Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Ενας Ρωμαίος και μιά Ιουλιέτα

 Σε πείσμα ενός δυσοίωνου και βουτηγμένου στη διαφθορά τοπίου σε μια πόλη που δεν είναι η Βερόνα, ανθίζει ένας έρωτας.

Κόντρα στους καιρούς της ακολασίας, του εκφυλισμού και της αποχαύνωσης, δυο άνθρωποι που καμία άλλη ελπίδα να ζήσουν όμορφα δεν έχουν, ερωτεύονται. 

Ερωτεύονται παράφορα σαν να επιλέγουν να οδεύσουν ως το θάνατο μαζί, να εγκαταλείψουν τα πάντα, αφού κανένας δεν έχει συναισθήματα γύρω τους, κανένας δεν αγαπά τον άλλον, η επιθυμία αφορά μόνον τα ακραία όργια, τους παγανιστικούς χορούς, την ξέφρενη λαγνεία, τους διεφθαρμένους χαρακτήρες και την ακαριαία βίαιη απόλαυση.



Οι οικογένειες των δύο νέων πορεύονται με βάση έριδες του παρελθόντος οι οποίες αναδύονται με κάθε ευκαιρία, σε κάθε στιγμή του χρόνου ή των χρόνων που περνούν, γιατί είναι σαν τραύματα βαθιά, σαν γρατζουνιές που αφόρμισαν με τις δεκαετίες κι έγιναν πληγές αιώνιες και μολυσμένες. Γι’ αυτό δεν έχουν το δικαίωμα ν ’αγαπήσουν, ο ένας τον άλλο. Γι’ αυτό έρωτας μεταξύ τους, ίσον θάνατος.

Η κοινωνία είναι ήδη νεκρή. Τί έχουν να χάσουν δυο νέοι που αποφασίζουν να επαναστατήσουν ερωτευόμενοι ο ένας τον άλλον? Μάλλον τίποτε, και το γνωρίζουν καλά. Ίσως να σκέφτηκαν ότι δυο άλλοι νέοι που βρέθηκαν στη θέση τους πριν από 425 χρόνια, πήγαν κόντρα στο ρεύμα επιμένοντας στον έρωτά τους. Κι έμειναν αιώνιοι.  Μόνο που εκείνοι ήταν ρομαντικοί.

Ωστόσο, πώς να παραμείνει κανείς ρομαντικός, ενώ ζει μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό και σκοτεινό πλαίσιο?  Μέσα στη διαφθορά, τη σήψη, την αλαζονεία και βίαια απόλαυση, πώς μια κοπέλα που υφίσταται κακοποίηση και βία, μπορεί να αισθανθεί ότι μοιάζει με την ακραιφνώς ρομαντική Ιουλιέτα? Μόνον επειδή ο γεννήτοράς της λέγεται Καπουλέτος? Μόνον επειδή ο εκλεκτός της καρδιάς της λέγεται Ρωμαίος?

Ασφαλώς η κοπέλα ασφυκτιά κάτω από συνθήκες τρομακτικής κοινωνικής καταπίεσης.  Δεν είναι η Ιουλιέτα της Βερόνας και φυσικά δεν μας έπεισε γι’ αυτό. Ζει μέσα σε μια σάπια κοινωνία, μια χυδαία κατάσταση την οποία ο θεατής απορρίπτει και αποστρέφεται. Οπότε το να σκεφθεί η ίδια πως είναι η Ιουλιέτα -γιατί αυτόν τον τρόπο βρήκε για να επαναστατήσει- είναι κάπως ιαματικό για όλους. Είναι η διέξοδος που βρίσκει προκειμένου να αμυνθεί σε όλο αυτό… Για την κατασκευασμένη ιστορία, για την πρωταγωνίστρια, για τους συντελεστές, για τον θεατή, για όλους το εύρημα, είναι μια ανακούφιση. Είναι όμως και μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση βολική που βάζει σε θέση να σκεφθείς τον έρωτα, τη διαφυγή, τη διέξοδο.

Το τέχνασμα της μεταφοράς μιας κλασσικής ιστορίας σε σύγχρονο πλαίσιο δεν είναι καινούργιο. Έχει παρατηρηθεί ότι το να ντύνεις με σύγχρονα κοστούμια σε ήρωες μιας κλασσικής τραγωδίας και να τους τοποθετείς σε ένα σύγχρονο αφαιρετικό σκηνικό, δεν αποτελεί πάντοτε την πιο κατάλληλη και ασφαλή συνταγή.  Μετά από αρκετές παραστάσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη συνταγή τα τελευταία χρόνια, έγινε «κοινό μυστικό» ότι δεν είναι πάντοτε πειστική «λύση» και δεν μεταφέρει πάντα στο κοινό σαφές μήνυμα. 

Ναι, η αδικία ίσχυε την εποχή των Καπουλέτων και των Μοντέγων, ναι, η αδικία ισχύει και σήμερα. Αυτό δεν κάνει αναγκαστικά το ένα πλαίσιο να εφαρμόζει μέσα στο άλλο με τρόπο απόλυτο και πειστικό.

Ο απαγορευμένος έρωτας στη Βερόνα του 1600, αυτός ο ύμνος στον έρωτα και το πάθος, είναι ένα έργο πολυπαιγμένο, το οποίο αποτέλεσε έμπνευση περίπου για 30 όπερες και για κάθε είδους μικρές και μεγάλες ιστορίες. Να θυμηθούμε τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, το «West Side Story» και τόσα άλλα κείμενα ποιητικά, φτιαγμένα από την ύλη που έχουν φτιαχτεί τα όνειρα.  Ένας αιώνιος έρωτας μπορεί να προσφέρει αιώνια έμπνευση, αλλά μπορεί να προσφέρει κι εύκολη πρόσβαση σε μια «δοκιμασμένη» ιστορία.  Παρά τις προσπάθειες των ηθοποιών, ο ρομαντισμός που παραμονεύει παντού στους σεξπηρικούς στίχους χάνεται και μια σειρά από εύηχες κρυστάλλινες λέξεις πέφτουν στο κενό και γίνονται κομμάτια. Άλλες σπάζουν με θόρυβο, άλλες πάλι σιωπηλά. Ένα σωρό άλλες λέξεις και λατρεμένοι στίχοι λείπουν και η απουσία τους είναι εκκωφαντική (βλ. «Λεπίδι τυχερό, εδώ είναι το θηκάρι σου» ατάκα στη σπαρακτική στιγμή της διπλής αυτοκτονίας)

Πώς να περιγράψεις ένα τέτοιο έρωτα, εάν μιλάς μόνον για το θάνατο? Πώς να τον περιγράψεις και να παρακινήσεις τον θεατή να τον νοιώσει αν δεν πλανηθείς χωρίς μαύρες σκέψεις στην αέναη και απροσάρμοστα πρόσκαιρη ευτυχία του? Πώς να γίνει αυτό χωρίς τις λέξεις εκείνες τις ονειρικές που τον ανεβάζουν στα ουράνια? Εντυπωσιάζοντας με μια ημίγυμνη εμφάνιση στο μπαλκόνι -αυτό το ίδιο μπαλκόνι που έχει εμπνεύσει λογοτέχνες και μουσικούς κι έχει αντέξει χρόνια τώρα στη θέση του επειδή σηκώνει το βάρος των δυο ερωτευμένων- ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί.



Στον Shakespeare o Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είχαν ένα ραντεβού θανάτου, αλλά εν αγνοία τους.  Ερωτεύθηκαν καταιγιστικά και αυτό ήταν το ταξίδι τους.  Όταν ήρθαν πιά αντιμέτωποι με το αδιέξοδο κατέληξαν σε αυτόν. Ο θάνατος δεν ήταν αρχικά ο στόχος τους.  Στην φετινή παράσταση που είδαμε στο Εθνικό Θέατρο ο θάνατος είναι επιλογή από την αρχή, ο θάνατος είναι ο στόχος και αυτό μόνον απαισιοδοξία και αδυναμία μπορεί να περιγράψει.



Μετά από όσα συνέβησαν με τη φήμη του τη χρονιά που μας πέρασε, μετά από τα συνεχή πλήγματα στον πολιτισμό και τους ανθρώπους του, το Εθνικό Θέατρο, βγήκε τραυματισμένο.  Οι θεατρόφιλοι ωστόσο φέτος γέμισαν τις αίθουσες. Ευτυχώς ο θεατής που αγαπάει τις σκηνές του Εθνικού, αποζημιώθηκε με άλλες παραγωγές.  Στέκεται με πνεύμα κριτικό, με πλάγιο χαμόγελο απέναντι στα δίκτυα της επικοινωνίας που διατυμπάνισαν ηχηρά ότι η σημερινή κοινωνική σήψη μπορεί να αντιπαραβληθεί με τις μανιώδεις έριδες δύο οικογενειών, όπως πείστηκαν οι ιθύνοντες στη λήψη των αποφάσεων ως προς την επιλογή των έργων, που εζήλωσαν την δόξα του τηλεοπτικού  «Σασμού».

απο την paramythou

 

 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Η "ανασχέσιμη" άνοδος του ναζισμού στον Μπρεχτ

 

«Η μάζα είναι ένα υπάκουο κοπάδι που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αφέντη. Είναι τόσο διψασμένη για υπακοή, που ενστικτωδώς υποτάσσεται». Δεν είναι η μόνη διαπίστωση του Sigmund Freud που έχει απόλυτη εφαρμογή στις μέρες μας.  Ούτε είναι τυχαίο, που το κοινό πλημμύρισε φέτος τις θεατρικές αίθουσες που παρουσίαζαν έργα σχετικά με το αυξανόμενο ρεύμα του απολυταρχισμού στις δυτικές κοινωνίες.  Ο κόσμος μας σήμερα ολοένα και στρέφεται σε νέους «αφέντες» και με το απελπισμένο βλέμμα του αναζητά την ελπίδα.

Ο άνθρωπος που περιγράφει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν πονάει απλά. Ουρλιάζει. Κραυγάζει και γελοιοποιεί, αφού πρώτα γελοιοποιείται ο ίδιος, προσκυνώντας τα ανδρείκελα που πριν από λίγο απέρριπτε.  Με το έργο του «Η Άνοδος του Αρτουρο Ούι», το οποίο έγραψε το 1941 εποχή που ο ναζισμός κυριαρχεί, ο Γερμανός «αιρετικός» συγγραφέας περιγράφει ένα εκρηκτικό πεδίο κοινωνικής κατάπτωσης, απόλυτης ανασφάλειας, διαφθοράς και στέρησης, όπου οι άνθρωποι διαγκωνίζονται για λίγα τρόφιμα τη στιγμή που στοίβες με ζαρζαβατικά στα μανάβικα σαπίζουν.  Οι παραγωγοί καταστρέφονται, η οικονομία ρημάζει, κάποιοι όμως κερδίζουν, είναι αξιοσέβαστοι, αγοράζουν εξοχικές επαύλεις. Το χρήμα είναι ακριβό και οι τσέπες τους γερά ραμμένες, ενώ η πόλη βιώνει τον πανικό της χρεωκοπίας.



Ο Μπρεχτ έχει επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία στο Σικάγο και την περιγράφει ως «ιστορική φάρσα», πιθανώς γιατί παραλληλίζει τις συγκρούσεις των γκάνγκστερ την εποχή του «Κραχ» στην Αμερική -όταν και ο ίδιος ήταν στις ΗΠΑ- με τα γεγονότα που οδήγησαν στην προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων στην Αυστρία.  Μια κοινωνία άστατη, ακραία ανασφαλής, ένας όχλος που αναγκαστικά ετοιμάζεται να στραφεί σε νέους ήρωες, είναι εύκολα χειραγωγήσιμος. Ο Μπρεχτ εξηγεί αβίαστα με την ιστορία του με ποιόν τρόπο προκύπτουν χιτλερίσκοι, γεννημένοι από τους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Αρτούρο Ούι, τον οποίο οι ευηπόληπτοι και οι μεγαλοπαράγοντες της κοινωνίας αγνοούσαν και απέρριπταν, γίνεται ο «προστάτης» τους.  Κάθεται στο σβέρκο τους κι επιβάλει το νόμο της ζούγκλας. Αυτοανακηρύσσεται εκπρόσωπος των ανυπεράσπιστων πολιτών, των πεινασμένων καλλιεργητών, σπεύδει να «συνεργασθεί», παρουσιαζόμενος ως η «μόνη λύση» που θα βγάλει τους αγρότες από το αδιέξοδο. 

Εκπληκτικά ευρηματικός ο Μπρεχτ δεν τοποθέτησε στη θέση του κεντρικού προϊόντος της αγοράς ένα άλλο προϊόν, φρούτο ή λαχανικό, την ντομάτα, το λάχανο, τις φράουλες, τα αγγουράκια, ή τις πατάτες, αλλά ένα προϊόν που προσομοιάζει απόλυτα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το μυαλό, που είναι και το κεντρικό ζητούμενο στην παραβολή που έγραψε. Σημειωτέο ότι η ιστορία είχε αρχικά τον τίτλο «Η ανασχέσιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι», θέλοντας να κλείσει μέσα του έναν  σπόρο ελπίδας (?) ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ίσως, εάν η συμπεριφορά των συνδικάτων και των μονοπωλίων της καπιταλιστικής αγοράς ήταν διαφορετική έναντι της ναζιστικής νοοτροπίας που απειλούσε να απλωθεί παντού. 

Όμως όχι. Στην καρδιά των πάντων βρίσκεται ο φόβος. Ο φόβος της φτώχειας και της καταπίεσης του πολίτη.  Μετά από αυτό, παίρνει σειρά ολόκληρη η πόλη, οι επιχειρήσεις, οι γειτονιές, οι θεσμοί, ο Τύπος.  Ο εκφοβισμός, οι εκβιασμοί, η απληστία, οι δωροδοκίες δικαστών, η βία, οι δολοφονίες.  Ο άλλοτε κραταιός κι αξιοσέβαστος δημοκρατικός γερο-Ντογκσμποροου, τον οποίο όλοι  στην πόλη αγαπούν και υπολογίζουν, γίνεται ο μηχανισμός ο οποίος χρησιμοποιείται για να εγκατασταθεί η εξουσία του Ούι. 


Γερο-Ντόγκσμποροου έχουμε γύρω μας πολλούς στην κοινωνία που ζούμε και στις μέρες μας δεν βρίσκονται πλέον καλά κρυμμένοι. Είναι η προσωποποίηση της πολιτικής εξουσίας που επιζητά τον προσωπικό της πλουτισμό και την ευημερία της.  Τον Ντογκσμποροου, τον σέβονται όλοι. Στα μάτια τους αρχικά, ο εξέχων αυτός συμπολίτης διαθέτει τη δύναμη να απομακρύνει τον Ούι όμως τον νοιάζει η προσωπική του ευμάρεια και η συσσώρευση δύναμης.  Όταν η  διαφθορά πλέον βασιλεύει, η κοινωνία αρχίζει μυρίζει σαπίλα και ο σεβάσμιος Ντόγκσμποροου (Γιάννης Αναστασάκης) υποκύπτει.  Δεν λέει και όχι στις υπηρεσίες του απεχθούς Αρτούρο Ούι (Γ.Χρυσοστόμου).  Μάλιστα «φροντίζει» να τον ευπρεπίσει, κατά τρόπον ώστε να γίνει «αισθητικά αποδεκτός», δηλαδή να μάθει να περπατά και να στέκεται σωστά, να απευθύνεται στο πλήθος με πειστικό τρόπο και φυσικά «να κερδίζει την προσοχή των μικρών ανθρώπων» όπως λέει, γιατί άλλωστε «γι αυτούς τα κάνει όλα».  Παρατηρούμε σταδιακά, εκείνο το ακατέργαστο, επιθετικό αλαζονικό τέρας του υποκόσμου -κατά τον ίδιο τον Μπρεχτ, ένα ανθρωπάκι που καμία σχέση δεν έχει με μεγάλο πολιτικό εγκληματία- να μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα ηγετικό, επιβλητικό που δημιουργεί έναν ασφυκτικό κόσμο πιστών γύρω του. Εξαπατά τα θύματά του, φτάνει να δολοφονήσει τον Εκδότη που απείλησε να δημοσιεύσει τις απάτες του, αλλά ακόμα κι έναν δικό του άνθρωπο, συνεργάτη του, που θεώρησε ότι δεν τον εξυπηρετεί πια.

Στις οδηγίες που αφήνει ο ίδιος ο Μπρεχτ για το ανέβασμα του έργου, κυριαρχεί η βασική «Υπόδειξη για την Παράσταση: Θα ήταν καλό… να αποφεύγεται η σκέτη παρωδία. Το κωμικό της υπόθεσης δεν πρέπει να εμφανίζεται δίχως το φρικιαστικό».

Το πέτυχε ακριβώς αυτό ο σκηνοθέτης Αρης Μπινιάρης στο Θέατρο ΑΡΚ. Δημιούργησε έναν κόσμο πολύ κοντά στο σήμερα, μέσα στον κόσμο του Μπρεχτ. Έναν κόσμο εμπνευσμένο, ένα ειρωνικό σχόλιο, ασφυκτικά σκοτεινό, ή ψυχρά φωτεινό (Κάλτσου) και πικρό, με έντονες γραμμές, με ρυθμό, σαν κόμικ. Οι κινήσεις των ηθοποιών μελετημένες, ενορχηστρωμένες (Χαρά Κότσαλη) εναρμονισμένες με στόχο να υπηρετούν αυτό το καταιγιστικό σύμπαν. Οι ήρωες, καρικατούρες του αιρετικού Μπρεχτ, εντάσσονται ακόμη και ενδυματολογικά (Π.Μέξης) στο απόλυτα αυστηρό  φρικιαστικό κωμικοτραγικό περιβάλλον.  Όπως το ζήτησε ο συγγραφέας ο Μπινιάρης δεν υποτίμησε το φρικιαστικό. Αντιθέτως, κατάφερε να μετατρέψει και τον θεατή μέρος της παράστασης.

Ο θεατής αναλαμβάνει ένα ρόλο, γίνεται το πλήθος. Έχει μπει στο σύμπαν αυτό οικειοθελώς, το επιζητά, μα όμως μέσα του το κατακρίνει. Ίσως να θέλει και να βγει από αυτό, μα όμως μένει, το στηρίζει και το υπονομεύει ταυτόχρονα.  Ο θεατής σχεδόν με το στόμα ανοιχτό, δεν μπορεί να αντιδράσει στον φρικιαστικό ρυθμό με τον οποίο απλώνεται το ναζιστικό μόρφωμα, στη διαρκή του αναμόρφωση, στην επιβλητικότητά του και ταυτόχρονα δεν αντιδρά βλέποντας  την αδυναμία όλων αυτών των «ισχυρών» με την κοινωνική «υπόληψη» που αίφνης έγιναν αδύναμοι και συνειδητοποίησαν ότι «δεν χρειαζόταν να αγοράσουν εκείνη την εξοχική έπαυλη» ούτε άλλα τέτοια…

Μαίρη Σάββα