Ποιος ξέρει αν έλεγε κάποτε τέτοια λόγια, ή άλλα, η Δέσποινα Αχλαδιώτη, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σ' εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι απέναντι από το πατρώο της, το Καστελόριζο. Ο συγγραφέας ωστόσο, ο Γιάννης Σκαραγκάς σε πείθει. Ξέρεις όταν ακούς την σπαρακτική ερμηνεία της Φωτεινής Μπαξεβάνη, ότι η "Κυρά της Ρω" -δεν μπορεί- κάπως έτσι θα σκεφτόταν.
Ο έρωτας ήταν η αφορμή που την έκανε να ακολουθήσει εκεί τον αγαπημένο της τον οποίο παντρεύτηκε κόντρα στην οικογένειά της. Πάλεψε με τα θηρία των πατρικών πεποιθήσεων σε μια εποχή δύσκολη. Μα όταν εκείνος πέθανε, εκείνη δεν απαρνήθηκε την απόφασή της και παρέμεινε εκεί, κάνοντας το μέρος πατρίδα της. Άλλωστε πατρίδα δεν είναι εκεί που γεννιέσαι. Είναι το καρώ τραπεζομάντηλο του κυριακάτικου τραπεζιού, είναι το μοσχομυριστό ζυμάρι που φουσκώνει για να κεραστούν οι νησιώτες στους γάμους, είναι η λάμψη στα πρόσωπα από τη φλόγα στις πασχαλιάτικες λαμπάδες. Αυτά σου μένουν από το κέντημα του συγγραφέα πάνω στην ιστορία της Κυράς της Ρω...
"Δεν τη φοβάμαι την ερημιά. Ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Υπήρχαν χρόνια που αυτό εδώ το νησάκι, η Ρω, έμοιαζε με βασίλειο. Αυτός ήταν ο θρόνος μας. Μια ξεραμένη λεμονόφλουδα και γύρω της το μπλε. Ήμασταν εγώ, ο άντρας μου και το γαλάζιο. Αυτός ήταν ο λαός μας. Μπορεί να μην είχε φωνή, άλλαζε όμως αποχρώσεις, αμέτρητες αποχρώσεις και πρόσωπα, ανάλογα με τις εποχές και τις μέρες"
Η Δέσποινα Αχλαδιώτη ήταν ακόμη νέα την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου, έζησε τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, τον ισχυρό σεισμό των 8 Ρίχτερ του 1926 που κατέστρεψε πολλά σπίτια στο νησί, και τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Στη διάρκεια αυτών των ετών, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν το Καστελόριζο και μετοίκησαν στη Ρόδο, την Αθήνα και την Τουρκία. Πολλοί ωστόσο ταξίδεψαν ως την Αυστραλία και την Αμερική για να κάνουν νέο ξεκίνημα με τις οικογένειές τους. Εκείνη έμεινε πιστή στο ιδανικό της. Στον σύντροφό της. Στον τόπο της. Στο μπλε.
"Τον αγάπησα πολύ τον Κώστα. Για πολλά πράγματα. Άλλα τα ξέχασα, άλλα τα μπέρδεψα. Ένα πράγμα όμως κράτησε την αγάπη μου γι αυτόν ζωντανή. Μ'έκανε πάντα να θυμάμαι ποια είμαι. Με κοίταζε και αμέσως καταλάβαινα. Αυτό είσαι, σκεφτόμουν, αυτό το μπλε. Και, αντί για καρδιά, έχεις μια γραμμή. Όποτε θέλει χωρίζει τον κόσμο στα δυο και, όποτε θέλει, σε βάζει στη μέση να τον βαστάς".
Σε όλη της ζωή η γυναίκα αυτή εξέπεμπε ένα σήμα. Το εισπράτεις και σήμερα το σήμα μέσα από τον καθηλωτικό μονόλογο και αυτό είναι συγκινητικό. Και γίνεται ακόμα πιο συγκινητικό όταν ακούς ότι "Κανείς δεν γεννιέται ήρωας -γίνεται, μέσα από μια πίστη, μια ανάγκη". Στο δικό μου μυαλό, αυτό πολλά εξηγεί, μα αφήνει αδιερεύνητο το γιατί η ανάγκη η σημερινή, δεν έφτασε ακόμα για να φτιάξει ήρωες. Δεν αρκεί η απλή ανάγκη, σκέφτομαι, δεν αρκεί...
Η γυναίκα αυτή έφυγε από τη ζωή στα 92 της χρόνια και μέχρι τότε δεν υπήρξε πρωινό της ζωής της που δεν "σήκωσε" τη σημαία στο νησάκι της. Και δεν το έκανε για να γίνει ηρωίδα. Θεωρούσε ότι έπρεπε να εκπέμψει ένα σημάδι ζωής στους γύρω της, στα καράβια που περνούσαν από τα νερά του Αιγαίου, να απευθύνει έναν χαιρετισμό από αυτό το μικρό κομμάτι βράχου το οποίο διεκδικούσαν πάντοτε οι Τούρκοι, άλλοτε βομβάρδισαν οι Γερμανοί κι άλλοτε έγινε κρησφύγετο για τους αγώνες. "Το νησί αυτό ήταν η ζωή των Καστελοριζιών... Εάν το παίρνασι οι τούρκοι αυτό, θα παίρνασι και το Καστελόριζο", είπε σε εκπομπή της ΕΡΤ το 1976, χαμογελώντας, η ίδια η κυρα-Δέσποινα.
Ήταν ο δικός της αγώνας. Ήταν μια πράξη που έκανε απέναντι στον εαυτό της και τη ζωή της. Έγινε πρότυπο. Έδειξε ότι μια απλή πράξη, ενός ανθρώπου, μπορεί να αφήσει ένα τεράστιο αποτύπωμα στη ζωή, στους γύρω της, στην Ιστορία... Ποιος άραγε, από τους κατακτητές που πέρασαν, ή όποιος άλλος, μπορεί να ισχυριστεί ότι η γυναίκα αυτή ηττήθηκε από τα γεγονότα; Διατήρησε ζωντανή την πίστη ότι η ζωή είναι σημαντική, ακόμα και για τον τελευταίο, τον πιο μικρό και απομονωμένο αυτής της πατρίδας.
Ο συγγραφέας Γιάννης Σκαραγκάς καταφέρνει να μένει μακριά από εξιδανικεύσεις για ηρωισμούς και μεγαλόπνοα οράματα. Δεν θα βρουν τέτοια, όσοι θα ψάξουν για εθνικοπατριωτικές φωνές. Με την σκηνοθέτη Κατερίνα Μπερδέκα καταφέρνει και μας γνωρίζει μια απλή νησιώτισσα, με πίστη όμως στη ζωή... Μας την παρουσιάζει σαν μια γειτόνισσα... Αισθάνομαι πως της κτυπώ την πόρτα, κι εκείνη χαμογελαστή, είναι έτοιμη να μου φέρει δροσερό νερό στο ποτήρι, κι ένα κομμάτι ψωμί, μιας και τό 'φερε η τύχη να βρεθώ στα μέρη της. Και στο τέλος, αφού πίνω λαίμαργα το δροσερό νερό της, δάκρυα μου ανεβαίνουν στα μάτια, καθώς εκείνη συνεχίζει να περιγράφει πώς σκέφτεται τη ζωή.
Το βιολοντσέλο στην άκρη της σκηνής του Θεάτρου Σφενδόνη σταματά να παίζει. Έτσι κι αλλιώς η παρουσία του ήταν διακριτική σε όλη την ώρα της παράστασης. Τα χειροκροτήματα δεν σταματούν. Όχι γιατί μας γνώρισαν μια ηρωίδα. Μα γιατί η δύναμη ψυχής βρίσκεται κάπου, και περιμένει να ανασυρθεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου