Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Ο Αχός της εποχής

Η ιστορία αφορά τη σύγκρουση ζωής και τέχνης.  Ποιος αντιλέγει; Τα γεγονότα πάντοτε αφήνουν τα ίχνη τους πάνω στην τέχνη.  Η ιστορία λοιπόν παρουσιάζει από τη μια πλευρά τη δύναμη, την υψηλή αδρεναλίνη και το θάρρος, κι από την άλλη τη δειλία, τον αναγκαστικό συμβιβασμό, την ταπείνωση και τον πόνο που την συνοδεύει. Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Ντμιτρι Σοστακόβιτς και στη σχέση του με το σταλινικό καθεστώς.

 Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τζούλιαν Μπαρνς ασχολείται με βιογραφίες μεγάλων προσωπικοτήτων. Το είχε κάνει στο αξέχαστο "Παπαγάλο του Φλωμπέρ"  όπου μας εντυπωσίασε με διάφορα περιστατικά από τη ζωή του Γκυστάβ Φλωμπέρ, αποκαλύπτοντας την υποκειμενική του ματιά στην καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά και στον τρόπο μετάδοσής του, η οποία μπορεί να διαφοροποιήσει τελικά το ίδιο το γεγονός, αυτό καθαυτό.

Όταν το καθεστώς ασκεί καταναγκασμό και τρόμο συνθλίβει την καλλιτεχνική ευφυΐα.  Το θέμα είναι ότι αν τελικά η ευφυΐα επιβιώσει, θα έχει ισοπεδωθεί;  Κατά πόσο η άσκηση βίας από το πολιτικό σύστημα τον υποτάσσει; ή μήπως η ηθική στάση του καλλιτέχνη που επιθυμεί να συνεχίσει να υπηρετεί την τέχνη του, τον ωθεί να μην υποταχθεί και να εξοριστεί, ή να θανατωθεί;   Και εν πάσει περιπτώσει πρόκειται για δειλία όταν επιλέγει κανείς να ζήσει, όπως ο Σοστακόβιτς κάτω απο συνθήκες τρόμου, υποχωρώντας σε απαιτήσεις της παράλογης αρχής;

Ο Τζουλιαν Μπαρνς , που έχει μια έντονη τάση αμφισβήτησης, αποδίδει μια ολόκληρη εποχή σε αυτό το υπέροχο πόνημα.  Η εποχή αυτή έβαλε τη σφραγίδα της σε πολλά σημεία του χάρτη, έκρινε το μέλλον μέχρι και το σήμερα, όρισε τις ζωές πολλών ανθρώπων και φυσικά όρισε και τις μετέπειτα σχέσεις του δυτικού κόσμου και την πρώην Σοβιετική Ένωση.   Γνωρίζοντας οτι "τούτη ήταν η χειρότερη εποχή" όπως γράφει χαρακτηριστικά, ο 30χρονος, την άνοιξη του 1937)  Σοστακόβιτς περιμένει για ώρα υπομονετικά, έξω από ένα ασανσέρ πολυκατοικίας του Λένινγκραντ, να έρθουν να τον συλλάβουν απο την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας.  Τι κι αν πρόσφερε μέχρι εκείνη τη στιγμή ευφρόσυνες στιγμές στα πλήθη, τι κι αν έπαιξε σονάτες σε βελουδένια σαλόνια; Τι κι αν "κολυμπούσε στις τιμές όπως η γαρίδες στη μαγιονέζα του κοκτέιλ" όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μπαρνς.  Κανένας από όσους μεγαλοσχήμονες γνώρισε δεν  του ήταν χρήσιμος εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές δίπλα στο ασανσέρ...

Χωρίς λόγια που θα έκαναν πολύ μελό θα ήθελα να αναρωτηθώ πώς βλέπουμε σήμερα κάποιον που δεν αντιστέκεται, δεν τηρεί "ηρωική" στάση απέναντι σε ένα καταπιεστικό καθεστώς.  Τι ακριβώς σημαίνει ένα τέτοιο πρόσωπο για το καθεστώς; Ποιο ήταν το λάθος που έκανε ο συνθέτης για να τραβήξει πάνω του το βλέμμα του Στάλιν;  Μήπως όλα συνέβησαν γιατί ένα έργο του προκάλεσε δυσαρέσκεια; Ίσως ο τρόμος άρχισε να προκαλείται όταν σε άρθρο της η "Πραβντα" είχε επικρίνει την όπερά του "Η Λαίδη Μπακμπεθ του Μτσενσκ" ως "μουσική-βαβούρα"...

Δεν πρόκειται για ιστορία που έχει μια ενιαία πλοκή. Πρόκειται για ένα έργο με τρίπρακτη δομή. Ο συγγραφέας έχει διαλέξει τρία συμβάντα-σταθμούς για τη ζωή του μεγάλου συνθέτη.  Τα παραπάνω περιέχονται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συνθέτης βρίσκεται επίσης σε μια πολύ δύσκολη στιγμή του. Σε μια ομιλία που έκανε στο Πολιτιστικό κι Επιστημονικό Συνέδριο για την Παγκόσμια Ειρήνη στη Νέα Υόρκη, αναγκάσθηκε να ισχυριστεί οτι το έργο του Ιγκόρ Στραβίνσκι, το οποίο ο Σοστακόβιτς εθαύμαζε, αποτελεί "παράδειγμα διαστροφής".  Τα συναισθήματα είναι καταιγιστικά.  Νοιώθει ενοχές, είναι ηττημένος και ταπεινωμένος απο τις τακτικές του ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος και κατανοεί οτι δεν μπορεί να γίνει κάτι και κανείς δεν μπορεί...



 Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από εκείνο το σημείο και μετά, η ταπείνωση είναι ολοκληρωτική.  Ο συνθέτης παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα μαρξισμού-λενινισμού και αποκηρύσσει κάθε είδος κοσμοπολιτισμού στην τέχνη. Ταυτόχρονα υπογράφει πολλές δηλώσεις μεταμέλειας, εκφωνεί ομιλίες -γραμμένες τις περισσότερες φορές από την KGB- εναντίον της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Δύσης, ενώ τελικά εντάσσεται στους "μηχανικούς ανθρώπινων ψυχών" πράγμα που συνοψίζει τη στάση πάρα πολλών καλλιτεχνών της εποχής, οι οποίοι τελικά υποτάχθηκαν....

Στο τρίτο κεφάλαιο βρισκόμαστε στην δεκαετία του '60 και στην περίοδο αποσταλινοποίησης της ΕΣΣΔ από τον Χρουτσόφ.  Ο Σοστακόβιτς αναλογίζεται την αδυναμία του να εμποδίσει την άνευ όρων αφομοίωσή του από το -φαινομενικά- διαφοροποιημένο καθεστώς.  Συνειδητοποιεί ότι η στάση του σημαίνει απόλυτη απεμπόληση ακόμα και του ύστατου δικαιώματος αυτονομίας, αφού πλέον εγγράφεται στο κόμμα και προς αντάλλαγμα διορίζεται στη θέση του Προέδρου της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών με τιμές και δόξες...

Οι σχέσεις του με το καθεστώς έχουν αποκατασταθεί.  Συνθέτει φιλολαϊκή μουσική κι εμψυχώνει τους στρατιώτες και την εργατική τάξη.  Ο Αλεξαντερ Σολζενίτσιν, γνωστός αντιφρονών του καθεστώτος είχε αποκαλέσει "τραγική ιδιοφυΐα, αυτόν τον αξιολύπητο Σοστακόβιτς"!  Η τέχνη του που από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε -εκτός του Στάλιν- δεν στάθηκε αιτία να του χαριστεί κανένας. Έζησε βυθισμένος στην ταπείνωση, την ντροπή ως τα γεράματα, προφανώς με την ελπίδα ότι ο θάνατος θα απελευθέρωνε τη μουσική του από την ταπεινωμένη -στον φόβο και τον συμβιβασμό- ζωή του.

Άραγε αν μείνει η μουσική στα συρτάρια, θαμμένη για χρόνια, τί θα γίνει; Θα γίνει καλύτερη; Θα γίνει περισσότερο κατανοητή;  Μήπως συνθέτοντας μουσική, κάνοντας τέχνη, μπορεί κάποιος να ακουστεί πάνω από τον αχό της εποχής;  Μήπως κέρδιζε τελικά την κατανόηση της Ιστορίας; Μήπως τελικά αυτήν την κατανόηση την κέρδισε, γιατί εάν ο Συνθέτης έπρατε διαφορετικά, θα μπορούσε να έχει εξαφανισθεί απο το χάρτη; Μα για ποιόν χάρτη όμως μιλάμε; Μάλλον αυτόν που χάραξε ο πόλεμος...

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Η Κυρά της Ρω, κυρά της ψυχής μας

Το κείμενο "Κυρά της Ρω" υπενθυμίζει σε όσους το λησμόνησαν, ποια ακριβώς, είναι η Ελλάδα.  Και αν από αυτούς που το λησμόνησαν, οι περισσότεροι περιμένουν να δουν με μια εθνικοκάπηλη ματιά μέσα από την παράσταση, την έπαρση της γαλανόλευκης, πλανώνται.  Κάτι άλλο, περισσότερο συγκλονιστικό, τους περιμένει εκεί στα πέριξ της Ακρόπολης και στο Θέατρο Σφενδόνη.

"... Θέλω αντί για ίχνη, να αφήσω μια σημαία.  Του ασήμαντου ανθρώπου, του κυριακάτικου τραπεζιού, της αρχαίας χαράς...".

Ποιος ξέρει αν έλεγε κάποτε τέτοια λόγια, ή άλλα, η Δέσποινα Αχλαδιώτη, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σ' εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι απέναντι από το πατρώο της, το Καστελόριζο.  Ο συγγραφέας ωστόσο, ο Γιάννης Σκαραγκάς σε πείθει.  Ξέρεις όταν ακούς την σπαρακτική ερμηνεία της Φωτεινής Μπαξεβάνη, ότι η "Κυρά της Ρω" -δεν μπορεί-  κάπως έτσι θα σκεφτόταν.  

Ο έρωτας ήταν η αφορμή που την έκανε να ακολουθήσει εκεί τον αγαπημένο της τον οποίο παντρεύτηκε κόντρα στην οικογένειά της.  Πάλεψε με τα θηρία των πατρικών πεποιθήσεων σε μια εποχή δύσκολη.  Μα όταν εκείνος πέθανε, εκείνη δεν απαρνήθηκε την απόφασή της και παρέμεινε εκεί, κάνοντας το μέρος πατρίδα της.   Άλλωστε πατρίδα δεν είναι εκεί που γεννιέσαι. Είναι το καρώ τραπεζομάντηλο του κυριακάτικου τραπεζιού, είναι το μοσχομυριστό ζυμάρι που φουσκώνει για να κεραστούν οι νησιώτες στους γάμους, είναι η λάμψη στα πρόσωπα από τη φλόγα στις πασχαλιάτικες λαμπάδες.  Αυτά σου μένουν από το κέντημα του συγγραφέα πάνω στην ιστορία της Κυράς της Ρω...


"Δεν τη φοβάμαι την ερημιά.  Ποτέ δεν τη φοβήθηκα.  Υπήρχαν χρόνια που αυτό εδώ το νησάκι, η Ρω, έμοιαζε με βασίλειο. Αυτός ήταν ο θρόνος μας. Μια ξεραμένη λεμονόφλουδα και γύρω της το μπλε.  Ήμασταν εγώ, ο άντρας μου και το γαλάζιο.  Αυτός ήταν ο λαός μας. Μπορεί να μην είχε φωνή, άλλαζε όμως αποχρώσεις, αμέτρητες αποχρώσεις και πρόσωπα, ανάλογα με τις εποχές και τις μέρες"

Η Δέσποινα Αχλαδιώτη ήταν ακόμη νέα την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου, έζησε τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, τον ισχυρό σεισμό των 8 Ρίχτερ του 1926 που κατέστρεψε πολλά σπίτια στο νησί, και τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Στη διάρκεια αυτών των ετών, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν το Καστελόριζο και μετοίκησαν στη Ρόδο, την Αθήνα και την Τουρκία. Πολλοί ωστόσο ταξίδεψαν ως την Αυστραλία και την Αμερική για να κάνουν νέο ξεκίνημα με τις οικογένειές τους.  Εκείνη έμεινε πιστή στο ιδανικό της. Στον σύντροφό της.  Στον τόπο της. Στο μπλε.

"Τον αγάπησα πολύ τον Κώστα. Για πολλά πράγματα.  Άλλα τα ξέχασα, άλλα τα μπέρδεψα.  Ένα πράγμα όμως κράτησε την αγάπη μου γι αυτόν ζωντανή. Μ'έκανε πάντα να θυμάμαι ποια είμαι.  Με κοίταζε και αμέσως καταλάβαινα.   Αυτό είσαι, σκεφτόμουν, αυτό το μπλε.  Και, αντί για καρδιά, έχεις μια γραμμή.   Όποτε θέλει χωρίζει τον κόσμο στα δυο και, όποτε θέλει, σε βάζει στη μέση να τον βαστάς". 

Σε όλη της ζωή η γυναίκα αυτή εξέπεμπε ένα σήμα.  Το εισπράτεις και σήμερα  το σήμα μέσα από τον καθηλωτικό μονόλογο και αυτό είναι συγκινητικό.  Και γίνεται ακόμα πιο συγκινητικό όταν ακούς ότι "Κανείς δεν γεννιέται ήρωας -γίνεται, μέσα από μια πίστη, μια ανάγκη".   Στο δικό μου μυαλό, αυτό πολλά εξηγεί, μα αφήνει αδιερεύνητο το  γιατί η ανάγκη η σημερινή, δεν έφτασε ακόμα για να φτιάξει ήρωες.  Δεν αρκεί η απλή ανάγκη, σκέφτομαι, δεν αρκεί...


Η γυναίκα αυτή έφυγε από τη ζωή στα 92 της χρόνια και μέχρι τότε δεν υπήρξε πρωινό της ζωής της που δεν "σήκωσε" τη σημαία στο νησάκι της. Και δεν το έκανε  για να γίνει ηρωίδα. Θεωρούσε ότι έπρεπε να εκπέμψει ένα σημάδι ζωής στους γύρω της, στα καράβια που περνούσαν από τα νερά του Αιγαίου, να απευθύνει έναν χαιρετισμό από αυτό το μικρό κομμάτι βράχου το οποίο διεκδικούσαν πάντοτε οι Τούρκοι, άλλοτε βομβάρδισαν οι Γερμανοί κι άλλοτε έγινε κρησφύγετο για τους αγώνες.  "Το νησί αυτό ήταν η ζωή των Καστελοριζιών... Εάν το παίρνασι οι τούρκοι αυτό, θα παίρνασι και το Καστελόριζο", είπε σε εκπομπή της ΕΡΤ το 1976, χαμογελώντας, η ίδια η κυρα-Δέσποινα.

Ήταν ο δικός της αγώνας. Ήταν μια πράξη που έκανε απέναντι στον εαυτό της και τη ζωή της.  Έγινε πρότυπο. Έδειξε ότι μια απλή πράξη, ενός ανθρώπου, μπορεί να αφήσει ένα τεράστιο αποτύπωμα στη ζωή, στους γύρω της, στην Ιστορία...  Ποιος άραγε, από τους κατακτητές που πέρασαν, ή όποιος άλλος, μπορεί να ισχυριστεί ότι η γυναίκα αυτή ηττήθηκε από τα γεγονότα;  Διατήρησε ζωντανή την πίστη ότι η ζωή είναι σημαντική, ακόμα και για τον τελευταίο, τον πιο μικρό και απομονωμένο αυτής της πατρίδας.

Ο συγγραφέας Γιάννης Σκαραγκάς καταφέρνει να μένει μακριά από εξιδανικεύσεις για ηρωισμούς και μεγαλόπνοα οράματα.  Δεν θα βρουν τέτοια, όσοι θα ψάξουν για εθνικοπατριωτικές φωνές.  Με την σκηνοθέτη Κατερίνα Μπερδέκα καταφέρνει και μας γνωρίζει μια απλή νησιώτισσα, με πίστη όμως στη ζωή...  Μας την παρουσιάζει σαν μια γειτόνισσα... Αισθάνομαι πως της κτυπώ την πόρτα, κι εκείνη χαμογελαστή, είναι έτοιμη να μου φέρει δροσερό νερό στο ποτήρι, κι ένα κομμάτι ψωμί, μιας και  τό 'φερε η τύχη να βρεθώ στα μέρη της.   Και στο τέλος, αφού πίνω λαίμαργα το δροσερό νερό της, δάκρυα μου ανεβαίνουν στα μάτια, καθώς εκείνη συνεχίζει να περιγράφει πώς σκέφτεται τη ζωή.

Το βιολοντσέλο στην άκρη της σκηνής του Θεάτρου Σφενδόνη σταματά να παίζει.  Έτσι κι αλλιώς η παρουσία του ήταν διακριτική σε όλη την ώρα της παράστασης.  Τα χειροκροτήματα δεν σταματούν.  Όχι γιατί μας γνώρισαν μια ηρωίδα.  Μα γιατί η δύναμη ψυχής βρίσκεται κάπου, και περιμένει να ανασυρθεί...



Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Μπαίνεις στο Σπίτι και βγαίνεις από το Κελλί

 Διάβασα "Το Σπίτι και το Κελλί" εκτός χρόνου. Πράγμα που σημαίνει οτι προσπάθησα να το αποσυνδέσω απο την περίοδο της έκδοσής του και απο τις κριτικές που το συνόδευσαν, εκείνη τη φορτισμένη χρονική περίοδο.

Είναι ένα πόνημα "διαβαστερό" το δίχως άλλο.  Μια φαρσοκωμωδία για την ελληνική κοινωνία.  Και ο Χωμενίδης, μολονότι δεν σε "πείθει" στις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, έχει αναμφισβήτητα μεγάλη αφηγηματική ικανότητα, την ικανότητα να δομεί ιστορίες, να τις εμπλουτίζει λεκτικά και να τις ολοκληρώνει , αν και όχι πάντα αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους.

Μέχρι τη μέση το βιβλίο γίνεται πολύ ενδιαφέρον, αλλά η απογοήτευση των τελευταίων σελίδων είναι δυσανάλογη της προσμονής του αναγνώστη.  Ίσως έφταιγαν τα επικίνδυνα νερά των πληροφοριών για την οργάνωση 17 Νοέμβρη, που έβλεπαν ένα διάστημα το φως της δημοσιότητας με τρόπο καταιγιστικό.  Όταν δεν έχει περάσει χρόνος, όταν δεν έχει κάτσει ο κουρνιαχτός που ξεσηκώνουν οι νωπές ειδήσεις, οι πληροφορίες ακόμα και στα χέρια κάποιου λογοτέχνη μπορεί να χάσουν την πραγματική αξία τους.  Δεν γνωρίζω τί στόχο είχε ο ίδιος όταν το έγραφε.  Πάντως, "Το Σπίτι και το Κελλί" θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό, σε ένα παζλ ενδιαφέρον, για την ελληνική κοινωνία. 

Το βιβλίο που είχε την τύχη να επανεκδοθεί ξεπερνά τις 500 σελίδες και αποτελεί μια πρώτης τάξεως αφορμή για διασκέδαση και ψυχαγωγία στις μέρες μας.  Στην ουσία περιγράφει, ότι ακόμα και μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία μπορεί κάποτε να ενέπνευσε πολλούς Έλληνες με τα ιδεώδη της, δεν είναι σε αυτή τη χώρα, παρά μια προχειρότητα, μια μπαχαλοκατάσταση που ξεκίνησε κάποτε μυστικά αλλά φιλόδοξα από ένα μοναστήρι, για να τελειώσει άδοξα τη ζωή της σε μια πλατεία, κοντά σε ένα σταθμό του μετρό, όπου η τελευταία της επιχείρηση -ας βγάλουμε απέξω το γεγονός οτι η επιχείρηση αφορούσε ερωτοδουλειά-  εξελίσσεται σε φιάσκο!  Εάν αυτός ήταν ο στόχος του Χωμενίδη, τότε επιτεύχθηκε!

Στην ιστορία παρελαύνουν πολλά πρόσωπα.  Η εύστοχη σάτιρα της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δημήτρη Γκίκα, ιδιοκτήτη της Οινοποιητικής, όπως και όλων των ηρώων γύρω από τον κύκλο της οικογένειας αυτής, συγκαταλέγεται στις επιτυχίες του βιβλίου.  Το ίδιο και η περσόνα του Παναγιώτη Σαντορίνη, υψηλόβαθμου στελέχους του Υπουργείο Εξωτερικών, που κάνει τις αποκαλύψεις για τη δράση της "Εταιρείας" στον Γκίκα.

Ναι μεν, είναι σαν ολοζώντανη φωτογραφία που δείχνει τρομοκράτες, δολοφόνους, ομοφυλόφιλους, κακομοίρηδες, αστούς και υψηλόβαθμους που είναι έτοιμοι να λύσουν τα θέματά τους με δωροδοκίες, μυστικές συνενοήσεις και φόνους, καθωσπρέπει κυρίες που κερατώνουν όμορφα και ήσυχα τους συζύγους τους, όμως κάπου χρειαζόταν και κανένα "καλό" πρόσωπο, γιατί η παντελής απουσία θετικών χαρακτήρων κάπως προβληματικό μου φάνηκε...

Μπορεί επίσης ο συγγραφέας να θέλησε να δείξει ότι γίνονται δίκες στημένες, ή ανούσιες, όταν τα εγκλήματα παρέρχονται, όμως η παρωδία της δίκης των τρομοκρατών ούτε γέλιο δεν μπόρεσε να μου προκαλέσει, μαζί με μερικές απορίες που μου έμειναν στο τέλος της ανάγνωσης:  Γιατί ο ιδιοκτήτης της Οινοποιητικής πλήρωνε τον Σαντορίνη για να ακούει τις αποκαλύψεις του; Γιατί σταμάτησε να τον πληρώνει, μήπως ξεχάστηκε ο συγγραφέας; Γιατί οι μοναχοί που υποτίθεται ότι "έθρεψαν" τον ιστό της 'Εταιρείας, δεν παίζουν τελικά κανένα ρόλο, ποιοι είναι, γιατί τους ξέχασε κι αυτούς;  Πολύ εύκολα ο Γκίκας αποφασίζει να σκοτώσει τη γυναίκα του και ακόμα πιο εύκολα αποδέχεται ο Σαντορίνης να παίξει η εταιρεία το ρόλο του δολοφόνου...   Πολλές είναι ακόμη οι λεπτομέρειες που δεν στέκουν, δεν αρμόζουν, παρά τη θετική διάθεση του αναγνώστη απέναντι σε μια ενδιαφέρουσα ιστορία, γιατί δυστυχώς, στο μυαλό του δεν υπάρχουν οι εξηγήσεις που πιθανόν υπάρχουν στο μυαλό του συγγραφέα...




Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Η αποπλάνηση

Τελειώνει η ταινία της Σοφία Κόπολα "Η Αποπλάνηση" (The Beguiled) και δεν είμαι σίγουρη.  Ο τραυματισμένος δεκανέας που εμφανίζεται με το πρόσωπο του Κόλιν Φάρελ αποπλάνησε τις επτά γυναίκες, ή εκείνες τον αποπλανούσαν σταδιακά, μία-μία και τέλος όλες μαζί;

Εξαιρετική, απροσδόκητη, η σύλληψη να εμφανιστούν όλες οι γυναίκες, δηλαδή επτά διαφορετικά πρόσωπα αλλά να είναι τελικά προφανώς μία, μία γυναίκα που ερωτεύεται τον στρατιώτη που έσωσε στο δάσος, τον φροντίζει, του επουλώνει τα τραύματα, τον έχει μέρες και νύχτες κρυμμένο και τον προστατεύει, μέχρι που τον σώζει απο το θάνατο και τον φέρνει πίσω στη ζωή.  Είναι στο μυαλό μου η ίδια γυναίκα που στήνει τελικά την παγίδα για να τον βγάλει από τη μέση, αφού η παραμονή του στο χώρο γίνεται πλέον αδύνατη.  

Αδιέξοδο, ανατροπές, και μια λύση από γυναίκα. Μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. 

Δεν είναι μόνον η Nicol Kindman που στο ρόλο της μεσήλικης Διευθύντριας ενός μικρού ιδιωτικού παρθεναγωγείου  για την εκπαίδευση μικρών κυριών την εποχή του πολέμου Βόρειων και Νότιων, έχει την υπεροχή.  

Δεν είναι μόνον η Kirsten Dunst που στο ρόλο της Εντουινα, της δασκάλας που πέρασε τα 30, "καλοβλέπει" με αδημονία τον αρσενικό επισκέπτη.  Είναι αυτές, μαζί με τα πέντε κορίτσια, τέσσερις μικρότερες σε ηλικία κι ένα teenager , ένα εικοσάχρονο αθώο και προκλητικό ταυτόχρονα για τον διψασμένο στρατιώτη, που συνειδητοποιεί ότι εάν φύγει από αυτό το καταφύγιο όπου βρέθηκε θα τον σκοτώσουν, θα χαθεί.  Χρησιμοποιεί λοιπόν όλα τα μέσα. Αθωότητα εκεί που χρειάζεται.  Πρόκληση αλλού, φιλία κι ευγένεια, και γενικώς τα πάντα...


Το μυθιστόρημα είχε κυκλοφορήσει το 1966 από τον Thomas Cullinan και η πρώτη κινηματογραφική του εκδοχή ενσαρκώθηκε από τον Clint Eastwood ο οποίος ήταν στο κέντρο της αφήγησης.  Αυτό είναι κάτι που ανατράπηκε από τη Σοφία Κόπολα που προτίμησε να πει την ιστορία απο την πλευρά των γυναικών.  


Η δυναμική της εξουσίας από το ανδρικό φύλο στη γυναίκα δεν είναι ένα θέμα που εξαντλείται σε ένα βιβλίο, σε μια ταινία, ή σε μια εποχή. Υπάρχει πάντα ένα μυστήριο ανάμεσα στις σχέσεις των δύο φύλων και αυτό το μυστήριο θέλησε να εξερευνήσει η Σοφία Κόπολα κάνοντας τη διασκευή του σεναρίου από την πλευρά της γυναίκας.Βάζει επιπλέον κι ένα στοιχείο θρίλερ και απογειώνει τη δυναμική της ομάδας των γυναικών, κάνοντας έτσι να διαφανούν στοιχεία που βρίσκονται καλά κρυμμένα στον γυναικείο ψυχισμό και πάντα προσμένουν την "κατάλληλη" πρόκληση για να εξωτερικευθούν.  

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

"Αντιγόνη-Η αληθινή ιστορία"

Με μια κίνηση σαν από μαγική μπαγκέτα, είδαμε φέτος την Αντιγόνη να φεύγει από το μύθο της, να επιλέγει να μην αυτοκτονήσει τελικά εκεί που την φυλάκισε ο Κρέοντας, να αποφασίζει να εγκαταλείψει τον κόσμο των ηρώων, για να ζήσει κάτι γήινο. Κάτι μεγαλειώδες ανά τους αιώνες. Κάτι μοναδικό γι αυτήν, και ταυτόχρονα κοινό για όλους εμάς τους άλλους. Η Αντιγόνη επέλεξε να ερωτευθεί και να αγαπηθεί.

Την μπαγκέτα κρατούσε  η σκηνοθέτις Βάνα Πεφάνη που έκανε πράξη στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη, το απολαυστικό κείμενο της Χρύσας Ξουράφα, ένα κείμενο  που εμπεριέχει το όνειρο, τη ζωή και εν τέλει την ανατροπή, όπως αυτή κυριαρχεί στους κόσμους των θνητών και των ηρώων. Η παράσταση είχε έναν αέρα παιχνιδιάρικο, νεανικό, αέρα που πνέει κόντρα σε κάθε λογής εξουσία. 

Το κείμενο που είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο βασίζεται στη συνθήκη της φυγής προς την ελευθερία, στην ίδια συνθήκη που χρησιμοποιήθηκε για την Αλίκη που πέρασε στον κόσμο των θαυμάτων, ή άλλων ηρώων που ειδικά στην εποχή που διανύουμε, αρέσκονται να μετακινούνται για να ζουν τις ζωές που ζήλεψαν.  Το κείμενο είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, κάτι που κάτι δυνατό το ρυθμό στην παράσταση, και είναι προσεκτικά γραμμένο και με σεβασμό προς τις νόρμες της τραγωδίας, από την οποία η ηρωίδα το έσκασε.

Η Αντιγόνη καταφθάνει στον κόσμο των θνητών για να ζήσει τον έρωτά της με τον άνθρωπό της, τον Αίμονα.  Ενώ έχουν τις αντιρρήσεις τους, τελικά την ακολουθούν με περιέργεια και αγωνία, ο Οιδίποδας, η Ισμήνη και η Μήδεια, σαν ηρωίδα που έχει ζήσει στο έπακρο την άλλη πλευρά της αγάπης.  Η περιπέτεια και το παραμύθι που ακολουθεί τα έχει όλα.  Χιούμορ, θλίψη, τρυφερότητα, μηνύματα για τον έρωτα, το καλό και το κακό, τη λήθη και τη μνημοσύνη, τα λάθη και τα σωστά των ανθρώπων στο σήμερα και το χθες.


Η διανομή των ρόλων ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη.  Δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ τα πρόσωπα της παράστασης στο πετσί άλλων ηθοποιών.  Εξαιρετικά επιβλητική η παρουσία και η φωνή της Ντέπυς Πάγκα στο ρόλο της Μήδειας, που νουθετούσε συνεχώς από κοντά τη μικρή και άπειρη Αντιγόνη, στην αναζήτησή της. Σοβαρός και αστείος ταυτόχρονα ως Οιδίποδας ο Γιώργος Χουλιάρας.  Τί να πεις για το ρυθμό και την υστερική περσόνα της Ισμήνης που ενσαρκώνει η χαρισματική Νικολίνα Μουαίμη? Υπέροχη η παρουσία της  Μαρίας Δαμασιώτη (Αντιγόνη)  και του Αντώνη Καραθανασόπουλου (Αίμονα) που με τη δύναμη της νεαρής ηλικίας ζούν τα πάνω και τα κάτω του έρωτα, το ψέμα, τους εγωισμούς αλλά και το πάθος.  Το σύγχρονο ζευγάρι της ιστορίας η Δήμητρα Σύρου και ο Χρήστος Χριστόπουλος μοιάζουν με ένα οποιοδήποτε ζευγάρι του σήμερα, που επισκέπτεται ένα μουσείο. Είναι αυτοί που αφήνοντας ένα πορτοκάλι δίπλα στην Αντιγόνη δίνουν το σήμα για να ξεκινήσει η ... "αληθινή ιστορία".  Τέλος για τον απολαυστικό -άλλοτε σοφό κι άλλοτε ειρωνικό- Βασίλη Αφεντούλη δεν μπορώ να πω πολλά γιατί τα είχε... όλα! Ως χορός σε μια σύγχρονη  κωμωδία και ταυτόχρονα ως ο συγγραφέας της αρχαίας τραγωδίας  μας εντυπωσίασε!



Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Είναι όμορφη η ζωή, Αδερφέ μου!

Φράσεις απλές που σε χτυπούν με δύναμη.  Λόγος εξουσιαστικός.  Μάλλον ποιητικός παρά μυθιστορηματικός.  Αλλά και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Τί θα έπρεπε να περιμένει ο αναγνώστης;  Πρόκειται για το βίωμα του ποιητή.  Το βίωμα που έγινε υλικό για μυθιστορία αφού εμπλουτίσθηκε ισότιμα με δυο αντιφατικά στοιχεία, με ρομαντισμό και ρεαλισμό.

"Είναι όμορφη η ζωή, Αδερφέ μου" λέει στον τίτλο ο Ναζιμ Χικμέτ και το βροντοφωνάζει μέσα στο έργο του , παρά το γεγονός ότι περιγράφει τη σκληρή πλευρά της ζωής. 
Κάποιες φράσεις επαναλαμβάνονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ή όπως συμβαίνει στο βιβλίο, από γραμμή σε γραμμή, προδίδοντας την ποιητική καταγωγή του δημιουργού.  Οι ήρωες του μετράνε το χρόνο τους σε γραμμές, είτε για να βλέπουν πόσο ακόμα απομένει για να τελειώσει η κόλαση, είτε για να κοιτάζουν πίσω για να δουν πόσο μεγάλο ή μικρό μέρος της, πέρασε.  Έτσι οι γραμμές γίνονται στίχοι και οι στίχοι γραμμές.

Έτσι ο ποιητής -εδώ μυθιστοριογράφος αλλά πάντα ποιητής- σχολιάζει τα πάντα. Βαθιά πολιτικοποιημένος μιλάει για πολιτική, για τη ζωή, για την τέχνη, για την Ιστορία, για το κράτος, για όλα.  Το γεγονός ότι έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη Μόσχα τον κατατρέχει παντού.  Εκεί ανδρώθηκε και σπούδασε, εκεί επέστρεψε για να ηρεμήσει μετά τις περιπέτειες. Στη ζωή του μπήκε η τρικυμία όταν επέστρεψε στην Τουρκία το 1924.  Οι πολιτικές του πεποιθήσεις ήταν η αιτία να συλληφθεί, να φυλακισθεί και τελικά να εξορισθεί απο το καθεστώς που έδειχνε το πιο σκληρό του πρόσωπο. 

Στο κείμενο αυτό ο Ναζίμ Χικμέτ παίζει με τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, θέλει ωστόσο να πείσει τον αναγνώστη του ότι ούτε ο θάνατος τελικά δεν είναι θεοσκότεινος, δεν είναι οδύνη.  Αναρωτιέται για το τί είναι ωραίο στον κόσμο, τί είναι το δίκιο και το άδικο, η πείνα, ή η τυραννία.

Κι όμως μόνος του με τις λέξεις που έρχονται αιφνιδιαστικά κατά πάνω σου, αναθεωρεί και επιμένει ότι "Είναι όμορφη η ζωή αδελφέ μου".  Το σκοτάδι είναι παντού απλωμένο στις σελίδες του μοναδικού αυτού μυθιστορηματικού αφηγήματος του Χικμέτ.... Όμως όση ζωή κι αν απομένει πάντα λίγη φαίνεται στην ποιητή.  Δεν είναι ποτέ αρκετή γιατί είναι ωραία.


Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Πέτρα μαύρη και σκληρή όπως η Ιστορία

Διαλεγμένες οι λέξεις του.  Όπως πρώτα - πρώτα η λέξη του τίτλου.  Ουρανόπετρα.

Αιώνες πριν από την ιστορία της αφήγησης ο Γερόλεμος κόβει στα τέσσερα το φυλαχτό που του έσωσε τη ζωή , χαράζει σημάδια σε κάθε κομμάτι και τα μοιράζει στους τέσσερις γιους του που χάνονται μεταξύ τους.  Από το 1571 που έγινε αυτό, στα χρόνια της Ενετοκρατούμενης Κύπρου, ως και δώδεκα γενιές αργότερα, ένας απόγονός του, με  βαθιά πεποίθηση μέσα του ότι "όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος"  μας οδηγεί σε ένα ταξίδι στην Κύπρο την πολύπαθη και στα γεγονότα των εποχών που πέρασαν.

Σαν σύγχρονος Οδυσσέας, ο Αδάμος αγωνίζεται να βρει το δρόμο του, και μέσα από αυτό διανύει την ιστορία του νησιού, από τα χέρια των Ενετών, στα χέρια των Τούρκων. Περιδιαβαίνει σε Κύπρο, Αθήνα, Θεσσαλία, Ήπειρο, περιγράφει δυνατούς έρωτες, προδοσίες, πολιτικά γεγονότα, αναπάντεχες ανατροπές, κυνηγάει το δίκιο και τ' άδικο και σκιαγραφεί τα συναισθήματα του ελληνισμού που βρέθηκε στις γεωγραφικές εσχατιές της πατρίδας. 

Στην προσπάθειά του να βρει το χαμένο του θησαυρό ο πρωταγωνιστής διατρέχει τα χρόνια της Τουρκοκρατίας , αλλά και το πέρασμα της Κύπρου στον έλεγχο των Βρετανών (1858), μα δεν διαφεύγει από τον συγγραφέα να περιγράψει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά εξελίχθηκαν, όπως τα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τις μάχες στο Μπιζάνι το 1913 καθώς και την αναταραχή στην Ελλάδα.

Ας μην πάει ο νους σας σε θησαυρός περίτεχνους και χρυσοποίκιλτους.  Το φυλαχτό που διασκορπίστηκε με τα χρόνια, δεν ήταν από χρυσάφι.  Είναι από πέτρα, μαύρη και σκληρή, όπως και η ιστορία και η πορεία του ελληνισμού μέσα από τα χρόνια.  Τα κομμάτια του σκορπίστηκαν στην Ιστορία, και μάλιστα στους διαφορετικούς παράγοντες που την έγραψαν, μα τελικά, κάποιος Οδυσσέας βρίσκεται - εδώ είναι ο πρωταγωνιστής μας ο πολύπαθος Αδάμος- που προσπαθεί να τα ανακαλύψει και να ανασυνθέσει πάλι το φυλαχτό του, όπως και το παρελθόν της οικογένειάς του.  Να ανασυσταθεί, έτσι ώστε να μη λησμονηθεί η ιστορία, να βρεθεί η ρίζα, να σιγουρευτεί ότι το στήριγμα υπάρχει, έστω κι αν αυτό είναι βαθιά ριζωμένο στις έριδες, τις αδικίες και τα δίκια του παρελθόντος. 

Ποίηση και Ιστορία πάνε μαζί σε τούτο το πόνημα.  Από τον καιρό που οι Ενετοί είχαν κλείσει τα ελληνικά σχολεία και οι ορθόδοξοι μητροπολίτες είχαν τεθεί στο περιθώριο το 1570, τότε που ο οθωμανικός στόλος αγκυροβόλησε στο Λάρνακα κι έχασε ο Γερόλεμος την οικογένειά του, ως το 1878 που οι Οθωμανοί έδωσαν την κυριαρχία της Κύπρου στους Άγγλους, δώδεκα γενιές αργότερα,  η Ιστορία βρίσκει τον Αδάμο όπως και ολόκληρη της κοινωνία γονατισμένη απο τους βαρείς φόρους που είχαν επιβάλει οι Οθωμανοί και διατήρησαν οι Εγγλέζοι.  Ο αψύς χαρακτήρας του Αδάμου που αναγκάστηκε στα δεκαέξι του να φύγει από την πατρική εστία, δεν άντεχε τον δύστροπο χαρακτήρα των αφεντικών και αυτό ορίζει και την πορεία του...

Δεν γνωρίζω τον Γ.Καλπούζο προσωπικά και διάβασα την Ουρανόπετρα κάπως καθυστερημένα. Έχει κυκλοφορήσει εδώ και τέσσερα χρόνια.  Δεν έχει σημασία ωστόσο. Πρόκειται για έργο κλασσικό.





Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

απο το αγαπημένο Fractal


Διήγημα Fractal: «Μοναξιά»


Tης Μαίρης Σάββα // *




Στο ίδιο παγκάκι καθόταν κάθε απόγευμα, πάνω κάτω την ίδια ώρα. Ήταν η ώρα της ημέρας που την μεταμόρφωνε, από μοναχική μεσήλικα, σε χαρούμενο μικρό παιδί. Ούτε τις κρύες μέρες του χειμώνα δεν το έβαζε κάτω. Φορούσε σκουφί και κασκόλ, κούμπωνε όλα τα κουμπιά μέχρι το λαιμό στο πανωφόρι της, και περπατούσε ως το παγκάκι της. Παρατηρούσε τους περαστικούς, χαιρετούσε με ευγένεια όσους της έκαναν την τιμή να της ρίξουν μια ματιά. Απέναντι στους κυρίους ήταν σοβαρή, κατέβαζε το βλέμμα στη γη. Στα παιδιά χαμογελούσε και γινόταν φιλική.
Ήταν η στιγμή, εκείνη η μαγική στιγμούλα του εικοσιτετραώρου που δεν αισθανόταν μόνη. Έλεγε μια λέξη παραπάνω απ όσες μπορούσε να ξεστομίσει όλο το υπόλοιπο της μέρας. Χαμογελούσε γιατί είχε λόγο να χαμογελά. Έβλεπε ανθρώπους γύρω της.
Η καθημερινότητά της ήταν στερημένη από πρόσωπα και εικόνες. Στο σπίτι της βασίλευε σιωπή. Τα μερόνυχτα ήταν ένας απέραντος ωκεανός μοναξιάς, κι εκείνη κολυμπούσε άοκνα σαν το ναυαγό που αναζητούσε στεριά. Κολυμπούσε, κολυμπούσε, μα η ελπίδα της δεν στέρευε. Μόνο όταν κουραζόταν πολύ, τις στιγμές που οι σκέψεις την έπαιρναν και την χτυπούσαν αλύπητα, τότε μόνον, αναλογιζόταν. Κι έρχονταν τότε -στις στιγμές της ανελέητης μοναξιάς- στα χείλη της μερικές λέξεις που έκρυβαν την προσωπική της οδύνη.
Λέξεις που την έβαζαν να αναμετρηθεί με το προσωπικό της αδιέξοδο. Λέξεις που εκτοξεύονταν σαν από σφεντόνα κι έρχονταν επιθετικά να σκίσουν το κρανίο της στα δύο, να το τραυματίσουν βαριά αλλά όχι θανάσιμα… Όχι θανάσιμα, έτσι ώστε να της δώσουν ξανά μετά την ευκαιρία να σκεφτεί, να ξανασκεφτεί, να κλάψει, να λυπηθεί κι εκεί μέσα στον οδυρμό της να ζητήσει εξιλέωση για όλα τα λάθη της ζωής της.
Έτσι κάνουν οι λέξεις όταν μεγαλώνεις. Άλλοτε καλοβολεύουν το χρόνο καλοπιάνοντάς τον με κόλπα πονηρά κι άλλοτε τον ξεμπροστιάζουν γιατί φεύγει ανεπιστρεπτί. Κι εκείνος κάθεται εκεί απέναντι. Σε κοιτά και λοιδορεί τις ρωγμές σου, τις απώλειες και τις συνεχείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στην τρέλα της νιότης και στο γήρας που πλησιάζει ακάθεκτο.
Δεν μπορούσε να διακρίνει, δεν ήξερε να απαντήσει εάν αυτή η μεσήλικη μοναξιά της χάριζε κάποιες στιγμές ευτυχίας ή όχι. Από τότε που την είχε εγκαταλείψει εκείνος, η ζωή της έγινε ένας καθημερινός αγώνας. Θυμάται το απροσδόκητο φευγιό του, τη θλίψη της, κι ύστερα τις δυνάμεις που ανακάλυψε που είχε μέσα της. Παρά τις δυσκολίες έμαθε να πορεύεται μόνη, δούλεψε σε διάφορες δουλειές, μεγάλωσε τα παιδιά της κι εκείνα τώρα ακολουθούν το δικό τους δρόμο.
«Είσαι ανεξάρτητη, δεν σε φοβάμαι εσένα» της έλεγαν οι γύρω της. Μάλλον είχαν δίκιο. Τελικά τα κατάφερε και ήταν ευχαριστημένη γι αυτό. Όμως τώρα; Τα παιδιά της ζούσαν πολύ μακριά για να ελπίζει ότι θα περάσουν να της χτυπήσουν την πόρτα. Μιλούσαν καμιά φορά στο τηλέφωνο και μια-δυο φορές το χρόνο της έκαναν επίσκεψη. Η ομορφιά και τα νιάτα της είχαν κάπου κρυφτεί βαθειά κάπου στο παρελθόν. Οι δυο-τρεις φίλες που ανταγωνιζόταν τον δυναμικό χαρακτήρα που είχε στα νιάτα της, είχαν εξαφανισθεί κι αυτές τα τελευταία χρόνια.
Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσαν στριμωγμένοι ένα τσούρμο ξένοι που όλοι μέρα έλειπαν και δεν τους συναντούσε ποτέ. Ώρες-ώρες αναλογιζόταν τι μπορεί να πέρασαν όλοι τούτοι για να καταφέρουν να φθάσουν στον διπλανό παράδεισο των τεσσάρων τοίχων.
Ο ζωντοχήρος που ζούσε στον κάτω όροφο πέθανε πέρυσι από εγκεφαλικό. Τα έλεγαν συχνά όταν διασταυρώνονταν στο διάδρομο ή στη σκάλα. Χάθηκε τώρα, κρίμα για τον άνθρωπο αλλά και για την καλημέρα που έμεινε βουβή, χωρίς ήχο. Η ηλικιωμένη που μένει στο ισόγειο βγαίνει σπάνια και δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Ο θυρωρός παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του σε άλλη γειτονιά γιατί τα χρήματα των ενοίκων δεν έφταναν για να παίρνει κι αυτός κανένα ψίχουλο για τις ώρες που ξεροσταλιάζει στην είσοδο.
Είχε κάνει πολλά λάθη στη ζωή της, μα τούτη εδώ η μοναξιά δεν της άξιζε. Την έδερνε αλύπητα σαν ξεροβόρι. Ένοιωθε ξεχασμένη κι αναρωτιόταν ποια ήταν τελικά η αληθινή ζωή. Αυτή που ζούσε τώρα, ή η προηγούμενη; εκείνη η θεριεμένη ευτυχία της αυτονομίας που ακολούθησε την απρόσμενη εγκατάλειψη, εκείνη η καθημερινότητα η γεμάτη προσφορά, δράση και ανεκτίμητες στιγμές που πέρασαν; Άλλωστε και η εκτίμηση τώρα πλέον, μοιάζει κι αυτή με κάτι περαστικό… Σαν να μην εκτιμάται πια εκείνο το κάτι που παρήλθε…
Σκεφτόταν συχνά κι αναρωτιόταν πού έκανε το λάθος. Όμως πάντα το έλεγε και το πίστευε. Δεν μεγάλωσε τα παιδιά της για να την γηροκομήσουν. Της κακοφαινόταν βέβαια η απουσία τους, αλλά δεν θέλησε ποτέ να παραδεχθεί ότι χρειάζεται δεκανίκι για να συνεχίσει να ζει. Μπορούσε να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της με αξιοπρέπεια. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι η αξιοπρεπής μοναξιά της ήταν η καλύτερη παρέα. Η βαθειά της πεποίθηση ότι ήταν μεγάλη πια για έρωτες, ήταν δυναμικά παρούσα στη ζωή της. Όλα οδηγούσαν σε αυτό που τόσα χρόνια είχε μάθει καλά. Στην ψευδαίσθηση της προσωπικής ανεξαρτησίας και της αυτονομίας που όμως τώρα γινόταν τέρας, έτοιμο να την καταπιεί κι ας ήταν κάποτε μια αρχή για την πάλη της επιβίωσης. Θα είχε παλέψει εάν είχε μείνει εντελώς μόνη; Για ποιόν λόγο θα είχε να παλέψει; Και τώρα; Οι σκέψεις αυτές τριγύριζαν στο κεφάλι της.
«Ίσως δεν γεννιόμαστε μόνοι και δεν είμαστε ποτέ μόνοι» ψιθύρισε.
«Πώς είπατε;» μια φωνή δίπλα της στο παγκάκι έκοψε τη σιωπή. Κάποιος σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, είχε ακούσει τους ψιθύρους της.
«Τίποτε. Συγνώμη δεν είπα κάτι… Απλά σκεφτόμουν» έκανε εκείνη κάπως συνεσταλμένα κι έριξε το βλέμμα στη γη.
«Πάντως εγώ –εάν θέλετε τη γνώμη μου- πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι μόνος από τη στιγμή που γεννιέται, ως το τέλος» της απάντησε χωρίς να την κοιτά, ο κύριος που καθόταν δίπλα της στο παγκάκι. Φορούσε καπέλο και ένα φθαρμένο γκρι παλτό. Μιλούσε με τόνο ευγενικό, αλλά δεν την κοιτούσε. Είχε το βλέμμα του καρφωμένο ίσια απέναντι, στη λεωφόρο.
«Είναι ψέματα. Όταν γεννιέται ένα μωρό τόσοι άνθρωποι βρίσκονται γύρω του. Το βοηθάνε. Περιμένουν να αναπνεύσει, να κλάψει… Αυτό αποδεικνύει ότι δεν γεννιέται μόνος κανείς. Ούτε πορεύεται μόνος. Εγώ έχω γείτονες στο απέναντι διαμέρισμα. Είναι κάποιοι ξένοι που ήρθαν εδώ με ελπίδες για ένα νέο ξεκίνημα. Έχω και μια κυρία στο ισόγειο που έχει προβλήματα και δεν μιλά πολύ. Ποιος ξέρει με τι βασανίζεται. Θα ήθελα ίσως να το συζητήσω μαζί της, να το μοιραστούμε. Είχα κι έναν θυρωρό στην πολυκατοικία, αλλά είχε οικογένεια ο δόλιος και χρειαζόταν μια δουλειά για να θρέψει τα παιδιά του…»
Γύρισε πλάι της. Ο άνδρας με το καπέλο και το γκρι παλτό δεν ήταν πια εκεί. Δεν ήταν πια εκεί γιατί επέλεξε να είναι μόνος.



Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο. Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες. Για να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά. Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες. Για να μπορεί να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:
  • Η Άννα και οι Καλικάντζαροι (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • Ο Κόσμος Τρελάθηκε ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε? (εκδ.ΛΙΒΑΝΗ)
  • Το Μαξιλάρι της Γνώσης (Εκδ. ΕΠΙΝΟΙΑ)
  • Κολλημένος με την Οθόνη (εκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
  • Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή Πασά (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Δεν είμαι η Αδελφή μου (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Κόρη στο βυθό (υπό έκδοση ΜΙΝΩΑΣ)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Ιστορίες του διαδρόμου




Διήγημα Fractal: «Ιστορίες του Διαδρόμου»


Της Μαίρης Σάββα //

dihghma

Οι περισσότεροι σκόνταφταν στο φορείο καθώς περνούσαν βιαστικά από το διάδρομο. Μια νοσοκόμα έτρεχε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ένας γιατρός περπατούσε βιαστικός, νεαρός θα ήταν, ίσως ειδικευόμενος. Μια κοπέλα έψαχνε κάποιον δικό της. Ένα ζευγάρι διαπληκτιζόταν μεγαλόφωνα, αναρωτιέμαι, να μαλώνουν άραγε από την ώρα που ξεκίνησαν από το σπίτι τους, από τη στιγμή που έψαχναν για να παρκάρουν, ή να είναι μαλωμένοι από χθες βράδυ…
Δεν είχα ιδέα πόσες ώρες βρισκόμουν ξαπλωμένος σε αυτό το φορείο του διαδρόμου. Ο διάδρομος ήταν μακρύς και τα φώτα έπεφταν ψυχρά επάνω στα μάτια μου. Δίπλα μου κρεμόταν ένας ορός, που ευτυχώς, έγινε αιτία να σταματήσει για να με προσέξει μια νοσηλεύτρια. Με ύφος παγωμένο έκανε έναν γρήγορο έλεγχο και μου έριξε μια κλεφτή ματιά. «Όλα καλά», ψιθύρισε και πριν προλάβω να απαντήσω, χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου.
Έκλεισα τα μάτια μου. Στο πρώτο σκούντημα του φορείου τα άνοιξα πάλι. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπο του ανθρώπου που πέρασε τόσο βιαστικός. Ίσως μπήκε στο δωμάτιο 32. Έβλεπα την πόρτα του 32, λοξά και δεξιά μου. Την έβλεπα να ανοιγοκλείνει κάθε φορά που άνοιγα κι εγώ τα μάτια μου. Μια ολόκληρη οικογένεια θα πρέπει να πέρασε από εκεί. Κι όμως επικρατούσε ησυχία. Περίεργη ησυχία, είναι η αλήθεια.
Ένας σπαραγμός την έκοψε την ησυχία στα δυό. Ένας νοσηλευτής κι ο νεαρός γιατρός πέρασαν τρέχοντας την πόρτα του 32. Έκλεισα τα μάτια μου, λες κι έτσι, κάτι καλό θα έφερνε ο χρόνος. Ένα κλάμα συνεχές κι επίμονο συνόδευε τώρα το θόρυβο που έκαναν οι περαστικοί του διαδρόμου. Εκείνοι συνέχιζαν να βιάζονται αλλά για το 32 ο χρόνος άλλαξε ρότα. Άνοιξα τα μάτια μου και τα έκλεισα πάλι. Δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα τα άνοιξα ξανά. Είδα να βγαίνουν από το 32. Σκυφτοί κι αγκαλιασμένοι, η μάνα, ο πατέρας και δυο κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά. Θρηνούσαν το παλικάρι τους που έφυγε.
«Τι ώρα είναι;»
Ο νοσηλευτής δεν με άκουσε. Μάλλον πήγαινε βιαστικός να κάνει μια ένεση στο 34. Δεν πειράζει, σκέφτηκα. Δεν είναι επείγον να ξέρω την ώρα. Ούτε και σημαντικό είναι τελικά. Εδώ άλλα είναι τα σημαντικά. Υποθέτω ότι πρέπει πια να έχει πέσει το σούρουπο.
«Δεν έχω ώρα, αλλά πρέπει να είναι περίπου οκτώ» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Έστριψα όσο μπορούσα τον πονεμένο αυχένα μου. Είδα μια γυναίκα, σε ώριμη ηλικία, με λευκό πρόσωπο και κοντά μαλλιά να με κοιτά με συμπόνια. «Ευχαριστώ».
Εκείνη δεν μου έδωσε άλλη σημασία. Κοιτούσε με προσμονή προς το βάθος του διαδρόμου. Μια άλλη γυναίκα, εύσωμη κι αυτή, με λευκό πρόσωπο και με τα ίδια κοντά μαλλιά, ερχόταν. Σκέφθηκα ότι κι αυτή θα περάσει με βιασύνη και θα σκουντήσει κατά λάθος το φορείο μου. Όμως όχι. Δεν είχε καμία βιασύνη. Πλησίασε με βήματα σταθερά, και μέσα σε ένα λεπτό είχε πέσει η μια στην αγκαλιά της άλλης κι έκλαιγαν.
Εγώ ξαπλωμένος στο φορείο μου δεν ενοχλούσα τη στιγμή τους. Μόνο σώπαινα. Θα έπαιρνα όρκο πως είναι δίδυμες. Δεν ξέρω αν είχε τώρα πια σημασία στην ηλικία τους, μα θα έδωσαν κάποτε πολύ χαρά στους γύρω τους όταν γεννήθηκαν. Τις φαντάστηκα μωρά. Μου φάνηκε πως μέσα στο βουβό τους κλάμα χαμογέλασαν. «Καλή ανάρρωση» μου είπε η μία. Πήρα θάρρος. «Ευχαριστώ… Συμβαίνει κάτι σοβαρό;»
«Σοβαρό είναι που συναντήθηκα με την δίδυμη αδελφή μου που ήταν είκοσι χρόνια στα ξένα. Σήμερα αναπαύθηκε η ενενηντάχρονη μάνα μας. Ο κρίκος που μας ένωσε κάποτε. Ο ίδιος κρίκος που μας έφερε κοντά σήμερα…»
Είχα μείνει άναυδος. Το σωληνάκι του ορού είχε σταματήσει να οδηγεί το υγρό στις φλέβες μου. Οι δυο όμοιες γυναίκες αποχαιρετούσαν και δόξαζαν τον γεννήτορά τους, όχι με θλίψη, αλλά με χαρά. «Καλό της ταξίδι» ψέλλισα καθώς απομακρύνονταν.
Ύστερα από την ανάπαυλα ερχόταν καταιγίδα. Ένα τρίξιμο πλησίαζε. Ένας νοσηλευτής και μία νοσηλεύτρια έσπρωχναν με ταχύτητα στο διάδρομο ένα φορείο σαν το δικό μου. «Σας παρακαλώ», έκανε ο νοσηλευτής για να παραμερίσουν οι διερχόμενοι. Πίσω τους ακολουθούσε τρέχοντας ένα ζευγάρι νέα παιδιά. Για ένα λεπτό φοβήθηκα τη σύγκρουση. Αποσοβήθηκε.
Οι δυο νοσοκόμοι γνώριζαν καλά τις δυνατότητες του τροχήλατου οχήματος. Πέρασαν δίπλα μου ξυστά. Η στιγμή πάγωσε σαν το παγωμένο ωχρό πρόσωπο της πιτσιρίκας που είδα αναίσθητη στο φορείο. Το βλέμμα μου τη φωτογράφησε. Η στιγμή μου φάνηκε αιώνας.
Η εικόνα της μου έφερε στο μυαλό την Ωραία Κοιμωμένη που μου έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός. Εκείνη την πριγκίπισσα που ξύπνησε μετά από μήνες, ή μετά από χρόνια, ύστερα από έναν ύπνο τόσο περίεργο και ύπουλο που η ιατρική επιστήμη δεν μπόρεσε να εξηγήσει ποτέ…
Οι νοσοκόμοι έκαναν νόημα στο ζευγάρι των νεαρών να παραμείνει στο διάδρομο. Για μένα ο διάδρομος ήταν ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Για τα παιδιά ήταν αίθουσα αναμονής.
Όταν το φορείο αποσύρθηκε τους άκουσα να λένε για τον καταχθόνιο, μυστηριώδη ύπνο που είχε απαγάγει την όμορφη φίλη τους. Ανησυχούσαν. Φαίνεται πως είχαν περάσει ώρες που δεν μπορούσε να βγει από το βαθύ λήθαργο. Το κακό είχε τη ρίζα του σε μια βραδιά ακολασίας με πολλά διαφορετικά ποτά.
Όχι. Δεν ήταν ίδιος ο ύπνος της δικής μου Ωραίας Κοιμωμένης. «Σύνηθες» σχολίασε χαμηλόφωνα η νοσηλεύτρια που πλησίασε για να μου αλλάξει τον ορό. Την κοίταξα. «Τι εννοείτε;» τη ρώτησα.
«Το φαινόμενο με τα νέα παιδιά. Είναι σύνηθες» επανέλαβε.
Δεν ξέρω αν θεωρούσε σύνηθες το να χάνεται ένας νέος και να τον θρηνούν οι οικείοι του, ούτε αν θεωρούσε σύνηθες να συναντιούνται δυο δίδυμες αδελφές μετά από χρόνια, με αφορμή τον αποχαιρετισμό της γερόντισσας μάνας τους. Μα σίγουρα θεωρούσε σύνηθες να νοσηλεύεται ένας ασθενής σε διάδρομο. Να γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της πραγματικότητας που διαψεύδει τα σχέδια που καθένας μας κάνει για τον εαυτό του.
Μια νύχτα μόνο μου χρειάσθηκε για να καταλάβω τα σημαντικά της ζωής. Μια νύχτα με ιστορίες του διαδρόμου, ιδωμένες πάνω από ένα φορείο.


Μαίρη Σάββα

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Παιχνίδια μυαλού

Τα παιχνίδια του μυαλού πάντα με συγκινούσαν.  Γι αυτό θεωρούσα must για κάποιον εραστή της θεατρικής τέχνης, να δει την παράσταση ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ η οποία βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Στέφαν Τσβάιχ.


Το είχα αγαπήσει  πολύ το βιβλιαράκι εκείνο γι αυτό και χάρηκα ιδιαιτέρως που το είδα και πάλι να εκδίδεται  τη χρονιά που πέρασε, απο τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ.  Κείμενο που δεν μακρηγορεί για να κουράσει το μυαλό, ούτε όμως είναι διήγημα για να τελειώσει πάνω που πάει να δώσει λίγη χαρά στον αναγνώστη, αυτή η ιστορία λειτουργεί μαγικά.  Δεν σε αφήνει να την αποχωριστείς, όπως και ο πρωταγωνιστής δεν αφήνει το μυαλό του να διαλυθεί απο τα βασανιστήρια και τον τρόπο ζωής του μέσα σε ένα κελί φυλακής. 

Η παράσταση που παίχθηκε στο θέατρο ΠΟΡΕΙΑ με μοναδικό ερμηνευτή τον εξαιρετικό Γιάννη Νταλιάνη, που "μπαίνει" στο κοστούμι τριών χαρακτήρων και σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου, θέτει μια σειρά απο ερωτήματα για τη διανοητική ελευθερία του ανθρώπου και τον αγώνα του για επιβίωση.  

Στην καταιγιστική αφήγηση του Τσβάιχ, ο ήρωας ήταν κρατούμενος των ναζί, κλεισμένος στην απόλυτη απομόνωση και για να μην χάσει τα μυαλό του μπήκε σε μια παράλογη προσπάθεια.  Να διασπάσει τον εαυτό του σε  άσπρο και μαύρο και να παίξει σκάκι ως ο εαυτός του και ταυτόχρονα ως ο αντίπαλός του.

Ελεύθερος πια ο ήρωας ταξιδεύει με πλοίο προς την Βραζιλία και η συνάντηση που έχει εν πλω με έναν πρωταθλητή, διάσημο σκακιστή τον βάζει πάλι στη θέση να βασανίζεται απο το ερώτημα εάν μπορεί ο άνθρωπος να ξεπεράσει τα σημάδια του παρελθόντος.   Όπως διχάζεται ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο ο ίδιος , έτσι και η σκακιέρα της Ευρώπης έχει διχαστεί απο τον πόλεμο που συνεχίζεται πλέον μέσα του.   Ως πού φθάνουν τα όρια του ανθρώπου, ως πού φτάνει για να κάνει πράξη την βαθειά του επιθυμία να είναι ελεύθερος και ως πού οι επιπτώσεις του καταναγκαστικού εγκλεισμού...

Η παράσταση ήταν ένας μονόλογος που δεν είναι ακριβώς μονόλογος αφού ο ερμηνευτής  δεν περιορίζεται απλά στο να δρά, μα αντιδρά κιόλας σε αυτά που του λένε οι άλλοι χαρακτήρες, κι ας τους ενσαρκώνει ο ίδιος.  Με λίγα λόγια η παράσταση που έχει πολύ έξυπνη σκηνοθεσία και όσο χρειάζεται λιτό τρόπο παρουσίασης, κάνει το μυαλό σου να θέλει κι αυτό να δοκιμάσει να ασκηθεί στη μέθοδο του  Στέφαν Τσβάιχ...