«Το 1909 µε βρίσκει πέντε χρονώ παιδάκι. Ήµουνα από τότες κιµπάρης. Σφιχτοδεµένος. Είχα πρώιµη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα µάτια µου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού. Έστηνα τ’ αυτί κι άκουγα,εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μασώ την γλώσσα.
Μου αρένανε ν’ ακώ κουβέντες. Όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε τα κράτηγα. Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά. Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξηµέρωµα µ’ έβρισκε στο πόδι. Από ρουχαλάκια, δεν είχαµε, μπαλωµένα φορήγαµε. Παπούτσια ούτε για δείγµα. Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι. Και µονοφόρι. Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το ‘ραβα µε κερωµένο γκιούλι για να µη σπάει.Εχανόµουνε στα χωράφια ξιπολησιάς. Και τα κανιά µου γιοµάτα σηµάδια.Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε µπόρα, δεν µ’ απάνταγε. Τα ‘βαζα µε τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα µια βάρκα και κοντραριζόµουνα µε τα κύµατα.
Μου αρένανε ν’ ακώ κουβέντες. Όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε τα κράτηγα. Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά. Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξηµέρωµα µ’ έβρισκε στο πόδι. Από ρουχαλάκια, δεν είχαµε, μπαλωµένα φορήγαµε. Παπούτσια ούτε για δείγµα. Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι. Και µονοφόρι. Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το ‘ραβα µε κερωµένο γκιούλι για να µη σπάει.Εχανόµουνε στα χωράφια ξιπολησιάς. Και τα κανιά µου γιοµάτα σηµάδια.Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε µπόρα, δεν µ’ απάνταγε. Τα ‘βαζα µε τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα µια βάρκα και κοντραριζόµουνα µε τα κύµατα.
Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή µου. Εκαθόµουνα µε τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα µονίµως µια φούντωση. Έτσι ενθυµούµαι. Πέντε χρονώ, µ’ έστειλε ο πατέρας σχολείο.Από το υστέρηµα του µ’ αγόρασε ποδιά. Ετότες φορήγαµε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια. Κι ήµαστε όλα τα παιδιά µια κοψιά. Λόγω στολής. Τα γράµµατα τ’ αγάπησα, τα ‘παιρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας. Κιµωλίες µε το δελτίο, πιο ακριβές κι απ’ το γαρούφαλο. Βιβλία δεν είχαµε. Το µάθηµα τ’ αρπάζαµε από το στόµα του δάσκαλου.
Μόλις τελείωνα µε την διδασκαλία, ξαµολιόµουνα στα χωράφια και έλεγα µεγαλοφώνως τι άκουσα. Το ‘λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόµουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά µου µέσα. Ό,τι µου ‘ρχότανε. Το µεγάλωνα. Άµα µου άρεσε µια λέξη, µια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν µε σήκωνε στο µάθηµα, του ξηγιόµουνα αβέρτα. Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη. Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου εστεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα οµπρός µου. Και τις ναυµαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στή Σαλαµίνα.Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ µε συγκίνησαν. Ταίριαξαν µε την ψυχή µου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν µέσα µου και µε είχε περί πολλού.Ήµαστε ζόρικοι. Αλλά σ’ εµένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράµµατα. Τους άλλους τους µούρλαινε στις φάπες.Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και µε την βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έµαθα την αλφαβήτα,γιόµισαν τα µάτια µου δάκρυα. Μου κονόµησε ο πατέρας ένα µολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και µετά τις διάβαζα φωναχτά.
Τι δε θα ‘δινα να θυµηθώ την πρώτη λέξη που ‘γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή µου από την φούντωση. Τα γράµµατα µου παίρναν την στενοχώρια. Από µικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα µου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωµί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η µάνα µου µαρτύρησε να µας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράµµατα.Κι όταν φτάσαµε σ’ εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζηµιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα ‘παιρνα απ’ το δάσκαλο και τα ‘φερνα στον ύπνο. Συντροφία. Ξαγρύπναγα και τα ‘βλεπα. Κοιµόµανε και ‘ρχόσανε στα όνειρα. Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόµουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τες νύχτες, µπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόµουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράµµατα. Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα µου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάµε µε τη µάνα µου σε δουλειά.Τρία µωρά στο σβέρκο. Εµένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο. Ήµανε ο µεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονοµάµε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα κι εφηµεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα µεγάλα γράµµατα.Τους τίτλους.Κι εµάθαινα τα γραµµατάκια.Και τα καλλιεργούσα όπως όπως».
Ο Μάρκος Βαμβακάρης,θυμάται τα σχολικά του χρόνια… Και μας συγκινεί.Από την σειρά “Ρεμπέτικος Μύθος” των εκδόσεων Τεγόπουλου-Μανιατέα, με κείμενα και επιμέλεια του Γιώργη Χριστοφιλάκη. Χρειάστηκε να διαβάσω αυτό το αυτοβιογραφικό προφορικό αφήγημα για να καταλάβω τελικά πώς ξεφύτρωσαν ο Σωκράτης, ο Πάρης, η Ωραία Ελένη,ο Μενέλαος, ο Ηρακλής, η Λερναία Ύδρα και ο Ξέρξης μέσα στους στίχους του τραγουδιού του Μάρκου ”Ήθελα νά’μουν Ηρακλής”....«Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη.Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους.Όπου εστεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα οµπρός µου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου