Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

ΠΕΡΣΕΣ. Μια κορυφαία παράσταση

Μυσταγωγία ήταν για τον θεατή η παράσταση "Πέρσες" της Νικαίτης Κοντούρη και του ΚΘΒΕ στον ιερό χώρο του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου.  Ήταν ένα μάθημα από τους νεκρούς για τους ζωντανούς, από εκείνους που έφυγαν και είναι πλέον απόντες, για όσους έμειναν για να διαχειριστούν την ήττα, θέμα πολεμικό βασισμένο στην απρόβλεπτη πανωλεθρία των Περσών στη Σαλαμίνα, γεμάτο μηνύματα που διασώθηκαν και μας μεταφέρθηκαν με εξαίρετο τρόπο από τους συντελεστές της μοναδικής αυτής παράστασης.


Η αγωνία που κουβαλά ο Χορός των Περσών και οι Νύφες του Πένθους γίνεται τρόμος για την Βασίλισσα Άτοσσα, σύζυγο του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη που θρηνεί για την καθολική ήττα  του γιου της. Πρόκειται για μια τραγωδία που  -βασίστηκε στην οπτική γωνία του ηττημένου, ποιος άλλωστε θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα για την ήττα από τον ίδιο τον ηττημένο; Ο Αισχύλος με την τραγωδία αυτή από το 472 π.Χ. (μέρος μιας τετραλογίας της οποίας τα υπόλοιπα κομμάτια χάθηκαν στο χρόνο) κάνει ένα μάθημα ηθικής για τους δυνάστες που ιστορικά προκάλεσαν πολέμους και ανθρώπινο πόνο και  περιγράφει με τρόπο συναρπαστικό συναισθήματα όπως η ανθρώπινη αλαζονεία, η ύβρις, η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.


Η οδύνη των Περσών, μεταφερμένη στα Σούσα, στην δραματοποιημένη αφήγηση της Νικαίτης Κοντούρη, βυθίζει στο πένθος τα πρόσωπα του δράματος και μαζί και το θεατή που συγκλονίζεται και απογειώνεται συνεπαρμένος  από το υποβλητικό σκηνικό (Γιώργος Πάτσας), την υπέροχη μουσική (Σοφία Καμαγιάννη) και τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών (Ατοσσα, Α.Σακελαρίου, αγγελιοφόρος, Λ.Γεωργακόπουλος, Δαρείος, Γ.Φερτης, Ξερξης, Γ.Κολοβός, Νύφες του Πένθους, Λ.Αγγελίδου, Μ.Βλάχου, Κ.Οθωναίου και άλλοι) 

Συγκλονιστική η αφήγηση του  Λ.Γεωργακόπουλου όταν αγγελιοφόρος καταφθάνει στα Σούσα για να πει να θλιβερά νέα της συντριβής στρατού και στόλου του άλλοτε νικηφόρου Στρατηγού Ξέρξη.  Περιγράφει με οδύνη τη φυγή των Ελλήνων που τόσο προσδοκούσαν οι Πέρσες μα που δεν ήρθε ποτέ....

"Γιατί δεν ήταν για φυγή ο ιερός παιάνας
που έψαλλαν τότε οι Έλληνες, μα εμπρός
γενναία στη μάχη για να ορμήσουν.
Κι όλους, ως πέρα, η σάλπιγγα τους φλόγιζε.
Κι αμέσως, με το πρόσταγμα, χτυπούν
την άρμη τη βαθειά και τα κουπιά τους
βυθίζουνε με κρότο και ρυθμό.
Κι όλοι σε λίγο καθαρά φάνηκαν μπρος μας.
Πρώτα με τάξη πήγαινε το δεξί κέρας
κι ακολουθούσε όλος ο στόλος.  Κι άκουγες
μια δυνατή κραυγή: Ω παίδες Ελλήνων Ιτε, 
εμπρός, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε 
τα τέκνα, τις γυναίκες , τα ιερά των πατρικών θεών,
τους τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων αγών!
Κι απ' τη δική μας τη μεριά τους απαντούσε
μια βουή στα περσικά. Δεν έμενε καιρός.....
Από τη μετάφραση του Πάνου Μουλλά στην οποία βασίστηκε η παράσταση

Συντρίβεται η Βασίλισσα που ακούει τα νέα της καταστροφής, αδυνατούν να το πιστέψουν οι γέροντες σοφοί και ο Χορός παίζει το ρόλο που του ανήκει.  Περιγράφει, οδύρεται, θρηνεί και εντάσσει το θεατή μέσα στο θρήνο.  Εξαιρετικό το εύρημα των "ψυχών" των Περσών που κρατούν οι άνδρες του Χορού και που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές. Εξαιρετικές και οι "Νύφες του Πένθους" γιατί σε όλες τις μάχες της ιστορίας, παντού στον κόσμο, κάποιες γυναίκες, μάνες, σύζυγοι ή αδελφές, περιμένουν και θρηνούν για τους απόντες του πολέμου. 

Υπέροχο το σκηνικό που δείχνει να "ανασταίνει" τον βασιλιά Δαρείο, τον οποίο η Άτοσσα καλεί από τον τάφο του, γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη την κατάσταση.  Στα  μάτια του Δαρείου, ο Ξέρξης είναι  ιερόσυλος και ασεβής.  Το μοιραίο ελάττωμα που ο νεκρός βασιλιάς προσάπτει στο γιο του είναι η ολέθρια έπαρση του θνητού ανθρώπου, το "υπερφευ φρονείν" δηλαδή η περιφρόνηση της μοίρας και οι υπερφίαλες σκέψεις που τον οδήγησαν στην αυτοκαταστροφή. 

Γυμνός, ρακένδυτος, χωρίς φρουρά, χωρίς κάτι που να θυμίζει βασιλιά, μονάχα φτώχεια και κακομοιριά και τραύματα, μεταφέρει μαζί του καθώς επιστρέφει τέλος ο Ξέρξης.  Είναι η ώρα που κι ένας βασιλιάς εύχεται να είχε "φύγει" με τους στρατιώτες του.  Θρηνεί για τη χαμένη αίγλη της μεγάλης δύναμης, της Περσίας, θεωρεί τον εαυτό του υπόλογο για την ήττα και τον χαμό των συντρόφων του κι αναρωτιέται γιατί οι θεοί χτύπησαν τόσο σκληρά το γένος των Περσών. 

Οι ΠΕΡΣΕΣ είναι ένα σχόλιο για τις αδυναμίες του δεσποτισμού, αλλά την ίδια στιγμή είναι και ένα εγκώμιο για την υπεροχή της ευνομούμενης δημοκρατικής κοινωνίας που θέλει πολίτες να αυτενεργούν και να αυτοπειθαρχούν, αντί να πράττουν όσα τους επιβάλουν οι μηχανισμοί ελέγχου.  Το δέος και ο φόβος κυριάρχησαν στους Πέρσες επειδή για εκείνους την απεριόριστη εξουσία την έχει ο ηγεμόνας και χωρίς αυτόν πώς μπορεί να υπερασπιστεί μια δημοκρατία τον εαυτό της; αναρωτιέται κάποια στιγμή η Άτοσσα, χήρα του Δαρείου, ανάμεσα στις μαύρες σκέψεις και τη τεράστια θλίψη που την κατακλύζει όταν μαθαίνει τα φοβερά κι ανήκουστα που συνέβησαν. 

Έκπληξη για τον θεατή, τα λόγια που λένε οι Νύφες του Πένθους μέσα στο θρήνο τους: Πρόκειται για λόγια από τα Ανέκδοτα Ποιήματα (1882-1923) του Καβάφη, που είδαν το φως της δημοσιότητας το 1968. Τα αισχυλικά του Καβάφη, μιλάνε για την Περσέπολη, τα Εκβάτανα, τα Σούσα, τόπους ωραίους όπως περιγράφουν οι στίχοι. "Τι εγυρεύαμεν εκεί στη Σαλαμίνα στόλους να κουβανούμε και να ναυμαχούμε...."

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Θερινές αναγνώσεις

Στα καλοκαιρινά μου αναγνώσματα, ανάμεσα σε διαφορα εφηβικά μυθιστορήματα, διηγηματα, παραμύθια, αγγλικά pocket books για παραλία, και μερικά πάντοτε αγαπημένα έργα κλασσικής λογοτεχνιας, τρύπωσε και  το "Εστω μια φορά" της Πασχαλίας Τραυλού.  Αν και όχι καινούργιο, Το διάβασα με ενδιαφέρον, γιατί πάντα έχουν ενδιαφέρον οι ιστορίες που πονάνε, τα βιβλία που βάζουν τον αναγνώστη σε μια επίπονη διαδρομή και που τον οδηγούν να βλέπει και να ξαναβλέπει τις αλήθειες γύρω του.  Αν δεν είναι και μελό, τότε το ενδιαφέρον γίνεται ακόμη πιο ζωηρό, μα μερικές φορές χρειάζεται να φθάσεις στο τέλος μερικών εκατοντάδων σελίδων για να το καταλάβεις.

Ενώ η συγγραφέας χρησιμοποιεί τριτοπρόσωπη γραφή, στο πρώτο και στο τρίτο μέρος κυριαρχεί ένας εσωτερικός μονόλογος, που σε κάποια σημεία παραμένει ανολοκλήρωτος.  Ισως γιατί θα μας συμπληρώσει τα κενά της αφήγησης, ο παντογνώστης αφηγητής που θα σχολιάσει σε άλλα σημεία του βιβλίου.  Την ιστορία σύνθέτουν δυο παράλληλες ιστορίες που σχετικά γρήγορα, ο αναγνώστης κατανοεί οτι συναντούνται, οτι τέμνονται και οδεύουν μαζί ως το τέλος.

Η ιστορία ξεδιπλώνεται με τον πρώτο ήρωα, τον Άνθιμο Αργυρίου, «μπάτσο» στο επάγγελμα, όπως τον λέει ο έφηβος γιος του Ορέστης, χήρος αφού έχασε νωρίς την αγαπημένη του Κυβέλη, αδελφός της  Καλλιόπης και χρόνια ερωτευμένος με την Περσεφόνη, με έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, αφού εκείνη είναι παντρεμένη με κάποιον φίλο και κάποτε προϊστάμενο, τον οποίο ο Άνθιμο σεβόταν και εκτιμούσε.

Στις περιγραφές του περίγυρου, μπαίνει η Μαργαρίτα, ο έρωτας του έφηβου Ορέστη, φιγούρα δραματική, αφού ζει την σεξουαλική κακοποίηση από τον ίδιο της τον πατέρα, με μια μάνα που ξέρει αλλά σιωπά.  Η Ευριδίκη Καρατζόγλου, κόρη της Περσεφόνης και του Στέφανου Καρατζόγλου, φτάνει βράδυ στο τμήμα θέλοντας να ομολογήσει έναν φόνο. Οδηγείται στο κελί και κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και ο Άνθιμος εκεί συναντά τον ανεκπλήρωτο έρωτα του, την Περσεφόνη, μαυροφορεμένη, γερασμένη και σε απόγνωση.

Η απόλυτη προστατευτικότητα, μάλλον απόλυτη καταπίεση, την οποία ασκούσε πάντοτε η Περσεφόνη στην Ευριδίκη κάνουν την δεύτερη να πνίγεται σε μια ζωή που δεν είναι στα μέτρα της. "Πρέπει" να μην ερωτευτεί γιατί ο έρωτας πονάει, "πρέπει" να σπουδάσει και να γίνει Πανεπιστημιακός και όχι μια απλή καθηγητριούλα, "πρέπει" να κάνει έναν καλό γάμο με έναν άντρα πλούσιο που θα της παρέχει σιγουριά, "πρέπει" να μην κάνει λάθη, "πρέπει" να είναι ηθική, "πρέπει" να ακούει τη μητέρα της γιατί θέλει το καλό της. "Πρέπει" να είναι η σωστή και ηθική σύζυγος.

Μια ζωή γεμάτη «πρέπει» με πολλά καταπιεσμένα θέλω. Μια ζωή γεμάτη τύψεις πόνο και μίσος για την μάνα της για τον δειλό εαυτό της. Μια ζωή μοναξιάς. Μέχρι που ερωτεύεται τον Ορφέα Πολέμη.  Ζει το όνειρο και με αφορμή αυτόν τον έρωτα αποδρά απο την καταπιεσμένη ζωή της. Με κάθε τίμημα, έστω για μια φορά.   Αυτό το πληροφορείται ο αναγνώστης και το κατανοεί καλά.  Στο τέλος μάλιστα αναρωτιέται μήπως τελικά και δεν τον ερωτεύτηκε τον Ορφέα, απλώς εκπλήρωσε μέσα απο αυτόν, την ανάγκη της να αποδράσει.

Εντάξει, όλοι μας ζούμε τα "πρέπει" στις ζωές μας, αυτό όμως δεν σημαίνει οτι θα έρθει η ώρα του σεισμού  με μια πράξη εφηβικής αντίδρασης, αλλα ούτε πάλι και πως συμβιβαζόμαστε με κάθε τίμημα.  Η Ευρυδίκη έκανε κάπως αργά την επανάστασή της, και ύστερα συμβιβάστηκε κι αυτή σε μια αγάπη που είχε κρυμμένη (?) κάπου μέσα της βαθιά, για τον υιοθετημένο αδελφό της.....

Κάπως γλυκανάλατο το τέλος του βιβλίου που θέλει σώνει και καλά ένα happy end σε μια ρημαγμένη ζωή, απο αυτές που υπάρχουν παντού τριγύρω μας.  Στα θετικά του βιβλίου ο τρόπος που χειρίζεται η συγγραφέας τη γλώσσα,  το πλούσιο λεξιλόγιο και οι παρομοιώσεις, αλλά μάλλον  ατυχής η αρχαιοπρεπής επιλογή των ονομάτων, καθώς  και ο παραλληλισμός της εξωσυζυγικής σχέσης της Ευρυδίκης Καρατζόγλου με τον έρωτα Ορφέα και Ευρυδίκης....

Εχει αναλυθεί  εξαιρετικά η ψυχική κατάσταση της καταπιεσμένης Ευρυδίκης, αλλά κάποιοι απο τους χαρακτήρες μοιάζουν ανολοκλήρωτοι, γι αυτό και μη πειστικοί, όπως η στενή της φίλη Αφροδίτη που προκύπτει ως λουσάτη φιλόσοφος, ή ο Ορφέας, τον οποίο ο αναγνώστης γνωρίζει μόνον απο το σημάδι στο στήθος!  Την Ευρυδίκη ο αναγνώστης τη γνωρίζει ως προς τις εσωτερικές σκέψεις, όμως δεν γνωρίζει πολλά για το παρουσιαστικό της, και αυτό σημαίνει οτι δεν έχει -μετά απο τις 600 σελίδες- φτιάξει στο μυαλό του μια εικόνα γι αυτήν.

Αναμφίβολα η Πασχαλία Τραυλού έγραψε καλύτερα βιβλία μετά απο αυτό, πάντως σίγουρα η γραφή της είναι εύστοχη και η αφηγηματική της δυνατότητα ισχυρή.