Είναι εκείνη η οικογένεια
που ήρθε από μακριά και μένει σε μια παλιά μονοκατοικία λίγο πιο κάτω, ή ίσως
σε ένα πρόχειρο παράπηγμα. Είναι αυτοί που ταξίδεψαν ώρες και μέρες για να
φτάσουν εδώ. Τώρα η γυναίκα
μπαινοβγαίνει από τα χαράματα, σφουγγαρίζει και σιδερώνει σε δυο-τρια σπίτια
της γειτονιάς και σε ένα μικρό ξενοδοχείο.
Τα γειτονόπουλα είδαν στην αρχή τα παιδιά της με μισό μάτι, επειδή
μιλούσαν άλλη γλώσσα, μια ακαταλαβίστικη και κυκλοφορούσαν όλο με τα ίδια
ρούχα. Τώρα είναι συμμαθητές. Τα παιδιά
προσαρμόζονται εύκολα και μαθαίνουν γρήγορα.
Είναι αυτοί που έκαναν όνειρα για μια νέα πατρίδα. Αυτοί που είναι
έτοιμοι να αλλάξουν θρησκεία, όνομα, επάγγελμα για να ξεκινήσουν από το μηδέν,
και να κερδίσουν μια νέα ζωή. Άνθρωποι
ζωντανοί, με βλέμμα καθαρό, περήφανο κι αθώο ταυτόχρονα.
Οι άνθρωποι που περιγράφει η
Χριστίνα Φραγκεσκάκη συγκινούν. Δεν
ξεχνούν από πού ξεκίνησαν, αλλά αγωνίζονται από τα χαμηλά με σκέψη αγνή και
κορμιά ταλαιπωρημένα. Το «Πιάνεις χώμα»
είναι ένα ευκολοδιάβαστο αφήγημα που μπαίνει βαθειά σε μια από τις ιστορίες που
έχουμε ζήσει όλοι κάπου γύρω στον περίγυρό μας.
Μια μάνα με δυο γιους,
αφήνει κόρη και άνδρα στο χωριό -κάπου στην Αλβανία καταλαβαίνουμε από την
περιγραφή- και καταφτάνουν μετά από πρόσκληση ενός θείου σε κάποιο ελληνικό
νησί –στην πορεία της ανάγνωσης ανακαλύπτουμε ότι είναι η Ρόδος- αναζητώντας την ελευθερία και διεκδικώντας μια
καλή ζωή. Στο μεταξύ, έχουν χάσει το
«μαζί». Η κόρη για να σπουδάσει γιατρός
χρειάζεται να της στέλνουν χρήματα κι ο πατέρας, μαθηματικός, δεν αντέχει
ψυχολογικά να ξεκινήσει από την αρχή, δεν του επιτρέπει η περηφάνια του να
γίνει χαμάλης σε αυτή την ηλικία. Η
δυνατή Ευγενία όμως –που ενσαρκώνει το στερεότυπο της γυναίκας-βραχου που
στηρίζει όλο το οικογενειακό οικοδόμημα- αναλαμβάνει να «βγάλει το φίδι από την τρύπα»
και ξενιτεύεται έχοντας για στήριγμά της το μεγάλο γιό και για ελπίδα το μικρό, έναν πιτσιρικά εύστροφο, προσαρμοστικό,
και τρυφερό.
Ένας θειος της τους είχε πει
ότι θα συναντούσαν ένα μέρος σαν τη Γη της Επαγγελίας, όμως οι θυσίες που
πρέπει να κάνουν είναι συνεχείς. Η
Ευγενία στη χώρα της ήταν εκπαιδευτικός μα τώρα σφουγγαρίζει σκάλες και
τουαλέτες, ή σιδερώνει σε σπίτια. Ο
μεγάλος γιός ονειρεύεται αλλά είναι προσγειωμένος και δουλεύει ως «ντελιβεράς»
σε πιτσαρία. Ο μικρός νοιώθει ότι υστερεί έναντι των συμμαθητών του, αγωνίζεται
να γράψει και να διαβάσει, να μάθει σωστά τη γλώσσα και παλεύει να συνηθίσει
και το καινούργιο του όνομα. Ο μικρός Ανδρέας πιστεύει στη μαγική δύναμη και
τον ήχο των λέξεων, όπως πιστεύει ότι το γυαλιστερό του ποδήλατο, δώρο του
αδελφού του με τα πρώτα του χρήματα από τη δουλειά, θα τον ταξιδέψει παντού για
να γνωρίσει τον κόσμο. Όλα γύρω τους
είναι καινούργια. Οι φωτισμένοι δρόμοι ,
τα μαγαζιά, τα καράβια που μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι. Καινούργιο είναι και το συναίσθημα της
απώλειας μιας οικογένειας χωρισμένης στα δυό, τραυματισμένης…
Το αφήγημα χωρίζεται σε δυο
μέρη. Το Πριν και το Μετά. Απαρτίζεται από μικρά κεφάλαια όπου οι αφηγήσεις της
Ευγενίας εναλλάσσονται με τις αφηγήσεις του μικρού Ανδρέα. Κάποια στιγμή ο μαθηματικός σύζυγος, Αγκρόν
Πρέντσε, έρχεται στην Ελλάδα. Κάνει μια
προσπάθεια να ενταχθεί, του έχουν λείψει οι δικοί του, μα η προσαρμογή είναι
δύσκολη όταν δεν μιλάς τη γλώσσα ενός τόπου. Γίνεται ο τρίτος αφηγητής της
ιστορίας, αν και δεν ευλογήθηκε να ζήσει για πολύ στο νέο τόπο του. Ο μικρός του «συστήνει» το περιβάλλον της
νέας τους πατρίδας, τον ξεναγεί, του δείχνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, τα
ψηλά βουνά. Εκείνος θυμάται το χωριό
τους, την πατρίδα τους, τη ζωή που έχασαν, αντιστέκεται, η νοσταλγία δεν τον
αφήνει να δεχθεί την αλλαγή. Ο Ανδρέας
του δείχνει όλα αυτά που έχει μάθει, τον τόπο που έχει αρχίσει να γνωρίζει και
που τώρα γίνεται σιγά-σιγά ο δικός του τόπος…
Όσο ο πατέρας του παραμένει «ξένος» εκείνος επιμένει… Δείχνει στον
αμίλητο πατέρα του όλα όσα τον περιστοιχίζουν.
Μια μέρα του δείχνει απέναντι, τα βουνά της Μικράς Ασίας. Εύστοχα επιμένει και ο μικρός, εύστοχα
επιμένει και η συγγραφέας του βιβλίου, Χριστίνα Φραγκεσκάκη. Ανήκουν κι εκείνα
τα βουνά στις χαμένες πατρίδες…
Πριν γίνει Ανδρέας, ο Gezim, το bullying δεν το αποκαλούσαμε
έτσι. Υπήρχε όμως και είχε στόχο πάντοτε
τους αδύναμους. Τώρα το τετράδιό του
έχει γεμίσει με καινούργιες λέξεις και προχωράει καλά. Γίνεται καλός μαθητής, ανταγωνίζεται επάξια
τους άλλους. Μπαίνει στην εφηβεία. Τώρα τον αποδέχονται και όταν παίζουν
ποδόσφαιρο. Κάποτε μπορεί να κρατάει και
την ελληνική σημαία ως άριστος ο Ανδρέας, αλλά σίγουρα τότε μπορεί να θυμηθούν
ορισμένοι ότι λέγεται Gezim. Ήρθε όμως με πολλές ελπίδες σε μια πατρίδα
που όταν έχεις ικανότητες, όταν
δουλέψεις σκληρά, «Πιάνεις χώμα και γίνεται χρυσάφι…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου