Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Οι περιπέτειες του Μικρού αντώνη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που το έλεγαν Αντώνη, και ήθελε πάντοτε να βγαίνει νικητής. Στο παιχνίδι και στη ζωή.  Όταν έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του ήθελε να είναι πάντα πρώτος.  Μια μέρα, όταν η τύχη τα έφερε έτσι που να του βάλουν γκολ οι αντίπαλοι, εκείνος σταμάτησε το παιχνίδι γιατί δεν ήταν "δίκαιο" αυτό που έγινε.  Φώναζαν οι φίλοι της αντίπαλης ομάδας, τσίριζε κι αυτός.   

Η δική του ομάδα τον στήριξε αλλά όταν το παιχνίδι αναγκαστικά σταμάτησε, κάποιος του ψιθύρισε οτι γκολ της αντίπαλης ομάδας ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους, και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.  Ο μικρός Αντωνάκης επέμενε στη δική του άποψη και τσιρίζοντας πήρε το δρόμο για το σπίτι του...

Την άλλη μέρα ευτυχώς έπαιξαν κρυφτό και το συμβάν της προηγούμενης μέρας είχε ξεχαστεί.  Νέα μέρα, νέο παιχνίδι, όλοι αγαπημένοι.  Ένα-ένα τα παιδιά "τα φύλαγαν" κι έψαχναν την υπόλοιπη ομάδα που κρυβόταν σε διάφορα σημεία της πλατείας της γειτονιάς.  Όταν ήρθε η σειρά του Αντωνάκη να "τα φυλάξει" οι φίλοι του έτρεξαν να κρυφτούν, αλλά ένας, ο πιο στενός του φίλος, στάθηκε και τον παρακολούθησε.  

"Κάνεις ματάκι, μας παρακολουθείς για να δεις που πάμε να κρυφτούμε! Κλέβεις, Κλέβεις!" του φώναξε ο φίλος.  Τότε βγήκαν από τις κρυψώνες τους όλοι οι υπόλοιποι φωνάζοντας "Κλέβεις, Κλέβεις!".  Τον κυνήγησαν, τον σφαλιάρισαν και τα πράγματα για τον μικρό Αντωνάκη έγιναν σκούρα...

Δεν είναι ότι τα παιδιά ξεχνάνε γρήγορα, ούτε ότι συγχωρούν, απλά έχουν βρει μηχανισμούς για να προχωρούν, να πηγαίνουν παρακάτω, πιο εύκολα από τους μεγάλους που μένουν αγκυλωμένοι για χρόνια, φοβούμενοι τις αλλαγές. 

Οπότε την επόμενη μέρα οι φίλοι ήταν πάλι στην πλατεία έτοιμοι να τσουλήσουν πάνω στα σκέητμπορντ.   Είχαν πάρει θέσεις σε ένα ανηφορικό μέρος, έχοντας μπροστά τους την κατηφόρα που οδηγούσε στο συντριβάνι της πλατείας.   Τα γέλια τους πλημμύριζαν τη γειτονιά.  Τα κορίτσια που ήταν καθισμένα στα παγκάκια κουτσομπόλευαν τα αγόρια.  Ορισμένα φούσκωναν σαν παγόνια και ο μικρός Αντωνάκης είχε πάρει θέση για τη μεγάλη πορεία που θα του έδινε την πρωτιά και σε αυτό το παιχνίδι.  

Ένας από τους φίλους είχε στο χέρι του ένα κινητό τηλέφωνο, του το είχε δώσει ο Αντωνάκης για να μετράει με αυτό μετρούσε τους χρόνους του παιχνιδιού, τα δευτερόλεπτα της πορείας του καθενός πάνω στα ρουλεμάν.  "Μέτρα τώρα τη νικηφόρα μου πορεία" του φώναξε ο Μικρός Αντώνης.   "Πάμε!"  

Η πορεία του Αντώνη ήταν ένα σλάλομ το οποίο κατέληξε άδοξα στο κέντρο που παγωμένου βυθού του σιντριβανιού της πλατείας...   

Τα γέλια των κοριτσιών δεν τον πτόησαν.   Βγήκε γεμάτος μελανιές στο πρόσωπο και στο σώμα και φώναξε: "Φέρε πίσω το κινητό μου! Το παιχνίδι τέλειωσε. Νίκησα.  Είμαι ο ΝΙΚΗΤΗΣ.  Υπάρχει εδώ κανείς που δεν το πιστεύει;  "

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Η Μεγάλη Χίμαιρα

Από την πρώτη εφηβική μου ανάγνωση, μεσολάβησαν μερικά χρόνια κι άλλες δυο ακόμα αναγνώσεις, για να συνειδητοποιήσω οτι η "Μεγάλη Χίμαιρα" του Καραγάτση δεν είναι μια συνηθισμένη αναφορά της ζωής μιας ξένης στην Ελλάδα, μα είναι ένα λεπτομερές γυναικείο ψυχογράφημα, εμπλουτισμένο με μυθολογικά στοιχεία γι αυτό και πλήρες, υπερπλήρες... Είναι το δεύτερο μέρος της αινιγματικής τριλογίας του συγγραφέα "Εγκλιματισμοί κάτω απο το Φόβο", "Λιάπκιν" και βεβαίως "Γιουνγκερμαν", όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι ο ξένος, ο ξένος που αποτυγχάνει να προσαρμοστεί απόλυτα στη νέα πατρίδα και ζει την ήττα του, απολαμβάνοντας την ταυτόχρονα, κάτω από τον ελληνικό ήλιο.

Μια κοπέλα η Μαρίνα Μπαρέ, αφοσιώνεται με πάθος στις ελληνιστικές της σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ρουέν, μετά το μεγάλο ψυχικό σοκ του ξεπεσμού της οικογένειάς της. Ο στρατιωτικός πατέρας πεθαίνει σε κάποιο αφρικανικό στρατόπεδο και η μητέρα για να μπορέσει να ζήσει ικανοποιητικά, μετατρέπει το αρχοντικό τους σε πολυτελή οίκο ανοχής.  Η κοπέλα βιώνει τις παιδικές της μέρες και νύχτες, με δραματικό τρόπο, γι αυτό και οι σχέσεις που κάνει με άνδρες καθώς μεγαλώνει, έχουν τα στοιχεία που "εισέπραξε" απο την κρεβατοκάμαρη της μητέρας της.  Η μοίρα όμως, την φέρνει να συναντηθεί με τον Γιάννη, έναν Έλληνα ναυτικό, ο οποίος καταφέρνει να γεννήσει μέσα της τον έρωτα και το πάθος. Του παραδίνεται αμαχητί, και τον ακολουθεί στην Σύρο, ενώνοντας την ζωή της με εκείνον, και την οικογένειά του. Μαζί τους μία χήρα παραδοσιακή ελληνίδα μητέρα και ένας καλά σπουδαγμένος, βαθιά καλλιεργημένος αδερφός. 

Ζώντας πια στην κλειστή κοινωνία της Σύρου, η Μαρίνα ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο, ιδιαίτερο και αντιθετικό, ερχόμενη σε ρήξη με ό,τι γνώριζε από τη χώρα της στο βορρά. Αφού περάσουν έξι χρόνια και γεννηθεί ένα κοριτσάκι, κάποιο περίεργο παιχνίδι του πεπρωμένου, θα αναγκάσει τον Γιάννη να μπαρκάρει στα καράβια για να καλύψει οικονομικές ζημιές, αφήνοντας μόνη την Μαρίνα, η οποία δεν αντέχει την απουσία συναισθημάτων και ανασύρει απο μέσα της τον παλιό της, νεανικό εαυτό. Την ίδια νύχτα που θα πέσει στην αγκαλιά κάποιου άγνωστου, θα αρρωστήσει βαριά το παιδί της, σαν τιμωρία για την ασυδοσία της, ενώ λίγο αργότερα, τη στιγμή που το μυστικό και ύπουλο πάθος της για το αδελφό του άνδρα της του Μηνά, θα βρει αντίκρισμα, η μικρή Άννα θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Αυτή θα είναι η αρχή, ενός προδιαγεγραμμένου από το μύθο, τραγικού τέλους.

Η θεατρική απόδοση της Μεγάλης Χίμαιρας απο τον Δ.Τάρλοου στο Θέατρο ΠΟΡΕΙΑ  είναι πολύ προσεγμένη δουλειά με εξαιρετικές ερμηνείες, υπέροχη μουσική, σκηνικά, σκηνοθεσία.   Δεν είναι τυχαίο που η παράσταση έχει τόσο κόσμο κάθε βράδυ.

Ο θεατής της παράστασης βλέπει μπροστά του σχεδόν τις δυο τραγικές ηρωίδες του Ευριπίδη,τη Φαίδρα,που τυφλωμένη από πόθο για τον Ιππόλυτο τον εκδικείται και τον καταστρέφει, τιμωρώντας στη συνέχεια και τον εαυτό της.  Βλέπει και την Μήδεια που σκορπά την καταστροφή οργισμένη για την ερωτική προδοσία, δολοφονώντας ακόμα και τα παιδιά της λίγο πριν διαφύγει κυνηγημένη πάνω στο άρμα του ήλιου.  Η Φαίδρα είναι παρούσα ως προς τον ψυχισμό, την τελική τιμωρία ή κάθαρση, μα και τις επιπτώσεις του ανεξέλεγκτου πάθους της.

Έτσι τιμωρεί και η Μαρίνα τον εαυτό της, αφού αναζητεί το πάθος και την περιπέτεια, προδίδει την συμβατική συζυγική ζωή που η ίδια είχε επιλέξει και δίνεται σε δύο εραστές, με προδιαγεγραμμένη πορεία  προς το καταστροφικό τέλος.  Η συνταύτιση με τη Μαντάμ Μποβαρύ γίνεται πιο αισθητή, όταν η Μαρίνα, έχοντας ήδη εντοπίσει τα σημάδια αποτυχίας του εγκλιματισμού στην Ελλάδα, στρέφεται μετά από χρόνια θαυμασμού του ελληνικού πνεύματος, ξανά στους κλασικούς της πατρίδας της και ανακαλύπτει ξανά γραφές όπως του Φλωμπέρ. Οδηγείται στο αδιέξοδο μέσα από το μαρτυρικό μονοπάτι της υπέρβασης και η καλά κρυμμένη ύβρις, περιμένει χαιρέκακα τη στιγμή της εξωτερίκευσής της. 

"Μα τί άνθρωπος είστε; Μα τί άνθρωποι είστε;" ρωτά με πραγματική απορία η Αλεξάνδρα Αϊδίνη -υποδυόμενη τη Μαρίνα Μπαρέ- την πεθερά της,  την οποία υποδύεται με όση έμφαση χρειάζεται η ελληνίδα μάνα, η Σοφία Σεϊρλή.  Στο ερώτημα αυτό, κατα τη γνώμη μου, κλείνεται και κρύβεται και όλο το νόημα της ιστορίας του Καραγάτση, που τόσο πολύ εμπνευσμένα δίνεται απο τους συντελεστές της παράστασης....