Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Πασαδόροι και Βαστάζοι, σαν και χθες


Συμβαδίζει απόλυτα με τις επιταγές της εποχής μας αυτή η ιδέα της Αθηνάς Κακούρη.  Δεν επανεξέδωσε κάποια παλιά της μυθιστορήματα για να δώσει τη δική της μάχη για επιβίωση, αλλά προτίμησε να «κεντήσει» σε ένα νέο καμβά, παλιά και ανακυκλώσιμα υλικά. Υλικά που δεν μπορούν να πάνε χαμένα. 

Ρετάλια και κομμάτια που εξανεμίστηκαν με τα χρόνια και τους καιρούς, έρχονται να στρογγυλοκαθίσουν σε μια ώριμη αφήγηση.

Το «Πασαδόροι και Βαστάζοι» είναι ένας ύμνος στη σημερινή τηλεοπτική εποχή που ζούμε.  Πρόκειται για ανακύκλωση ιστοριών οι οποίες ξαναχρησιμοποιούνται, με την παλιακή τους γλώσσα, με την αύρα της εποχής στην οποία γράφτηκαν,με το άρωμά τους, με την δράση τους, άλλοτε την αστυνομική, άλλοτε την αισθηματική, με τη δική τους προσωπική και ανυπέρβλητη σφραγίδα, το καθένα από αυτά, φέρει τα σημεία του καιρού του.

Μα το κολλάζ είναι τέχνη, δεν είναι παίξε –γέλασε !  Γιατί το κάδρο στο οποίο βάζει το νέο της κέντημα, είναι καινούργιο, σημερινό.  Τα διηγήματα συρράφτηκαν σε μια μυθιστορηματική ιδέα, μέσα στην οποία αυτά εν μέρει τουλάχιστον διατηρούν την αυτονομία τους , όμως ταυτόχρονα γίνονται εικόνες τις οποίες αφηγείται η συγγραφέας, σε μια ώρα δύσκολη…. 

Σε μια ώρα που μια ολόκληρη πόλη πέφτει στο σκοτάδι και οι κάτοικοι, εθισμένοι στην τηλεόρασή τους και στον υπολογιστή, «αναγκάζονται να ανακαλύψουν» την προσωπική αφήγηση.  Τί άλλον κάνουν;   Έτσι τους δίνεται η ευκαιρία από ακροατές να γίνουν και λίγο αφηγητές, και τούμπαλιν. Τους δίνεται η ευκαιρία να  συζητήσουν, να ανταλλάξουν ιδέες, να ακούσουν ο ένας τη φωνή του άλλου.

Βεβαίως η ιδέα δεν είναι καινούργια, η χρήση της όμως είναι συναρπαστικά μοναδική…..  Οι κάτοικοι της ταλαιπωρημένης πόλης δίνουν το παρόν γύρω από την οικογενειακή εστία, εκεί που μπορεί να τρεμοσβήνει ένα κερί, όπως παλιά, εκεί που η γιαγιά έγνεθε και έλεγε. Έλεγε. Έλεγε.

Εκεί μάθαιναν τι έπαθε ο γείτονας, πού χάθηκε το ζωάκι του, που βρίσκεται το κορίτσι με την κόκκινη σκούφια, έβαζαν διλήμματα και αναζητήσεις, στοχάζονταν και αμφέβαλαν για όλους και για όλα, εμβάθυναν και ρωτούσαν, με συγκίνηση, με γέλιο, με προβληματισμό, ή με σαρκασμό, μα πάντοτε με ενδιαφέρον για το τι κρύβεται πίσω από τις πραγματικότητες. Φανταστείτε λοιπόν τους κατοίκους της πόλης που μετά απο αυτή την ονειρική διαδρομή τους, αιφνιδιάζονται απο την ξαφνική ρευματοδότηση που σχεδόν "θαμπώνει" ξαφνικά της ζωή τους.

Είναι άσβεστη η φλόγα του παραμυθά που χρησιμοποιεί τέτοια δομή.  Είναι μεγαλειώδες το μήνυμα που στέλνει σε μια κοινωνία που λιώνει τη φαντασία της ανέξοδα μπροστά σε οθόνες ηλεκτρονικές.


Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Το Διπλό Βιβλίο, σαν εικόνα μαγική...



Ξάφνιασε,  κάποτε,  το «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή, εκείνη η έκφραση της αγωνίας για την Ελλάδα και τους Έλληνες στον σύγχρονο κόσμο.   Ξαφνιάζει και σήμερα ακόμα, όταν επιστρέφεις και το ξαναδιαβάζεις.  Τώρα, ο αναγνώστης  -σα να έχει μπροστά του μια μαγική εικόνα-  γυρίζει τις σελίδες, για να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει μερικές από τις παραγράφους του –έκπληκτος- γιατί θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί για το σήμερα.
Ο καιρός της δικτατορίας βρίσκει πολλούς έλληνες μαζεμένους στην Ευρώπη.  Άλλοι κυνηγημένοι που κατάφεραν να ξεφύγουν, άλλοι έτοιμοι με δύναμη να τα ανατρέψουν όλα, άλλοι που ζητούσαν δουλειά για να θρέψουν την οικογένεια, άλλοι μπαγκαμπόντες, άλλοι ψευτοφιλόσοφοι κι άλλοι χαφιέδες του προξενείου.   Ο ήρωας του Δημήτρη Χατζή, ο Κώστας είναι μέρος «του ρωμαίικου της Στουτγκάρδης».  
Ο Κώστας δουλεύει σε ένα εργοστάσιο όπου παράγουν λάμπες για αυτοκίνητα.  Περνάει τις μέρες του μετρώντας κουτάκια, μεταφέροντας κιβώτια,  σπρώχνοντας  ένα καρότσι που κυλάει σε χρόνο που κυλά με μαθηματική ακρίβεια.  Το ασανσέρ ανεβοκατεβαίνει τους ορόφους την ίδια ώρα, το ίδιο λεπτό , κάθε μέρα.
«Ο Γερμανός τις λογάριασε τις διαδρομές μας, τα ‘χει κιόλας κανονισμένα από την πρώτη στιγμή, τα’ ανέβασμα, το κατέβασμα, όλη μας την κίνηση.  Νάτος  κιόλας ο μηχανισμός που στήθηκε κιόλας, λέω με το νου μου.  Τι θα πει μηχανισμός; ιδού λοιπόν, τι θα πει μηχανισμός, που δεν το’ ξερα τόσο καιρό: Χωρίς να μιλήσουμε, να καθίσουμε να τα συμφωνήσουμε κι εγώ και ο άλλος, ο τορεαντόρος με τις φαβορίτες –δεχόμαστε το Γερμανό να μας οδηγεί.  Και μηχανισμός  λοιπόν θα πει πως γίνεται κάτι, πας κι εσύ, μπαίνεις μέσα και δεν σε ρωτάνε, δεν τους ρωτάς.  Και μας οδηγεί σωστά το μπουλντόκ…»   

Τόσο απλά και τόσο καταιγιστικά μας περιγράφει την εικόνα ο Δημήτρης Χατζής. Την εικόνα του έλληνα και του ισπανού που εργάζονται για τον μηχανισμό της ισχυρής Γερμανίας με τις μεγάλες βιομηχανίες που στήριξαν την παραγωγή τους σε ξένους εργάτες.

Σήμερα δεν είναι οι εργάτες, μα είναι οι αγορές.  Οι αγορές χωρών που σήμερα κατάντησαν φτωχές , μα πέρασαν μεγαλεία με ακριβά γερμανικά αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές Miele, Siemens, Bosch, μηχανές κάθε είδους, από χλοοκοπτικά μηχανήματα που βολτάριζαν τους ατέλειωτους κήπους των Βορείων Προαστείων , μέχρι ανεμιστηράκια μέσα σε περίπτερα, από υποβρύχια  για πολέμους που ποτέ δεν έγιναν -γιατί αν είχαν γίνει θα είχαν βουλιάξει λόγω αστοχίας υλικού- μέχρι μπαταρίες για παιχνίδια παιδιών, που τώρα δεν παίζουν κλωτσοσκούφι, αλλά προτιμούν τα play station…..

Ο Κώστας, και οι συνοδοιπόροι του στο βιβλίο, ήταν άνθρωποι χωρίς πατρίδα, άνθρωποι που με αγωνία αναζητούσαν  το ρωμαίικο χαρακτήρα τους.   

Τσαλακωμένος από τα παιδικά του χρόνια, ο ήρωας μεγαλώνει με το φόβο μιας γενιάς που κρυβόταν από τον ίδιο τον εαυτό της.  Στη χαμένη γενιά της αντίστασης ανήκε ο πατέρας του, που δεν μιλούσε σε κανέναν στην οικογένεια για όσα ζούσε έξω από την εστία.   Ο φίλος του ο Σκουρογιάννης, γεμάτος νοσταλγία,  ένας άνδρας που νόμιζε ότι έκρυβε την Ελλάδα μέσα του , όταν επέστρεψε  από τα ξένα για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα στο χωριό του, δεν την βρήκε πουθενά την Ελλάδα του.
Στις εννέα αφηγηματικές ενότητες, τα μισά τα διηγείται ο συγγραφέας,  που πορεύεται δίπλα στον Κώστα μέσα και  έξω από την Ελλάδα.  Βλέπει όσα δεν βλέπει ο ίδιος και μας τα αφηγείται. Συνδιαλέγεται μαζί του, ανταλλάσουν απόψεις και λυπούνται κι οι δύο βλέποντας να εξαφανίζεται στην ελληνική επαρχία η αδελφή του η Αναστασία, εκπρόσωπος  μιας γενιάς που είχε κι αυτή τα όνειρά της αλλά τα έπνιξε στο ρεαλισμό των συμβιβασμών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

Είναι τυχαίο άραγε ότι το βιβλίο, το Διπλό αυτό βιβλίο δεν ολοκληρώνεται?  Σα να περιμένει στο τέλος το επόμενο βιβλίο, εκείνο που μέλλεται να γραφτεί, σαν να ξέρει καλά ο συγγραφέας και συνοδοιπόρος του Κώστα στη Στουτγκάρδη, ότι  το μόνο που θα αλλάξει  είναι ο νέος τρόπος ζωής που θα διαδεχθεί τον παλιό, στο Βόλο, την Αθήνα, τη Στουγκάρδη ή όπου αλλού.
Το «διπλό βιβλίο» περιγράφει την Ελλάδα που καταρρέει.  Ακολουθεί το ρόλο της στην Ευρώπη,  ζει την αλλοτρίωση του μετανάστη, μετατρέπεται σε μετανάστη εσωτερικό και ξένο και σκορπίζεται μαζί με τα θραύσματα μιας μεγάλης έκρηξης που τα συντρίμμια της έφτασαν στις πέντε ηπείρους.
Λέγαν οι βιβλιοκριτικές ότι δεν αγαπήθηκε και πολύ το «διπλό Βιβλίο».  Τελικά η αγάπη είναι πολύ ώριμο συναίσθημα.   Ο χρόνος δούλεψε υπέρ του και ανέδειξε την αξία του.