Το «Μουσείο της Αθωότητας» είδε το φως της δημοσιότητας το 2008, δύο χρόνια αφού ο Ορχάν Παμούκ έλαβε το Νόμπελ. Ο ήρωας, ο Κεμάλ, γεννήθηκε όπως και ο συγγραφέας του , στην αριστοκρατική γειτονιά της πόλης.
Τον αναγνώστη τον κερδίζει η ιστορία, αλλά σίγουρα δεν τον απατά. Δεν τον ξεγελάει. Ο Ορχάν Παμούκ έχει κάνει καλά για ένα μικρό –παλιότερα-- τη δουλειά του σεναριογράφου. Σίγουρα το φόντο της ιστορίας με τα 83 κεφάλαια, έχει κάτι από μελό τουρκικής σαπουνόπερας, όμως ο πόνος είναι κεντρικό θέμα στην πραγματική ζωή και έχει αποτελέσει αγαπημένο χώρο για τις νουβέλες.
Ο πόνος αυτός είναι πραγματικός, αυθεντικός και --συχνά στα γραπτά του Ορχάν Παμούκ— αναδεικνύει το άγχος που έχει κάποιος που γνωρίζει καλά ότι δεν φτάνει να υποδύεσαι ότι ζεις σε μια εκσυγχρονισμένη κοινωνία. Δεν αρκεί να προσποιείσαι, γιατί στο βάθος ξέρεις ότι ζεις σε μια κοινωνία οπισθοδρομική , που ζει «ψευδώς» και μιμείται τον δυτικόφερτο τρόπο ζωής .
Το «άγχος» αυτό το εντοπίζουμε και σε άλλα βιβλία του Νομπελίστα συγγραφέα και προδίδει το άγχος της κοινότητας των διανοουμένων στη χώρα του. Αντέχει η Τουρκία να βγει από την εικόνα της? Είναι αληθινό το πρόσωπο που δείχνει προς τα έξω?
Όταν αγαπημένη του Κεμάλ πεθαίνει, εκείνος ζει σαν θηρίο στο κλουβί. Δεν βρίσκει πουθενά την ηρεμία του. Φτιάχνει λοιπόν ένα μουσείο, όπου στεγάζει όλα εκείνα τα αντικείμενα που εκείνη άγγιξε. Από τις αλατιέρες του πατρικού της σπιτιού, μέχρι το καθρεφτάκι της. Τα σκουλαρίκια της, τα χτενάκια από τα μαλλιά της, καθώς και το φόρεμα που φορούσε όταν την πρωτογνώρισε, βρίσκονται σε περίοπτη θέση στο μουσείο που , τελικά χτίστηκε μετά από πολλά προβλήματα με την τουρκική γραφειοκρατία…
«Το Μουσείο αυτό μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα του βιβλίου» λέει ο Ορχάν Παμουκ σε μια συνέντευξη του. Το Μουσείο, όπως άλλωστε και το βιβλίο, είναι ένα εγκώμιο για τη γενέτειρα του Ορχάν Παμούκ, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας θρήνος για μια χαμένη αγάπη. «Είναι νοσταλγικό Μουσείο» λέει , αλλά δεν μένει σε αυτό: «Είναι ακόμα κάτι. Εδώ προσπαθούμε να συντηρήσουμε κάποια πράγματα που έχουν μείνει κρυμμένα, την κοινή εστία, τις καθημερινές αρετές. Πιστεύουμε ότι πρέπει να τιμήσουμε όλα αυτά τα εφήμερα…».
Στο μουσείο , ο επισκέπτης θα ακούσει ακόμη και τον ήχο από τα μικρά βαποράκια που χρησιμοποιούνται στο Βόσπορο, όπως στη Βενετία. Θα ακούσει ακόμη και το τικ-τακ του ρολογιού. Ο Κεμάλ επισκέφθηκε 1.743 μουσεία μέσα σε 15 χρόνια και τον συνόδευε βεβαίως σε αυτό ο συγγραφέας του ο Ορχάν Παμούκ.
Έτσι πείστηκε ότι τα μουσεία, όπως και τα βιβλία, μπορούν να μιλήσουν και για ανθρώπινες ιστορίες, για τον καθέναν προσωπικά, και δεν πρέπει μιλούν μόνο για τα έθνη , την ιστορία τους, τους θεσμούς και τους λαούς στο σύνολό τους.
Όταν αγαπημένη του Κεμάλ πεθαίνει, εκείνος ζει σαν θηρίο στο κλουβί. Δεν βρίσκει πουθενά την ηρεμία του. Φτιάχνει λοιπόν ένα μουσείο, όπου στεγάζει όλα εκείνα τα αντικείμενα που εκείνη άγγιξε. Από τις αλατιέρες του πατρικού της σπιτιού, μέχρι το καθρεφτάκι της. Τα σκουλαρίκια της, τα χτενάκια από τα μαλλιά της, καθώς και το φόρεμα που φορούσε όταν την πρωτογνώρισε, βρίσκονται σε περίοπτη θέση στο μουσείο που , τελικά χτίστηκε μετά από πολλά προβλήματα με την τουρκική γραφειοκρατία…
«Το Μουσείο αυτό μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα του βιβλίου» λέει ο Ορχάν Παμουκ σε μια συνέντευξη του. Το Μουσείο, όπως άλλωστε και το βιβλίο, είναι ένα εγκώμιο για τη γενέτειρα του Ορχάν Παμούκ, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας θρήνος για μια χαμένη αγάπη. «Είναι νοσταλγικό Μουσείο» λέει , αλλά δεν μένει σε αυτό: «Είναι ακόμα κάτι. Εδώ προσπαθούμε να συντηρήσουμε κάποια πράγματα που έχουν μείνει κρυμμένα, την κοινή εστία, τις καθημερινές αρετές. Πιστεύουμε ότι πρέπει να τιμήσουμε όλα αυτά τα εφήμερα…».
Στο μουσείο , ο επισκέπτης θα ακούσει ακόμη και τον ήχο από τα μικρά βαποράκια που χρησιμοποιούνται στο Βόσπορο, όπως στη Βενετία. Θα ακούσει ακόμη και το τικ-τακ του ρολογιού. Ο Κεμάλ επισκέφθηκε 1.743 μουσεία μέσα σε 15 χρόνια και τον συνόδευε βεβαίως σε αυτό ο συγγραφέας του ο Ορχάν Παμούκ.
Έτσι πείστηκε ότι τα μουσεία, όπως και τα βιβλία, μπορούν να μιλήσουν και για ανθρώπινες ιστορίες, για τον καθέναν προσωπικά, και δεν πρέπει μιλούν μόνο για τα έθνη , την ιστορία τους, τους θεσμούς και τους λαούς στο σύνολό τους.
1 σχόλιο:
Πόσο θα ήθελα να επισκεφτώ την Κωνσταντινούπολη... Ευτυχώς υπάρχουν κ τα βιβλία, ε;
Καληνύχτα!
Δημοσίευση σχολίου