Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Τι ωραίο πλιάτσικο συνεπάγονται οι εποχές της κρίσης !

 

Τζόναθαν Κόου «Τι ωραίο πλιάτσικο!», Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις, 2001, σελ. 525

 

Το βιβλίο του Τζόναθαν Κόου, έμεινε κλασσικό, σαν λεπτομερειακός ζωγραφικός πίνακας, ή σαν φωτογραφία μιας κουρασμένης γυναίκας, με χαρακτηριστικά που επιδεικνύουν την αριστοκρατική της ομορφιά. Mια γυναίκα που αντιπροσωπεύει μια χώρα, η οποία βρίσκεται στον απόηχο της τραγικής εδαφικής και οικονομικής αυτοκρατορίας της που πιθανότατα έχει καταρρεύσει, αλλά η ίδια δεν φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει.  Δείχνει να γερνάει και νοιώθει τα πρώτα συμπτώματα κάποιας χρόνιας αρρώστιας και συνάμα έναν βαρύ πονοκέφαλο και κάτι σαν ακούσιο τρέμουλο στα πόδια και στα χέρια.

Μια χώρα, μια Αγγλία, απλωμένη σε αποικίες και προτεκτοράτα  γεμάτα εργατικά χέρια που κινούνται συνεχώς για να γυαλίζουν τους καθρέπτες της ματαιόδοξης αριστοκρατίας της.  Μια Αγγλία που καταδυναστεύει ένα μεγάλο κομμάτι της Βόρειας Ιρλανδίας, που καταπιέζει τους Καθολικούς, που καταπνίγει τις λαϊκές εξεγέρσεις των ανθρακωρύχων, των εργατών των σιδηροδρόμων και των ναυτεργατών, που ενισχύει τον πλούτο και χαϊδεύει τους αλαζόνες λειτουργούς του για να γίνονται ολοένα και πιο ανάλγητοι.

Συχνά η ύπαρξη του πλούτου, συνεπάγεται και πλιάτσικο. Πλιάτσικο σημαίνει  λεηλασία και αρπαγή.  Σε καταστάσεις πλούτου, εμφανίζονται και κάποιοι που αφαιρούν κάτι που δεν τους ανήκει από κάποιον άλλο. Πραγματικά είναι πρωτότυπος ο τίτλος του βιβλίου του Τζόναθαν Κόου είναι “What a Carve Up» (Τί ωραίο πλιάτσικο) όρος που στα ελληνικά σημαίνει «η δια τεχνικών μεθοδεύσεων απόρριψη, περιθωριοποίηση ή κατακρεούργηση».

Φαίνεται πολύ ιδιαίτερος ο όρος, θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει προκλητικό ή και αδόκιμο, μα όσο o αναγνώστης προχωρεί στην ανάγνωση κατανοεί, συμπάσχει με τον συγγραφέα κι επιβεβαιώνει ότι η Θάτσερ, λειτούργησε για την Βρετανία όπως περίπου λειτούργησε ο Χίτλερ για την Γερμανία.  Επούλωσε φαινομενικά το πληγωμένο εθνικό και κοινωνικό γόητρο μιας κυρίαρχης αυτοκρατορίας που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη και καθόριζε τις τύχες του κόσμου, όταν ξαφνικά βρέθηκε να πρέπει να απωλέσει ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών της προνομίων, καθώς και του είδους της εδαφικής της επικυριαρχίας. Μια τεράστια δύναμη, αδιάλλακτη και σκωπτική απέναντι στα νεωτεριστικά ρεύματα, περιθωριοποίησε τη διαφορετικότητα (κίνημα του Punk κλπ) στην τέχνη και την νεολαία, κέρδισε έναν πόλεμο (στα νησιά Φώκλαντ), κατασκεύασε εχθρούς (Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ) συμμετέχοντας σε καταιγιστικές νίκες δήθεν κατά της τρομοκρατίας….  Στην ουσία από την άλλη πλευρά, στην νέα τάξη πραγμάτων η χώρα δεν βρέθηκε χαμένη, έκανε τις συμμαχίες της, εδραίωσε τη νέα θέση της στον παγκόσμιο χάρτη, όμως ο κόσμος και οι τάξεις που χαρακτηρίζονται από μεσοαστική και πάνω, ένιωσαν να τραυματίζονται βαθιά και να υποβαθμίζονται, ενώ τα κατώτατα στρώματα συνέχισαν να υφίστανται κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση.

Ο Κόου στήνει τεχνηέντως ένα σκηνικό ευμάρειας και δυσωδίας, εύστοχα, οδηγώντας το μυαλό του αναγνώστη να θυμηθεί πολλές αντίστοιχες καταστάσεις στον πλανήτη όπου πάνω-κάτω η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια εργαλεία, με παρόμοιους πρωταγωνιστές:  Το θέμα του Αφγανιστάν, ο Σαντάμ και το Ιράκ, ο Πόλεμος στον Αραβικό Κόλπο, το πετρελαϊκό ζήτημα, οι τρελές αγελάδες και ο πανικός της Ευρώπης, ο Πινοσέτ στη Χιλή,  τα ξεπουλημένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι λειτουργοί τους, τα συμφέροντα, τα μεταλλαγμένα προϊόντα, η κατάσταση στη Συρία, το Κουρδικό και οι τούρκοι…

Στις σελίδες και στους χαρακτήρες του «Πλιάτσικου» μερικές φορές νομίζεις ότι βλέπεις κωμική ταινία, με τα κατορθώματα του Μιστερ Μπιν ή καλύτερα του Μπένι Χιλ, που ταιριάζει καλύτερα στην εποχή. Το έργο επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος-πολίτης μεταβάλλεται σε ένα αντικείμενο που ζει και υπάρχει προκειμένου να τροφοδοτείται το κεφάλαιο.

Όλα αυτά τα λέει όμορφα και απλά με τη φωνή μιας μισότρελης γηραιάς γεροντοκόρης που υποπτεύεται με αστυνομικό δαιμόνιο ποιος σχεδίασε την δολοφονία του αγαπημένου της αδελφού. Το στοιχείο αυτό κάνει την υπόθεση να μοιάζει με αστυνομικό θρίλερ και μάλιστα εξελίσσεται ως τέτοιο θυμίζοντας τεχνικές της Agatha Cristie. Η ιστορία ακολουθεί την πορεία της οικογένειας Γουίνσο από το Νοέμβρη του 1942, όταν ένα αεροπλάνο της ΡΑΦ, στο οποίο είναι πιλότος, καταρρίπτεται από τους Γερμανούς.  Η κάπως «διαταραγμένη» γηραιά αδελφή του εκλιπόντος, η Τάμπιθα, σε προχωρημένη ηλικία, προσλαμβάνει τον αφηγητή-συγγραφέα Μάικλ Όουεν να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν απέχουν πολύ από τα αντίστοιχα μιας μαφιόζικης Σιτσιλιάνικης συμμορίας.

Ο Όουεν αρχικά καταπιάνεται με ενθουσιασμό, μετά πέφτει σε κατάθλιψη και ξεχνά το βιβλίο, μέχρι να τον βγάλει από το βύθισμα η όμορφη γειτόνισσά του δέκα χρόνια μετά. Έτσι γνωρίζει μια σειρά από χαρακτήρες που βγήκαν από τη Δυναστεία…

Κάπου εκεί στην καρδιά του καπιταλισμού, στο Σίτι, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όπου υπάρχει οσμή σκανδάλου, όπου εντοπισθεί ύποπτη μεθόδευση ή δολιοφθορά, όποιος θάνατος ή φόνος δεν μοιάζει και τόσο αθώος, κάποιος από τους Γουίνσο βρίσκεται πίσω. Κάποιος πουλάει, κάποιος αγοράζει, κάποιος μεσιτεύει περιουσίες, επιχειρήσεις, ζωές, με αποτέλεσμα να παραπλανεί με τα τερτίπια του την κοινή γνώμη και να καταχράται δημόσια κοινωνικά αγαθά μέσω άστοχων ιδιωτικοποιήσεων, ή αναποτελεσματικών συγχωνεύσεων.  «Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».

 

Jonathan Coe

 

Mε μαστοριά επιλέγει τον τρόπο ο συγγραφέας να αναδείξει πώς κάθε νέα γενιά Γουίνσο περνά από το στάδιο της αφέλειας στο στάδιο της ένοχης πονηρής συνενοχής.  Στα ημερολόγια του Χένρι ο αναγνώστης αναγνωρίζει το πέρασμα από την ανέμελη εφηβεία στο στάδιο της μύησης στην τάξη και την οικογένεια. Εντάσσεται στον στρατό αλλά όχι με τον τρόπο που το βίωσαν οι προγονοί του. Δεν είναι ο στρατός που πολεμά στα χαρακώματα, είναι ένας άλλος στρατός, που καθορίζει τα πάντα, απλά γιατί μπορεί να το κάνει. Ανενδοίαστα.

Το στοιχείο του ιδιαίτερου, απαράμιλλου βρετανικού χιούμορ ελλοχεύει παντού. Δεν ξέρεις ποτέ αν ο ήρωας που λέει την χιουμοριστική ατάκα, την λέει γιατί είναι σε καλά κέφια, γιατί βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, ή γιατί είναι βαθιά κατηφής! Και αυτό είναι ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του Τζόναθαν Κόου που σε κάτι τέτοιες κορυφαία αναγνωστικές στιγμές αποδεικνύει την βαθιά γνώση της Ιστορίας και την απόλυτη κομψότητα της γραφής του.

Βρισκόμαστε στα 1990,  μαίνεται ο Πόλεμος στον Κόλπο ενώ ο κιτρινισμός έχει γίνει ταυτόσημο με τα βρετανικά ΜΜΕ, το Κοινοβούλιο ψηφίζει αντιλαϊκούς και κατασταλτικούς νόμους, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποσαθρώνεται, η δημόσια υγεία απειλείται από την σύγχρονη αγροχημική βιομηχανία, όλη η μεταπολεμική Ιστορία της Βρετανίας ξεδιπλώνεται εδώ παράλληλα με την ιστορία μιας δυναστείας εγκληματιών με κύρος, βασισμένο σε κάθε λογής απάτες, πλαστογραφίες, ληστείες, κλοπές, παράνομες ενέργειες.

Το πατρικό σπίτι της οικογένειας είναι οι Πύργοι των Γουίνσο, σκαρφαλωμένοι στην κορυφή ενός ψηλού απειλητικού λόφου στην Μεσαγγλία όπου λαμβάνουν χώρα σκηνές τρόμου. Το τοπίο είναι σκοτεινό, γοτθικό και οι χαρακτήρες τρομακτικοί, ακόμα και οι νεότεροι. Οι νεότεροι, οι οποίοι ειδικεύονται ο καθένας και σε ένα διαφορετικό τομέα εκμετάλλευσης του κόσμου, μας φαίνονται πιά σχεδόν γνώριμοι: Ο Τόμας είναι από τα ισχυρότερα μέλη του τραπεζικού κατεστημένου και προωθεί δάνεια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Κουβέιτ. Ο Μαρκ, εξάδελφός του και φίλος του Σαντάμ, ασχολείται με το εμπόριο όπλων στη Μέση Ανατολή. Ο Χένρι ο αδελφός του, είναι ένας από τους πιο φιλόδοξους Εργατικούς βουλευτές της γενιάς του, ο οποίος γρήγορα ανακαλύπτει ότι το μέλλον του είναι κοντά στην Margaret Thatcher και στους Torries. Η Χίλαρι είναι μια ακριβοπληρωμένη βεντέτα των ΜΜΕ που προωθεί συμφέροντα. Ο αδελφός της Ρόντι, ασχολείται με το εμπόριο έργων τέχνης χωρίς φυσικά να ενδιαφέρεται για την τέχνη και τέλος η Ντόροθι έχει χτίσει μια βιομηχανία εκτροφής ζώων με μεθόδους επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Με λίγα λόγια όλη η μεταπολεμική ιστορία της Βρετανίας περνάει από τις σελίδες του βιβλίου, γι αυτό και όλα τα ερωτήματα στο τέλος έχουν την απάντησή τους, όλα τα μυστήρια, έχουν μια εξήγηση, ακόμη και το γιατί ο πραγματικός ήρωας, ο αφηγητής που ζει μοναχικά μπλεγμένος με τις φαντασιώσεις του -ένας απλός τύπος που μοιάζει να ξέφυγε από άλλη ιστορία- είναι τελικά αυτός που δένει αυτό το σύνολο.  Δεν θα αποκαλύψω το γιατί.

Δεν είναι λίγοι βέβαια οι συγγραφείς που αμφισβήτησαν την ένδοξη βρετανική παράδοση και βοήθησαν στην απομυθοποίηση του αυτοκρατορικού μεγαλείου, περιγράφοντας στα βιβλία και στις ταινίες τους την πορεία της παρακμάζουσας αστικής τάξης. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται οι βασικές πηγές του έργου και είναι σαφές ότι ο Jonathan Kow δεν βασίσθηκε απλώς στο αισθητήριό του αλλά σε βαθιά γνώση των πραγμάτων.  Άλλωστε και ο ίδιος υπήρξε ένα παιδί της καλής βρετανικής κοινωνίας, σπουδαγμένος στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ και μάλλον γνωρίζει πολύ καλά τί μπορεί να συμβαίνει πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας.

Πιστός σε μια κλασσική συνταγή, ο Kow συνοδεύει κάθε ενέργεια των ηρώων του με κάποια συνέπεια σε ατομικό, οικογενειακό ή συλλογικό επίπεδο.  Η αλαζονεία και η απληστία στους κύκλους των επιχειρήσεων, της αριστοκρατίας και της πολιτικής, δημιουργεί ασφυξία.

Το μυθιστόρημα παραμένει καυτό, επίκαιρο και ζωντανό, παρά το γεγονός ότι έχει γραφτεί πάνω από δυο δεκαετίες πίσω, κυρίως γιατί αφορά το πρόσφατο παρελθόν μας.  Είναι μια αιματηρή κριτική σε βάθος για το πώς ο καπιταλισμός ρίζωσε στα μυαλά των ευρωπαίων πολιτικών και πώς ύστερα μεταλλάχθηκε σε κάτι άλλο που ήρθε να ευαγγελισθεί την «λύτρωση»  της ευρωπαϊκής σκέψης από τις παλιές πρακτικές, μεταμορφωμένο με τον μανδύα του «νεοφιλελευθερισμού» ως εκ τούτου απόλυτα παραπλανητικό ακόμη και σήμερα  στις μέρες μας, στις μέρες του Brexit, μιας κατάστασης όλοι απεύχονταν…


απο την Μαίρη Σάββα

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης.  Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο.  Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες.   Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες.  Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει βραβευθεί και συμμετάσχει με διηγήματα, σε συλλογικά έργα.  Επίσης, έχει δημοσιεύσει μερικές δικές της ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

Δεν υπάρχουν σχόλια: