Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Las putas al poder

Ισοπεδωτικό, συντριπτικό, σκληρό, συναισθηματικά ανυπέρβλητο, όπως και η οικονομική κρίση που έλιωσε τους πολίτες της Αργεντινής, είναι το "ΜΑΠΟΥΤΣΕ" του Caryl Ferey.   Όσο κι αν ο γραφιάς φοβάται τα επίθετα, στην περίπτωση αυτής της ιστορίας, δεν μπορεί, παρά να τα χρησιμοποιήσει, για να την περιγράψει.

Ο αναγνώστης του ΜΑΠΟΥΤΣΕ αναμετριέται με ένα τέρας, ένα τέρας που θέλει να καταβροχθίσει τον άνθρωπο, τις ιδέες του, τη  ζωή του, την οικογένειά του.  Ένα τέρας τρομακτικό σε όγκο, που δεν διστάζει να πολτοποιήσει όποιον μπορεί να του σταθεί εμπόδιο, όποιον θέλει να αντιδράσει.  

Είναι άραγε το ίδιο τέρας που ωθεί αυτή την εποχή σε αυτοκτονίες πολλούς Έλληνες; Ίσως.  Η διαφορά είναι η χούντα η στρατιωτική απο τη μία πλευρά, και οι δυνατότητες της Αργεντινής να έχει παραγωγή, απο την άλλη.  Τα υπόλοιπα στοιχεία δεν είναι διαφορές.  Είναι ομοιότητες.  Το ανακαλύπτει ο αναγνώστης σε κάθε βήμα του. Και τρομάζει.

Η χούντα με τις ρίζες της στο κράτος παντού βαθειά, καταφέρνει να καλύπτει τις πληγές και τα τραύματα.... Κι ενώ το καθεστώς αλλάζει, τα σκεπασμένα κρίμματα σωπαίνουν, τα δάκρυα είναι βουβά...

Κι εκείνοι που θέλουν να ανασκάψουν το χώμα, να ανακαλύψουν τί κρύβεται απο κάτω, αυτοί που αναζητούν χρόνια τώρα τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τύχες και ζωές που αγνοούνται, συγκεντρώνονται κάθε μέρα, ίδια ώρα, στην ίδια πλατεία, γύρω απο τον ίδιο οβελίσκο και ειρηνικά υπενθυμίζουν σε όλους οτι τα αγαπημένα τους πρόσωπα δεν επέστρεψαν, ακόμα.... Γνωστές στη Χιλή και την Αργεντινή ως "Γιαγιάδες",   Las Abuelas, είναι οι μητέρες, οι φίλες τους και οι γιαγιάδες όσων δεν επέστρεψαν και δεν έδωσαν ποτέ ως τώρα σημάδια ζωής.  

Η έρευνά τους -υποβοηθούμενη κάθε φορά απο μια διεθνή οργάνωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κάποιον δημοσιογράφο, ντέτεκτιβ και προσωπικά ενδιαφερόμενο- κατάφερε να διεισδύσει στα κρατικά έγγραφα, τα θεσμικά όργανα, πίσω στο χρόνο και πολλές φορές απέδωσε τα αναμενόμενα: ονόματα εξαφανισμένων, πώς και πότε βασανίστηκαν, ονόματα βασανιστών που ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, τόπους ομαδικής ταφής, μυστικά υπόγεια φρικτών βασανιστηρίων, ακρωτηριασμούς ανθρώπων, παράνομες υιοθεσίες παιδιών, ψεύτικά πιστοποιητικά θανάτων και γεννήσεων, φόνους των βιολογικών τους γονιών και τόσα άλλα....


Φυσικά ο πόλεμος κατά των φτωχών δεν ήταν καινούργιος επι Συνταγματαρχών στην Αργεντινή.  Η χούντα είχε μειώσει τους μισθούς των λαϊκών στρωμάτων κατά το ήμισυ, είχε καταργήσει τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη, αύξησε την τιμή των ζώων εφτά φορές πάνω για να ικανοποιήσει τα συμφεροντα της ισχυρής Sociedad rural (Συνεταιρισμός των μεγάλων γαιοκτημόνων) ενώ ολόκληρες γειτονιές στερούνταν ακόμη και το νερό ή το ηλεκτρικό και τότε επανεμφανίστηκαν αρρώστιες που είχαν ξεχαστεί όπως η θερινή διάρροια, ή η λύσσα σε περιοχές του Μπουένος Αιρες, πηγαίνοντας το κράτος πενηντα χρόνια πίσω....

Δεν μπορεί ο έλληνας αναγνώστης να μην κάνει αναγκαστικά παραλληλισμούς.  Σού έρχεται στο μυαλό ακόμα και αυτός ο πρόσφατος "θρίαμβος" του συστήματος των πελατειακών σχέσεων, ΝΑΙ αυτών των σχέσεων που όλοι τους "κατακρίνουν" αν αναλογιστείς τον πρόσφατο αγώνα των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου να "σώσουν" την εκλογική τους πελατεία  απο τη φοροκαταιγίδα στην ελληνική επαρχία.  

Η ανισότητα απέναντι στο νόμο, αυτή η θεσμοθετημένη δυνατότητα της εξαίρεσης, έρχεται να επιβεβαιώσει και να επαναλάβει πτυχές της ιστορίες σε άλλη στιγμή, σε άλλο τόπο.  Μα η εξουσία είναι ίδια παντού.  Και ο στόχος της ίδιος.  Θέλει να επιβληθεί. 

Το ΜΑΠΟΥΤΣΕ έχει βραβευτεί με το Βραβείο Landerneau Polar  2012, το Βραβείο του καλύτερου αστυνομικού της χρονιάς 2012 της σύνταξης του περιοδικού Lire, καθώς και το Βραβείο  των αναγνωστών Goutte de sang d'encre στη Βιέννη το 2012. 

Ομως δεν πρόκειται για ένα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό πολιτικό θρίλερ, βασισμένο στην ιστορία ενός τόπου που βασανίστηκε πολύ. Μαπούτσε ήταν μια φυλή Ινδιάνων που μάλλον δεν υπάρχει πια. Σφαγιάσθηκαν κατά τον 19ο αιώνα.  ΜΑΠΟΥ σημαίνει γη και ΤΣΕ σημαίνει άνθρωποι...

Ο τιτλος του άρθρου είναι δανεισμένος απο τις σημειώσεις του Συγγραφέα. (Las putas al poder! Sus hujos ya estan en el)



Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ενας Πουπουλένιος σε μια δικτατορία


"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος φτιαγμένος απο πούπουλα. Ήταν μαλακός και φουσκωτός  σαν μαξιλάρι.  Όταν συναντούσε κάποιον που ήταν πολύ λυπημένος, που ήταν σχεδόν απελπισμένος λόγω της φρικτής και δύσκολης ζωής που έκανε, ο Πουπουλένιος τον βοηθούσε να βάλει τέλος....Τον πλησίαζε, τον αγκάλιαζε τρυφερά και του έλεγε: Περίμενε μια στιγμή. Και ο χρόνος σταματούσε".  Το σκοτεινό αυτό παραμύθι, προβληματίζει βαθειά και όπως αποδεικνύεται, δεν είναι για όλους, τελικά...
Δεν είναι η πρώτη φορά που το έργο αυτό,  μεταφέρεται σε θεατρική σκηνή της Αθήνας. Ο Martin McDonagh  είναι ένας παραμυθάς. Επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης κινηματογράφου, ιρλανδικής καταγωγής, θεωρείται ένα από τα πιο πολύπλευρα ταλέντα της Μεγάλης Βρετανίας.   

Το έργο (The Pillowman) έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 2003 στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρου του Λονδίνου και πανελλήνια πρεμιέρα το 2005 στον Εξώστη του θέατρου Αμόρε. Οπουδήποτε ανέβηκε διεθνώς σημείωσε πολύ μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Την καρέκλα του σκηνοθέτη μοιράζεται με την καρέκλα του πρωταγωνιστή στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών, φέτος, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και μαζί του εξαιρετικές οι ερμηνείες του Ν.Κουρή, Γ.Πυρπασόπουλου, Οδ.Παπασπηλιόπουλου. 
Δεν είδα ούτε ένα άδειο κάθισμα στο θέατρο!  Δυο μόνο καθίσματα απελευθερώθηκαν στο πρώτο εικοσάλεπτο, όταν ένα ζευγάρι ανακάλυψε οτι δεν επρόκειτο για την λαμπερή παράσταση που περίμενε οτι θα δει, αλλά για μια σκοτεινή, επώδυνη ιστορία.... Και κάτι ακόμη αξιοσημείωτο: είδα ενισχυμένο -σε αριθμό- ανδρικό πληθυσμό, πράγμα που δεν συναντάς συχνά, χρόνια τώρα στα ελληνικά θέατρα....

Περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο έργο του McDonagh,  "Ο πουπουλένιος" καταφέρνει να ισορροπήσει με απόλυτη ακρίβεια ανάμεσα στον κωμικό παραλογισμό και τη γνήσια κλασική τραγωδία. Το έργο καθηλώνει με τη λάμψη και τον ίλιγγο των λέξεών του, με τις εικόνες και τη ζωντάνια που αυτές οι λέξεις μεταφέρουν. Ο ΜακΝτόνα γνωρίζει πολύ καλά την πίσω πλευρά του ανθρώπινου εγκεφάλου που λαχταρά να ακούει τις λέξεις "μια φορά κι έναν καιρό". Και παρόλο που το "ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα" είναι άπιαστο -στο έργο, στην αληθινή ζωή, στην αναζήτηση του απόλυτου νοήματος-, ο συγγραφέας γνωρίζει ότι η φαντασία και η στιγμή της έκπληξης, που σε κάνουν να κρατάς την ανάσα σου, σε ανταμείβουν.

Ο συγγραφέας έχει απόλυτη γνώση της ανάγκης του ανθρώπου να πει και να ακούσει ιστορίες για να αισθανθεί κοντά σε κάποιον, να πιαστεί από κάτι που έχει αρχή, μέση και τέλος για να καταφέρει να αντιμετωπίσει το χάος της πραγματικότητας. Ο Πουπουλένιος είναι ένα άγριο και τρομακτικό παραμύθι όπως όλα τα παραδοσιακά παραμύθια και όπως και αυτά   δ ε ν   απευθύνεται βεβαίως σε παιδιά.

Το έργο επικεντρώνεται στα γραπτά του Χατούριαν, ενός συγγραφέα ο οποίος «ανακρίνεται από ένα δικτατορικό καθεστώς για το μακάβριο περιεχόμενο των διηγημάτων του και τις ομοιότητες που έχουν με έναν αριθμό παιδικών φόνων που γίνονται στην πόλη του». Η βία, σωματική και ψυχική, και οι καταπιεστικοί μηχανισμοί από το κλασικό ζευγάρι του καλού-κακού μπάτσου δίνουν τον τόνο σε μια σκοτεινή σκηνή που φωτίζεται από τις ανατροπές παράδοξων ιστοριών και κωμικών παρεξηγήσεων.   Η παράσταση είναι γεμάτη απο αφηγήσεις σκοτεινών, αιματηρών και φρικτών ιστοριών...

Στο τέλος της πράξης, ο κόσμος του φανταστικού και του πραγματικού ταυτίζονται, όταν μαθαίνουμε ότι τα σκοτωμένα παιδιά των ιστοριών αντιστοιχούν σε αληθινά παιδιά των οποίων η τύχη αγνοείται. Δεν είναι το πρώτο έργο του  McDonagh  που ασχολείται με το θέμα της ακραίας, ενδοοικογενειακής, άρρωστης  βίας.
Ο συγγραφέας του Pillowman απέρριψε νωρίς την παραδοσιακή εκπαίδευση, εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 του και άρχισε να γράφει. Αρχικά έγραψε 22 έργα για το ραδιόφωνο (απορρίφθηκαν όλα από το BBC) και αρκετά σενάρια. Γνώρισε όμως την επιτυχία μόνον όταν στράφηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Έγινε γνωστός σε ηλικία 25 χρόνων με το έργο "Η βασίλισσα ομορφιάς του Λινέιν" (1996). Το έργο, που κέρδισε τέσσερα βραβεία Τόνι, παρουσιάστηκε σε μια εποχή που κυριαρχούσε το λεγόμενο In-Yer-Face Theatre, ένα είδος που ερευνά τη σύγχρονη ζωή με επιθετικό, βίαιο και ασυμβίβαστο τρόπο. Ο McDonagh  συγκρίθηκε με συγγραφείς όπως η Σάρα Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, των οποίων τα έργα προκάλεσαν ιδιαίτερες αντιδράσεις στο κοινό.




Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Εγκλωβισμός και Απελευθέρωση

Σε μια εποχή που η απογοήτευση είναι το κυρίαρχο συναίσθημα, σε μια ώρα που η τραγωδία κορυφώνεται με τον άνθρωπο να φτωχαίνει ολοένα και περισσότερο, υλικά και πνευματικά, κάποιοι αναλαμβάνουν το ρόλο του από μηχανής θεού. 

Είναι αυτοί που προσπαθούν να αφυπνίσουν τους γύρω τους, αυτοί που επιχειρούν να τους «στήσουν όρθιους» και να τους κάνουν να αναρωτηθούν το γιατί και το πώς. Αυτό επιχειρεί να κάνει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, o ποιητής, ο αμφισβητίας με το βιβλίο του ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ. 

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ κάνει αυτό που πρέπει να κάνει ένα ασανσέρ. Πρώτα σε εγκλωβίζει. Καλώς ή κακώς πρέπει να περάσεις μέσα στον κλωβό λίγα δευτερόλεπτα, στην καλύτερη περίπτωση, ή λίγα λεπτά, στην χειρότερη περίπτωση. Στην περίπτωση μας εδώ, όμως, ο εγκλωβισμός του ήρωα μέσα στον κλωβό, συμβαίνει για ολόκληρα εικοσιτετράωρα, ώστε να μπορέσει ο συγγραφέας να μας δώσει όλη την τραγικότητα της κατάστασης ακόμα πιο εύγλωττα.
Για τους μυημένους στη γραφή του, εγκλωβισμός μπορεί να σημαίνει μηδενισμό της σκέψης, τερματισμό, αρχή μιας νέας αναζήτησης και εσωτερικού διαλόγου. Πάντως αξίζει να σημειώσουμε ότι όσο κι αν διαρκεί ο εγκλωβισμός, δεν αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση. Δεν είναι καθεστώς. 

Είναι μία κατάσταση από την οποία ο ήρωας θα βγει τελικά, και θα βγει κερδισμένος, γιατί θα έχει ζυμωθεί με τη ζωή, θα έχει καταλάβει ένα μέρος της, θα έχει αρμέξει τις εμπειρίες της και θα έχει βγει σοφότερος. Με το ΑΣΑΝΣΕΡ ο συγγραφέας θέλει να τον τραβήξει τον αναγνώστη προς τα επάνω και να τον σηκώσει ψηλά. Αναρωτιέμαι: Μήπως τον καλεί να συμμετάσχει σε έναν ξεσηκωμό; 

Σίγουρα πάντως τον τοποθετεί σε μία θέση, από την οποία αυτός προσπαθεί να εξορθολογήσει το γιατί και το πώς βρέθηκε σε δεινή κατάσταση. Στον εγκλωβισμό που περιγράφει με τον μοναδικό του τρόπο, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, υπάρχει ένας σπόρος ελπίδας παρά τη ζοφερότητα της στιγμής. Είναι ο σπόρος που θα ανθίσει αργότερα, για να γίνει η συνείδηση της ελευθερίας, η χαρά της ανύψωσης ως τα ψηλά πατώματα του νου. 

O συγγραφέας εγκλωβίζει τον αναγνώστη για να τον απελευθερώσει στο τέλος, να τον εξαγνίσει, να τον βάλει στη θέση που του ανήκει, ψηλά. Γιαυτό και τον περνάει από διαδρομές και δοκιμασίες. Μια από αυτές είναι η κατάληψη. Κατάληψη του χώρου και του χρόνου, Κατάληψη που γίνεται εκούσια, με απόλυτη συνείδηση της πράξης αυτής, του παράνομου χαρακτήρα της, μα και της ανατροπής που περικλείει ο κίνδυνος. 

Οι ήρωες του Δημήτρη Ιατρόπουλου θέλουν να ξεφύγουν από τη σκληρή φτώχεια, την ανημπόρια και την αδυσώπητη μοίρα τους και ενώ είναι άνθρωποι ήρεμοι και απλοί, τολμούν την Κατάληψη για να ξεφύγουν από τα δεινά. Γνωρίζουν το αξιόποινο της πράξης τους, έχουν απόλυτη συνείδηση μα χρειάζονται κάποιον να τους πείσει να μην βλέπουν τους κινδύνους, να τους τονίσει τα θετικά, να τους βοηθήσει να δούν την καλή πλευρά της ζωής. Όταν Αυτός εμφανίζεται αν και δειλιάζουν, πείθονται κι Εκείνος είναι δίπλα τους όσο διάστημα τον χρειάζονται. Το ίδιο κάνει και με τη Μύηση σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο Δημήτρης Ιατρόπουλος. Τοποθετεί τον μύστη για όσο διάστημα χρειάζεται δίπλα στον άνθρωπο. Τον αφαιρεί, τον παίρνει από δίπλα του όταν ο άνθρωπος πλέον δεν τον χρειάζεται και μπορεί να κάνει τα βήματα μόνος του. 

Με μαεστρία, όπως ακριβώς κάνει και με τις λέξεις, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος χρησιμοποιεί τους συμβολισμούς, όπως γίνεται και στα παραμύθια. Ένα μεγάλο καταπράσινο Δάσος στην άκρη της πόλης, με δέντρα θεόρατα, πυκνούς θάμνους, μανιτάρια, αιχμηρούς βράχους, αλλά και αόρατες διαβολικές υπάρξεις, και τέρατα που στέκουν απέναντι ή ζουν μέσα μας, συμμετέχουν σε μια επανάσταση και ταυτόχρονα σε μια δίκη με Κατηγορούμενο και Δικαστή. Το ΑΣΑΝΣΕΡ είναι μια αφορμή για Σκέψη, είναι σαν ένα παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, σαν ένα παιδί που γεννιέται με τη ζωή που του δίνει η μάνα που αφήνει μαζί του την τελευταία της πνοή. 

Η Ζωή και ο Θάνατος εναλλάσσονται, όπως εναλλάσσεται ο πεζός λόγος με την Ποίηση, στο κείμενο του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Η διαδρομή είναι μεγάλη. Επίπονη κι ενδιαφέρουσα. Και μετά από πολλά στάδια έρχεται η αναχώρηση. Η αναχώρηση την οποία ο Ιατρόπουλος την ταιριάζει με ένα άμορφο αλά όμορφο όνειρο. Μια μετενσάρκωση πνεύματος και ύλης. Ο συγγραφέας την παρομοιάζει με μια εσωτερική έκρηξη, δίχως θόρυβο και χωρίς εκρηκτικά υλικά. Αυτή η τροχιά είναι που οδηγεί στην ταύτιση, κι ύστερα σιγά – σιγά σταδιακά στην απελευθέρωση …..

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ούφ! κριτική απο παντού

Είναι κάποιες ιστορίες που δεν σου κάθονται καλά, δεν είναι πιστευτές. Όμως όταν μια ιστορία την αφηγείται κάποιος με τρόπο ιδιαίτερο, και κλείνει μέσα της ένα δυνατό μήνυμα, γίνεται συναρπαστική, όπως εκείνες οι ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα που επιστρέφει ξανά και ξανά στα λόγια των αφηγητών και μπαινοβγαίνει στα παραμύθια της Μέσης Ανατολής, αλλοτε ως ένας τρελλός, άλλοτε ως ένας σοφός άνθρωπος. Με πολύ απλό τρόπο, ο Χότζα, μας λέει πάντα τα πιο σοφά πράγματα. Βρίσκεται κι εκείνος στη δύσκολη θέση να δέχεται συνέχεια έντονη κριτική απο όλους. Τί να κάνει; Πώς να το αντιμετωπίσει;
Κυκλοφόρησε απο την Odile Weulersse με τη μαγευτική εικονογράφηση της Rebecca Dautremer μια ιστορία όπου ο Νασρεντίν είναι ένα νεαρό αγόρι που θέλει να έχει τους πάντες ευχαριστημένους, όμως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο. Ισως είναι κι αδύνατο. Μια μέρα περπατούν με τον πατέρα του στο παζάρι, ο πατέρας πάνω στο γάιδαρο, ο Νασρεντίν πεζός, ή ανάποδα, ή και οι δυο μαζί επάνω στο γάιδαρο. Όπως και να περπατούν βρίσκεται κάποιος να σχολιάσει. Κάποιος που επικρίνει. Στη μια περίπτωση οτι ο Νασρεντίν άφησε το γέροντα πατέρα του να περπατά για να πηγαίνει ξεκούραστος, στην άλλη περίπτωση, οτι ο πατέρας παραγέρασε και δεν μπορεί πια να κυκλοφορήσει και ο γιος τον σέρνει στο παζάρι, στην τρίτη περίπτωση οτι αυτοί οι δυο θα το πεθάνουν το ζωντανό αφού δεν μπορεί να τους σηκώνει αγόγγυστα και τους δύο!
Με ατάραχη ευγένεια, αντιμετωπίζει τα σχόλια ο πατέρας του, ο Μουσταφά. Ωστόσο ο Νασρεντίν πάντοτε αναζητά τρόπους για να αμυνθεί, να αποφύγει την κριτική των άλλων. Η στωικότητα του πατέρα του τον κάνει σιγά σιγά σοφό. Τελικά το αγορι συνειδητοποιεί οτι δεν μπορεί να τους ευχαριστήσει όλους. "Είναι στο χέρι σου να αποφασίσεις εάν αυτό που ακούς έχει μέσα του μια σοφία, ή είναι μόνον μια ανόητη και παρατήρηση που απλώς σε πληγώνει ανεπανόρθωτα" καταλήγει.