Η ιστορία αφορά τη σύγκρουση ζωής και τέχνης. Ποιος αντιλέγει; Τα γεγονότα πάντοτε αφήνουν τα ίχνη τους πάνω στην τέχνη. Η ιστορία λοιπόν παρουσιάζει από τη μια πλευρά τη δύναμη, την υψηλή αδρεναλίνη και το θάρρος, κι από την άλλη τη δειλία, τον αναγκαστικό συμβιβασμό, την ταπείνωση και τον πόνο που την συνοδεύει. Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Ντμιτρι Σοστακόβιτς και στη σχέση του με το σταλινικό καθεστώς.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τζούλιαν Μπαρνς ασχολείται με βιογραφίες μεγάλων προσωπικοτήτων. Το είχε κάνει στο αξέχαστο "Παπαγάλο του Φλωμπέρ" όπου μας εντυπωσίασε με διάφορα περιστατικά από τη ζωή του Γκυστάβ Φλωμπέρ, αποκαλύπτοντας την υποκειμενική του ματιά στην καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά και στον τρόπο μετάδοσής του, η οποία μπορεί να διαφοροποιήσει τελικά το ίδιο το γεγονός, αυτό καθαυτό.
Όταν το καθεστώς ασκεί καταναγκασμό και τρόμο συνθλίβει την καλλιτεχνική ευφυΐα. Το θέμα είναι ότι αν τελικά η ευφυΐα επιβιώσει, θα έχει ισοπεδωθεί; Κατά πόσο η άσκηση βίας από το πολιτικό σύστημα τον υποτάσσει; ή μήπως η ηθική στάση του καλλιτέχνη που επιθυμεί να συνεχίσει να υπηρετεί την τέχνη του, τον ωθεί να μην υποταχθεί και να εξοριστεί, ή να θανατωθεί; Και εν πάσει περιπτώσει πρόκειται για δειλία όταν επιλέγει κανείς να ζήσει, όπως ο Σοστακόβιτς κάτω απο συνθήκες τρόμου, υποχωρώντας σε απαιτήσεις της παράλογης αρχής;
Ο Τζουλιαν Μπαρνς , που έχει μια έντονη τάση αμφισβήτησης, αποδίδει μια ολόκληρη εποχή σε αυτό το υπέροχο πόνημα. Η εποχή αυτή έβαλε τη σφραγίδα της σε πολλά σημεία του χάρτη, έκρινε το μέλλον μέχρι και το σήμερα, όρισε τις ζωές πολλών ανθρώπων και φυσικά όρισε και τις μετέπειτα σχέσεις του δυτικού κόσμου και την πρώην Σοβιετική Ένωση. Γνωρίζοντας οτι "τούτη ήταν η χειρότερη εποχή" όπως γράφει χαρακτηριστικά, ο 30χρονος, την άνοιξη του 1937) Σοστακόβιτς περιμένει για ώρα υπομονετικά, έξω από ένα ασανσέρ πολυκατοικίας του Λένινγκραντ, να έρθουν να τον συλλάβουν απο την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας. Τι κι αν πρόσφερε μέχρι εκείνη τη στιγμή ευφρόσυνες στιγμές στα πλήθη, τι κι αν έπαιξε σονάτες σε βελουδένια σαλόνια; Τι κι αν "κολυμπούσε στις τιμές όπως η γαρίδες στη μαγιονέζα του κοκτέιλ" όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μπαρνς. Κανένας από όσους μεγαλοσχήμονες γνώρισε δεν του ήταν χρήσιμος εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές δίπλα στο ασανσέρ...
Χωρίς λόγια που θα έκαναν πολύ μελό θα ήθελα να αναρωτηθώ πώς βλέπουμε σήμερα κάποιον που δεν αντιστέκεται, δεν τηρεί "ηρωική" στάση απέναντι σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. Τι ακριβώς σημαίνει ένα τέτοιο πρόσωπο για το καθεστώς; Ποιο ήταν το λάθος που έκανε ο συνθέτης για να τραβήξει πάνω του το βλέμμα του Στάλιν; Μήπως όλα συνέβησαν γιατί ένα έργο του προκάλεσε δυσαρέσκεια; Ίσως ο τρόμος άρχισε να προκαλείται όταν σε άρθρο της η "Πραβντα" είχε επικρίνει την όπερά του "Η Λαίδη Μπακμπεθ του Μτσενσκ" ως "μουσική-βαβούρα"...
Δεν πρόκειται για ιστορία που έχει μια ενιαία πλοκή. Πρόκειται για ένα έργο με τρίπρακτη δομή. Ο συγγραφέας έχει διαλέξει τρία συμβάντα-σταθμούς για τη ζωή του μεγάλου συνθέτη. Τα παραπάνω περιέχονται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συνθέτης βρίσκεται επίσης σε μια πολύ δύσκολη στιγμή του. Σε μια ομιλία που έκανε στο Πολιτιστικό κι Επιστημονικό Συνέδριο για την Παγκόσμια Ειρήνη στη Νέα Υόρκη, αναγκάσθηκε να ισχυριστεί οτι το έργο του Ιγκόρ Στραβίνσκι, το οποίο ο Σοστακόβιτς εθαύμαζε, αποτελεί "παράδειγμα διαστροφής". Τα συναισθήματα είναι καταιγιστικά. Νοιώθει ενοχές, είναι ηττημένος και ταπεινωμένος απο τις τακτικές του ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος και κατανοεί οτι δεν μπορεί να γίνει κάτι και κανείς δεν μπορεί...
Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από εκείνο το σημείο και μετά, η ταπείνωση είναι ολοκληρωτική. Ο συνθέτης παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα μαρξισμού-λενινισμού και αποκηρύσσει κάθε είδος κοσμοπολιτισμού στην τέχνη. Ταυτόχρονα υπογράφει πολλές δηλώσεις μεταμέλειας, εκφωνεί ομιλίες -γραμμένες τις περισσότερες φορές από την KGB- εναντίον της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Δύσης, ενώ τελικά εντάσσεται στους "μηχανικούς ανθρώπινων ψυχών" πράγμα που συνοψίζει τη στάση πάρα πολλών καλλιτεχνών της εποχής, οι οποίοι τελικά υποτάχθηκαν....
Στο τρίτο κεφάλαιο βρισκόμαστε στην δεκαετία του '60 και στην περίοδο αποσταλινοποίησης της ΕΣΣΔ από τον Χρουτσόφ. Ο Σοστακόβιτς αναλογίζεται την αδυναμία του να εμποδίσει την άνευ όρων αφομοίωσή του από το -φαινομενικά- διαφοροποιημένο καθεστώς. Συνειδητοποιεί ότι η στάση του σημαίνει απόλυτη απεμπόληση ακόμα και του ύστατου δικαιώματος αυτονομίας, αφού πλέον εγγράφεται στο κόμμα και προς αντάλλαγμα διορίζεται στη θέση του Προέδρου της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών με τιμές και δόξες...
Οι σχέσεις του με το καθεστώς έχουν αποκατασταθεί. Συνθέτει φιλολαϊκή μουσική κι εμψυχώνει τους στρατιώτες και την εργατική τάξη. Ο Αλεξαντερ Σολζενίτσιν, γνωστός αντιφρονών του καθεστώτος είχε αποκαλέσει "τραγική ιδιοφυΐα, αυτόν τον αξιολύπητο Σοστακόβιτς"! Η τέχνη του που από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε -εκτός του Στάλιν- δεν στάθηκε αιτία να του χαριστεί κανένας. Έζησε βυθισμένος στην ταπείνωση, την ντροπή ως τα γεράματα, προφανώς με την ελπίδα ότι ο θάνατος θα απελευθέρωνε τη μουσική του από την ταπεινωμένη -στον φόβο και τον συμβιβασμό- ζωή του.
Άραγε αν μείνει η μουσική στα συρτάρια, θαμμένη για χρόνια, τί θα γίνει; Θα γίνει καλύτερη; Θα γίνει περισσότερο κατανοητή; Μήπως συνθέτοντας μουσική, κάνοντας τέχνη, μπορεί κάποιος να ακουστεί πάνω από τον αχό της εποχής; Μήπως κέρδιζε τελικά την κατανόηση της Ιστορίας; Μήπως τελικά αυτήν την κατανόηση την κέρδισε, γιατί εάν ο Συνθέτης έπρατε διαφορετικά, θα μπορούσε να έχει εξαφανισθεί απο το χάρτη; Μα για ποιόν χάρτη όμως μιλάμε; Μάλλον αυτόν που χάραξε ο πόλεμος...