Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Η Ρένα η Σμυρνιά κάτι έχει να μας πει

Αξίζει μια βαθειά υπόκλιση απο την πλευρά του θεατή, που λαμβάνει το μήνυμα της παράστασης που σκηνοθέτησε η Νικαίτη Κοντούρη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.  Η ιστορία της Ρένας, της περσόνας που δημιούργησε ο Αύγουστος Κορτώ είναι "γεμάτη" απο στιγμές που τις απολαμβάνεις στη σκηνή, ή τις διαβάζεις στις σελίδες, αλλά και τόσες άλλες που τις φαντάζεσαι, τις έχεις μέσα σου, γιατί υπήρξαν, συνέβησαν, δεν χάθηκαν, ανήκουν στο παρελθόν, στη ζωή και στον άνθρωπο.
Η Ρένα η Σμυρνιά δεν είναι μια ξεπεσμένη ξεμωραμένη πόρνη, είναι μια περσόνα που μας δίνει ένα μεγάλο μάθημα για τη ζωή. Αντλεί το κουράγιο της απο τα δύσκολα και επιστρατεύει το χιούμορ της και τη θετική της ματιά, για να αντιμετωπίσει την καταστροφή. Πρόκειται για την ιστορία μιας πόρνης, αλλά με κάποιο μαγικό τρόπο σε κάνει να σκέφτεσαι με απλότητα και ανθρωπιά, τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τη χώρα και τους έλληνες.  Πώς βιώθηκε η Μικρασιατική Καταστροφή; Πόσο καλύτεροι γίναμε με τους Πολέμους που σημάδεψαν τον αιώνα που πέρασε; Χρησίμεψαν στον άνθρωπο; Τί πληγές άφησε στην κοινωνία μας η μαύρη περίοδος που ακολούθησε;  Κάναμε καλά που "πιστέψαμε" με πάθος;  Παραμένουμε οι ίδιοι έλληνες, οι φιλόξενοι, εκείνοι με τις καρδιές τις ανοιχτές, με το χαμόγελο το πλατύ, με την πόρτα την ανοιχτή, έτοιμοι να συνεχίσουμε να ζούμε με αισιοδοξία κοιτώντας μπροστά;

Η Ρένα  δεν είναι πια μόνο του Αύγουστου Κορτώ. Είναι και της Νικαίτης Κοντούρη και είναι και δική μας.  Ένα πρόσωπο που ενώ φαινομενικά δείχνει ακραίο, λόγω της ιδιότητάς της -έχει βγει στο κλαρί απο τα γεννοφάσκια της- είναι τόσο απλό και κοντινό μας, τόσο προσβάσιμο, τόσο "ίδιο" με όλους μας, όσο και οι μνήμες που την συνοδεύουν.    Είναι η ίδια η Ελλάδα, που ποτέ δεν έπεσε στα χέρια του Γερμανού ή του Ιταλού όπως λέει η ίδια η Ρένα, που μπορεί να ήταν μια εταίρα αλλά ζούσε με αξιοπρέπεια, περηφάνεια, είναι η Ελλάδα που ερωτεύεται , που παθιάζεται, που τραγουδάει, που ενώνει, που σπέρνει θανατικό στην καταστροφή της, κι ύστερα παλι απολαμβάνει έναν ελληνικό καφέ απο ένα μπαλκόνι.  Αυτή είναι.


Σήμερα η Ρένα μας μιλά απο το σανίδι χαμογελαστή, οι μνήμες είναι η συντροφιά της , δεν έγιναν η μιζέρια της κι αυτό είναι το μεγαλείο στο μήνυμα της Νικαίτης Κοντούρη.   Η Ρένα γριά πια, χαίρεται για όσα έζησε και  κοιτάζει ακόμα μπροστά.  Εγκωμιάζει τον έρωτα, την αγάπη και κοιτάζει το μέλλον με αισιοδοξία.  Μιλάει σε τρεις νεαρούς στο περιθώριο της του Athens Pride Parade.

Η σκηνοθέτης κλείνει το μάτι στο ετερόκλητο κοινό, ξεπερνώντας τις αγκυλώσεις που μπορεί να αιστανθεί ενδεχομένως ο χρυσαυγίτης που "ενοχλείται" που θα ακούσει για τα "επιτεύγματα" του φασισμού,  ή ο καθωσπρέπει κύριος που "δεν θέλει να ξέρει" τι συμβαίνει στο "σπίτι" που στεγάζεται στο ημιυπόγειο με της απέναντι πολυκατοικίας.  Ζητάει απο το κοινό της νά κάνει το ίδιο. Δηλαδή να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις και να φτάσει στην ουσία του ανθρώπου και της ζωής.  Μήπως αυτό δεν είναι το ζητούμενο;   Μα τί άλλο να ζητήσει κανείς απο το θέατρο, αν όχι αυτό;



Εξαιρετική η Υρώ Μανέ στο ρόλο της Ρένας. Πλαισιώνεται απο τους ταλαντούχους Αγη Εμμανουήλ, Κωνσταντίνο Φάμη και Μιχάλη Αβρατόγλου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια έκανε ο Κ. Ζαμάνης.  Την εξαιρετική μουσική που παίζεται επι σκηνής υπογράφει ο Π. Τσεβάς, τους φωτισμούς η Στέλλα Κάλτσου, την επιμέλεια της κίνησης η Φ.Κορρού.  Να μην το χάσετε, να το δείτε Δευτέρα και Τρίτη στις 20.30.

Πιάνεις χώμα, χρυσάφι γίνεται...


Είναι εκείνη η οικογένεια που ήρθε από μακριά και μένει σε μια παλιά μονοκατοικία λίγο πιο κάτω, ή ίσως σε ένα πρόχειρο παράπηγμα. Είναι αυτοί που ταξίδεψαν ώρες και μέρες για να φτάσουν εδώ.  Τώρα η γυναίκα μπαινοβγαίνει από τα χαράματα, σφουγγαρίζει και σιδερώνει σε δυο-τρια σπίτια της γειτονιάς και σε ένα μικρό ξενοδοχείο.  Τα γειτονόπουλα είδαν στην αρχή τα παιδιά της με μισό μάτι, επειδή μιλούσαν άλλη γλώσσα, μια ακαταλαβίστικη και κυκλοφορούσαν όλο με τα ίδια ρούχα.  Τώρα είναι συμμαθητές. Τα παιδιά προσαρμόζονται εύκολα και μαθαίνουν γρήγορα.  Είναι αυτοί που έκαναν όνειρα για μια νέα πατρίδα. Αυτοί που είναι έτοιμοι να αλλάξουν θρησκεία, όνομα, επάγγελμα για να ξεκινήσουν από το μηδέν, και  να κερδίσουν μια νέα ζωή. Άνθρωποι ζωντανοί, με βλέμμα καθαρό, περήφανο κι αθώο ταυτόχρονα. 

Οι άνθρωποι που περιγράφει η Χριστίνα Φραγκεσκάκη συγκινούν.  Δεν ξεχνούν από πού ξεκίνησαν, αλλά αγωνίζονται από τα χαμηλά με σκέψη αγνή και κορμιά ταλαιπωρημένα.  Το «Πιάνεις χώμα» είναι ένα ευκολοδιάβαστο αφήγημα που μπαίνει βαθειά σε μια από τις ιστορίες που έχουμε ζήσει όλοι κάπου γύρω στον περίγυρό μας. 

Μια μάνα με δυο γιους, αφήνει κόρη και άνδρα στο χωριό -κάπου στην Αλβανία καταλαβαίνουμε από την περιγραφή- και καταφτάνουν μετά από πρόσκληση ενός θείου σε κάποιο ελληνικό νησί –στην πορεία της ανάγνωσης ανακαλύπτουμε ότι είναι η Ρόδος-  αναζητώντας την ελευθερία και διεκδικώντας μια καλή ζωή.  Στο μεταξύ, έχουν χάσει το «μαζί».  Η κόρη για να σπουδάσει γιατρός χρειάζεται να της στέλνουν χρήματα κι ο πατέρας, μαθηματικός, δεν αντέχει ψυχολογικά να ξεκινήσει από την αρχή, δεν του επιτρέπει η περηφάνια του να γίνει χαμάλης σε αυτή την ηλικία.  Η δυνατή Ευγενία όμως –που ενσαρκώνει το στερεότυπο της γυναίκας-βραχου που στηρίζει όλο το οικογενειακό οικοδόμημα-  αναλαμβάνει να «βγάλει το φίδι από την τρύπα» και ξενιτεύεται έχοντας για στήριγμά της το μεγάλο γιό και για  ελπίδα το μικρό, έναν πιτσιρικά εύστροφο, προσαρμοστικό, και τρυφερό. 

Ένας θειος της τους είχε πει ότι θα συναντούσαν ένα μέρος σαν τη Γη της Επαγγελίας, όμως οι θυσίες που πρέπει να κάνουν είναι συνεχείς.  Η Ευγενία στη χώρα της ήταν εκπαιδευτικός μα τώρα σφουγγαρίζει σκάλες και τουαλέτες, ή σιδερώνει σε σπίτια.  Ο μεγάλος γιός ονειρεύεται αλλά είναι προσγειωμένος και δουλεύει ως «ντελιβεράς» σε πιτσαρία. Ο μικρός νοιώθει ότι υστερεί έναντι των συμμαθητών του, αγωνίζεται να γράψει και να διαβάσει, να μάθει σωστά τη γλώσσα και παλεύει να συνηθίσει και το καινούργιο του όνομα. Ο μικρός Ανδρέας πιστεύει στη μαγική δύναμη και τον ήχο των λέξεων, όπως πιστεύει ότι το γυαλιστερό του ποδήλατο, δώρο του αδελφού του με τα πρώτα του χρήματα από τη δουλειά, θα τον ταξιδέψει παντού για να γνωρίσει τον κόσμο.  Όλα γύρω τους είναι καινούργια.  Οι φωτισμένοι δρόμοι , τα μαγαζιά, τα καράβια που μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι.  Καινούργιο είναι και το συναίσθημα της απώλειας μιας οικογένειας χωρισμένης στα δυό, τραυματισμένης…

Το αφήγημα χωρίζεται σε δυο μέρη. Το Πριν και το Μετά. Απαρτίζεται από μικρά κεφάλαια όπου οι αφηγήσεις της Ευγενίας εναλλάσσονται με τις αφηγήσεις του μικρού Ανδρέα.  Κάποια στιγμή ο μαθηματικός σύζυγος, Αγκρόν Πρέντσε, έρχεται στην Ελλάδα.  Κάνει μια προσπάθεια να ενταχθεί, του έχουν λείψει οι δικοί του, μα η προσαρμογή είναι δύσκολη όταν δεν μιλάς τη γλώσσα ενός τόπου. Γίνεται ο τρίτος αφηγητής της ιστορίας, αν και δεν ευλογήθηκε να ζήσει για πολύ στο νέο τόπο του.  Ο μικρός του «συστήνει» το περιβάλλον της νέας τους πατρίδας, τον ξεναγεί, του δείχνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, τα ψηλά βουνά.  Εκείνος θυμάται το χωριό τους, την πατρίδα τους, τη ζωή που έχασαν, αντιστέκεται, η νοσταλγία δεν τον αφήνει να δεχθεί την αλλαγή.  Ο Ανδρέας του δείχνει όλα αυτά που έχει μάθει, τον τόπο που έχει αρχίσει να γνωρίζει και που τώρα γίνεται σιγά-σιγά ο δικός του τόπος…  Όσο ο πατέρας του παραμένει «ξένος» εκείνος επιμένει… Δείχνει στον αμίλητο πατέρα του όλα όσα τον περιστοιχίζουν.  Μια μέρα του δείχνει απέναντι, τα βουνά της Μικράς Ασίας.  Εύστοχα επιμένει και ο μικρός, εύστοχα επιμένει και η συγγραφέας του βιβλίου, Χριστίνα Φραγκεσκάκη. Ανήκουν κι εκείνα τα βουνά στις χαμένες πατρίδες…

Πριν γίνει Ανδρέας, ο Gezim, το bullying δεν το αποκαλούσαμε έτσι.  Υπήρχε όμως και είχε στόχο πάντοτε τους αδύναμους.  Τώρα το τετράδιό του έχει γεμίσει με καινούργιες λέξεις και προχωράει καλά.  Γίνεται καλός μαθητής, ανταγωνίζεται επάξια τους άλλους. Μπαίνει στην εφηβεία. Τώρα τον αποδέχονται και όταν παίζουν ποδόσφαιρο.  Κάποτε μπορεί να κρατάει και την ελληνική σημαία ως άριστος ο Ανδρέας, αλλά σίγουρα τότε μπορεί να θυμηθούν ορισμένοι ότι λέγεται Gezim.  Ήρθε όμως με πολλές ελπίδες σε μια πατρίδα που  όταν έχεις ικανότητες, όταν δουλέψεις σκληρά, «Πιάνεις χώμα και γίνεται χρυσάφι…»

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ο Αχμέτ Αλτάν και το Οθωμανικό Κουαρτέτο


Μέσα από τα κάγκελα της φυλακής Silivri έξω από την Κωνσταντινούπολη, θα μας περιγράφει πλέον οριστικά ο Ahmet Altan τις μέρες της ζοφερής Ιστορίας της Τουρκίας. Η συλλογή του κυκλοφορεί σε λίγο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ επικυρώθηκε η απόφαση για ισόβια κάθειρξη επειδή έστελνε «υποσυνείδητα» μηνύματα με τα κείμενά του και τις δημόσιες εμφανίσεις του, στους πολίτες που σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης με την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016.  

Μολονότι το ανώτατο δικαστήριο της Τουρκίας είχε αποφανθεί ότι «Δεν θα μπορούσε κανένας να συλληφθεί με τέτοια στοιχεία» οι εισαγγελείς επέμειναν ότι οι κατηγορούμενοι –τρεις μαζί με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο- με τα «υποσυνείδητα» μηνύματά τους υπονόμευσαν την κυβέρνηση.  Δεν είναι δύσκολο να κατηγορήσει κανείς ένα συγγραφέα με μια τέτοια έωλη κατηγορία και βεβαίως εδώ τίθεται και πάλι το καυτό ερώτημα για το ρόλο της λογοτεχνίας, τα όριά της, την διείσδυσή της στα κοινωνικά στρώματα, παντού στον κόσμο αλλά κυρίως σε περιοχές όπου τα καθεστώτα την λογοκρίνουν, ή την έχουν στο στόχαστρο.  Φυσικά ακολουθεί διεθνής κατακραυγή.  Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του Τύπου.

Ο ίδιος ο Ahmet Altan δεν μασάει τα λόγια του, όταν μιλάει για το «δηλητήριο της εξουσίας» των κατά καιρούς σουλτάνων.  Από το 2013 που επέστρεψε στη μυθιστοριογραφία με το Endgame μετά από παύση πέντε ετών, βοήθησε όσο μπορούσε τους επικριτές του να στηρίξουν τις κατηγορίες τους. «Όταν ζεις σε μια χώρα όπως τη Τουρκία, περιστασιακά βρίσκεσαι να κάνεις μια επιλογή, ανάμεσα στο γράψιμο μυθιστορημάτων και τη συμμετοχή σε ιστορίες αναζήτησης μιας λύσης που θα σταματήσει την ταλαιπωρία του λαού... Δεν είναι εύκολο να γυρίσεις την πλάτη σου στα δεινά των ανθρώπων. Γι αυτό κάνεις δημοσιογραφία.  Αλλά είμαι πιο ευτυχισμένος όταν γράφω μυθιστορήματα.  Αν ήταν δυνατόν, θα έγραφα μυθιστορήματα χωρίς διακοπή».

Η Granta έχει ήδη πάρει τα δικαιώματα να κυκλοφορήσει την αγγλική έκδοση της συλλογής του Αλτάν Μεχμέτ τον Μάρτιο του 2019.  Ο ηχηρός τίτλος της συλλογής αντικατοπτρίζει την εκτίμησή του για τις προοπτικές στη χώρα του: «Δεν μπορείτε να προβλέψετε τι μπορεί να συμβεί σε ένα μέρος όπου ο νόμος δεν υπάρχει», είπε ο ίδιος σχολιάζοντας ότι με την πρόσφατη απόφαση, ενδέχεται πλέον να τελειώσει τη ζωή του στη φυλακή.   Αφού θα ξοδεύω το χρόνο μου στη φυλακή θα ονειρεύομαι, θα σκέφτομαι και θα γράφω.  Δεν είναι τόσο επείγουσα η ερώτηση για το αν και το πότε θα απελευθερωθώ».

Ο Εκδότης Sandro Ferri συνιδρυτής του Edizioni E/O  στην Ιταλία καθώς και οι αγγλικές εκδόσεις Europa  (με έδρα τη Ν.Υόρκη και το Λονδίνο) υπέγραψαν συμφωνία μαζί του πριν την τελική απόφαση της φυλάκισής του, να δημοσιεύσουν στα ιταλικά και τα αγγλικά τα ιστορικά μυθιστορήματα γνωστά ως Οθωμανικό Κουαρτέτο. Ο ίδιος ο συγγραφέας λέει ότι κατά την έρευνά του, το σχεδίασε ως τετραλογία για να μπορέσει να δείξει την πολιτιστική διαφοροποίηση και τις εσωτερικές συγκρούσεις μέσα σε μια οικογένεια της Τουρκίας καθώς η αυτοκρατορία κατέρρεε. Ξεκινάει με την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 με άφθονα και ακριβή στοιχεία για μέλη της οικογένειας του ίδιου.  Περιγράφει την Κωνσταντινούπολη από τις αρχές του αιώνα, τόσο όμορφη όσο και διεφθαρμένη και φθάνει στο σήμερα με τον επαναπατρισμό του πρωταγωνιστή του σε μια πόλη που έχει αλλάξει...

 Ήδη o Ferri πουλάει τα μεταφραστικά δικαιώματα σε άλλες γλώσσες.  Ο πρώτος τόμος του Κουαρτέτου το «Σαν μια βαθειά πληγή από οθωμανικό σπαθί» θα κυκλοφορήσει μέσα στο μήνα Οκτώβριο (μια περιδιάβαση σε Κωνσταντινούπολη, Παρίσι, Θεσσαλονίκη πριν από τον Πρώτο Πόλεμο).  Θα ακολουθήσουν η «Αγάπη στις μέρες της εξέγερσης» και το «Ο Θάνατος είναι πιο εύκολος από την Αγάπη»

Ο Αχμέτ Αλτάν δε νοιάζεται για τη μόδα στη λογοτεχνία. Είναι οπαδός της δοκιμασμένης κλασσικής συνταγής, ότι το κύριο θέμα στη λογοτεχνία είναι οι άνθρωποι και οι ζωή τους. Στις ιστορίες του περιγράφει τα συγκρουόμενα συναισθήματα ανδρών και γυναικών, τη δύναμη τους, την απελπισία τους, τους αγώνες τους.  Στα κομμάτια της Ιστορίας που περιγράφει ανακαλύπτει κοινά σημεία.  «Η ισχύς είναι δηλητηριώδης παντού» σχολιάζει και λέει ότι η χώρα του, η Τουρκία δεν είναι σε θέση να παράγει ένα αντίδοτο στο δηλητήριο της εξουσίας, γιατί αυτό που συνέβη πριν από έναν αιώνα επαναλαμβάνεται.  «Όλοι όσοι έρχονται στην εξουσία με την υπόσχεση της καταπολέμησης της τυραννίας και την καταπίεσης μετατρέπονται σε τύραννο εγκαίρως, σαν μια μόνιμη επιθυμία των πολιτικών της χώρας «να γίνει κανείς Σουλτάνος» που δεν παύει ποτέ»

Ο συγγραφέας δεν δείχνει να εκφοβίζεται.  Ο ιστότοπός του αναφέρει με βεβαιότητα ότι ο τελικός τόμος του Οθωμανικού Κουρατέτου έχει οριστεί το 1915 και διηγείται τις ιστορίες της γενοκτονίας των Αρμενίων, γεγονός που οδήγησε στο να κατηγορηθεί από τις Αρχές και για «προσβολή της τουρκικότητας»...  Θεωρεί ότι η καλύτερη αφήγηση του σκοτεινού κι αιματηρού προσώπου της ιστορίας βρίσκεται στη λογοτεχνία.  «Η λογοτεχνία, όχι μόνο μας δίνει την ιστορική αλήθεια, αλλά και μας δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε συναισθηματικό δεσμό με αυτό που συνέβη στην Ιστορία, μας επιτρέπει να φέρουμε μέσα στα σημάδια των γεγονότων του παρελθόντος.  Ο ψυχικός τρόμος που νιώθει κάποιος όταν διαβάζει τα συναισθήματα μιας γυναίκας που παρακολουθεί το θάνατο του παιδιού είναι πιο βαθειά από την αντίδραση κάποιου στο άκουσμα της είδησης ότι «ένα εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν».

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Το Βλεμμα του Αποχαιρετισμού

Ο Ross Macdonald (είναι ψευδώνυμο του αμερικανοκαναδού συγγραφέα Kenneth Millar) έγινε γνωστός από τις ιστορίες που πρωταγωνιστή του Lew Archer, ενός δαιμόνιου ντετέκτιβ που έδρασε στη Νότια Καλιφόρνια και εξιχνίασε πολλά εγκλήματα από το 1940.  Συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους Αμερικανούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας και ο ήρωας του, οποίος ενσαρκώθηκε με πολύ ανθρώπινο τρόπο στη μεγάλη οθόνη από τον Paul Newman, αγαπήθηκε πολύ.

Τον ιδιωτικό ντέτεκτιβ Lew Archer.  τον ξανασυναντάμε  στο ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ  που κυκλοφόρησε φέτος για πρώτη φορά στα ελληνικά, από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, μια ιστορία περίπλοκη, ακόμη και για τους λάτρεις του αστυνομικού μυθιστορήματος, με πλοκή ευρηματική και ανατροπές.  Παιδί χωρισμένων γονιών ο ίδιος ο συγγραφέας, μεγαλωμένος από τη μητέρα του και την οικογένειά της στον Καναδά, παντρεύτηκε την συγγραφέα Margaret Sturm με την οποία επιστρέφει στην Καλιφόρνια όπου και γράφει αρχικά εύπεπτες αστυνομικές ιστορίες σε περιοδικά.  Σιγά-σιγά ωστόσο ως το 1983 που πέθανε, κατάφερε να δώσει στο μυθιστόρημα του αμερικανικού εγκλήματος ένα ψυχολογικό βάθος και ένα είδος ηθικής πολυπλοκότητας που οι προκάτοχοί του Raymond Chandler και Dashiel Hammet , κορυφαίοι στην αστυνομική λογοτεχνία του περασμένου αιώνα, είχαν απλά υπαινιχθεί.   


Στο Βλέμμα του Αποχαιρετισμού, ένα παιδί με βαθιά ψυχολογικά τραύματα βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας κι αυτό δεν είναι ίσως ξεκομμένο από την προσωπική διαδρομή και τα βιώματα του συγγραφέα.  Είναι παιδί με τραυματισμένη ψυχή λόγω οικογενειακής κατάστασης.   Η παράξενη διάρρηξη μιας χρυσής κασέλας με επιστολές απο τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, από την έπαυλη του Λάρι και της Αϊρίν Τσάλμερς βρίσκεται στην άκρη του νήματος που οδηγεί την ιστορία.  Το ζευγάρι Τσάλμερς αρνείται να καλέσει την αστυνομία.  Ισχυρίζονται σιωπηρά ότι ο λόγος είναι πως υποψιάζονται ότι ο Νικ, ο νεαρός γιος τους, εμπλέκεται στην υπόθεση.  Αρχικά φαίνεται λογικό. 


Ο δικηγόρος της οικογένειας Τζον Τράτγουελ ζητά απο τον ιδιωτικό ντέτεκτιβ Lew Archer να διαλευκάνει το μυστήριο.  Αυτός σύντομα συνειδητοποιεί ότι η υπόθεση δεν αφορά απλώς μερικά κλεμμένα γράμματα καθώς το πτώμα ενός συνεργάτη του Νικ γίνεται μοχλός για νέες αποκαλύψεις.   Η δολοφονία όμως αυτή δεν είναι η μοναδική στην ιστορία. Το παζλ συμπληρώνεται από μια απαγωγή που συνέβη πολλά χρόνια πριν, καθώς και απο τη ληστεία μιας τράπεζας.  


Ένα περίστροφο τέλος που χρησιμοποιήθηκε σε τρεις δολοφονίες, δένει την υπόθεση και δικαιολογεί τη φήμη του ιδιωτικού ντετέκτιβ Lew Archer ο οποίος αρχικά είχε κάνει την εμφάνιση του σε ένα διήγημα του 1946 με τίτλο Find the Womman που δημοσιεύθηκε σε αμερικανικό περιοδικό.  Από τότε ακολούθησαν καμιά εικοσαριά άλλα τέτοια που το αναγνωστικό κοινό λάτρεψε.

Με τον κεντρικό του χαρακτήρα ο Macdonald επαναπροσδιόρισε την ανάμειξη του ιδιωτικού "ματιού" στην αστυνομική έρευνα, σαν να έκανε κτήμα όλων των αναγνωστών του τη συνείδηση που περπατά στα ύπουλα σύνορα μεταξύ εγκληματικής ενοχής και ανθρώπινης αμαρτίας. 


Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Η ωραία της Νύχτας και η ζωή μετά το φόνο


Κι όμως, μετά το φόνο υπάρχει ζωή, κι ύστερα, μπορεί να υπάρξει πάλι φόνος κι έτσι μια σύγχρονη ανθρώπινη τραγωδία αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, φτάνει να υπάρχει κάποιος να την αφηγηθεί, να τη ζήσει με το δικό του τρόπο και να μας την μεταφέρει.

Μαζί με μια μεθυστική εσάνς από νυχτολούλουδο, μας μεταφέρει τα συναισθήματα δυο γυναικών και μαζί, ένα σωρό οικογενειακά μυστικά.  Αυτές οι δυο γυναίκες βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας του βιβλίου της Ελένης Γκίκα «Η ωραία της νύχτας», κείμενο δύσκολο μα την αλήθεια, μιας και η υπόθεση που πραγματεύεται είναι μια ιστορία σκοτεινή μα πραγματική, όχι πολύ μακριά από το σήμερα, γραμμένο για αναγνώστες κάπως εξασκημένους.

Οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες ξεδιπλώνονται στο χαρτί του τρίτου προσώπου του βιβλίου, μιας ακόμα γυναίκας που εκτελεί χρέη αφηγητή και αναλαμβάνει να διερευνήσει τα αίτια ενός φονικού μα πολύ γρήγορα θα σκοντάψει σε ένα δεύτερο παλιότερο φόνο.  Γράφει την ιστορία της, κάθε βράδυ, σε ένα δροσερό παραμυθένιο κήπο, πολύ κοντά με την ηρωίδα της, μα ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ερωτική αντιζηλία ήταν η ρίζα του κακού.  

Μια 26χρονη γυναίκα έχει σκοτώσει τη σύζυγο του εραστή της μπροστά στα δυο της παιδιά και στα δυο του θύματος.  Η 26χρονη όμως, είναι η εγγονή μιας άλλης μυθικής γυναίκας, η οποία, έχοντας βιώσει πολύ δύσκολα παιδιά χρόνια, στον ίδιο τόπο, αφού πρώτα δοκιμάστηκε έφτασε στα όριά της και έκαψε ζωντανό τον σύζυγό της, που την κακοποιούσε. 
Ο τόπος είναι ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου, ένας πρωταγωνιστής, λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος στην πλοκή της ιστορίας.  Το Κορωπί είναι ο ένας από τους δυο κοινούς παρονομαστές των δυο φονικών  -ο άλλος είναι η οικογένεια, η συγγενική σχέση-  και μέσα σε ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό τοπίο, σε καταπράσινους κήπους με λουλούδια και βοτάνια κάθε είδους και γήινες μυρωδιές, γίνεται μια κατάδυση συνεχής ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο των προσώπων της ιστορίας, μα και των προγόνων τους. Η κληρονομικότητα δεν αναφέρεται με καθαρά λόγια μα είναι παρούσα και βαριά.  Εκείνη, «το κορίτσι που το είπαν φόνισσα» μας μιλάει ανενδοίαστα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς να απολογείται καθόλου, εξηγώντας τον σαρωτικό της έρωτα για τον  αναποφάσιστο άνδρα με τις δυο γυναίκες και δυο οικογένειες... Σε πρώτο πρόσωπο μας μιλάει και η πονεμένη Ελένη, η γιαγιά της 26χρονης, εκείνη που βιάσθηκε για χρόνια από το αφεντικό της μέχρι που ατιμασμένη την ανάγκασαν να τον παντρευτεί, εκείνη που όταν μέσα της πήρε τη μεγάλη απόφαση να προβεί στη μοιραία κίνηση, έζησε εκείνη τη μέρα της σαν όλες τις άλλες, με υπομονή, όπως έκανε σε όλη της τη ζωή, με απόλυτη συνείδηση και σθένος. 

Η συγγραφέας δεν περιγράφει ούτε τη μία , ούτε την άλλη ως ψυχρή και στυγνή δολοφόνο. Περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στους φόνους, όμως καταδύεται βαθειά στις ψυχές τους, διερευνά τις καλές τους πλευρές, αναζητώντας τις λέξεις που αντιστοιχούν στην πλευρά τους την ανθρώπινη, την πονετική.  Η Ελένη Γκίκα δείχνει τον άνθρωπο το Α κεφαλαίο.  Βάζει τον αναγνώστη να σκεφθεί, να προβληματισθεί, όπως άλλωστε κάνει και η ίδια.  Και αν ο αναγνώστης ζει σε μια κλειστή κοινωνία,  τότε σκέφτεται ότι τα πράγματα μπορεί να μην είναι έτσι όπως όλοι λένε, αλλά υπάρχουν κι άλλες όψεις της ίδιας πραγματικότητας...  Δείχνει τη γυναίκα που βασανίστηκε κι αποκαλύπτει τις σκέψεις της. Η Ελένη Παπαϊωάννου έμεινε στα χρονικά του τόπου της ως μια σκοτεινή περσόνα και πολλοί μπορεί να φοβούνταν για καιρό να περάσουν από το μπαρουτοκαπνισμένο κατώφλι του σπιτιού της.  Στο βιβλίο τη συναντάμε στη φυλακή, κι αργότερα στο «πουθενά», στην άκρη μιας πέτρας να ζεί σε ένα φάρο, εκεί που διάλεξε να ησυχάσει, να κατασταλάξει μαζί με το άλλο της μισό, το γεμάτο σιωπηρή κατανόηση για όλα. Η εγγονή της, πενήντα χρόνια μετά, στα 26 της, όπως ήταν και η γιαγιά της, για διαφορετικούς λόγους ωστόσο, γίνεται η «Τίγρης του Κορωπίου» και πηγαίνει στο σπίτι του εραστή της και δολοφονεί τη νόμιμη συζυγό του, μητέρα επίσης δυο ανήλικων παιδιών.

Ως δια μαγείας, μέσα σε ένα κάδρο ασφυκτικά ρεαλιστικό, η λογοτεχνία είναι παρούσα παντού.  Η Μαντάμ Μποβαρί του Φλωμπέρ, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ο Αντερσεν με τα παραμύθια του, ο Τέννεσι Ουίλιαμς με τον Γυάλινο Κόσμο του, τα φονικά της Άγκαθας και οι μοιραίες επαναλήψεις του Μπόρχες μας συντροφεύουν και μας οδηγούν στην ιστορία αυτή που εξελίσσεται πριν από χρόνια, μα ίσως και μετά, ακόμα και τώρα, μέρες και νύχτες, μέσα σε γειτονιές και κήπους ουράνιους, όπως αυτοί που δημιουργεί η συγγραφέας, κήπους πνιγμένους στα νυχτολούλουδα, τις πετούνιες, τους κατιφέδες, τα δενδρολίβανα, τα φούλια, τα χρυσάνθεμα, τους κισσούς, τις γαζίες και τις δράκαινες, κάτω από μουριές και ιτιές με μυρωδιές διάχυτες από μέντα, βασιλικό και δυόσμο.


Με εργαλείο το χιούμορ


Μια άλλη διάσταση της χιουμοριστικής γραφής αποκαλύπτεται με την ανάγνωση των ιστοριών του David Sedaris.   Οι αυτοβιογραφικές ως επί το πλείστον αυτοτελείς ιστορίες του, οι οποίες προέρχονται κυρίως από την παιδική και εφηβική του ηλικία βάζουν τον Sedaris σε μια από τις θέσεις των  σημαντικότερων εκπροσώπων του αμερικανικού χιούμορ του εικοστού αιώνα. 

Σίγουρα επηρεασμένος από την αμερικανοεβραϊκή παράδοση και στη λογοτεχνία, αλλά και γενικότερα το Pop Culture, έχει δημοσιεύσει κείμενο που καθόλου τυχαία θα μπορούσαν να είναι το απόλυτο σενάριο για αμερικανικές κωμικές σειρές, ή ακόμα και για ταινίες όπως αυτές των αδελφών Κοέν, με τις οποίες έχουν κοινά μοτίβα στο χιούμορ.

Ο συγγραφέας βασίζεται πολύ στον αυτοσχεδιασμό. Σαν να τον παρασέρνει ένας κωμικός οίστρος και εκείνος, λίγο ή πολύ αφήνει αυτόν τον  οίστρο να τον οδηγεί.  Αυτό βέβαια σημαίνει ότι δεν είναι όλα εξίσου αστεία, ούτε ότι όλοι γελούν με όλα.  Ωστόσο δίνει το στίγμα μιας εποχής κι ενός τόπου.

Ο ήρωας φαίνεται στην αρχή υπερβολικά κυνικός. Ήρωας και αντιήρωας μαζί. Πολλά από τα διηγήματα του θα μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα και δραματικά, όμως εκείνος προτιμάει το δρόμο της διακωμώδησης, αντίθετα ίσως από τη διάθεση που έδειξε ο J.D.Salinger με τον «Φύλακα στη Σίκαλη» (αντιήρωας και αυτός ο έφηβος) που περιγράφει ταυτόχρονα συναισθήματα απέχθειας και αγάπης ταυτόχρονα για τον κόσμο και για τους γύρω του..

Μετά την ανάγνωση του «Γυμνός» του David Sedaris, αναρωτήθηκα με ποιο βιβλίο είχα ξαναγελάσει τόσο.  Μπορεί να εκπλαγείτε αλλά το μυαλό μου πήγε στον Εμμ.Ροϊδη και το «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου» που είχε καταφέρει να με βγάλει από το πετσί μου για να συμπάσχω με τον Συριανό Σύζυγο και τα πάθη του, ώσπου να τελειώσουν οι απόλυτα «ρυθμικές» σελίδες του . Φυσικά αυτό προέρχεται περισσότερο από μια πιο... βρετανική παράδοση με χιούμορ φλεγματικό, ειρωνική διάθεση και ύφος comme il faut, δεδομένου ότι γράφτηκε σε άλλη γλώσσα και άλλη εποχή, αλλά τα κοινά σημεία τους, για τον αναγνώστη τον επίμονο,  ήταν διακριτά.

Οι 17 ιστορίες του, με τον γενικό τίτλο ΓΥΜΝΟΣ  αφορούν αφηγήσεις που προέρχονται από τα έργα και τις ημέρες των μελών της οικογένειάς του και των φίλων τους και είναι δοσμένες με ανάλαφρη διάθεση, χιούμορ μάλλον ανατρεπτικό, με αυτοσαρκασμό και σε πολλά σημεία με υφέρποντα κυνισμό.  Το ξεκαρδιστικό ύφος του ενδεχομένως γίνεται κατά τόπους χοντροκομμένο, κυρίως όταν ο αφηγητής γράφει με την ηλικία του πρωταγωνιστή του, αλλά τα βιβλία του γίνονται πολύ δημοφιλή ίσως ακριβώς επειδή είναι συνεπής και συνεχίζει αυτήν την παράδοση. 

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι να δει κανείς πώς λειτουργεί συχνά το χιούμορ, με στόχο να μας δείξει τελικά το αντίθετο από αυτά που λέει.  Όταν σε κάποιες ιστορίες γράφει με ένα πιο... ενήλικο χέρι, βλέπει τον πρωταγωνιστή του διαφορετικά, από άλλη οπτική γωνία, ίσως από κάποια απόσταση, τον κάνει πιο σοφό και χρησιμοποιεί το χιούμορ για να παραδεχθεί τα λάθη που έκανε σε νεαρή ηλικία, ή να παραδεχθεί αξίες γύρω του που κάποτε είχε εκμηδενίσει.  Δεν γνωρίζω εάν έγραψε τις ιστορίες που περιλαμβάνει στο «Γυμνός» σε διάφορες ηλικίες, όπως νόμισα αρχικά, ή τελικά αυτό αποτέλεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα τεχνική του ...

Ο σαρκασμός του είναι πιθανότατα συχνά συγκαλυμμένη νοσταλγία για την παιδική και εφηβική ηλικία.  Σε ορισμένες διηγήσεις διακωμωδεί την οικογένεια χρησιμοποιώντας ανελέητο χιούμορ, αλλά τελικά, με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο γίνεται ικανός να βγάλει ένα συναίσθημα τρυφερότητας παρά επίκρισης για τους δικούς του ανθρώπους.  Μπορεί να βομβαρδίζει με χιουμοριστικές ατάκες και με τον τρόπο αυτό να προχωρεί πιο βαθειά στο θέμα του, πίσω όμως από έναν καταιγισμό από αστεία, μπορεί να κρύβει μια ωριμότερη σκέψη και ένα είδος σοφίας σε ορισμένες από τις ιστορίες του. 

Στην αρχή μπορεί να κερδίσει τη συμπάθεια του αναγνώστη, ακόμα και να τον συγκινήσει, ή να τον παγώσει από τον απύθμενο κυνισμό των εφήβων, όμως πουθενά τελικά δεν αποκλείει κανείς ότι ο κυνισμός αυτός είναι ένας, το λιγότερο, πληγωμένος ρομαντισμός, μιας γενιάς που δεν τον έζησε...


Εντέλει, όταν το χιούμορ γίνεται εργαλείο και χρησιμοποιείται κατά βούληση (και κατά δύναμη) μπορεί να έχει πολύ πιο σύνθετα αποτελέσματα από την απλή πρόκληση γέλιου με στόχο την ψυχαγωγία.  Προφανώς εξαρτάται από τον «τεχνίτη» της γλώσσας και την εποχή του κι ο David Sedaris μας το αποδεικνύει με την συλλογή «ΓΥΜΝΟΣ» που κυκλοφορεί σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά, από τις εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Τζιοκόντα. Έρωτας και Θάνατος


Το μεγαλείο της νιότης υπενθυμίζει στον αναγνώστη η ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ του Νίκου Κοκάντζη και τον βάζει να σκεφθεί πόσο μικρός στ' αλήθεια φαίνεται ένας σαρωτικός παγκόσμιος πόλεμος στα μάτια δυο ερωτευμένων εφήβων που ζουν το τώρα και απολαμβάνουν το δώρο της ζωής, σαν να μην υπάρχει αύριο. 

Το βιβλίο αυτό, αν και το μοναδικό του Θεσσαλονικιού ψυχιάτρου που έφυγε από τη ζωή το 2009, άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνική πραγματικοτητα. Πρόκειται για μια ιστορία πάθους που έζησε  στην Θεσσαλονίκη την εποχή της γερμανικής Κατοχής ο ίδιος ο συγγραφέας με μια νεαρή Εβραιοπούλα.  Η αφήγησή του επικεντρώνεται στην παρθενική ανακάλυψη της απόλαυσης της σάρκας, στην αφύπνιση της επιθυμίας, της τελετουργίας και της ανακάλυψής της, αλλά και στη συνειδητοποίηση στο μυαλό των δυο νέων, ότι οι συναντήσεις τους είναι πράξεις αντίστασης...

Κάποια στιγμή, που σχεδόν νομίζεις ότι είναι η στιγμή που περίμεναν τα δυο παιδιά, η Τζιοκόντα και η οικογένειά της επιβιβάστηκαν σε ένα απο τα γερμανικά καμιόνια κι ύστερα σε τραίνο για το Αουσβιτς.  Είναι η στιγμή που ο έρωτας και ο θάνατος συναντιούνται.  Πρόκειται για ένα κείμενο με βαθιά συγκινησιακή φόρτιση και κάνει την περιγραφή των ερωτικών συνευρέσεων του ζευγαριού χωρίς περιστροφές, ψευτοντροπές και χωρίς ηθικολογίες.  Με απόλυτη συνέπεια στο ύφος, με αμεσότητα, απλότητα και ρομαντισμό ο Κοκάντζης (ξεφεύγοντας εντελώς από την παγίδα της αφέλειας ή της σαχλαμάρας στην οποία εύκολα μπορεί να πέσει ένας συγγραφέας σε αυτήν την περίπτωση) περιγράφει πώς τα παιδιά ανακαλύπτουν τον έρωτα κάτω από τις συνθήκες του πολέμου.

Με μαστοριά  -η οποία με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί άραγε αυτή η μεγαλειώδης απο τεχνικής άποψης νουβέλα, δεν στάθηκε δυνατόν να γίνει η απαρχή μιας σειράς βιβλίων από τον Νίκο Κοκάντζη- ο συγγραφέας προϊκονομεί τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης μέσα απο τις ερωτικές σκηνές.  Επίσης ο συγγραφέας ενθέτει την αναφορά του Ολοκαυτώματος εντελώς αντιθετικά, μέσα στις πιο όμορφες στιγμές που περνούν κρυφά οι δυο νέοι, μέσα απο τις περιγραφές για το σώμα τους, το άρωμά τους, τη νιότη τους , προϊκονομεί το συγκλονιστικό μέλλον...



Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι το βιβλίο αυτό επανεκδίδεται συνεχώς μετά την πρώτη του έκδοση το 1975.  Ο πόλεμος υπάρχει ως φόντο στην ιστορία αυτής της αγάπης.  Ακόμα και για τις φρικαλεότητες, η ματιά του Κοκάντζη ρίχνεται με απαλό κι ευαίσθητο τρόπο.  Αυτό που είχε σημασία γι αυτόν ήταν να πει τις αναμνήσεις του, την ιστορία του. Και το κάνει με ιερό τρόπο στη μνήμη της λατρεμένης του Tζιοκόντα που χάθηκε άδικα στα κρεματόρια με ένα σώμα που ήταν γεμάτο αγάπη και φως από τη ζωή της νιότης.


Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Confiteor. Mea Culpa

Ένοιωσα ότι εισπνέουμε ακόμη τον καπνό από τα κρεματόρια του Άουσβιτς όταν διάβασα το Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ.  Είναι δε ο ίδιος καπνός που έβγαινε από την καύση του κακού στην περίοδο της Ιεράς Εξέτασης του 14ου αιώνα.  Τόσο κοντά έφερε και τα δυο στα μάτια μου ο Καταλανός συγγραφέας με το βιβλίο του αυτό που θεωρήθηκε, όχι άδικα, εκδοτικό γεγονός. Ένα γεγονός που επαναφέρει την κουβέντα για το "κακό", το οποίο όπως ισχυρίζεται  ο Καμπρέ, διατηρείται ανά τους αιώνες και μόνον τα ονόματα αλλάζουν, και από τον τρομερό ιεροεξεταστή Νικόλαο Εϊμερικ, ως τον Ρούντολφ Ες, διοικητή του στρατοπέδου του Άουσβιτς, λίγη είναι η απόσταση, έως μηδαμινή. 


Χρησιμοποιεί πολλά και διαφορετικά πρίσματα ο Καμπρέ για να δει τους ανθρώπους. "Επιμένω να ψάχνω πού εδρεύει το κακό και είμαι σίγουρος ότι δεν κατοικεί στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου" λέει ο Αντριά Αρντέβολ, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια οικογένεια τραυματισμένη και στιγματισμένη από τις αποτρόπαιες πράξεις του πατέρα του, Φέλιξ.  Γι αυτό ο αξιόλογος, καλοπροαίρετος, ειλικρινής και κάπως ενοχικός Αντριά ξοδεύει το χρόνο που του απομένει μέχρι το τέλος, στην εξιστόρηση της αναμέτρησής του με το κακό.  Την ιστορία διηγείται γραπτώς στον Μπερνάτ, πρόκειται δηλαδή για ένα είδος τεράστιας επιστολής προς τον αδελφικό του φίλο, όπου προσωπικές μνήμες και ιστορικά περιστατικά διαπλέκονται σε μιαν ατμοσφαιρική αφήγηση, καθώς προσπαθεί να διασώσει κάθε ψίγμα της Ιστορίας που προηγήθηκε της γέννησής του, μέχρι τη στιγμή που το Αλσχάιμερ αρχίζει να του "αφαιρεί" κομμάτια της μνήμης του αφήνοντας του κενά...

Ο Αντριά έχει μεγαλώσει ανάμεσα σε έναν πατέρα που ήθελε να του δώσει μόρφωση αναγεννησιακού ανθρώπου, να τον κάνει γνώστη πολλών γλωσσών και μια μητέρα που τον προόριζε για την καριέρα δεξιοτέχνη βιολονίστα.   Εκείνος, ευφυής, μοναχικός και υπάκουος, προσπαθεί να ικανοποιήσει τις υπέρμετρες και αντιφατικές φιλοδοξίες των γονιών του, ως τη στιγμή που ανακαλύπτει την ύποπτη προέλευση του οικογενειακού πλούτου και άλλα ανομολόγητα μυστικά.  Πενήντα χρόνια μετά, ο Αντριά, λίγο πριν χάσει τη μνήμη του, προσπαθεί να ανασυνθέσει την οικογενειακή ιστορία, ενώ γύρω από ένα εκπληκτικό βιολί του 18ου αιώνα, ένα μοναδικό Στοριόνι, διαπλέκονται τραγικά επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας, από την Ιερά Εξέταση ως τη δικτατορία του Φράνκο και τη ναζιστική Γερμανία, με αποκορύφωμα το Άουσβιτς, το απόλυτο κακό. 



Ένα ερώτημα στοιχειώνει το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Καταλανού συγγραφέα. Αν ο Θεός εκτός από πανάγαθος είναι και παντοδύναμος, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού; Και αν το κακό δεν υπάρχει, μέσα στον άνθρωπο, όπως πιστεύει ο Αντριά, τότε από πού αλλού προέρχεται; Είναι ένα ανεξήγητο φαινόμενο, όπως έγραφε ο Καντ, ή είναι παράγωγο των συνθηκών της Ιστορίας του κόσμου;

Ο Αντριά, παρά την αρχική θεώρησή του για την "απουσία" του κακού από το εσωτερικό του ανθρώπου, ανακαλύπτει ότι "συγκατοικούσε" από μικρός με το κακό, καθώς ο πατέρας του, γέμιζε το μαγαζί του με συλλεκτικά αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, πίνακες, χειρόγραφα, μουσικά όργανα, πατώντας επί πτωμάτων και καταδίδοντας στην αστυνομία του Φράνκο όσους στέκονταν εμπόδιο στην ευόδωση των επιχειρηματικών του σχεδίων.  Το κακό διαποτίζει κάθε μόριο του αέρα στους θαλάμους πειραμάτων όπου οι γιατροί των ναζί υπέβαλλαν τους Εβραίους κρατούμενους σε φριχτά βασανιστήρια στο όνομα της πιο αρρωστημένης ιδέας περί ιατρικής προόδου. 

Οι ιστορίες που αφηγείται ο Αντριά διαπλέονται περίτεχνα γύρω από το αγαπημένο του ξακουστό  αυθεντικό Στοριόνι, ένα βιολί που είχε όνομα, λεγόταν Βιάλ, προφανώς γιατί όπως θέλει να δείξει ο Καμπρέ "μονάχα η τέχνη είναι ικανή να αποδώσει ριζικά το βίωμα" και ίσως θέλει ακόμη να πει ότι ένα έργο τέχνης, όπως αυτό το μοναδικό βιολί, ζει περισσότερο από τα ανθρώπινα όντα. Το Βιάλ φτιάχτηκε από το ξύλο ενός δένδρου που έσπειρε ο δολοφόνος Ζακιάμ Μυρέντα σε κάποιο μεσαιωνικό χωριό.  Πέρασε από πολλά χέρια στη συνέχεια.  Ο Αντριά τροφοδοτεί την κληρονομημένη ενοχή του όταν ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του το είχε αφαιρέσει για ελάχιστα χρήματα από μια οικογένεια Εβραίων που ξεκληρίστηκε στο Αουσβιτς και υπό την πίεση της συντρόφου της ζωής του Σάρας, που είναι Εβραία, βάζει σκοπό να το επιστρέψει σε κάποιον, έστω και απόγονο της οικογένειας...  


Όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, πολλοί αναρωτήθηκαν τί σημαίνει Confiteor. Προέρχεται από το ρήμα που σημαίνει "ομολογώ".  Confiteor  δηλώνει ο ναζιστής γιατρός που κάνει πειράματα σε βάρος δεκάδων κρατουμένων.  Confiteor πρέπει να δηλώσει ο δήμιος της Ιεράς Εξέτασης που καταδίκασε τους "απίστους", αλλά και ο αξιωματούχος του Φράνκο που δίωξε τους αντιφρονούντες. Confiteor σύμφωνα με τον συγγραφέα πρέπει να δηλώσει η ιστορία που θυσίασε εκατομμύρια ανθρώπους, που διέπραξε τόσες αδικίες.  Confiteor. Mea Culpa δηλώνει ο ίδιος ο Αντριά εκ μέρους του πατέρα του.

Πρόκειται για έργο μεγαλειώδες, συναρπαστικό, απόλυτο.  Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία κι έχει μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.  Ελπιδοφόρο για μυθιστοριογράφους που γράφουν σε "μικρές" γλώσσες όπως η καταλανική, ή η ελληνική...



Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Μπλε Βαθύ, σχεδόν Μαύρο

Ούτε μια λέξη δεν πάει χαμένη στο "ΒΑΘΥ ΜΠΛΕ, ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ" του Θανάση Βαλτινού που χώνεται για τα καλά με τρόπο ευέλικτο στη έγκατα του γυναικείου ψυχισμού. Εδώ και καιρό η ηρωίδα του είχε πάψει να θεωρεί τον εαυτό της εμπορεύσιμο είδος.  Είχε χάσει το σφριγηλό σώμα και πρόσωπο της νεότητας, αλλά της είχε μείνει μια θετική ματιά πάνω στην πραγματικότητα της ζωής.  Αυτή η νέα θεώρηση των πραγμάτων που μπορεί να ισχύσει για τον καθένα που βρίσκεται στη μοναξιά, συγκεντρώνει ακόμα και τα αρνητικά πρόσημα που μπορεί να έχουν οι διάφορες καταστάσεις της ζωής, και με το άθροισμά τους, το τελικό αποτέλεσμα είναι θετικό.  Έτσι ακριβώς όπως συμβαίνει και στην Άλγεβρα.

Δεν είναι καινούργιο ότι η αξία του Ύφους στη λογοτεχνία είναι ξεχωριστή υπόθεση.  Στην ιστορία δεν υπάρχει πλοκή, αλλά αυτό δεν είναι στα μείον του βιβλίου.  Μάλλον γιατί διαθέτει ύφος που καλύπτει τα πάντα, επαρκεί και δεν χρειάζεται πλοκή για να "σταθεί".  Ο Βαλτινός σε αυτό το κείμενο που έχει απόλυτα θεατρικό χαρακτήρα, διαθέτει μια ωμή ειλικρίνεια κι έναν ιδιόμορφο κυνισμό σχεδόν ισοπεδωτικό για τις καταστάσεις που μας βρίσκουν στη ζωή.  

Μια γυναίκα μονολογεί.   Διαμορφώνει εναλλασσόμενους ρόλους μεταξύ αναγνώστη και αφηγητή γιατί τα πράγματα που περιγράφει δεν αφορούν το ένα από τα δύο φύλα, ούτε κάποιους ιδιαίτερους ή συγκεκριμένους ανθρώπους.  Αφορούν όλους. Αφορούν τον άνθρωπο.  Με μικρές προτάσεις, με απλότητα και ζωντάνια καταγράφει τους φόβους, τις ανασφάλειες, τα τραύματα της ζωής, τις μικροχαρές, τις λανθασμένες επιλογές, αλλά και τις ανατροπές της ζωής, την απώλεια και τελικά, τον θάνατο.


Το κείμενό του έχει μια προφορικότητα που μπορεί να θυμίζει και ψυχανάλυση.  Είναι απλό και διεισδυτικό ταυτόχρονα. Στις αναμνήσεις του μονολόγου συνυπάρχει ο πλούτος του κάποτε της ζωής, με την οργή του σήμερα, για τη ζωή που μπορεί να σκιάστηκε από την αυστηρή παρουσία της μάνας, το στερημένο χάδι, τα παιδικά χρόνια που ήταν γεμάτα παιδικά τραγούδια και παραμύθια.  

Δεν πρόκειται για μια ιστορία μόνο. Πρόκειται πολλές ιστορίες.  Μια ιστορία για τον έρωτα, μια άλλη για τον πόνο, μια ιστορία για το καλό, μια άλλη για το κακό, μια ιστορία για την άλλη πατρίδα, μια ιστορία για την πλήξη από την επανάληψη μιας ρουτίνας, μια ιστορία για την πλήξη και τη μοναξιά, μια ιστορία για τη μνήμη που ζωντανεύει φαντάσματα και σίγουρα μια ακόμα για τη δυστυχία μιας ζωής ανικανοποίητης.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Misery

Δεν είναι συνήθης κατάσταση τα θρίλερ στο θέατρο.  Όταν όμως ένα θρίλερ καταφέρει να σε καθηλώσει από το θεατρικό σανίδι,τότε μάλλον πρόκειται για παράσταση επιτυχημένη.  

Το Misery που ανέβηκε αυτή τη χρονιά στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης τηρεί όλες τις αναγκαίες συνθήκες.  Παράσταση γεμάτη σασπένς ατμόσφαιρα, απολύτως κλειστοφοβική αλλά όσο χρειάζεται ευφυής ώστε να μην γίνεται εξυπνακίστικη, καθώς  επίσης και εξαιρετική απόδοση από δυο καταξιωμένους ηθοποιούς.


Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος και η Ρένη Πιττακή μας μεταφέρουν την ιστορία από τις σελίδες του μυθιστορήματος του Stephen King -μια ιστορία συνώνυμη του απόλυτου ψυχολογικού τρόμου-  όπως έκαναν το 1990 στον κινηματογράφο η βραβευμένη με Όσκαρ Α γυναικείου ρόλου Kathy Bates και ο James Kahan.  



Εκείνος είναι ο επιτυχημένος συγγραφέας Πολ Σέλντον, ο οποίος μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα σε μια χιονισμένη βουνοπλαγιά, διασώζεται από μια γυναίκα.  Είναι η "number one" θαυμάστριά του Αννι Γουίλκς.  Ο συγγραφέας θα έπρεπε -λογικά- να είναι ενθουσιασμένος κι ευγνώμων στην Αννι για τη ζωή του κι εκείνη πανευτυχής που είχε την τύχη να τον γνωρίσει έστω κι έτσι...  Όμως τίποτε δεν ισχύει από αυτά.  Η Άννι Γουίλκς είναι πωρωμένη με τα βιβλία του αλλά και με τον ίδιο, όπως αποδεικνύεται από την συμπεριφορά της στη συνέχεια. Πρόκειται για μια γυναίκα, πρώην νοσοκόμα, που φαίνεται απλή και ήρεμη, αλλά είναι εν τέλει και παράφρων, αφού τον παγιδεύει ανήμπορο στο σπίτι της στην ερημιά, τον εγκλωβίζει  και δεν τον αφήνει να έχει καμία επικοινωνία με τον "εξω" κόσμο, επικαλούμενη τις καιρικές συνθήκες. Το ίνδαλμά της, ο συγγραφέας Σέλντον, δεν μπορεί παρά να υπακούσει... 



Η Άννι διαβάζει κρυφά το χειρόγραφο που είχε στην τσάντα του κι έχει την τύχη να είναι η πρώτη αναγνώστρια του ένατου βιβλίου -έχουν προηγηθεί άλλα οκτώ- για την Misery, την ηρωίδα του που τόσο έχει θαυμάσει και αγαπήσει...  Οργίζεται όμως όταν διαβάζοντας ως το τέλος το χειρόγραφο, ανακαλύπτει ότι η ηρωίδα "πεθαίνει".  Τον κατηγορεί ότι την "σκότωσε" με ένα σωρό παθιασμένους τρόπους, καθώς μέσα της η Άννι έχει  κάποιες απόλυτες ιδέες για το τι είναι "κακό" και τι "καλό" στη ζωή...  Τον αναγκάζει τελικά να γράψει ένα νέο βιβλίο, αφού καίει αυτό που δεν της αρέσει στην πυρά.  Στόχος να επανέλθει στη ζωή η Misery.  

Ο συγγραφέας Σέλντον που δεν κατάφερε να αποτρέψει την Άννι να καταστρέψει το πόνημά του, δεν έχει και πολλές επιλογές, ξεκινάει λοιπόν το γράψιμο.  Ελπίζει ότι κερδίζει χρόνο, γιατί όσο γράφει, σε κάθε ευκαιρία προσπαθεί να ανατρέψει τα σχέδιά της για να καταφέρει να απεγκλωβιστεί.  Φαίνεται δε ότι το αποτέλεσμα είναι καλό, καθώς κάτω από τις τόσο ιδιαίτερες συνθήκες ψυχολογικής τρομοκρατίας τις οποίες βιώνει, ο Σέλντον γράφει ίσως το πιο καθηλωτικό βιβλίο της καριέρας του. Συνειδητοποιεί ωστόσο ότι κανένα σκοπό δεν έχει η πρώην νοσοκόμα, να τον απελευθερώσει...

Η αρχικά πολύ συμπαθητική σωτήρας του αποδεικνύεται μια απολύτως διαταραγμένη προσωπικότητα και μάλιστα ιδιαιτέρως επικίνδυνη αφού σκοτώνει και τον σερίφη της περιοχής που κάνει την έρευνα για την εξαφάνιση του συγγραφέα.  Η διεστραμμένη αγάπη της για τον Σέλντον και το έργο του γίνεται φανατισμός και άρρωστη μανία.

Η σκηνοθετική οικονομία (σκηνοθέτης Τάκης Τζαμαργιάς, προηγούμενη δουλειά του που μας είχε καθηλώσει ήταν "Η Τάξη μας" στη σκηνή του Εθνικού) υποθέτω όρισε ένα τέλος κάπως διαφορετικό από εκείνο που ζήσαμε στην ταινία ή το βιβλίο, αλλά αυτή η ευελιξία υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις.  Στον κινηματογράφο εμφανίζεται και η Μάρσα η εκδότριά του συγγραφέα, η οποία του ζητά να γράψει για το τραυματικό βίωμα που είχε εκεί στις αμερικανικές εξοχές και στο σπίτι της Αννι Γουίλκς.  Φυσικά και θα γινόταν απόλυτη επιτυχία ένα τέτοιο βιβλίο!


Στην θεατρική παράσταση ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος (Πολ Σέλντον) δέχεται το χειροκρότημα του κοινού που θεωρεί ότι το έργο είναι στο τέλος (φευ το βιαστικό κοινό)... Εκπνέει. Ωστόσο ακόμα δεν ξεκουράζεται.  "Σας ευχαριστώ..." λέει και περιμένει υπομονετικά.  Ύστερα συνεχίζει να μιλά ως ο συγγραφέας Σέλντον, που σκέφτεται τί θα κάνει με την παρουσίαση του βιβλίου που έγραψε όσο βρισκόταν τραυματίας στο σπίτι της πρώην νοσοκόμας.  Όμως επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι, γιατί και στο σανίδι και στον κινηματογράφο, το όραμα του δύστυχου συγγραφέα, που δεν σταματά να βιώνει τις δικές του ιστορίες, περιλαμβάνει την Αννι Γουίλκς, δηλαδή τον δήμιό του, με την οποία συμπορεύθηκε για να οδηγηθεί στην επιτυχία...

Προλαβαίνετε ακόμα μερικές παραστάσεις. Σπεύσατε 

Θεατρο Ιλίσια Βολανάκης. Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα
τηλ.2107210045