Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Ο Αδελφός μου ο Αμαντέους. Μια εξομολόγηση

Σωστά σκέφθηκε η Νανέρλ, αδελφή του Βολφγκανγ Αμαντεους Μότσαρτ, ότι ο μικρός της αδελφός ήρθε στη ζωή, από «έναν κόσμο με ανθρώπους ανώτερους, ανθρώπους που είναι κάτι παραπάνω από άνθρωποι». Μα και όσοι από εμάς, αξιωθήκαμε να μοιραστούμε την εμπειρία της εξομολόγησης της από τη σκηνή της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής, αιστανθήκαμε πολύ τυχεροί γι αυτό το μοναδικό βίωμα.
Το συγκλονιστικό κείμενο του Μηνά Βιντιάδη εισχώρησε στο αίμα μου καταιγιστικά, σαν να κατεβαίνει γοργά από έναν ορό, σταγόνα-σταγόνα από το πρώτο λεπτό της παράστασης. Κείμενο τυχερό. Έπεσε στα χέρια της Βάνας Πεφάνη που το απογείωσε με την ευρηματικότητά της, κι ύστερα της αειθαλούς Πέμης Ζούνη στο ρόλο της Νανερλ που μας μάγεψε με την εκφραστικότητά της, την καταλυτική ερμηνεία της, την ικανότητά της να μας βάλει για τα καλά μέσα στην ευαίσθητη, την τρυφερή, την οργισμένη προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεση της Άννας Μαρίας Μότσαρτ. Μιας γυναίκας που έζησε τη ζωή την οποία όριζε η εποχή της, μιας γυναίκας που μιλάει στο σήμερα. Στο κέντρο της αφήγησής της, ανθίζει η σύντομη ζωή του Βόλφγκανγκ Αμαντεους Μότσαρτ, με τρόπο ποιητικό, μέσα από το ομιχλώδες και σκοτεινό τοπίο του 18ου αιώνα. Εποχή δύσκολη για γυναίκες με δεξιότητες, με θέλω, με κλίσεις και ταλέντα. Το 1760 η Νανέρλ ήταν η διάνοια της οικογένειας Μότσαρτ, ήταν το παιδί θαύμα που έπαιζε τσέμπαλο κι έκανε συνθέσεις από την προσχολική ηλικία. Όταν ήταν τεσσάρων ετών γεννήθηκε ο αδελφός της, ο οποίος κι έγινε ο πρώτος της μαθητής. Οι πρώτοι τους διάλογοι δεν ήταν για παραμύθια, αλλά για ήρωες με μορφή τενόρου, σοπράνο που τραγουδούν άριες, ορχήστρες και συμφωνίες που περιγράφουν τη φύση, τον καιρό και τη ζωή. Ο μικρός έμαθε μουσική πάνω στις δικές της παρτιτούρες. Η νεαρή Νανερλ θεωρήθηκε μια από τις καλύτερες πιανίστριες της Ευρώπης. Μεγαλώνοντας, γύρισαν μαζί όλη την Ευρώπη, επισκέφθηκαν 88 πόλεις μέσα σε μια περίοδο τριών ετών, ως παιδιά θαύματα του αυστηρού μουσικού Λεοπολντ Μότσαρτ.
Για την Νανέρλ αυτά τα χρόνια ήταν ο ορισμός της ευτυχίας. Μα δεν διήρκεσαν για πολύ. Μετά τα 18 της χρόνια, η οικογένειά της και το περιβάλλον της εποχής όρισαν και την υπόλοιπη ζωή της. Τα ήθη της εποχής ήθελαν τη γυναίκα σύζυγο και μητέρα. Γυναίκα-συνθέτης ήταν κάτι πολύ έξω από τις κοινωνικές συνθήκες. Ο αυστηρός πατέρας της την άφησε πλέον έξω από τις εξελίξεις, ενώ ο Βολφγκαγκ εξακολουθούσε να γράφει μουσική και να ταξιδεύει. Η αδελφή του περιορίσθηκε στις οικιακές εργασίες και σε μερικές ώρες μαθημάτων μουσικής με μικρούς μαθητές. Ζούσε πλέον μέσα από αυτά που ο μικρός της αδελφός μπορούσε να της μεταφέρει στις επιστολές τους. Αντάλλασαν απόψεις, ιδέες για έργα, συμφωνίες και λιμπρέτα, εκείνη τον συμβούλευε και τον διόρθωνε κι εκείνος γινόταν ολοένα και καλύτερος. «Το παράθυρό μου στον κόσμο, ήταν τα γράμματα του αδελφού μου, οι μουσικές του. Σε κάθε νότα ανακάλυπτα μια μυρωδιά, μια γεύση, μια γλώσσα, μια γη από άλλες πατρίδες και μπορούσα, αν μου ζητιόταν, να περιγράψω με ακρίβεια τις ζωές που δεν έζησα», εξομολογείται. Ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό ταλέντο, ισάξιο ίσως του Αμαντέους, είχε περάσει στο περιθώριο. Μια αξιόλογη γυναίκα είχε θυσιαστεί στο βωμό των κοινωνικών επιταγών και είχε καταδικασθεί να ζήσει μια ζωή που δεν ήθελε. Της είχαν κόψει τα φτερά. Η οικογένειά της της αρνήθηκε ακόμα και να παντρευτεί εκείνον που είχε ερωτευθεί. Η υπέροχη Νανέρλ που κάποτε οραματιζόταν όπερες, έζησε όλη της τη ζωή παρακολουθώντας την πορεία του μικρού αδελφού της με αγάπη, θαυμασμό, λατρεία αλλά ταυτόχρονα και ζήλεια. «Ήμουν τυχερή που ήμουν αδελφή του Μότσαρτ. Ο μόνος άνθρωπος που ήταν κοντά του όλα τα χρόνια της σύντομης ζωής του. Ήμουν τυχερή που ήξερα μουσική, που καταλάβαινα πώς σκεφτόταν, πώς προχωρούσε προς την κορυφή. Ή μήπως ήμουν ένας τραγικά άτυχος άνθρωπος?» αναρωτιέται επι σκηνής.
«Για μένα η σύνθεση είναι απαγορευμένη. Δεν υπάρχει τίποτα για εμάς τις γυναίκες. Άντρες ιππότες, άντρες συνθέτες, άντρες πιανίστες. Ο πατέρας κι ο Αμαντέους οργώνουν την Ευρώπη κι εγώ καθαρίζω πατάτες και γυαλίζω ασημικά. Γράφω κρυφά μουσική και τη στέλνω στον αδελφό μου. Τι θα γινόμουν άραγε αν δεν είχε γεννηθεί ποτέ ο Βόλφι? Πού θα έφτανα?» «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ» είναι η σπαρακτική κραυγή μιας γυναίκας με σπάνιο ταλέντο, καταδικασμένης στην απομόνωση. «Πρόσφατα εξειδικευμένοι γραφολόγοι επιβεβαίωσαν την συμμετοχή μου στην καταγραφή της πρώτης συμφωνίας του Μότσαρτ. Ή μήπως ήταν δικιά μου συμφωνία?» αναρωτιέται. Πάνω στη σκηνή υπάρχουν τρία πρόσωπα και τέσσερεις χαρακτήρες. Ο εξαιρετικός πιανίστας Διονύσης Μαλλούχος (δάσκαλος μουσικής), ο μαθητής του στην σημερινή εποχή, ο ταλαντούχος νεαρός ηθοποιός Φοίβος-Ελιο Μπέικο (που είναι και ο νεαρός Μότσαρτ) καθώς και η μοναδική Πέμη Ζούνη (Νανέρλ) που αν κι έχει ζήσει τον 18ο αιώνα, συνομιλεί, ως πνεύμα στην αρχή και στο τέλος της παράστασης με τον σημερινό μαθητή του ωδείου καταφέροντας να μας μεταφέρει στην σύγχρονη εποχή. Ειδωμένο σε άχρονη εποχή, το έργο περιγράφει την αιωνιότητα της μουσικής, δημιουργεί μια ποιητική ατμόσφαιρα, κάπου-κάπου παιχνιδιάρικη κι αστεία, κάπου-κάπου σκοτεινή και αυστηρή, μα σίγουρα απολαυστική και συγκινητική. Είναι μια συγκλονιστική ιστορία άγνωστη στο ευρύ κοινό, μια ιστορία για τις επιθυμίες που μένουν απραγματοποίητες, για τις αδελφικές σχέσεις, για τη θέση της γυναίκας, για το «ταλέντο» και την τύχη του, για τον έρωτα και τελικά για τη μοναξιά. Μαίρη Σάββα

Γίνεται η μία, καθρέφτης της άλλης

«Θα έλεγα ψέμματα εάν ισχυριζόμουν ότι η δυστυχία της μητέρας μου δεν μου έχει προσφέρει ποτέ ευχαρίστηση». Αυτή η συνταρακτική φράση με την οποία ξεκινάει το βιβλίο της Αvni Doshi δίνει τον τόνο στην σπαρακτική ιστορία που έχει τίτλο «Καμένη Ζάχαρη».
Το μυθιστορηματικά πολύ έντονο βιβλίο, χωρίς ωστόσο να γίνεται μελό, είναι η χαίνουσα πληγή της κόρης που χτυπάει τη μάνα εκεί που πονάει περισσότερο, στη γυναικεία της υπόσταση. Η μάνα γίνεται το σπίτι από το οποίο η κόρη φεύγει, γιατί δεν υπάρχει τίποτε γνώριμο πια εκεί. Όλα είναι σκοτεινά και ο αναγνώστης συνειδητοποιεί οτι τίποτε δεν είναι χειρότερο, από την ποινή της γνώσης της ίδιας μας της κατάρρευσης. Η Τάρα και η Αντάρα είναι μάνα και κόρη, στην εύπορη κοινωνία της Ινδίας. Δυο γυναίκες με διαφορετικές ζωές, με διαφορετικά θέλω, με άλλους στόχους με άλλες ιδέες, μα τόσο ίδιες στο βάθος και στην ουσία τους. Δεν είναι τυχαία ούτε καν η λεπτομέρεια ότι το ένα όνομα περικλείεται μέσα στο άλλο. 

 Η Τάρα θυμάται το παρελθόν με συγκεκριμένο τρόπο. Η Αντάρα το θυμάται εντελώς διαφορετικά. Η καθεμιά έχει τραύματα που της προξένησε η άλλη. Η καθεμιά φροντίζει τις πληγές της με την ζηλόφθονη απόλαυση ενός εραστή. Η Τάρα ήταν ατίθεση στα νιάτα της. Προκάλεσε ιδιαιτέρως τους εύπορους γονείς της όταν εγκατέλειψε έναν γάμο χωρίς έρωτα για να πάει σε ένα άσραμ και να ζήσει για λίγο σαν ζητιάνα. Ύστερα κυνήγησε έναν ατημέλητο και άστεγο «καλλιτέχνη» σέρνοντας από κοντά το μωρό της. Το κείμενο αναφέρεται στη μνήμη και στην διαχείρηση της μνήμης, ως στοιχείο της ταυτότητας, του εγκλωβισμού και της προσπάθειας να απελευθερωθεί όταν πλέον η Τάρα ξεχνάει πράγματα, μπερδεύει τους μισθούς της υπηρέτριάς της και αφήνει όλη νύχτα το γκάζι αναμμένο. Η Αντάρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την υποχρέωση να φροντίσει μια γυναίκαι που ποτέ της δεν την φρόντισε. Ένα βιβλίο για τη μνήμη και τον μύθο, για το πώς οι ιστορίες που λες στον εαυτό σου γίνονται με τον καιρό πιο αληθινές από το ίδιο το πρόσωπό σου που αλλάζει στον καθρέφτη. Διερευνά τη ζήλια,την εμμονή, την προδοσία, την αγάπη ανάμεσα σε μάνα και κόρη με πνεύμα καυστικό και θέτει ερωτήματα για το πόσα πραγματικά γνωρίζουμε για τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους και κατ’ επέκταση για τον ίδιο μας τον εαυτό. 


Η Αντάρα αποφασίζει να βρει τον πατέρα της για να τον ενημερώσει για την κατάσταση της μητέρας της. Οι περιγραφές της για το σπίτι του, την καινούργια του οικογένεια, σύζυγο και παιδί, τα αντικείμενα του σαλονιού τους, τα σχέδιά τους για το μέλλον, ο τρόπος που ανοίγει τον φάκελο με τις εξετάσεις της Τάρα, είναι καταιγιστικά λεπτομερειακές και αναδεικνύουν τις διαφορές στην αντίδραση του ανδρικού φύλου, στο άκουσμα της είδησης. Η Αντάρα καταβυθίζεται στον εαυτό της, πάει μπρος-πίσω, μερικές φορές κάνει ακόμη πιο πίσω παίρνει φόρα και κινείται με ταχύτητα ακατάστατα και ίσως αλοπρόσαλλα. 

Όπως και η μάνα της χρησιμοποιεί τις αισθήσεις της για να θυμάται. Αναδύεται περίτρανα το πώς εγκλωβίζονται οι γυναίκες σε μια φυλακή της κοινωνίας, πώς βιώνουν ένα σύμπαν συγκλονιστικά κλειστό, ακόμα και στην περίπτωση που δεν γεννιούνται στη φτώχεια και την ανέχεια. Τι να είναι όλο αυτό αν όχι ένας ύμνος στο τι είναι η γυναικεία ταυτότητα πέρα από τη μητρότητα και πέρα από αυτό που σκέφτονται οι άνδρες. Γι αυτούς είναι ένας διπλά άγνωστος πλανήτης.

Οι περιγραφές για τη Νάνι, τη γιαγιά της , οι λεπτομέρειες, οι εικόνες, τα ινσταντανέ, είναι τα οικοδομικά υλικά που κάνουν ακόμα πιο στέρεο το γυναικείο χαρακτήρα. Τον ένα και μοναδικό γυναικείο χαρακτήρα της ιστορίας. Μοιάζουν οι τρεις τους, η μητέρα, η γιαγιά και η Αντάρα, αν εξαιρέσει κανείς τις διαφορές που έχει χαράξει ο χρόνος. Οι άλλες διαφοροποιήσεις είναι διακριτικές: Η Νάνι έχει χοντρούς αστραγάλους και τα μαλλιά της είναι λεία πάνω στο κεφάλι της, με τη χωρίστρα να γυαλίζει σαν λιπαρός παραπόταμος. Λέει ότι μεγάλωσε ανασαίνοντας τον αέρα του Γκάντι και δεν έμαθε ποτέ καλά αγγλικά όπως οι νεότερες γενιές. Η Τάρα έχει ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και βγάζει ένα σωρό μαύρες τρίχες σαν σπόρους μουστάρδας πίσω από τις γάμπες της. Η επανάστασή της ήταν να απαρνηθεί την οικογένεια και την αριστοκρατεία, για να μένει σε ένα άσραμ για χάρη ενός έρωτα. 

Η Αντάρα, η πιο μελαχροινή έχει μπούκλες που λασκάρουν μόνο όταν είναι βρεγμένες. Γνωρίζει ότι η μητέρα της έχει δείξει ότι δεν ήθελε ποτέ ένα παιδί και ότι έζησε όλη τη ζωή της χωρίς να σκέφτεται τν επίδραση που είχε στην κόρη της η δική της ζωή. Η Νάνι θεωρεί ότι είναι φυσιολογικό που η κόρη της τώρα ξεχνάει. Όλοι ξεχαχιάρηδες ήταν, απαντάει χωρίς να το παιδεύει περισσότερο. Όμως η Αντάρα το γνωρίζει στην εποχή της. Γνωρίζει ότι η κακή επικοινωνία προέρχεται από τη λανθασμένη βεβαιότητα. Προβληματίζεται, αν λέει όλη την αλήθεια, ή αν έδωσε σε κάτι ένα νόημα που δεν υπήρξε ποτέ, ή ίσως εν με δύο-τρεις κουβέντες κι ένα νεύμα, έκανε τη μητέρα της πιο άρρωστη από όσο πραγματικά είναι. Προσπαθεί να της εξηγήσει πώς είναι η εικόνα της αμυλοειδικής πλάκας, τι σημαίνει να δημιουργείς με το μυαλό σου μια πραγματικότητα αφαιρώντας κομμάτια ζωής…

Το τέλος είναι ένας κύκλος, ένας κύκλος κλειστός και σοφός, που τελειώνει σε ένα σημείο και αμέσως πυροδοτεί την αρχή. Το μοτίβο συνεχίζεται και η κόρη της κόρης, γίνεται ο καθρέφτης της μάνας της. Η κάθε μια από τις γυναίκες λειτουργεί ως καθρέφτης της άλλης. Ο καθρέφτης αυτός τονίζει τα λάθη, ενισχύει τις απώλειες της ζωής, πολλαπλασιάζει τον πόνο, παραμορφώνει τις αρχές ανάλογα με την εποχή… Το βιβλίο της Avni Doshi με τίτλο ΚΑΜΕΝΗ ΖΑΧΑΡΗ, έχει κερδίσει το Βραβείο Sushila Devi Award 2021, ήταν υποψήφιο για το Man Booker 2020 και το Women’s Prize for Fiction 2021. Εχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες και στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΛΕΔΑΡΙΘΜΟΣ σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ. 

Μαίρη Σάββα