Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

ΒΗΣΘΑΒΕ, ένα ερωτογράφημα

Θα φαινόταν λογικό να ασχοληθώ με τις "Επικίνδυνες Μαγειρικές" του Ανδρέα Στάϊκου που μετά την κινηματογραφική τους εκδοχή, ανεβαίνουν φέτος και στο σανίδι, και τρόπον τινά υπήρξε κάποτε και βίωμά μου γιατί την εποχή που γραφόταν βρισκόμουν σε κάποιο διάλογο με τον θεατρικό συγγραφέα Ανδρέα Στάϊκο -θυμάμαι να το συζητούμε με την ολιγομελή μας ομάδα- όμως δεν το κάνω ακόμα. Δεν το τολμώ, αν και είναι της μόδας οι ιστορίες της γαστριμαργίας.  Όλα θέλουν το χρόνο τους.  Μπορεί να πέρασε αρκετός καιρός μα δεν το κάνω γιατί τα βιβλία δεν είναι εφημερίδα, δεν είναι κείμενα εφήμερα και αναλώσιμα, αυτό είναι το μότο μου, αφού ως δημοσιογράφος γνώρισα και έζησα πλάι-πλάι με το εφήμερο τόσα χρόνια και ως συγγραφέας και αναγνώστης μαζί, σέβομαι και βιώνω το διαρκές, το ακατάληκτο, το απέθαντο και το παντοτινό μερικές φορές, αν κανείς μπορεί τελικά να την ξεστομίσει αυτή τη λέξη.  
Επιλέγω λοιπόν να ασχοληθώ με την ΒΗΣΘΑΒΕ του Ανδρέα Στάϊκου, μια ιστορία γεμάτη χιούμορ, ερωτισμό κι ανατροπές που γράφτηκε παλιότερα.  Αφορά και αυτή το σύμπλεγμα και τα όρια μιας στενής σχέσης τριών προσώπων,  κι επικεντρώνεται σε αυτό το θανάσιμο παιχνίδι, το παιχνίδι του έρωτα που επιμένει να περνάει από τις επικίνδυνες σχέσεις ελέγχου, κυριαρχίας και εξουσίας στον σκοτεινό πυρήνα της σεξουαλικότητας του ανθρώπου. Πόσοι από τους γύρω σας βιώνουν έναν βαθύ ηδονικό έρωτα και δεν θέλουν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των καταστάσεων;  Πόσοι δεν αρνούνται την οδύνη και τον εξευτελισμό προκειμένου να φτάσουν στο τέλος της απόλυτης παράδοσης και εν τέλει και της παραφροσύνης;
Στο βιβλίο αυτό δρουν τρία πρόσωπα, ένας ευυπόληπτος γιατρός, ο Επαμεινώνδας Κωνσταντακόπουλος, μια σαγηνευτική γυναίκα η Λέιλα, και η «φιλήδονη» κόρη της -«ένα πλάσμα έξω από τα όρια και τους κανόνες της φύσεως και της κοινωνίας»- τα οποία συναντιούνται στον τόπο της ερωτικής απόλαυσης και μοιράζονται  συναισθήματα ακραία, την ηδονή και την οδύνη. Το δαιμονικό δίδυμο της μάνας και της κόρης παρασύρουν τον γιατρό σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι ακραίων ορέξεων που περνάει από τη γοητεία και τη μύηση, σε κάποιο σημείο ξεπερνάει τα όρια και φτάνει στην απόλυτη παράδοση, ακόμα και στον θάνατο.  
Φυσικά ο Ανδρέας Στάϊκος προωθεί την αφήγηση έντεχνα, μπορεί να μην είναι πρώτη φορά που ασχολείται με τη διακωμώδηση των ανθρωποφαγικών ορέξεων του έρωτα, ωστόσο με το βιβλίο αυτό δεν σε προϊδεάζει ότι οι ήρωες έχουν μύχια σχέδια, είναι προβληματικοί ή κάτι τέτοιο, και χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα, ένα παιχνίδι -για τον συγγραφέα εργαλείο καθοριστικό-  οργανώνει και προωθεί την αφήγηση και τη δράση.  Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα με κανόνες οι οποίοι δεν έχουν άλλο νόημα πέρα από αυτό που τους προσδίδει το ίδιο το παιχνίδι. Το πλαίσιό του μπορεί να είναι αυστηρό, τελετουργικό, αλλά συγχρόνως είναι ανοιχτό, απαιτεί τη φαντασία, την επινόηση, την προσποίηση, τη θεατρικότητα, τον ελιγμό. Αποβλέπει μόνον στην απόλαυση του παιχνιδιού και δεν υπηρετεί απολύτως κανέναν αλλότριο σκοπό. Η έκβασή του δεν είναι προκαθορισμένη για κανέναν και η μοναδική του προϋπόθεση είναι οι παίκτες να μοιράζονται την ίδια αντίληψη για τη σημασία του.
Η ειρωνεία που ποτίζει όλα τα στρώματα της αφήγησης, είναι απόλυτα συναρτημένη με το παιχνίδι. Κατ’ αρχάς το πεδίο της γλώσσας και του ύφους. Η δουλεμένη γλώσσα του Στάϊκου, που διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση της απλής καθαρεύουσας (η χρήση του πληθυντικού ακόμα και σε βίαιες ερωτικές σκηνές εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο και δηλώνει καταφανώς τις επιρροές και την καταγωγή του από τα γαλλικά ερωτογραφήματα) και δίνει στο αφήγημα μια εσάνς παλιομοδίτικη, κάτι από πατιναρισμένο έπιπλο σεκρετέρ μιας εποχής, μια γεύση από την καθαρεύουσα του Α. Εμπειρίκου στον Μεγάλο Ανατολικό, χαράζεται από την αιφνίδια ανάδυση λαϊκών εκφράσεων, με αποτέλεσμα το ειρωνικό παιχνίδι με τη γλώσσα και η σταθερή σκωπτική διάθεση, να είναι κύριο χαρακτηριστικό του ύφους.
Ωστόσο τα πρόσωπα, είναι περσόνες για θεατρικό, δεν έχουν το βάθος, την αδιαφάνεια και την αληθοφάνεια μυθιστορηματικών προσώπων. Είναι θεατρικοί χαρακτήρες που  υποδύονται τον ρόλο τους στο εσωτερικό του ερωτικού παιχνιδιού. Ο μόνος που διαθέτει κάποια εσωτερικότητα είναι ο γιατρός, ο οποίος αναστοχάζεται αυτά που του συμβαίνουν επαναλαμβάνοντας σπαραξικάρδιες κοινοτοπίες σχετικά με τον κυρίαρχο σεξουαλικό ρόλο των ανδρών, τον οποίον αντιπαραθέτει στην ταπείνωση και τον ευτελισμό που υφίσταται χάριν της ηδονής.  Πόσοι άνδρες άραγε σήμερα θα έβρισκαν τον εαυτό τους μέσα από μια τέτοια κάπως "ακατάλληλη δι ανηλίκους" παράσταση;
Όπως όλες οι ακραίες καταστάσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο μα και στα γραπτά, ενέχουν και το γλυκόπικρο στοιχείο.  Έχουν κάποια επίγευση γελοιότητας που μερικές φορές ανακατεύει το στομάχι του θεατή, ή του αναγνώστη.  Στο κλειστό σύμπαν που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, κάθε ψυχική εκδήλωση έχει ευθύς εξαρχής υπονομευθεί και αποδομηθεί από την ειρωνεία, έχει μετατραπεί σε στοιχείο καρναβαλικό. Εξαίρεση αποτελούν η ηδονή και η οδύνη, οι ποικίλες απολαύσεις της σάρκας, το φαγητό, ο καπνός και το αλκοόλ.
Στο κέντρο του αφηγήματος, συναντούμε την Βηθσαβεέ, που είναι η κινητήρια δύναμη που οργανώνει και σκηνοθετεί το ερωτικό παιχνίδι. Ένα κορίτσι αίνιγμα, «η μικρή θεά, θεά της νεότητας και θεά της αθωότητας», η δεκατριάχρονη καλλονή που θα παρασύρει τον Επαμεινώνδα στο παιχνίδι της ηδονής, της ταπείνωσης, και του θανάτου, φέρει το εμβληματικό όνομα "Βηθσαβέ".
Όνομα βιβλικό, όνομα μιας γυναίκας που η ομορφιά της μάγεψε τον Δαυίδ και τον οδήγησε στον φόνο. Από την ιστορία της πηγάζουν ένα σωρό άλλες ιστορίες, πανάρχαιες και σύγχρονες, που σίγουρα δεν αφορούν μόνον τον Δαυίδ και τις αμαρτίες του: Από τον εξώστη του παλατιού του «είδε γυναίκα λουομένην καλή τω είδει σφόδρα» (Βασιλειών Β’, ΙΑ). Έστειλε ανθρώπους του να τη φέρουν και «έλαβεν αυτήν, και εισήλθε προς αυτήν και εκοιμήθη μετ’ αυτής». Έδωσε εντολή να σκοτώσουν τον άνδρα της και την παντρεύτηκε. Η διπλή αμαρτία της μοιχείας και του φόνου είναι η αιτία των δεινών που υπέστη και της μακρόχρονης μετανοίας του, που μέρος της είναι η ποιητική δημιουργία των Ψαλμών.
Αλλά η Βηθσαβεέ δεν είναι μόνον πηγή λογοτεχνίας, είναι επίσης μητέρα του μεγάλου βασιλιά Σολομώντα και μακρινή πρόγονος του Ιησού Χριστού (Κατά Ματθαίον, 1, 6). Αναμφίβολα η ειρωνεία του Στάϊκου ανατρέπει αυτό το τρομερό πλαίσιο αναφοράς του ονόματος και το αντικαθιστά με μια διευκρίνιση της Λέιλας –«της θείας τσούλας»- που αφήνει τον Επαμεινώνδα άναυδο: «Ναι, είναι ένα όνομα κοινότοπο αλλά πραγματικά προτιμώ παρόμοια ονόματα παρά τα σπάνια και βαρύγδουπα ονόματα, όπως επισημαίνει με απόλυτη φυσικότατα η Λέιλα».
Τι είναι, λοιπόν, η Βηθσαβεέ, αυτό το θείο πλάσμα που στέκεται ακριβώς στο όριο, στο σύνορο που συγχρόνως χωρίζει και ενώνει το αθώο, αφελές, παιδί και τη φιλήδονη και ερωτικά πολυμήχανη γυναίκα; Έχω τη γνώμη ότι η Βηθσαβεέ είναι η θεά του παιχνιδιού, αυτή που δίνει στην ερωτική πράξη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού.
Στον κόσμο της, που είναι ο κόσμος του αφηγήματος, δεν υπάρχουν συναλλαγές, υπάρχουν μόνον δώρα που σου χαρίζουν, ή χαρίζεις εσύ. Αντιθέτως με όσα βλέπουμε στην καθημερινότητα, δεν υπάρχουν σχέσεις κυριαρχίας, ή εξουσίας, αλλά η ισότιμη συμμετοχή στο παιχνίδι και η δίκαιη διανομή της απόλαυσης. Η Βηθσαβεέ δεν ασκεί βία ή καταναγκασμό, θέλει απλώς να μοιραστεί εξίσου, σε ένα καθεστώς απόλυτης κοινοκτημοσύνης, τα αγαθά της ηδονής και της οδύνης. Όπως στο παιχνίδι δεν υπάρχει η αυστηρή διάκριση ενεργός/παθητικός, αλλά κάθε παίκτης, ανάλογα με τη φάση του παιχνιδιού, γίνεται διαδοχικά και ενεργός και παθητικός, το ίδιο και στον έρωτα οι ρόλοι διαδοχικά εναλλάσσονται. Αυτό που δεσπόζει είναι η απόλαυση και ο δίκαιος κανόνας της ισότιμης διανομής.
Ακόμα και στην τελευταία σκηνή, όταν η Βηθσαβεέ παίζει με τον ιατρό το θανάσιμο παιχνίδι της ερωτικής ρώσικης ρουλέτας, δεν επιβάλλει κάτι που αρνείται να επιβάλλει στον εαυτό της. Αντίθετα, αυτή δίνει πρώτη το παράδειγμα: «Θα ξεκινήσω εγώ, είπε η Βηθσαβεέ και με χέρι σταθερό βύθισε την κάννη του όπλου στο στενότατο άνοιγμα των εξαίσιων οπισθίων της». Αυτό το παιχνίδι της προσφέρει την ύψιστη ηδονή, «σπασμούς σπάνιας έντασης». Ο θανάσιμος κίνδυνος και η αποδοχή του ωθούν την απόλαυση στο απώτατο άκρο: «Και μέσα στον αλλόφρονα σπαραγμό της ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της σκανδάλης. Κάτι σαν ωκεάνιο κύμα κινήθηκε, μια παλίρροια». Αυτή την υπέρτατη ηδονή θέλει να μοιραστεί με τον σύντροφό της: «Τώρα, κύριε Επαμεινώνδα, η σειρά σας, μου είπε με τρεμάμενη από την ηδονή φωνή».
Αν πέρα από την ειρωνεία, που ανατρέπει τις κυρίαρχες αντιλήψεις και σαρκάζει τις κοινοτοπίες για τους ρόλους των δύο φύλων, υπάρχει ένα μάθημα που μας προτείνει ο Ανδρέας Στάϊκος, που μέσα και απο άλλα κείμενα, όπως "Τα Ατακτα Κορίτσια", έτσι και τώρα προτείνει την ανάλυση της φύσης του ερωτικού παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που μπορεί να είναι «θανάσιμο», γιατί όσο πιο βαθιά διεισδύει στην ύπαρξη των ανθρώπων, τόσο πιο αποτελεσματικά καταλύει τα δεδομένα και προχωρεί στην αποδόμηση των παραδοχών και των κεκτημένων, ενώ αφαιρεί κάθε νόημα απο τις "ταυτότητες" που συγκροτούν τον κοινωνικά διαμορφωμένο εαυτό τους.
Ο Ανδρέας Στάικος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης στο Παρίσι (Conservatoire National d’art dramatique). Είναι θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, πεζογράφος και μεταφραστής. Έχει γράψει και -συνήθως- σκηνοθετήσει τα έργα: "Δαίδαλος" (1971), "Κλυταιμνήστρα;" (1974), "Καρακορούμ" (1989), "1843" (1990), "Το μικρό δακτυλάκι της Ολυμπιάδος" (1992), "Φτερά στρουθοκαμήλου" (1994), "Το μήλον της Μήλου" (1996), "Η αυλαία πέφτει" (1999), "Αισχροτάτη Εριέττα" (2002), "Καπνοκράτωρ" (2005), "Ναπολεοντία" (2007), κ.ά. Μεταφραστής του Μολιέρου, του Μαριβώ, του Αλφρέ ντε Μυσσέ, του Λαμπίς, όπως και των "Επικίνδυνων σχέσεων" του Λακλό. Οι περισσότερες μεταφράσεις του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Άγρα". Το βιβλίο του "Επικίνδυνες μαγειρικές" ("Les liaisons culinaires"), το οποίο πρόσφατα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, μεταφράστηκε και εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες καθώς και στα ιαπωνικά. Κατά καιρούς έχει διδάξει στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου καθώς στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Συνεργάζεται με τα Εργαστήρια Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου επί σειρά ετών.