Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Μυστικά: πράγματα ασύμβατα με τις αλήθειες

 

Τα μυστικά είναι πράγματα ασύμβατα με την ιδέα της «αλήθειας».  Φυσικά είναι ασύμβατα και με την ανθρώπινη ανάγκη να ειπωθούν, να κυκλοφορήσουν ανενόχλητα ανάμεσα τα μέλη μιας οικογένειας. Κι αν ένα μυστικό αποκαλυφθεί, πώς θα μπορούσε άραγε κάποιος να δώσει κανείς σαφείς και ξεκάθαρες απαντήσεις σε ένα παιδί που κλονίστηκε καθώς ανακάλυψε ένα οικογενειακό μυστικό, ότι το ίδιο «δεν φταίει» για ότι έχει συμβεί;


Διαβάζοντας το βιβλίο «Οικογενειακά μυστικά» του Serge Tisseron, του Γάλλου ψυχίατρου και ψυχαναλυτή, ένιωσα ότι τα μυστικά είναι πάντοτε αυτά που κάνουν τους ανθρώπους που δεν τα γνωρίζουν να νιώθουν ενοχές για κάποιου είδους ανεπάρκεια που υποτίθεται, ή αισθάνονται ότι έχουν.

Τα μυστικά μιας οικογένειας επηρεάζουν όχι μόνο μία, ούτε δύο, αλλά τρεις γενιές. Και τα συμπτώματά τους εκχωρούνται με έναν τρόπο μαγικό, ανεξήγητο και διαδοχικό σε αυτές τις τρεις γενιές, ακόμη και εάν η αλήθεια έχει χαθεί για πάντα στον χρόνο, ή οι νεκροί έχουν πια δικαιωθεί.

Η πρώτη γενιά είναι αυτή που βιώνει το μυστικό. Επειδή αδυνατεί να το συλλάβει, κάνει τη δεύτερη γενιά να συνεργήσει στην απώθηση και στη λήθη. Κι ύστερα, έρχεται η τρίτη γενιά να διεκδικήσει -αποστασιοποιημένη από την προστασία του χρόνου- αυτό που στερήθηκε.  Πάντα η ενέργεια που επενδύεται για να κρατηθεί σε απώθηση ένα μυστικό ξοδεύεται από άλλες ψυχικές δυνάμεις, καθώς η ενέργεια του ρέει.   Αυτήν την ενέργεια ένα παιδί την εισπράτει, τη νοιώθει, την κατανοεί, την διεκδικεί ή καμιά φορά νοιώθει ακόμη κι ένοχο αφού δεν μπορεί να βοηθήσει στην επανόρθωση ενός γεγονότος το οποίο ούτε καν γνωρίζει. Άλλες φορές πάλι ένα παιδί δεν μπορεί να ερμηνεύσει το τραύμα και καταφεύγει -χωρίς να γνωρίζει γιατί- σε συμπεριφορές ανοίκειες, χωρίς εξήγηση.

O Serge Tisseron ορίζει το μυστικό ως ένα γεγονός οικογενειακό που αφορά τη γέννηση και τον θάνατο. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι μυστικό είναι κάθε τι που δεν έχει ειπωθεί, άλλωστε αυτό θα ακουγόταν κάπως υπερφίαλο αφού δεν λέμε τα πάντα στους πάντες ανά πάσα στιγμή.   

Κάθε μυστικό μπορεί να μεταμορφωθεί σε πρόβλημα όταν απαγορεύεται να μαθευτεί, ή απαγορεύεται ακόμα και να σκεφτούμε για ποιο λόγο πρέπει να παραμείνει κρυφό.  Ήταν εντελώς απαγορευμένο για τον εξάδελφό μου να ρωτήσει και να μάθει γιατί η γιαγιά του απέφευγε να μιλήσει και δεν αναφερόταν ποτέ στον πατέρα της.  Πληροφορήθηκε μάλιστα έκπληκτος ότι ακόμα και τον άνδρα της -τον παππού του- δεν τον αναζήτησε ποτέ όταν και αυτός εξαφανίστηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου.  Αυτή η ομερτά είχε επιβληθεί ρητώς σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του εξάδελφου, με έναν τρόπο που δεν επέτρεπε διαρροές, ακόμα και στις περιπτώσεις που όλα τα παιδιά παίζαμε μαζί και πετάγαμε χαζές κι ανυποψίαστες ερωτήσεις για τους μεγαλύτερους, αφού όπως είναι γνωστό τα παιδιά δεν ασχολούνται μόνο με τις παρουσίες των άλλων μα και με τις απουσίες.

Τέτοιου είδους μυστικά βλέπουμε να φέρουν και οι ασθενείς στα ψυχαναλυτικά πλαίσια, ακόμη και όταν δεν μιλούν γι’ αυτά. Όπως λέει και ο Tisseron, μια γυναίκα φοβόταν να μείνει έγκυος. Ο πατέρας της έλεγε κάθε βράδυ όταν ήταν μικρή ένα παραμύθι για μια ομπρέλα που άνοιγε μέσα σε ένα σώμα και το σώμα πέθαινε. Κάθε βράδυ, αφού έφθανε στο τέλος αυτού του παραμυθιού, ο πατέρας αυτός δάκρυζε συγκινημένος. Το κορίτσι που αργότερα έγινε γυναίκα δεν είχε μάθει ποτέ ότι η γιαγιά της πέθανε στη γέννα κυοφορώντας τον πατέρα της. Έβλεπε όμως το κλάμα του πατέρα της κάθε βράδυ που της αφηγούνταν αυτό το παραμύθι. Αυτό για εκείνη ήταν μια ρωγμή, που της άνοιξε λίγο χώρο για να διακρίνει κάτι που όλοι της έκρυβαν. Και το έκανε σύμπτωμα. Φόβο για την κυοφορία· ένα φόβο που έγινε σιγά-σιγά τραύμα το οποίο της στέρησε τη δυνατότητα να γίνει μάνα.

Τα περισσότερα παιδιά που γεννήθηκαν από ερωτικές σχέσεις Γαλλίδων με Γερμανούς στρατιώτες στην κατοχή,  πίστευαν ότι ήταν καρποί βιασμών, ακριβώς εξαιτίας της σιωπής που κάλυπτε τη γέννησή τους.  Αυτό όμως είχε πολύ σοβαρότερη επίπτωση στην ανάπτυξή τους από όση θα μπορούσε να έχει η αλήθεια που θεωρήθηκε σκόπιμο να κρατηθεί μυστική «για το καλό τους».  Το ίδιο συνέβη με πολλά εβραιόπουλα, οι γονείς των οποίων έζησαν τη φρίκη στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: Βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα τείχος σιωπής με αντίστοιχες συνέπειες στην ψυχική τους ισορροπία.


Ο Serge Tisseron ασχολείται χρόνια με την παθολογία των μυστικών που μένουν ανείπωτα και επηρεάζουν τις επόμενες γενιές. Μετά από εμβριθή μελέτη στις εικονογραφημένες περιπέτειες του  Τεν-Τεν, κατάφερε να να αποκρυπτογραφήσει το οικογενειακό μυστικό του δημιουργού του Ερζέ, το οποίο τελικά προσπαθούσε να αφηγηθεί, μέσα από τις ιστορίες αυτού του ευάλωτου, περίεργου για όλα, αεικίνητου, λεπτεπίλεπτου και με ευάλωτο ψυχικό κόσμο ήρωα.  Ο πατέρας του Ερζέ ήταν εξώγαμο παιδί, και διοχέτευε στα σχέδιά του τα φαντάσματα του οικογενειακού του παρελθόντος τα οποία τον βασάνιζαν.


Ένα μυστικό -μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, μια εγκατάλειψη, μια αδήλωτη υιοθεσία, μια τραυματική εμπειρία βασανισμού, ή σεξουαλικής κακοποίησης- που παραμένει κρυμμένο, καθρεφτίζεται στην συμπεριφορά του γονιού που επηρεάζει την μετέπειτα ζωή και συμπεριφορά του παιδιού του, και αυτό με την σειρά του την συμπεριφορά του δικού του παιδιού. 

Το παιδί που δεν γνωρίζει το μυστικό, ούτε την φύση του, ούτε μερικές φορές την ύπαρξή του, με τις κεραίες του ενεργές ωστόσο λαμβάνει τα σήματα τα οποία εκπέμπονται από την έκφραση του προσώπου του γονιού και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος τραύματος.

Σε όλη τη ζωή του ο άνθρωπος καταβάλει προσπάθεια για να αυτονομηθεί.  Αμέσως μόλις αυτονομηθεί, η προσπάθειά του είναι να επανασυνδεθεί με μια σειρά από οικογενειακές ιστορίες και ζωές που βιώθηκαν.  Καθένας από εμάς κουβαλά το δικό του φορτίο.  Πολλές φορές όμως, όπως εξηγεί στο βιβλίο του ο Tisseron, δεν είναι μόνο δικό μας φορτίο άρα δεν το βλέπουμε και δεν το γνωρίζουμε. Όπως συνέβη στην πορεία του θρυλικού Τιτανικού προς το παγόβουνο, συχνά υπάρχουν βουνά που δεν διακρίνονται από τα μάτια του ανθρώπου.

Μαίρη Σάββα

 

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

Θρήνος και λήθη στην κρύπτη

 


Γράφει η Μαίρη Σάββα 

 

George Saunders «Λήθη και Λίνκολν», Μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ίκαρος, σελ. 472

 

Δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα το «Λήθη και Λίνκολν». Δεν εξιστορεί έναν κόσμο που γνωρίζουμε. Κινείται σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό, χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις. Πρόκειται για μια ιδιοφυή ιδέα, ένα διαλογικό κείμενο που ισορροπεί ανάμεσα στην κομεντί και το δράμα, μια έτοιμη θεατρική παράσταση που σε αιχμαλωτίζει αν καταφέρεις και εισέλθεις στα ενδότερά της. Ο George Saunders που τον ξέραμε ως διηγηματογράφο, σκάρωσε μια παράσταση που εξελίσσεται σε ένα σύμπαν στο οποίο όλοι εμείς δεν έχουμε ακόμη βρεθεί, με ζωντανούς διαλόγους και χαρακτήρες που κουβαλούν ο καθένας την ιστορία του. Το Booker Prize έκανε τη διαφορά φέτος με την επιλογή αυτή.

Θα ήταν πρακτικά δύσκολο και εξόχως αντι-οικονομικό να ανέβει στην πραγματικότητα μια τέτοια παράσταση, αφού συμμετέχουν 166 πρόσωπα! Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες είναι αξέχαστοι κι ας είναι τόσοι πολλοί, κι ας είναι οι ατάκες ορισμένων λιγοστές. Μερικοί είναι αθυρόστομοι, άλλοι προπέτες, άλλοι καλόψυχοι. Άλλοι πάλι είναι δειλοί, μικρόνοες και ζηλιάρηδες.  Όπως δηλαδή είναι αυτοί που μας περιβάλλουν στον κόσμο ετούτο της ύλης. Όλα κινούνται στο ακατέργαστο τοπίο της συνείδησης. Πέρα από τις επιμέρους ιστορίες, η κεντρική υπόθεση  βασίζεται στην πραγματικότητα. Αθέλητα, ή ηθελημένα, η υπόθεση αυτή, διαπερνά όλους τους χαρακτήρες που βλέπουν τους άλλους και τον εαυτό τους μέσα από το πρίσμα της.

Η πραγματικότητα έχει ως εξής: Το 1862, δύο χρόνια μετά την ανάδειξη του Abraham Lincoln στο αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ -και περίπου ένα χρόνο πριν υπογράψει το διάταγμα για την χειραφέτηση των αφροαμερικανών δούλων- ο Λίνκολν χάνει τον εντεκάχρονο γιο του από τυφοειδή πυρετό. Στο ξεκίνημά της η ασθένεια, είχε διαγνωσθεί ως ένα, ανάξιο λόγου κρύωμα. Όμως η πορεία έμελλε να είναι μοιραία. Συνέβη μια νύχτα που στο Προεδρικό Μέγαρο δινόταν μια μεγαλοπρεπής δεξίωση και ίσως αυτό ποτέ δεν το συγχώρεσε στον εαυτό του, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρονται στο βαθύ πόνο του και λένε ότι τις νύχτες ο Lincoln επισκέπτεται την κρύπτη, στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται η σωρός του αγαπημένου του παιδιού, για να πάρει στα χέρια του το άψυχο σώμα του. Η εικόνα του θρήνου, στην οποία βασίζεται η κεντρική ιστορία, διαπερνάει όλη την αφήγηση και στοιχειώνει προφανώς όχι μόνον τον συγγραφέα, αλλά και τον αναγνώστη του βιβλίου.

Οι αγωνία του Καζαντζάκη για το πού πάμε στη ζωή -τα γιατί και τα πώς που τριγυρίζουν τον θάνατο- έγινε η κυρίαρχη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό, με την ανάγνωση της ιστορίας του Saunders. Ο αμερικανός συγγραφέας περιγράφει τις στιγμές του Λίνκολν μέσα στην κρύπτη, μέσα από τους διαλόγους που κάνουν οι άλλοι… οι “γείτονες” της περιοχής, δηλαδή τα φαντάσματα των ψυχών που κατοικούν τριγύρω, εκεί που τώρα αφήνει πλέον τον εντεκάχρονο γιο του. Η ύλη είναι εντελώς απούσα από την ιστορία αυτή, όμως το κείμενο είναι απόλυτα πολυφωνικό! Μιλούν οι ψυχές και οι συνειδήσεις και με κεντρικούς ήρωες τον Χανς Βόλμαν  ο οποίος έχασε τη ζωή του αμέσως μετά το γάμο του με μια πολύ νεώτερή του κοπέλα, τον Ρότζερ Μπέβινς, έναν δυστυχή ομοφυλόφιλο ο οποίος αυτοκτόνησε επειδή ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος και τον Αιδεσιμότατο Εβερλυ Τόμας που θυμούνται τη ζωή τους, σχολιάζουν, αναπολούν τις τελευταίες στιγμές τους στον γήινο κόσμο μέσα σε κάτι “αρρωστόκουτα” και αρνούνται να δεχθούν ότι πλέον βρίσκονται εκεί, χωρίς σώματα, μόνο πνεύματα. Βεβαίως από τη νύχτα αυτή και μετά, μαζί τους θα είναι και ο εντεκάχρονος Γουίλι. Η ψυχή του Γουίλι όμως δεν μπορεί να τους ακολουθήσει αυτόματα. Δεν είναι ελεύθερη ακόμα.  Αναμένει εκεί και προσδοκά να επιστρέψει. Βρίσκεται μέσα στο σώμα του παιδιού το οποίο ο πατέρας δεν θέλει να εγκαταλείψει.

Όλοι σε αυτήν την “περίεργη” γειτονιά θέλουν μια επαφή με τον Γουίλι, με τον αυθορμητισμό, την εξυπνάδα και την καλοσύνη του, με τον άδολο τρόπο του. Όλοι θέλουν να τον πάρουν υπό την προστασία τους. Όμως ο θρήνος του Abraham Lincoln δεν τον αφήνει να φύγει μακριά του. Κρατάει τα βράδια το σώμα του σφιχτά και η ψυχή του δυσκολεύεται να αποχωρήσει. Ο Πρόεδρος Λίνκολν παλεύει με την ρημαγμένη ψυχή  του αυτές τις ώρες. Από τη μια έχασε το γιο του κι από την άλλη τίποτε δεν φαίνεται να πηγαίνει καλά, ο εμφύλιος στη χώρα του μαίνεται, οι νεκροί έχουν περάσει το ένα εκατομμύριο και οι καταστροφές είναι τεράστιες.

 

George Saunders

 

Τόσες ιστορίες λέγονται εκεί τα βράδια στην κρύπτη γύρω του, χωρίς εκείνος να τις ακούει. Τις γνωρίζει όμως καλά μέσα του, ταλανίζουν το μυαλό του και τη σκέψη του καθημερινά, μα δεν μπορεί να δώσει λύσεις. Τόσες πραγματικότητες γύρω του σκοτεινές και πονεμένες με θύματα, με οικογένειες που διαλύονται, με περιουσίες που χάνονται, με προδοσίες και αίμα. Ο συγγραφέας δεν επιλέγει να δαπανήσει πολύ μελάνι για τα έργα και τις ημέρες του Λίνκολν και τα δεδομένα του Αμερικανικού Εμφυλίου. Κινείται περισσότερο στο χώρο των συναισθημάτων και της συνείδησης. Και καθώς τα πτώματα συσσωρεύονται στην αμερικανική γη, πλανάται το ερώτημα εάν ο Πρόεδρος της χώρας μπορεί τώρα πια να καταφέρει να αντιμετωπίσει τα δεινά και τις συνέπειες του Εμφυλίου, έχοντας στην ψυχή του το βάρος της απώλειας του μικρού Γουίλι.

Ο Saunders βρήκε τον τρόπο να κάνει “πολυφωνική” -όπως αρμόζει σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες- μια ιστορία που εκ των πραγμάτων διαθέτει πολύ προσωπικό τόνο. Συνδέει με το δικό του υποχθόνιο τρόπο, το προσωπικό δράμα του Προέδρου Λίνκολν με τις ιστορίες ανθρώπων απλών που πέρασαν στην αιωνιότητα αλλά οι φωνές τους ανεβαίνουν πάνω από το χώμα που τους σκέπασε για να μην ξεχαστούν, να μην περάσουν στη Λήθη.

Πέρα όμως από την ισορροπία που επιχειρεί ανάμεσα στους δυο κόσμους, πετυχαίνει και κάτι ακόμη ο αγαπημένος διηγηματογράφος. Δίνει στην όλη φάρσα έναν τόνο σοβαρό!  Ο άνθρωπος πάντοτε ήθελε να γνωρίζει το παρακάτω. Την προοπτική. Πασπαλίζοντας με χιούμορ αλλά και καυστικότητα τους διαλόγους των ψυχών, ωθεί τον αναγνώστη να πάει παρακάτω, να σκαλίσει και να ψάξει για το τί υπάρχει “μετά”. Ύστερα, στηρίζει τα λεγόμενα των φαντασμάτων του με ένα σωρό τίτλους από βιβλιογραφία και επιστολές, πολλές από τις οποίες δεν μπορεί παρά να είναι γέννημα της φαντασίας του. Τι άλλο μπορεί να είναι όλο αυτό το κόλπο, από μαστοριά γραφής και δημιουργικότητα του νού;

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης.  Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο.  Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες.   Για  να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά.  

Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Τι ωραίο πλιάτσικο συνεπάγονται οι εποχές της κρίσης !

 

Τζόναθαν Κόου «Τι ωραίο πλιάτσικο!», Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις, 2001, σελ. 525

 

Το βιβλίο του Τζόναθαν Κόου, έμεινε κλασσικό, σαν λεπτομερειακός ζωγραφικός πίνακας, ή σαν φωτογραφία μιας κουρασμένης γυναίκας, με χαρακτηριστικά που επιδεικνύουν την αριστοκρατική της ομορφιά. Mια γυναίκα που αντιπροσωπεύει μια χώρα, η οποία βρίσκεται στον απόηχο της τραγικής εδαφικής και οικονομικής αυτοκρατορίας της που πιθανότατα έχει καταρρεύσει, αλλά η ίδια δεν φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει.  Δείχνει να γερνάει και νοιώθει τα πρώτα συμπτώματα κάποιας χρόνιας αρρώστιας και συνάμα έναν βαρύ πονοκέφαλο και κάτι σαν ακούσιο τρέμουλο στα πόδια και στα χέρια.

Μια χώρα, μια Αγγλία, απλωμένη σε αποικίες και προτεκτοράτα  γεμάτα εργατικά χέρια που κινούνται συνεχώς για να γυαλίζουν τους καθρέπτες της ματαιόδοξης αριστοκρατίας της.  Μια Αγγλία που καταδυναστεύει ένα μεγάλο κομμάτι της Βόρειας Ιρλανδίας, που καταπιέζει τους Καθολικούς, που καταπνίγει τις λαϊκές εξεγέρσεις των ανθρακωρύχων, των εργατών των σιδηροδρόμων και των ναυτεργατών, που ενισχύει τον πλούτο και χαϊδεύει τους αλαζόνες λειτουργούς του για να γίνονται ολοένα και πιο ανάλγητοι.

Συχνά η ύπαρξη του πλούτου, συνεπάγεται και πλιάτσικο. Πλιάτσικο σημαίνει  λεηλασία και αρπαγή.  Σε καταστάσεις πλούτου, εμφανίζονται και κάποιοι που αφαιρούν κάτι που δεν τους ανήκει από κάποιον άλλο. Πραγματικά είναι πρωτότυπος ο τίτλος του βιβλίου του Τζόναθαν Κόου είναι “What a Carve Up» (Τί ωραίο πλιάτσικο) όρος που στα ελληνικά σημαίνει «η δια τεχνικών μεθοδεύσεων απόρριψη, περιθωριοποίηση ή κατακρεούργηση».

Φαίνεται πολύ ιδιαίτερος ο όρος, θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει προκλητικό ή και αδόκιμο, μα όσο o αναγνώστης προχωρεί στην ανάγνωση κατανοεί, συμπάσχει με τον συγγραφέα κι επιβεβαιώνει ότι η Θάτσερ, λειτούργησε για την Βρετανία όπως περίπου λειτούργησε ο Χίτλερ για την Γερμανία.  Επούλωσε φαινομενικά το πληγωμένο εθνικό και κοινωνικό γόητρο μιας κυρίαρχης αυτοκρατορίας που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη και καθόριζε τις τύχες του κόσμου, όταν ξαφνικά βρέθηκε να πρέπει να απωλέσει ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών της προνομίων, καθώς και του είδους της εδαφικής της επικυριαρχίας. Μια τεράστια δύναμη, αδιάλλακτη και σκωπτική απέναντι στα νεωτεριστικά ρεύματα, περιθωριοποίησε τη διαφορετικότητα (κίνημα του Punk κλπ) στην τέχνη και την νεολαία, κέρδισε έναν πόλεμο (στα νησιά Φώκλαντ), κατασκεύασε εχθρούς (Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ) συμμετέχοντας σε καταιγιστικές νίκες δήθεν κατά της τρομοκρατίας….  Στην ουσία από την άλλη πλευρά, στην νέα τάξη πραγμάτων η χώρα δεν βρέθηκε χαμένη, έκανε τις συμμαχίες της, εδραίωσε τη νέα θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, όμως ο κόσμος και οι τάξεις που χαρακτηρίζονται από μεσοαστική και πάνω, ένιωσαν να τραυματίζονται βαθιά και να υποβαθμίζονται, ενώ τα κατώτατα στρώματα συνέχισαν να υφίστανται κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση.

Ο Κόου στήνει τεχνηέντως ένα σκηνικό ευμάρειας και δυσωδίας, εύστοχα, οδηγώντας το μυαλό του αναγνώστη να θυμηθεί πολλές αντίστοιχες καταστάσεις στον πλανήτη όπου πάνω-κάτω η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια εργαλεία, με παρόμοιους πρωταγωνιστές:  Το θέμα του Αφγανιστάν, ο Σαντάμ και το Ιράκ, ο Πόλεμος στον Αραβικό Κόλπο, το πετρελαϊκό ζήτημα, οι τρελές αγελάδες και ο πανικός της Ευρώπης, ο Πινοσέτ στη Χιλή,  τα ξεπουλημένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι λειτουργοί τους, τα συμφέροντα, τα μεταλλαγμένα προϊόντα, η κατάσταση στη Συρία, το Κουρδικό και οι τούρκοι…

Στις σελίδες και στους χαρακτήρες του «Πλιάτσικου» μερικές φορές νομίζεις ότι βλέπεις κωμική ταινία, με τα κατορθώματα του Μιστερ Μπιν ή καλύτερα του Μπένι Χιλ, που ταιριάζει καλύτερα στην εποχή. Το έργο επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος-πολίτης μεταβάλλεται σε ένα αντικείμενο που ζει και υπάρχει προκειμένου να τροφοδοτείται το κεφάλαιο.

Όλα αυτά τα λέει όμορφα και απλά με τη φωνή μιας μισότρελης γηραιάς γεροντοκόρης που υποπτεύεται με αστυνομικό δαιμόνιο ποιος σχεδίασε την δολοφονία του αγαπημένου της αδελφού. Το στοιχείο αυτό κάνει την υπόθεση να μοιάζει με αστυνομικό θρίλερ και μάλιστα εξελίσσεται ως τέτοιο θυμίζοντας τεχνικές της Agatha Cristie. Η ιστορία ακολουθεί την πορεία της οικογένειας Γουίνσο από το Νοέμβρη του 1942, όταν ένα αεροπλάνο της ΡΑΦ, στο οποίο είναι πιλότος, καταρρίπτεται από τους Γερμανούς.  Η κάπως «διαταραγμένη» γηραιά αδελφή του εκλιπόντος, η Τάμπιθα, σε προχωρημένη ηλικία, προσλαμβάνει τον αφηγητή-συγγραφέα Μάικλ Όουεν να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν απέχουν πολύ από τα αντίστοιχα μιας μαφιόζικης Σιτσιλιάνικης συμμορίας.

Ο Όουεν αρχικά καταπιάνεται με ενθουσιασμό, μετά πέφτει σε κατάθλιψη και ξεχνά το βιβλίο, μέχρι να τον βγάλει από το βύθισμα η όμορφη γειτόνισσά του δέκα χρόνια μετά. Έτσι γνωρίζει μια σειρά από χαρακτήρες που βγήκαν από τη Δυναστεία…

Κάπου εκεί στην καρδιά του καπιταλισμού, στο Σίτι, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όπου υπάρχει οσμή σκανδάλου, όπου εντοπισθεί ύποπτη μεθόδευση ή δολιοφθορά, όποιος θάνατος ή φόνος δεν μοιάζει και τόσο αθώος, κάποιος από τους Γουίνσο βρίσκεται πίσω. Κάποιος πουλάει, κάποιος αγοράζει, κάποιος μεσιτεύει περιουσίες, επιχειρήσεις, ζωές, με αποτέλεσμα να παραπλανεί με τα τερτίπια του την κοινή γνώμη και να καταχράται δημόσια κοινωνικά αγαθά μέσω άστοχων ιδιωτικοποιήσεων, ή αναποτελεσματικών συγχωνεύσεων.  «Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».

 

Jonathan Coe

 

Mε μαστοριά επιλέγει τον τρόπο ο συγγραφέας να αναδείξει πώς κάθε νέα γενιά Γουίνσο περνά από το στάδιο της αφέλειας στο στάδιο της ένοχης πονηρής συνενοχής.  Στα ημερολόγια του Χένρι ο αναγνώστης αναγνωρίζει το πέρασμα από την ανέμελη εφηβεία στο στάδιο της μύησης στην τάξη και την οικογένεια. Εντάσσεται στον στρατό αλλά όχι με τον τρόπο που το βίωσαν οι προγονοί του. Δεν είναι ο στρατός που πολεμά στα χαρακώματα, είναι ένας άλλος στρατός, που καθορίζει τα πάντα, απλά γιατί μπορεί να το κάνει. Ανενδοίαστα.

Το στοιχείο του ιδιαίτερου, απαράμιλλου βρετανικού χιούμορ ελλοχεύει παντού. Δεν ξέρεις ποτέ αν ο ήρωας που λέει την χιουμοριστική ατάκα, την λέει γιατί είναι σε καλά κέφια, γιατί βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, ή γιατί είναι βαθιά κατηφής! Και αυτό είναι ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του Τζόναθαν Κόου που σε κάτι τέτοιες κορυφαία αναγνωστικές στιγμές αποδεικνύει την βαθιά γνώση της Ιστορίας και την απόλυτη κομψότητα της γραφής του.

Βρισκόμαστε στα 1990,  μαίνεται ο Πόλεμος στον Κόλπο ενώ ο κιτρινισμός έχει γίνει ταυτόσημο με τα βρετανικά ΜΜΕ, το Κοινοβούλιο ψηφίζει αντιλαϊκούς και κατασταλτικούς νόμους, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποσαθρώνεται, η δημόσια υγεία απειλείται από την σύγχρονη αγροχημική βιομηχανία, όλη η μεταπολεμική Ιστορία της Βρετανίας ξεδιπλώνεται εδώ παράλληλα με την ιστορία μιας δυναστείας εγκληματιών με κύρος, βασισμένο σε κάθε λογής απάτες, πλαστογραφίες, ληστείες, κλοπές, παράνομες ενέργειες.

Το πατρικό σπίτι της οικογένειας είναι οι Πύργοι των Γουίνσο, σκαρφαλωμένοι στην κορυφή ενός ψηλού απειλητικού λόφου στην Μεσαγγλία όπου λαμβάνουν χώρα σκηνές τρόμου. Το τοπίο είναι σκοτεινό, γοτθικό και οι χαρακτήρες τρομακτικοί, ακόμα και οι νεότεροι. Οι νεότεροι, οι οποίοι ειδικεύονται ο καθένας και σε ένα διαφορετικό τομέα εκμετάλλευσης του κόσμου, μας φαίνονται πιά σχεδόν γνώριμοι: Ο Τόμας είναι από τα ισχυρότερα μέλη του τραπεζικού κατεστημένου και προωθεί δάνεια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Κουβέιτ. Ο Μαρκ, εξάδελφός του και φίλος του Σαντάμ, ασχολείται με το εμπόριο όπλων στη Μέση Ανατολή. Ο Χένρι ο αδελφός του, είναι ένας από τους πιο φιλόδοξους Εργατικούς βουλευτές της γενιάς του, ο οποίος γρήγορα ανακαλύπτει ότι το μέλλον του είναι κοντά στην Margaret Thatcher και στους Torries. Η Χίλαρι είναι μια ακριβοπληρωμένη βεντέτα των ΜΜΕ που προωθεί συμφέροντα. Ο αδελφός της Ρόντι, ασχολείται με το εμπόριο έργων τέχνης χωρίς φυσικά να ενδιαφέρεται για την τέχνη και τέλος η Ντόροθι έχει χτίσει μια βιομηχανία εκτροφής ζώων με μεθόδους επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Με λίγα λόγια όλη η μεταπολεμική ιστορία της Βρετανίας περνάει από τις σελίδες του βιβλίου, γι αυτό και όλα τα ερωτήματα στο τέλος έχουν την απάντησή τους, όλα τα μυστήρια, έχουν μια εξήγηση, ακόμη και το γιατί ο πραγματικός ήρωας, ο αφηγητής που ζει μοναχικά μπλεγμένος με τις φαντασιώσεις του -ένας απλός τύπος που μοιάζει να ξέφυγε από άλλη ιστορία- είναι τελικά αυτός που δένει αυτό το σύνολο.  Δεν θα αποκαλύψω το γιατί.

Δεν είναι λίγοι βέβαια οι συγγραφείς που αμφισβήτησαν την ένδοξη βρετανική παράδοση και βοήθησαν στην απομυθοποίηση του αυτοκρατορικού μεγαλείου, περιγράφοντας στα βιβλία και στις ταινίες τους την πορεία της παρακμάζουσας αστικής τάξης. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται οι βασικές πηγές του έργου και είναι σαφές ότι ο Jonathan Kow δεν βασίσθηκε απλώς στο αισθητήριό του αλλά σε βαθιά γνώση των πραγμάτων.  Άλλωστε και ο ίδιος υπήρξε ένα παιδί της καλής βρετανικής κοινωνίας, σπουδαγμένος στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ και μάλλον γνωρίζει πολύ καλά τί μπορεί να συμβαίνει πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας.

Πιστός σε μια κλασσική συνταγή, ο Kow συνοδεύει κάθε ενέργεια των ηρώων του με κάποια συνέπεια σε ατομικό, οικογενειακό ή συλλογικό επίπεδο.  Η αλαζονεία και η απληστία στους κύκλους των επιχειρήσεων, της αριστοκρατίας και της πολιτικής, δημιουργεί ασφυξία.

Το μυθιστόρημα παραμένει καυτό, επίκαιρο και ζωντανό, παρά το γεγονός ότι έχει γραφτεί πάνω από δυο δεκαετίες πίσω, κυρίως γιατί αφορά το πρόσφατο παρελθόν μας.  Είναι μια αιματηρή κριτική σε βάθος για το πώς ο καπιταλισμός ρίζωσε στα μυαλά των ευρωπαίων πολιτικών και πώς ύστερα μεταλλάχθηκε σε κάτι άλλο που ήρθε να ευαγγελισθεί την «λύτρωση»  της ευρωπαϊκής σκέψης από τις παλιές πρακτικές, μεταμορφωμένο με τον μανδύα του «νεοφιλελευθερισμού» ως εκ τούτου απόλυτα παραπλανητικό ακόμη και σήμερα  στις μέρες μας, στις μέρες του Brexit, μιας κατάστασης όλοι απεύχονταν…


απο την Μαίρη Σάββα

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης.  Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο.  Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες.   Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει βραβευθεί και συμμετάσχει με διηγήματα, σε συλλογικά έργα.  Επίσης, έχει δημοσιεύσει μερικές δικές της ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους: