Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Κάθε πόλεμος, ένας καθρέφτης για τα δεινά μας

 Έχουν κάποια ιδιαιτερότητα οι  γάλλοι συγγραφείς που γράφουν αστυνομικά. Ποτισμένα βαθιά με την υγρασία του Παρισιού, ημιφωτισμένα και μυστηριακά, τα περισσότερα μυθιστορήματα του Pierre Lemaitre στα οποία πρωταγωνιστεί ο φανταστικός χαρακτήρας αστυνομικός Camille Verhœven έγιναν αιτία να βραβευτεί πολλές φορές ο συγγραφέας που ήταν για πολλά χρόνια καθηγητής λογοτεχνίας πριν  ασχοληθεί με την συγγραφή.

Η θριαμβευτική έκπληξη ωστόσο έγινε με την είσοδό του σε ένα άλλο πεδίο, με  την τριλογία του Μεσοπολέμου, που ξεκίνησε το 2013 με το Au Revoir là-haut  (μετάφραση στα αγγλικά : The Great Swindle από τον Frank Wynne το 2015) το οποίο στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ με τίτλο «Καλή Αντάμωση εκεί-ψηλά». Από τον ίδιο εκδοτικό κυκλοφόρησε επίσης το «Τρεις μέρες μια Ζωή» (Τrois jours et une vie).  H επιτυχία του «Καλή Αντάμωση εκεί-ψηλά» που χάρισε στον συγγραφέα το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, το Prix Goncourt είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.  Πρόσφατα ο ΜΙΝΩΑΣ κυκλοφόρησε και το τελευταίο του Lemaitre,  «Ο Καθρέφτης των δεινών μας» μια ιστορία που έρχεται για να κορυφώσει την επιτυχημένη τριλογία και να αναδείξει τον ανθρώπινο παράγοντα και την δύναμή του -μαζί και την αδυναμία του- στην εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι.  Η αφήγηση ξεκινάει λίγο πριν ξεσπάσει ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ένας πόλεμος που -παρά τη γενική επιστράτευση- καθυστερεί τόσο, που κανείς δεν πιστεύει ότι τελικά θα ξεσπάσει…

Οι χαρακτήρες που οικοδομεί ο Λεμέτρ είναι ακόμη πιο ισχυροί, πιο παρεμβατικοί και λιγότερο προβλέψιμοι από αυτό που μέχρι τώρα γνώριζαν οι αναγνώστες του.  Τα οικογενειακά μυστικά που καλούνται να διαχειριστούν τσαλακώνονται οδυνηρά μέσα στις πτυχές του πολέμου, ενός πολέμου που κανείς δεν ήθελε αλλά που εν τέλει, πολλοί τον μετέτρεψαν σε δικό τους προσωπικό πόλεμο.

Ο πόλεμος αυτός έγινε ο καθρέφτης της προσωπικής ιστορίας του καθενός και κανένας πόλεμος δεν είναι παράταιρος με τις παραφυάδες των οικογενειών που έζησαν την ίδια στιγμή της εξέλιξής του.   Όσοι νόμιζαν πως ο πόλεμος θα ξεκινούσε άμεσα  είχαν σχεδόν απηυδήσει περιμένοντας, όπως ο Ραούλ και ο Γκαμπριέλ, δυο κακομοίρηδες που ζούσαν υπηρετώντας το στράτευμα κατά την προετοιμασία του πριν την γενίκευση του μεγάλου πολέμου.  Τον Απρίλιο του 1940 Λουίζ, εργαζόταν ως σερβιτόρα στη Μικρή Μποέμ και το αφεντικό της ο κύριος Ζυλ της έλεγε ότι δεν πιστεύει σε αυτόν τον πόλεμο δείχνοντάς της τις αντιασφυξιογόνες μάσκες που τους είχαν μοιράσει απο το φθινόπωρο ξεχασμένες σε μια άκρη του μπουφέ.  Ο κόσμος κατέβαινε στα καταφύγια με διάθεση μοιρολατρική, σαν να τηρούσε μάλλον ένα άχρηστο πρωτόκολλο.

Ενας μόνιμος και καθ’ όλα αξιοπρεπής πελάτης, γιατρός το επάγγελμα, εμφανιζόταν κάθε μέρα στις 12 το μεσημέρι στη Μικρή Μποέμ. Ευγενικός και πιστός στις συνήθειές του, κρατώντας πάντα την εφημερίδα Paris-Soir στο χέρι του καθόταν στην ίδια γωνία και έδινε καθημερινά την ίδια παραγγελία στην Λουίζ. Όταν εκείνη παρέδιδε ταμείο, εκείνος άφηνε φιλοδώρημα στο πιατάκι, χαιρετούσε κι έφευγε. Δεν της έκανε ακριβώς την ανήθικη πρόταση στην οποία εύκολα θα πάει το μυαλό του αναγνώστη, όταν μια μέρα την ώρα που του σερβίριζε την κρεμ-μπρυλέ, εκείνος έσκυψε και της ψιθύρισε κάτι.  Εκείνη απλώς τα έχασε!  Της είχε ζητήσει «μόνον» να την δει μια φορά γυμνή, έναντι αμοιβής.

Η Λουίζ αναρωτιόταν πώς μπορεί αυτός ο σεβάσμιος άνθρωπος τον οποίο γνωρίζει τόσα χρόνια να της κάνει τέτοια ανήθικη πρόταση! Θα έμοιαζε με αιμομιξία εναντίον μιας νεαρής ορφανής, σκεφτόταν και το μυαλό της πήγαινε κατευθείαν στην μητέρα της, την κυρία Μπελμον που είχε πεθάνει πριν από εφτά μήνες.

Οι δοκιμασίες που είχε περάσει η Λουίζ δεν ήταν λίγες. Είχε χάσει από το 1916 πατέρα και θείο, ενώ η μητέρα της είχε περάσει τα τελευταία της χρόνια σε βαθειά κατάθλιψη.  Ο αρραβώνας της που κράτησε τρία χρόνια δεν είχε θετική κατάληξη, καθώς η Λουίζ συνειδητοποίησε ότι η επιθυμία της να κάνει ένα παιδί θα έμενε ανικανοποίητη. Οι παροδικές σχέσεις που είχε μετά από τον αρραβώνα, απλώς επιβεβαίωσαν αυτό που ήδη ήξερε και της δημιουργούσε μεγάλο θυμό, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Το γεγονός αυτό ίσως την καθόρισε στη συνέχεια κι αυτό είναι κάτι που το ανακαλύπτει ο αναγνώστης σταδιακά, ως το τέλος.

Η περιέργεια της νεότητας την οδήγησε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου όπου τελικά, παρά την αρχική της αντίδραση, ξεντύθηκε μπροστά στα μάτια του γιατρού Τιριόν. Του είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν τον είδε όταν εκείνος έβγαλε ένα πιστόλι και τίναξε τα μυαλά του στον αερα.

Στον κοινωνικό περίγυρο, μετά από αυτό το φρικτό γεγονός, η Λουίζ γίνεται το μαύρο πρόβατο.  Ο γιατρός είχε σύζυγο, μια κόρη κι έναν γιο, αλλά πριν από αυτό είχε σχέση με τη μητέρα της, την Ζαν Μπελμόν. Ενώ πάει να τρελλαθεί αφού ποτέ δεν είχε ικανή την μητέρα της να έχει αγαπήσει παράφορα, αντιλαμβάνεται ότι η σύζυγος του Τιριόν με την οποία συναντήθηκε μετά το συμβάν δεν της λέει την αλήθεια.  Της αποκρύπτει ότι ο γιος τον οποίο μεγάλωσε, δεν ήταν δικό της παιδί. Ήταν ένα παιδί με το οποίο καμιά σχέση δεν θέλησε να έχει ποτέ.  Είχε αναγκαστεί να τον υιοθετήσει όταν ο σύζυγός της έφερε το αγόρι από κάποιο ίδρυμα, τον μεγάλωσε χωρίς ποτέ να του φερθεί με ανθρωπιά κι ενδιαφέρον. Αυτόν τον τρόπο είχε διαλέξει για να εκδικηθεί το παράνομο ζευγάρι. Δεν ήξερε πού είχε καταλήξει σήμερα αυτό το πλάσμα που κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η παραβατικότητα και η αποστροφή για την δήθεν οικογένειά του.

Όλα αυτά κάτω από τους ήχους από τα πολεμικά αεροσκάφη των ναζί που εισβάλουν στο Παρίσι, δημιουργούν ένα καταιγιστικό περιβάλλον που κόβει την ανάσα και μια ατμόσφαιρα υποβλητική σχεδόν ανατριχιαστική.  Η Λουίζ ανακαλύπτει την αλληλογραφία της μητέρας της με τον γιατρό Τιριόν και έτσι μαθαίνει τις λεπτομέρειες μιας σχέσης που την κάνει σχεδόν να ζηλεύει.  Εκείνη δεν είχε ποτέ τέτοια σχέση φλογερή.  Ούτε είχε ευτυχήσει με ένα παιδί.  Ο καρπός του έρωτα της Ζαν με τον γιατρό είχε καταλήξει σε κάποιο ίδρυμα και εκείνη είχε αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι του όπου εργαζόταν ως υπηρέτρια. Η σύζυγος θεώρησε ότι ο προσωπικός της εφιάλτης τέλειωσε εκεί.

Όμως αργότερα, η ωριμη ζωή τους, είχε φέρει και πάλι κοντά τον γιατρό και την Ζαν, εύθραυστη πλέον στην υγεία της.  Το μυστικό για εκείνο το άτυχο μωρό ποτέ δεν το αποκάλυψε στην αγαπημένη του ο Τιριόν, ίσως φοβούμενος την εύθραυστη υγεία της.  Οι τύψεις του απέναντι στη Ζαν που έλιωνε από την κατάθλιψη τον είχαν οδηγήσει σε εκείνο το ίδρυμα να υιοθετεί τελικά το αγόρι, που είχε ο ίδιος εγκαταλείψει, για να το μεγαλώσει με μάνα την αδιάφορη σύζυγό του.

Η Λουίζ βυθίζεται στην τρέλα της εποχής που όμοιά της δεν έχει υπάρξει στην Ιστορία. Συνοδευόμενη από τον κύριο Ζυλ θα πάρει όπως και τόσοι άλλοι εκτοπισθέντες τον δρόμο της φυγής, διανύοντας συγχρόνως και την διαδρομή της προσωπικής της ιστορίας στην προσπάθειά της να εξιχνιάσει το οδυνηρό μυστικό που διέλυσε τη ζωή της μητέρας της.  Στο μεταξύ ολόκληρη η Γαλλία καταλαμβάνεται από τον πανικό της εξόδου και βουλιάζει στο χάος και μέσα από το πολεμικό παρασκήνιο αναδύονται ήρωες και δειλοί, απατεώνες και ψεύτες αλλά και κάποιοι που έχουν ειλικρινή πατριωτικά αισθήματα, υψηλές αξίες και καλές προθέσεις.

Η περιπέτειά της Λουίζ, δεν ήταν μόνο δική της.  Η προσπάθειά της να βρει την αληθεια εκτυλίσσεται κάτω από τον κοφτό, μονότονο, επαναλαμβανόμενο θόρυβο που κάνουν οι σφαίρες και τα λυσσασμένα πολυβόλα που λιανίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους.  Υπο το φως τον γεγονότων της Δουνκέρκης έχουν κλονισθεί και οι πιο στέρεες πεποιθήσεις. Άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν, ήρωες ανακατεύονται με λιποτάκτες, με απατεώνες, με πλιατσικολόγους, με άμοιρους πεινασμένους εκτοπισθέντες, με μαυραγορίτες και μέσα σε όλα υπάρχει και ο γνωστός φόβος στο στράτευμα, ότι κομμουνιστές σχεδιάζουν να διαρρήξουν οπλοπωλεία, να πάρουν όπλα από τις αποθήκες και να ξαμοληθούν σε δολοφονικές επιθέσεις συμπαρασύροντας αναρχικούς και σαμποτέρ. Με λίγα λόγια, όλοι είναι εχθροί της χώρας.

Μέσα σε όλους αυτούς τους εχθρούς η Λουίζ αναζητεί τον αδελφό της αλλά στο δρόμο, συγκολλάει τα κομμάτια της. Οι αποκαλύψεις μοιάζουν σαν κολιέ με μαργαριτάρια που άμα σπάσει, κατρακυλάνε όλα μαζί. Κι όταν τα αναζητήσεις στο πάτωμα, ανακαλύπτεις μαζί σκόνες, σκουπιδάκια, μπορεί και κάποιο άλλο μικροαντικείμενο που είχες χάσει εδώ και καιρό. 

Μαίρη Σάββα

Δεν υπάρχουν σχόλια: