Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

απο το αγαπημένο Fractal


Διήγημα Fractal: «Μοναξιά»


Tης Μαίρης Σάββα // *




Στο ίδιο παγκάκι καθόταν κάθε απόγευμα, πάνω κάτω την ίδια ώρα. Ήταν η ώρα της ημέρας που την μεταμόρφωνε, από μοναχική μεσήλικα, σε χαρούμενο μικρό παιδί. Ούτε τις κρύες μέρες του χειμώνα δεν το έβαζε κάτω. Φορούσε σκουφί και κασκόλ, κούμπωνε όλα τα κουμπιά μέχρι το λαιμό στο πανωφόρι της, και περπατούσε ως το παγκάκι της. Παρατηρούσε τους περαστικούς, χαιρετούσε με ευγένεια όσους της έκαναν την τιμή να της ρίξουν μια ματιά. Απέναντι στους κυρίους ήταν σοβαρή, κατέβαζε το βλέμμα στη γη. Στα παιδιά χαμογελούσε και γινόταν φιλική.
Ήταν η στιγμή, εκείνη η μαγική στιγμούλα του εικοσιτετραώρου που δεν αισθανόταν μόνη. Έλεγε μια λέξη παραπάνω απ όσες μπορούσε να ξεστομίσει όλο το υπόλοιπο της μέρας. Χαμογελούσε γιατί είχε λόγο να χαμογελά. Έβλεπε ανθρώπους γύρω της.
Η καθημερινότητά της ήταν στερημένη από πρόσωπα και εικόνες. Στο σπίτι της βασίλευε σιωπή. Τα μερόνυχτα ήταν ένας απέραντος ωκεανός μοναξιάς, κι εκείνη κολυμπούσε άοκνα σαν το ναυαγό που αναζητούσε στεριά. Κολυμπούσε, κολυμπούσε, μα η ελπίδα της δεν στέρευε. Μόνο όταν κουραζόταν πολύ, τις στιγμές που οι σκέψεις την έπαιρναν και την χτυπούσαν αλύπητα, τότε μόνον, αναλογιζόταν. Κι έρχονταν τότε -στις στιγμές της ανελέητης μοναξιάς- στα χείλη της μερικές λέξεις που έκρυβαν την προσωπική της οδύνη.
Λέξεις που την έβαζαν να αναμετρηθεί με το προσωπικό της αδιέξοδο. Λέξεις που εκτοξεύονταν σαν από σφεντόνα κι έρχονταν επιθετικά να σκίσουν το κρανίο της στα δύο, να το τραυματίσουν βαριά αλλά όχι θανάσιμα… Όχι θανάσιμα, έτσι ώστε να της δώσουν ξανά μετά την ευκαιρία να σκεφτεί, να ξανασκεφτεί, να κλάψει, να λυπηθεί κι εκεί μέσα στον οδυρμό της να ζητήσει εξιλέωση για όλα τα λάθη της ζωής της.
Έτσι κάνουν οι λέξεις όταν μεγαλώνεις. Άλλοτε καλοβολεύουν το χρόνο καλοπιάνοντάς τον με κόλπα πονηρά κι άλλοτε τον ξεμπροστιάζουν γιατί φεύγει ανεπιστρεπτί. Κι εκείνος κάθεται εκεί απέναντι. Σε κοιτά και λοιδορεί τις ρωγμές σου, τις απώλειες και τις συνεχείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στην τρέλα της νιότης και στο γήρας που πλησιάζει ακάθεκτο.
Δεν μπορούσε να διακρίνει, δεν ήξερε να απαντήσει εάν αυτή η μεσήλικη μοναξιά της χάριζε κάποιες στιγμές ευτυχίας ή όχι. Από τότε που την είχε εγκαταλείψει εκείνος, η ζωή της έγινε ένας καθημερινός αγώνας. Θυμάται το απροσδόκητο φευγιό του, τη θλίψη της, κι ύστερα τις δυνάμεις που ανακάλυψε που είχε μέσα της. Παρά τις δυσκολίες έμαθε να πορεύεται μόνη, δούλεψε σε διάφορες δουλειές, μεγάλωσε τα παιδιά της κι εκείνα τώρα ακολουθούν το δικό τους δρόμο.
«Είσαι ανεξάρτητη, δεν σε φοβάμαι εσένα» της έλεγαν οι γύρω της. Μάλλον είχαν δίκιο. Τελικά τα κατάφερε και ήταν ευχαριστημένη γι αυτό. Όμως τώρα; Τα παιδιά της ζούσαν πολύ μακριά για να ελπίζει ότι θα περάσουν να της χτυπήσουν την πόρτα. Μιλούσαν καμιά φορά στο τηλέφωνο και μια-δυο φορές το χρόνο της έκαναν επίσκεψη. Η ομορφιά και τα νιάτα της είχαν κάπου κρυφτεί βαθειά κάπου στο παρελθόν. Οι δυο-τρεις φίλες που ανταγωνιζόταν τον δυναμικό χαρακτήρα που είχε στα νιάτα της, είχαν εξαφανισθεί κι αυτές τα τελευταία χρόνια.
Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσαν στριμωγμένοι ένα τσούρμο ξένοι που όλοι μέρα έλειπαν και δεν τους συναντούσε ποτέ. Ώρες-ώρες αναλογιζόταν τι μπορεί να πέρασαν όλοι τούτοι για να καταφέρουν να φθάσουν στον διπλανό παράδεισο των τεσσάρων τοίχων.
Ο ζωντοχήρος που ζούσε στον κάτω όροφο πέθανε πέρυσι από εγκεφαλικό. Τα έλεγαν συχνά όταν διασταυρώνονταν στο διάδρομο ή στη σκάλα. Χάθηκε τώρα, κρίμα για τον άνθρωπο αλλά και για την καλημέρα που έμεινε βουβή, χωρίς ήχο. Η ηλικιωμένη που μένει στο ισόγειο βγαίνει σπάνια και δεν έχει όρεξη για κουβέντες. Ο θυρωρός παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του σε άλλη γειτονιά γιατί τα χρήματα των ενοίκων δεν έφταναν για να παίρνει κι αυτός κανένα ψίχουλο για τις ώρες που ξεροσταλιάζει στην είσοδο.
Είχε κάνει πολλά λάθη στη ζωή της, μα τούτη εδώ η μοναξιά δεν της άξιζε. Την έδερνε αλύπητα σαν ξεροβόρι. Ένοιωθε ξεχασμένη κι αναρωτιόταν ποια ήταν τελικά η αληθινή ζωή. Αυτή που ζούσε τώρα, ή η προηγούμενη; εκείνη η θεριεμένη ευτυχία της αυτονομίας που ακολούθησε την απρόσμενη εγκατάλειψη, εκείνη η καθημερινότητα η γεμάτη προσφορά, δράση και ανεκτίμητες στιγμές που πέρασαν; Άλλωστε και η εκτίμηση τώρα πλέον, μοιάζει κι αυτή με κάτι περαστικό… Σαν να μην εκτιμάται πια εκείνο το κάτι που παρήλθε…
Σκεφτόταν συχνά κι αναρωτιόταν πού έκανε το λάθος. Όμως πάντα το έλεγε και το πίστευε. Δεν μεγάλωσε τα παιδιά της για να την γηροκομήσουν. Της κακοφαινόταν βέβαια η απουσία τους, αλλά δεν θέλησε ποτέ να παραδεχθεί ότι χρειάζεται δεκανίκι για να συνεχίσει να ζει. Μπορούσε να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της με αξιοπρέπεια. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι η αξιοπρεπής μοναξιά της ήταν η καλύτερη παρέα. Η βαθειά της πεποίθηση ότι ήταν μεγάλη πια για έρωτες, ήταν δυναμικά παρούσα στη ζωή της. Όλα οδηγούσαν σε αυτό που τόσα χρόνια είχε μάθει καλά. Στην ψευδαίσθηση της προσωπικής ανεξαρτησίας και της αυτονομίας που όμως τώρα γινόταν τέρας, έτοιμο να την καταπιεί κι ας ήταν κάποτε μια αρχή για την πάλη της επιβίωσης. Θα είχε παλέψει εάν είχε μείνει εντελώς μόνη; Για ποιόν λόγο θα είχε να παλέψει; Και τώρα; Οι σκέψεις αυτές τριγύριζαν στο κεφάλι της.
«Ίσως δεν γεννιόμαστε μόνοι και δεν είμαστε ποτέ μόνοι» ψιθύρισε.
«Πώς είπατε;» μια φωνή δίπλα της στο παγκάκι έκοψε τη σιωπή. Κάποιος σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, είχε ακούσει τους ψιθύρους της.
«Τίποτε. Συγνώμη δεν είπα κάτι… Απλά σκεφτόμουν» έκανε εκείνη κάπως συνεσταλμένα κι έριξε το βλέμμα στη γη.
«Πάντως εγώ –εάν θέλετε τη γνώμη μου- πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι μόνος από τη στιγμή που γεννιέται, ως το τέλος» της απάντησε χωρίς να την κοιτά, ο κύριος που καθόταν δίπλα της στο παγκάκι. Φορούσε καπέλο και ένα φθαρμένο γκρι παλτό. Μιλούσε με τόνο ευγενικό, αλλά δεν την κοιτούσε. Είχε το βλέμμα του καρφωμένο ίσια απέναντι, στη λεωφόρο.
«Είναι ψέματα. Όταν γεννιέται ένα μωρό τόσοι άνθρωποι βρίσκονται γύρω του. Το βοηθάνε. Περιμένουν να αναπνεύσει, να κλάψει… Αυτό αποδεικνύει ότι δεν γεννιέται μόνος κανείς. Ούτε πορεύεται μόνος. Εγώ έχω γείτονες στο απέναντι διαμέρισμα. Είναι κάποιοι ξένοι που ήρθαν εδώ με ελπίδες για ένα νέο ξεκίνημα. Έχω και μια κυρία στο ισόγειο που έχει προβλήματα και δεν μιλά πολύ. Ποιος ξέρει με τι βασανίζεται. Θα ήθελα ίσως να το συζητήσω μαζί της, να το μοιραστούμε. Είχα κι έναν θυρωρό στην πολυκατοικία, αλλά είχε οικογένεια ο δόλιος και χρειαζόταν μια δουλειά για να θρέψει τα παιδιά του…»
Γύρισε πλάι της. Ο άνδρας με το καπέλο και το γκρι παλτό δεν ήταν πια εκεί. Δεν ήταν πια εκεί γιατί επέλεξε να είναι μόνος.



Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο. Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες. Για να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά. Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες. Για να μπορεί να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:
  • Η Άννα και οι Καλικάντζαροι (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • Ο Κόσμος Τρελάθηκε ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε? (εκδ.ΛΙΒΑΝΗ)
  • Το Μαξιλάρι της Γνώσης (Εκδ. ΕΠΙΝΟΙΑ)
  • Κολλημένος με την Οθόνη (εκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
  • Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή Πασά (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Δεν είμαι η Αδελφή μου (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Κόρη στο βυθό (υπό έκδοση ΜΙΝΩΑΣ)