφου του Λίγερου γίνεται η αφορμή για να συναντηθούν με τη Μαρία και να κάνουν τον θεατή κοινωνό μιας σχέσης που είναι ενάντια στις κοινωνικές επιταγές. Στην αρχή ο Λίγερος είναι δισταχτικός στις πιέσεις της γυναίκας του ξαδέρφου του, όμως η βαθιά απόγνωσή της τελικά τον πείθει να την πάρει μαζί του σε άλλο χωριό. Ξαφνικά, η ροή της επικείμενης φυγής τους διακόπτεται από το ιντερμετζο των ψυχών που εμφανίζονται στην σκηνή και ξαφνιάζουν τη Μαρία, αποτρέποντάς την.


Είναι εκείνο το σημείο όπου ο ζωντανός κόσμος συνδέεται με το Επέκεινα. Είναι το σημείο όπου οι προσωπικές επιθυμίες του Λίγερου και της Μαρίας χάνουν τη διέξοδό τους από το ασφυκτικό πατριαρχικό περιβάλλον και ταυτόχρονα αναπτύσσεται ένας διάλογος με το πνεύμα της κόρης της Μπάμπαινας που ζητά δικαίωση και αλήθεια για το τί συνέβη εκείνη τη μοιραία νύχτα, την τελευταία της στη ζωή. Εδώ πλέον το έργο δεν είναι μια ηθογραφική περιγραφή. Ξεφεύγει από αυτό. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι ένας προβληματισμός, μια ανατροπή, δοσμένη με έναν τρόπο τρομακτικό μα και την ίδια στιγμή φιλικό, για τους θεατές του Black Box του θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ.

Το μεταφυσικό στοιχείο έρχεται ως από μηχανής θεός, ως λύση, όχι για να σώσει τους «παραβάτες» της κοινωνικής συνθήκης της εποχής -δεν απαλλάσσει τη Μαρία και τον Λίγερο από το βάρος της αμαρτίας τους- αλλά για να μιλήσει για ότι μεσολάβησε, να πει αλήθειες και να τους απαλλάξει από το φόβο. 

Το μεταφυσικό στοιχείο αιφνιδιάζει τη Μαρία και μας δίνει την εντύπωση ότι την τοποθετεί μπροστά σε έναν καθρέφτη. Ομολογεί την ευθύνη της για εκείνη τη νύχτα. Ο καθρέφτης μοιάζει να της διαμηνύει ότι η ζωή είναι άδικη μερικές φορές… Την αδικία την βιώνει κι εκείνη, την ξέρει καλά. Άλλωστε η αδικία που νοιώθει η ψυχή της νεκρής Ευμορφίας, δεν τελειώνει ποτέ. Είναι αιώνια. Είναι η ίδια αδικία που νοιώθει ο Αμλετ στον Σαίξπηρ, ή η Μήδεια στον Ευριπίδη. Είναι η ίδια αδικία που νοιώθουν οι ψυχές των 57 αδικοχαμένων επιβατών του τρένου στα Τέμπη… 

Το ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ είναι το ενδέκατο έργο του Γρ.Ξενόπουλου (1867-1951). Δημοσιεύθηκε στον Β τόμο των θεατρικών έργων του το 1913,αφού είχε πρώτα παρασταθεί από το θίασο της Κυβέλης. 
  • Την Διασκευή/Σκηνοθεσία, έκανε ο Σπύρος Κολιαβασίλης 
  • Τα Σκηνικά/Κοστούμια, η Εύα Λυγνού 
  • Επιμέλεια Κίνησης, η Νερίνα Ζάρπα 
  • Μουσικός Σχεδιασμός, spiriK , αλφαβητικά εμφανίζονται:
  • Μπάμπαινα: Βίκυ Κολτσίδα 
  • Μαρία: Αντωνία Πίντζου 
  • Κωνσταντής: Θανάσης Τσόδουλος 
  • Λίγερος: Ανδρέας Βελέντζας 
  • Ευμορφία: Νανσυ Χρυσικοπούλου 
  • συμμετείχαν Ν.Ασαργιωτάκη, Π.Σουρμπατης, Μ.Κονιαρη, μέλη των θεατρικών εργαστηρίων του Θεάτρου ΠΕΡΙΑΚΤΟΙ
Μαίρη Σάββα

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

DA, φως μέσα στο σκοτάδι

Μια τρυφερή, παντοτινά αντιθετική και ανθρώπινη ιστορία, περιγράφει το κλασσικό πλέον «DA» του ιρλανδού Hugh Leonard που παίζεται στο Θέατρο Ιλίσια, και μας επιστρέφει σε ένα σκηνικό σύμπαν που πάμε να ξεχάσουμε στις μέρες μας: Απλό, λιτό, στολισμένο με καλοσύνη, αγάπη και καλοφροντισμένους κήπους. Χωρίς άλλα φτιασίδια. Η παράσταση δεν σε βάζει να σκεφτείς περίτεχνα. Μάλλον υπερβολικά απλά, πράγμα που είναι επίσης ιδιαίτερα δύσκολο. Η αγάπη και η αφοσίωση είναι σταθερά ο αναμμένος φάρος που ρίχνει φως στο σκοτάδι και δείχνει το δρόμο στην καρδιά και στο μυαλό του απλού ανθρώπου, έτσι πορεύεται ο Da.
Με τον Γρηγόρη Βαλτινό στον εμβληματικό ρόλο του dad (του πατέρα) του καθοριστικού προσώπου για τον νεαρό Τσάρλι Ντάινα, το DA πριν ανεβεί στο Broadway όπου έγινε μεγάλη επιτυχία το 1978 συγκεντρώνοντας τέσσερα θεατρικά βραβεία, είχε ξεκινήσει δειλά από το Μέριλαντ. Ωστόσο η διάκριση του Drama Desk ως του καλύτερου νέου έργου, το Βραβείο Τony για το καλύτερο θεατρικό, το Βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης, καθώς και το Βραβείο Outer Critics για την καλύτερη παράσταση της Νέας Υόρκης, το έφερε μεγάλη επιτυχία που συνεχίσθηκε απρόσκοπτα για δυο-τρία χρόνια. Ο Τσάρλι Τάιναν, συγγραφέας, επιστρέφει στην Ιρλανδία από το Λονδίνο -όπου μένει με την οικογένειά του- με αφορμή το θάνατο του πατέρα του. Σε ένα άδειο φτωχικό σπίτι, μετά από τόσα χρόνια, συναντιέται με τις αναμνήσεις του. Δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να φύγει ξανά αμέσως, να ξεφύγει από την εστία στην οποία μεγάλωσε, όπως και όταν ήταν έφηβος. Στο μυαλό του ανασυστήνονται εικόνες του παρελθόντος και μαζί και τα κομμάτια μιας γενικά ήρεμης και ήσυχης οικογενειακής ζωής, στερημένης από μεγαλεία και πλούτη -άλλωστε βρισκόμαστε στο 1968 και η μεταπολεμική εποχή έχει αφήσει τα σημάδια της στην κοινωνία και τη χώρα- πλούσιας σε καθημερινές στιγμές και αγωνίες ενός έφηβου που ονειρεύεται. Ο Τσάρλι συναντά το παρελθόν του, τους γονείς του και μαζί και τον ίδιο τον έφηβο εαυτό του, τις αγωνίες του, τα διλήμματά του, τους πειρασμούς του. Το φανταστικό διασυνδέεται και ακολουθείται από το πραγματικό και τα δυό μαζί φτιάχνουν ένα μίγμα χρωμάτων και αντιθετικών στιγμών που διαγράφουν την πορεία του μικρού Τσάρλι, τον οποίο κάποτε το ζεύγος Τάιναν βρήκε στην πόρτα του σπιτιού και από τότε τον αγάπησαν και τον μεγάλωσαν μαζί χωρίς να του λείψει κάτι.
Ο Da δεν πρόσφερε στον κόσμο καμιά επιστημονική γνώση, καμιά ανακάλυψη, καμιά καινοτομία, ούτε έγινε διάσημος για κάτι. Ήταν όμως ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, σχεδόν ικανοποιημένος από τα λίγα που κέρδιζε κάνοντας κηπουρικές εργασίες στην περιοχή που ζούσαν. Είχε όμως μέσα του περίσσευμα καρδιάς και αγάπης, έβαζε παντού θετικό πρόσημο, δεν κρατούσε κακίες κι έβλεπε τον κόσμο μέσα από τον καθαρό φακό της ανθρώπινης απλότητας και του πηγαίου αυθορμητισμού. Για αυτό η γκρίνια της συζύγου για τα βρώμικα πουκάμισα, ή για το τσάι που διαδέχεται τα χαμόγελα και τα αστεία απέναντι στην απαιτητική κυρία της απέναντι βίλας που τον πληρώνει ψίχουλα για τα χρόνια που της δούλεψε ομορφαίνοντας τον κήπο και το σύμπαν γύρω του.

 

Γι αυτό και τα «χρώματα» «αλλάζουν» συνεχώς, ταυτόχρονα με το Φλας Μπακ ακόμη και αν δεν βλέπουμε τα περίτεχνα μηχανικά σκηνικά που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στην ίδια παράσταση στην Αθήνα, για να μας μεταφέρουν σε κήπους με πραγματικά πολύχρωμα λουλούδια με μυρωδιές, εντάσεις και υφέσεις, με εικόνες και εναλλαγές συναισθημάτων. Ο ψίθυρος, το γέλιο και το κλάμα, εναλλάσσονται κι εδώ σήμερα, καθώς το κείμενο παραμένει δυνατό και οι ερμηνείες δεν υπολείπονται σε τίποτε. Ο Da ζωντανεύει στα μάτια του Τσάρλι και στη σκηνή μπροστά μας για να μας θυμίσει τα αυτονόητα που ξεχνάμε. Να μας θυμίσει ότι ο άνθρωπος έχει το φως μέσα του. Έρχεται για να φωτίσει τα σκοτάδια των ημερών που διανύουμε δείχνοντας το δρόμο της αυτογνωσίας και υπενθυμίζοντας ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι σε αυτόν τον πλανήτη ένας Da γεμάτος αγάπη άδολη και χωρίς όρους, θα βρίσκεται κάπου εκεί τριγύρω, κοντά ή μακριά, για να μας δείχνει το δρόμο για καλύτερες ημέρες. Αξία ανεκτίμητη. Το έργο ανέβηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1979 και το 1980 με τον μοναδικό Μάνο Κατράκη, αλλά παίχτηκε με επιτυχία αργότερα (1997-1998) και με τον Γιώργο Μεσσάλα στο Μοντέρνο Θέατρο. Το κλασσικό επιτυχημένο boulevard ανήκει στην παλέτα του Γρηγόρη Βαλτινού, αλλά και του σκηνοθέτη Π.Ζούλια.. Παίζουν επίσης, οι Μ.Οικονόμου, Γ.Σουξές, Ν.Γιαννουδάκη, Στρ.Χατζησταματίου, Κ.Κλαψινού και Β.Παπαδημητρίου, ενώ η μουσική είναι πρωτότυπη και είναι της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. 
 Μαίρη Σάββα