Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

Θρήνος και λήθη στην κρύπτη

 


Γράφει η Μαίρη Σάββα 

 

George Saunders «Λήθη και Λίνκολν», Μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ίκαρος, σελ. 472

 

Δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα το «Λήθη και Λίνκολν». Δεν εξιστορεί έναν κόσμο που γνωρίζουμε. Κινείται σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό, χωρίς περιορισμούς και δεσμεύσεις. Πρόκειται για μια ιδιοφυή ιδέα, ένα διαλογικό κείμενο που ισορροπεί ανάμεσα στην κομεντί και το δράμα, μια έτοιμη θεατρική παράσταση που σε αιχμαλωτίζει αν καταφέρεις και εισέλθεις στα ενδότερά της. Ο George Saunders που τον ξέραμε ως διηγηματογράφο, σκάρωσε μια παράσταση που εξελίσσεται σε ένα σύμπαν στο οποίο όλοι εμείς δεν έχουμε ακόμη βρεθεί, με ζωντανούς διαλόγους και χαρακτήρες που κουβαλούν ο καθένας την ιστορία του. Το Booker Prize έκανε τη διαφορά φέτος με την επιλογή αυτή.

Θα ήταν πρακτικά δύσκολο και εξόχως αντι-οικονομικό να ανέβει στην πραγματικότητα μια τέτοια παράσταση, αφού συμμετέχουν 166 πρόσωπα! Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες είναι αξέχαστοι κι ας είναι τόσοι πολλοί, κι ας είναι οι ατάκες ορισμένων λιγοστές. Μερικοί είναι αθυρόστομοι, άλλοι προπέτες, άλλοι καλόψυχοι. Άλλοι πάλι είναι δειλοί, μικρόνοες και ζηλιάρηδες.  Όπως δηλαδή είναι αυτοί που μας περιβάλλουν στον κόσμο ετούτο της ύλης. Όλα κινούνται στο ακατέργαστο τοπίο της συνείδησης. Πέρα από τις επιμέρους ιστορίες, η κεντρική υπόθεση  βασίζεται στην πραγματικότητα. Αθέλητα, ή ηθελημένα, η υπόθεση αυτή, διαπερνά όλους τους χαρακτήρες που βλέπουν τους άλλους και τον εαυτό τους μέσα από το πρίσμα της.

Η πραγματικότητα έχει ως εξής: Το 1862, δύο χρόνια μετά την ανάδειξη του Abraham Lincoln στο αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ -και περίπου ένα χρόνο πριν υπογράψει το διάταγμα για την χειραφέτηση των αφροαμερικανών δούλων- ο Λίνκολν χάνει τον εντεκάχρονο γιο του από τυφοειδή πυρετό. Στο ξεκίνημά της η ασθένεια, είχε διαγνωσθεί ως ένα, ανάξιο λόγου κρύωμα. Όμως η πορεία έμελλε να είναι μοιραία. Συνέβη μια νύχτα που στο Προεδρικό Μέγαρο δινόταν μια μεγαλοπρεπής δεξίωση και ίσως αυτό ποτέ δεν το συγχώρεσε στον εαυτό του, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρονται στο βαθύ πόνο του και λένε ότι τις νύχτες ο Lincoln επισκέπτεται την κρύπτη, στον οικογενειακό τάφο που βρίσκεται η σωρός του αγαπημένου του παιδιού, για να πάρει στα χέρια του το άψυχο σώμα του. Η εικόνα του θρήνου, στην οποία βασίζεται η κεντρική ιστορία, διαπερνάει όλη την αφήγηση και στοιχειώνει προφανώς όχι μόνον τον συγγραφέα, αλλά και τον αναγνώστη του βιβλίου.

Οι αγωνία του Καζαντζάκη για το πού πάμε στη ζωή -τα γιατί και τα πώς που τριγυρίζουν τον θάνατο- έγινε η κυρίαρχη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό, με την ανάγνωση της ιστορίας του Saunders. Ο αμερικανός συγγραφέας περιγράφει τις στιγμές του Λίνκολν μέσα στην κρύπτη, μέσα από τους διαλόγους που κάνουν οι άλλοι… οι “γείτονες” της περιοχής, δηλαδή τα φαντάσματα των ψυχών που κατοικούν τριγύρω, εκεί που τώρα αφήνει πλέον τον εντεκάχρονο γιο του. Η ύλη είναι εντελώς απούσα από την ιστορία αυτή, όμως το κείμενο είναι απόλυτα πολυφωνικό! Μιλούν οι ψυχές και οι συνειδήσεις και με κεντρικούς ήρωες τον Χανς Βόλμαν  ο οποίος έχασε τη ζωή του αμέσως μετά το γάμο του με μια πολύ νεώτερή του κοπέλα, τον Ρότζερ Μπέβινς, έναν δυστυχή ομοφυλόφιλο ο οποίος αυτοκτόνησε επειδή ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος και τον Αιδεσιμότατο Εβερλυ Τόμας που θυμούνται τη ζωή τους, σχολιάζουν, αναπολούν τις τελευταίες στιγμές τους στον γήινο κόσμο μέσα σε κάτι “αρρωστόκουτα” και αρνούνται να δεχθούν ότι πλέον βρίσκονται εκεί, χωρίς σώματα, μόνο πνεύματα. Βεβαίως από τη νύχτα αυτή και μετά, μαζί τους θα είναι και ο εντεκάχρονος Γουίλι. Η ψυχή του Γουίλι όμως δεν μπορεί να τους ακολουθήσει αυτόματα. Δεν είναι ελεύθερη ακόμα.  Αναμένει εκεί και προσδοκά να επιστρέψει. Βρίσκεται μέσα στο σώμα του παιδιού το οποίο ο πατέρας δεν θέλει να εγκαταλείψει.

Όλοι σε αυτήν την “περίεργη” γειτονιά θέλουν μια επαφή με τον Γουίλι, με τον αυθορμητισμό, την εξυπνάδα και την καλοσύνη του, με τον άδολο τρόπο του. Όλοι θέλουν να τον πάρουν υπό την προστασία τους. Όμως ο θρήνος του Abraham Lincoln δεν τον αφήνει να φύγει μακριά του. Κρατάει τα βράδια το σώμα του σφιχτά και η ψυχή του δυσκολεύεται να αποχωρήσει. Ο Πρόεδρος Λίνκολν παλεύει με την ρημαγμένη ψυχή  του αυτές τις ώρες. Από τη μια έχασε το γιο του κι από την άλλη τίποτε δεν φαίνεται να πηγαίνει καλά, ο εμφύλιος στη χώρα του μαίνεται, οι νεκροί έχουν περάσει το ένα εκατομμύριο και οι καταστροφές είναι τεράστιες.

 

George Saunders

 

Τόσες ιστορίες λέγονται εκεί τα βράδια στην κρύπτη γύρω του, χωρίς εκείνος να τις ακούει. Τις γνωρίζει όμως καλά μέσα του, ταλανίζουν το μυαλό του και τη σκέψη του καθημερινά, μα δεν μπορεί να δώσει λύσεις. Τόσες πραγματικότητες γύρω του σκοτεινές και πονεμένες με θύματα, με οικογένειες που διαλύονται, με περιουσίες που χάνονται, με προδοσίες και αίμα. Ο συγγραφέας δεν επιλέγει να δαπανήσει πολύ μελάνι για τα έργα και τις ημέρες του Λίνκολν και τα δεδομένα του Αμερικανικού Εμφυλίου. Κινείται περισσότερο στο χώρο των συναισθημάτων και της συνείδησης. Και καθώς τα πτώματα συσσωρεύονται στην αμερικανική γη, πλανάται το ερώτημα εάν ο Πρόεδρος της χώρας μπορεί τώρα πια να καταφέρει να αντιμετωπίσει τα δεινά και τις συνέπειες του Εμφυλίου, έχοντας στην ψυχή του το βάρος της απώλειας του μικρού Γουίλι.

Ο Saunders βρήκε τον τρόπο να κάνει “πολυφωνική” -όπως αρμόζει σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες- μια ιστορία που εκ των πραγμάτων διαθέτει πολύ προσωπικό τόνο. Συνδέει με το δικό του υποχθόνιο τρόπο, το προσωπικό δράμα του Προέδρου Λίνκολν με τις ιστορίες ανθρώπων απλών που πέρασαν στην αιωνιότητα αλλά οι φωνές τους ανεβαίνουν πάνω από το χώμα που τους σκέπασε για να μην ξεχαστούν, να μην περάσουν στη Λήθη.

Πέρα όμως από την ισορροπία που επιχειρεί ανάμεσα στους δυο κόσμους, πετυχαίνει και κάτι ακόμη ο αγαπημένος διηγηματογράφος. Δίνει στην όλη φάρσα έναν τόνο σοβαρό!  Ο άνθρωπος πάντοτε ήθελε να γνωρίζει το παρακάτω. Την προοπτική. Πασπαλίζοντας με χιούμορ αλλά και καυστικότητα τους διαλόγους των ψυχών, ωθεί τον αναγνώστη να πάει παρακάτω, να σκαλίσει και να ψάξει για το τί υπάρχει “μετά”. Ύστερα, στηρίζει τα λεγόμενα των φαντασμάτων του με ένα σωρό τίτλους από βιβλιογραφία και επιστολές, πολλές από τις οποίες δεν μπορεί παρά να είναι γέννημα της φαντασίας του. Τι άλλο μπορεί να είναι όλο αυτό το κόλπο, από μαστοριά γραφής και δημιουργικότητα του νού;

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης.  Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο.  Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες.   Για  να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά.  

Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

Δεν υπάρχουν σχόλια: