Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Οι βάλτοι πάντοτε έκρυβαν μυστικά


To βιβλίο «ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ» είναι από αυτά που σου δίνουν μια απότομη σπρωξιά για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Είναι μια ηχηρή υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστα δεμένος με τη φύση, με το ζωντανό σύμπαν μέσα στο οποίο γεννήθηκε, όσο κι αν το λησμόνησε με το πέρασμα του χρόνου.


Η ζωή και η ενηλικίωση μέσα στη φύση είναι άγρια, επώδυνη και την περιγράφει λεπτομερειακά η Delia Owens, η φυσιοδίφης που σήμερα κατηγορείται για εμπλοκή σε κάποιο φόνο, κάνοντας ακόμα πιο μυστηριώδη την παρουσία της στα ράφια...

Οι κριτικοί που είδαν το βιβλίο να παραμένει για σχεδόν τέσσερεις μήνες στην κορυφή της λίστας των Bestsellers της New York Times αποφάσισαν κάποια στιγμή να το αποκαθηλώσουν. Έτσι, μετά από τα εγκώμια άρχισαν οι γκρίνιες και οι «επεξηγήσεις» για την αδιανόητη πορεία αυτού του βιβλίου: ότι θα μπορούσε να είναι ένα κοινό ρομάντζο, ίσως στολισμένο με μια αστυνομική πινελιά σαν πολλά άλλα, αλλά οι ιδιαίτερες φυσιολατρικές περιγραφές της Owens δεν άφησαν να γίνει κάτι τέτοιο.

Στα βάθη του δάσους και στα υδάτινα σταυροδρόμια  της Βόρειας Καρολίνας όλα τα πλάσματα είναι άγρια.  Σαν αγρίμι είναι και το κορίτσι της ιστορίας, η Κάϊα. Το κορίτσι μεγαλώνει μόνο κι εγκαταλελειμμένο από την οικογένειά του σε ένα άθλιο καλύβι.

Ο αναγνώστης στην αρχή τείνει να την λυπηθεί, να την συμπονέσει γιατί μένει ορφανή, περιθωριοποιημένη, καταδικασμένη σε έναν πρωτόγονο τρόπο ζωής, βιώνοντας τις προκαταλήψεις και τον ρατσισμό της κοινωνίας του κοντινού μικρού χωριού κάπου το 1952. Όμως όχι. Η φύση συμπορεύεται με την άγρια ομορφιά της Κάϊα και με την δύναμή της να επιβιώσει. Η επιμονή είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, όπως είναι και κομμάτι της φύσης γύρω της.

Επικοινωνεί με τα ζώα γύρω της και με το σύμπαν που την περιβάλει. Η λιμνοθάλασσα και οι τεράστιες βαλτώδεις εκτάσεις, δεν της προκαλούν φόβο, είναι το περιβάλλον της, το σπίτι της, σημαίνουν γι’ αυτήν ασφάλεια και σιγουριά.  Εναρμονίζεται απόλυτα με το χώρο και δεν προσαρμόζει το χώρο στις ανάγκες της. Αφουγκράζεται τις αλλαγές στις εποχές, παρατηρεί κάθε φυσικό φαινόμενο, κάθε κίνηση και κάθε πορεία των οργανισμών που την περιβάλουν.  Κάποιοι απόκληροι γύρω-γύρω γίνονται ο περίγυρός της την εποχή που η Αμερική έχει απόλυτα διαχωρισμένη τη ζωή των εγχρώμων από τη ζωή των λευκών, ταπεινώνει τις γυναίκες και οριοθετεί τις κοινωνικές τάξεις. Η Κάϊα είναι λευκή, όμως δεν πηγαίνει στο σχολείο, έχει μια διαλυμένη οικογένεια, μεγαλώνει χωρίς την ανθρώπινη παρουσία, καταδικασμένη στην απόρριψη, την μητρική εγκατάλειψη, την κακοποίηση, την καχυποψία για κάθε τί που προέρχεται από τον «πολιτισμένο» κόσμο, αφού μόνο πόνο της προκαλεί.

Στο χωριό τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν για εκείνο το αγριοκόριτσο. Την «Πιτσιρίκα του Βάλτου» όπως της αποκαλούν, που τρέφεται με γογγύλια, ψάρια και μύδια από το βάλτο, που συμπεριφέρεται αλλόκοτα, που ξέρει να εξαφανίζεται όταν μυρίζεται κίνδυνο, όταν βλέπει από μακριά τις εφηβικές παρέες να βολτάρουν στις ακτές, ή όταν την αναζητούν οι κοινωνικές υπηρεσίες γιατί «πρέπει» να μεγαλώσει «σωστά».

Το βιβλίο αυτό είναι σχεδόν ένα μάθημα για το πώς είναι πλασμένος ο άνθρωπος, πώς είναι φτιαγμένος για να επιβιώνει στην αγκαλιά της φύσης, σαν ον ανεξάρτητο με πνεύμα ελεύθερο. Μοιάζει με ποίημα. Την νοιώθει την ποίηση παντού ο αναγνώστης.

Μπορεί η Κάϊα να είναι μόνη, αποξενωμένη -ορφανεμένη όχι από επιλογή αλλά γιατί εγκαταλείφθηκε στα έξι της χρόνια- και μπορεί να είναι αναγκασμένη να ψαρεύει και να σκάβει στις λάσπες για να βρει φαγητό, όμως η ενηλικίωση μέσα στη φύση την κάνει ευαίσθητη και σκληρή ταυτόχρονα, άφοβη απέναντι στη μοναξιά, επιφυλακτική ως προς τις συναναστροφές με τους ανθρώπους, αλλά με άσβεστη αγάπη για τα έμβια που την περιβάλουν.

Τα πλάσματα αυτά, μικρά ή μεγάλα, είναι ολόκληρος ο κόσμος της. Τα παρακολουθεί όλα και τα καταγράφει. Όλα τα όντα γύρω της. Ερευνά το πώς γεννιούνται, πώς ζουν, πώς πορεύονται στο φώς και στο σκοτάδι, πώς αναζητούν σύντροφο, πώς ζευγαρώνουν, πώς φέρονται όταν είναι ερωτευμένα, πώς μάχονται για την επιβίωση, πώς πέφτουν σε παγίδες, πώς πεθαίνουν.  Κάνει μια τεράστια συλλογή από δείγματα όλων των ειδών, από σπάνια κοχύλια και φτερά από πουλιά και καταγράφει με σημειώσεις κάθε μικρή λεπτομέρεια που τα αφορά.  Όλο αυτό γίνεται η περιουσία της και η προίκα της για τη ζωή.

Τα περίεργα πουλιά, τα έντομα, η αλμύρα, η άμμος, η μακρόστενη βάρκα της, το υγρό τοπίο του βάλτου, η φύση, είναι η ταυτότητά της, η γλώσσα της και η μάνα της.

Όταν ένας νεαρός από το χωριό γοητεύεται από την ομορφιά της ξεκινάει μια πλατωνική σχέση που έχει μέσα της όλα τα απαραίτητα συστατικά: Ο Τεϊτ νοιάζεται γι αυτήν, την φροντίζει, την προσέχει, μιλάνε για τη φύση και τα δώρα της, την μαθαίνει γραφή και ανάγνωση.  Αυτός γίνεται ολόκληρος ο κόσμος της. Ο κόσμος της που καταρρέει όταν εκείνος φεύγει για σπουδές και τον χάνει, παρά τις υποσχέσεις που της είχε δώσει ότι θα επιστρέφει συχνά για να βλέπονται.  Η απογοήτευση την σημαδεύει και την καθορίζει και στη συνέχεια της ζωής της. Η αγνή της καρδιά γίνεται κομμάτια.

Επιστρέφει απελπισμένη στην απόλυτη μοναξιά της. Διαβάζει ποίηση. Απαγγέλει στους γλάρους. Ο μόνος με τον οποίο ανταλλάσσει μία κουβέντα είναι ο Σάλτας με το μικρομάγαζο που προμηθεύει τους περαστικούς με βασικά αγαθά και βενζίνη για τις βάρκες. Η ύπαρξη του Σάλτα και της γυναίκας του στο βιβλίο είναι το πολιτικό σχόλιο της Owens ως προς την κατάσταση στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Είναι η εποχή όπου οι φτωχοί λευκοί μαστίζονταν από αλκοολισμό, από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, αναλφαβητισμό και μισαλλοδοξία.   Η εποχή που οι μαύροι ζουν ως παρίες της κοινωνίας. Ο Σάλτας είναι έγχρωμος, κάτοικος της περιοχής των εγχρώμων και οριακά αποδεκτός μιας και κάνει κάποια «δουλειά». Τη δουλειά αυτή όμως την κάνει έξω από το χωριό. Εκεί σε μια εσχατιά, πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα έχει «το μαγαζί» του.  Στον Σάλτα η Κάϊα πουλάει τα μύδια που ξεθάβει από το βάλτο κι έτσι επιβιώνει. Εκείνος την συμπονάει και τη βοηθά, έχουν μια ιδιαίτερη επικοινωνία, σαν οι απόκληροι να μιλούν δική τους γλώσσα.


Όμως η ανάγκη της νεαρής Κάϊα για επικοινωνία με τους ανθρώπους είναι ακατανίκητη.  Ο περιζήτητος γόης του χωριού Τσέις Αντριους, ομορφονιός και από εύπορη οικογένεια την περιτριγυρίζει και της προκαλεί πρωτόγνωρα συναισθήματα. Έχει την εντύπωση ότι ο Τσέις θα γίνει η αιτία να ξεφύγει από το βάλτο και να κάνει μια «κανονική» ζωή.  Απογοητεύεται για δεύτερη φορά.  Οι υποσχέσεις του ήταν κάλπικες.  Παντρεύεται κάποια άλλη, αλλά συνεχίζει να θέλει να την πλησιάζει.

Όταν ο Τσέις βρίσκεται νεκρός στο βάλτο τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή γιατί η Κάϊα είναι εύκολο να στοχοποιηθεί από το χωριό.  Όλα όσα ξέρει, τα έχει μάθει από τη φύση. Ξέρει να προστατεύεται, ξέρει να κάνει το θυμό της αποστροφή, ξέρει να παλεύει, αλλά παραμένει η «απόβλητη» κι εύκολα θα οδηγηθεί από το βάλτο της, στην παγωμένη αίθουσα ενός δικαστηρίου, κατηγορούμενη για έγκλημα.

Παραμένει ψύχραιμη, νοσταλγεί τη συλλογή της, τον βάλτο της, τα βρύα, τους γλάρους, το καλύβι της, ενώ ο χαμένος αδελφός της ο Τζόντι, έχει επανεμφανισθεί στη ζωή της.  Η ζωή κάνει τον κύκλο της και σε μια από αυτές τις επαναλαμβανόμενες περιστροφές ο Τέιτ, ο παιδικός της φίλος έχει επίσης επιστρέψει στη ζωή της. Του οφείλει πολλά και κυρίως το γεγονός ότι κατάφερε να διαβάζει και να γράφει. Να φθάσει να κάνει βιβλίο όλη της την αγάπη για τη φύση.  Να φθάσει να βάλει τις λέξεις της σε σειρά.

Η Owens δεν την παρουσιάζει παντοδύναμη. Δείχνει ένα κορίτσι με αδυναμίες.  Η γυναικεία της φύση πάντως παραμένει ως το τέλος με το παραπονιάρικο συναίσθημα της «εξαπάτησης» καθώς ο Τέιτ ήταν εκείνος που την είχε εγκαταλείψει πριν από χρόνια όταν γεμάτος όνειρα έφευγε για τις σπουδές του.  Όμως τα βιβλία που της έστελνε και ο χαρακτήρας που τη βοήθησε να γίνει έδειξαν στην Κάϊα ότι στα ανθρώπινα χαρίσματα που τόσο αγνοούσε μεγαλώνοντας, ανήκει και η συγχώρεση που μπορεί μια χαρά να συνταιριάξει με την επιμονή που είχε κληρονομήσει από τη φύση. Τα μαθήματα που έχει πάρει από τα πλάσματα της φύσης της είναι χρήσιμα σε όλη της τη ζωή. Το πώς τα θηλυκά έντομα σκοτώνουν τους εραστές τους, το πώς οι γλάροι κλαίνε όταν χάνουν τα μικρά τους, όλα έχουν μια εξήγηση, μια αναφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη, κι έναν ρυθμό, όπως τα ποιήματα.

Μαίρη Σάββα