Η δική του ομάδα τον στήριξε αλλά όταν το παιχνίδι αναγκαστικά σταμάτησε, κάποιος του ψιθύρισε οτι γκολ της αντίπαλης ομάδας ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους, και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ο μικρός Αντωνάκης επέμενε στη δική του άποψη και τσιρίζοντας πήρε το δρόμο για το σπίτι του...
Την άλλη μέρα ευτυχώς έπαιξαν κρυφτό και το συμβάν της προηγούμενης μέρας είχε ξεχαστεί. Νέα μέρα, νέο παιχνίδι, όλοι αγαπημένοι. Ένα-ένα τα παιδιά "τα φύλαγαν" κι έψαχναν την υπόλοιπη ομάδα που κρυβόταν σε διάφορα σημεία της πλατείας της γειτονιάς. Όταν ήρθε η σειρά του Αντωνάκη να "τα φυλάξει" οι φίλοι του έτρεξαν να κρυφτούν, αλλά ένας, ο πιο στενός του φίλος, στάθηκε και τον παρακολούθησε.
"Κάνεις ματάκι, μας παρακολουθείς για να δεις που πάμε να κρυφτούμε! Κλέβεις, Κλέβεις!" του φώναξε ο φίλος. Τότε βγήκαν από τις κρυψώνες τους όλοι οι υπόλοιποι φωνάζοντας "Κλέβεις, Κλέβεις!". Τον κυνήγησαν, τον σφαλιάρισαν και τα πράγματα για τον μικρό Αντωνάκη έγιναν σκούρα...
"Κάνεις ματάκι, μας παρακολουθείς για να δεις που πάμε να κρυφτούμε! Κλέβεις, Κλέβεις!" του φώναξε ο φίλος. Τότε βγήκαν από τις κρυψώνες τους όλοι οι υπόλοιποι φωνάζοντας "Κλέβεις, Κλέβεις!". Τον κυνήγησαν, τον σφαλιάρισαν και τα πράγματα για τον μικρό Αντωνάκη έγιναν σκούρα...
Δεν είναι ότι τα παιδιά ξεχνάνε γρήγορα, ούτε ότι συγχωρούν, απλά έχουν βρει μηχανισμούς για να προχωρούν, να πηγαίνουν παρακάτω, πιο εύκολα από τους μεγάλους που μένουν αγκυλωμένοι για χρόνια, φοβούμενοι τις αλλαγές.
Οπότε την επόμενη μέρα οι φίλοι ήταν πάλι στην πλατεία έτοιμοι να τσουλήσουν πάνω στα σκέητμπορντ. Είχαν πάρει θέσεις σε ένα ανηφορικό μέρος, έχοντας μπροστά τους την κατηφόρα που οδηγούσε στο συντριβάνι της πλατείας. Τα γέλια τους πλημμύριζαν τη γειτονιά. Τα κορίτσια που ήταν καθισμένα στα παγκάκια κουτσομπόλευαν τα αγόρια. Ορισμένα φούσκωναν σαν παγόνια και ο μικρός Αντωνάκης είχε πάρει θέση για τη μεγάλη πορεία που θα του έδινε την πρωτιά και σε αυτό το παιχνίδι.
Οπότε την επόμενη μέρα οι φίλοι ήταν πάλι στην πλατεία έτοιμοι να τσουλήσουν πάνω στα σκέητμπορντ. Είχαν πάρει θέσεις σε ένα ανηφορικό μέρος, έχοντας μπροστά τους την κατηφόρα που οδηγούσε στο συντριβάνι της πλατείας. Τα γέλια τους πλημμύριζαν τη γειτονιά. Τα κορίτσια που ήταν καθισμένα στα παγκάκια κουτσομπόλευαν τα αγόρια. Ορισμένα φούσκωναν σαν παγόνια και ο μικρός Αντωνάκης είχε πάρει θέση για τη μεγάλη πορεία που θα του έδινε την πρωτιά και σε αυτό το παιχνίδι.
Ένας από τους φίλους είχε στο χέρι του ένα κινητό τηλέφωνο, του το είχε δώσει ο Αντωνάκης για να μετράει με αυτό μετρούσε τους χρόνους του παιχνιδιού, τα δευτερόλεπτα της πορείας του καθενός πάνω στα ρουλεμάν. "Μέτρα τώρα τη νικηφόρα μου πορεία" του φώναξε ο Μικρός Αντώνης. "Πάμε!"
Η πορεία του Αντώνη ήταν ένα σλάλομ το οποίο κατέληξε άδοξα στο κέντρο που παγωμένου βυθού του σιντριβανιού της πλατείας...
Η πορεία του Αντώνη ήταν ένα σλάλομ το οποίο κατέληξε άδοξα στο κέντρο που παγωμένου βυθού του σιντριβανιού της πλατείας...
Τα γέλια των κοριτσιών δεν τον πτόησαν. Βγήκε γεμάτος μελανιές στο πρόσωπο και στο σώμα και φώναξε: "Φέρε πίσω το κινητό μου! Το παιχνίδι τέλειωσε. Νίκησα. Είμαι ο ΝΙΚΗΤΗΣ. Υπάρχει εδώ κανείς που δεν το πιστεύει; "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου