

.... η μοναξιά είναι μεγάλη....
.... ο χρόνος μετράει διπλά και τριπλά....
....το βλέμμα λαχταράει να δει πιο πέρα. Μα δεν το αφήνουν.....
....ομως τα τειχη ειναι εκεί. Ορθώνονται μπροστά...
.....μέχρι η ανάγκη για ελευθερία και επικοινωνία να τα ξεπεράσει...
.... τίποτε πια δεν σταματάει το ρεύμα. Το σύμπαν έχει συνομωτήσει...
......Αισθάνεσαι μέσα σου ένα ηφαίστιο σε έκρηξη...
.....το αφήνεις να ξεσπάσει και να χύσει την καυτή λάβα του παντού....
....ο θόρυβος δεν ενοχλεί. Θέλεις να συνεχιστεί, να δυναμώσει, να κορυφωθεί, να τα διαλύσει όλα και τελικά να σε λυτρώσει......
......ΚΑΙ ΝΑ!!!!!
...Τίποτε δεν μπορεί να φέρει πίσω το ποτάμι. Εφυγε. Πήρε το δρόμο του...
Περίμενα με ανυπομονησία να βγει το καινούργιο της αγαπημένης φίλης, της Ιουστίνης. Και νάτο. Επίσημη τιμητική του η αποψινή, αφού παρουσιάζεται σε μια όμορφη γιορτή στο Κινγκ Τζορτζ απο την ίδια και τις εκδόσεις Ψυχογιός
Το «Για την αγάπη των άλλων», της Ιουστίνης Φραγκούλη- Aργύρη, γράφτηκε με αφορμή τη ζωή μιας υπαρκτής γυναίκας, στο πρόσφατο παρελθόν, μόλις μερικές δεκαετίες πίσω. Γυναίκες όπως η Τζανή, η κοπέλα από καλή οικογένεια, με μόρφωση και ξένες γλώσσες, που έρχεται να ζήσει με τον άντρα της στο άγονο και δαρμένο από τους ανέμους νησί της Νισύρου. Ο άντρας της άξιος τεχνίτης, μα κατώτερος της στη μόρφωση και την κοινωνική τάξη, ξενιτεύεται, ενάντια στη θέληση της , στην Αμερική πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσει να γίνει άξιος της και να της προσφέρει τη ζωή που της αξίζει.
Αντί όμως να της προσφέρει το όνειρο, την καταδικάζει σε μια ζωή χωρίς άντρα, να αφήσει τις λεπτεπίλεπτες ασχολίες που ήταν μέχρι τότε συνηθισμένη, το κέντημα, τον αργαλειό και τη ζωγραφική και να ζωστεί την αξίνα και τη τσάπα για να καλλιεργήσει τα άγονα κτήματα τους και να ζήσει τα τρία παιδιά της. Μεγαλώνει τα παιδιά της με την πίκρα στην καρδιά γιατί ο ξενιτεμένες άντρας της, ο Μπρούκλης όπως τον αποκαλούν οι συντοπίτες του, δεν της στέλνει ποτέ ένα γράμμα, δυο λόγια, να ξέρει πως είναι καλά, φοβάται να εκθέσει στα μορφωμένα μάτια της τη δική του αγραμματοσύνη. Της στέλνει μόνο κάθε τόσο ένα φάκελο με μια άγραφη κάρτα της Νέας Υόρκης και πράσινα δολάρια που αυτή κρύβει στο στρώμα ή τα κάνει λίρες και κοσμήματα για την προίκα της κόρης της και τις σπουδές των αγοριών της.
Η Τζανή βάζει όλες τις κάρτες του άντρα της στον καθρέφτη της σάλας και κρύβει την ντροπή και τον πόνο της περπατώντας σκυφτή με το μαντήλι σφιχτά δεμένο για να κρύβεται από τον κόσμο. Ντρέπεται την κακογλωσσιά και τα σχόλια που θέλουν τον άντρα της να την έχει ξεχάσει και να έχει ξαναπαντρευτεί. Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά μεγαλώνουν, η κόρη, η Μαργαρίτα (στη φωτο), προικισμένη με ευφυΐα και τη δυνατή θέληση της μάνας της σπουδάζει στη Ρόδο. Εκεί γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της. Όταν ο αγαπημένος της και ο αδερφός της φεύγουν από τα ιταλοκρατούμενα δωδεκάνησσα για την Ελλάδα για να σπουδάσουν και τους βρίσκει εκεί ο πόλεμος και η Κατοχή, η Μαργαρίτα, θα κάνει μεγάλες θυσίες: Ξεπουλάει κρυφά από τη μάνα της την προίκα της για να συντηρήσει τον αγαπημένο της.
Δε ζει παρά με την ελπίδα να τον δει να γυρίσει με το δίπλωμα και την άδεια του δικηγόρου και να παντρευτούν. Ο γάμος τους θα λύσει και τα χέρια του αδερφού της και της αγαπημένης φίλης της που δεν μπορούν να παντρευτούν όσο εκείνη είναι ανύπαντρη και κοντά σε αυτούς άλλοι νέοι και νέες περιμένουν και αυτοί τη σειρά τους.
Ο αγαπημένος όμως της Μαργαρίτας αποδεικνύεται λίγος. Όταν κάποτε έρχεται η πολυπόθητη λευτεριά και η Ένωση με την Ελλάδα και γυρίζουν στο νησί τα ξενιτεμένα παλικάρια, μόνο ο αδερφός της Μαργαρίτας θα γυρίσει, ο αγαπημένος της θα την προδώσει και θα της δώσει το μεγαλύτερο χτύπημα τη μέρα που περιμένει τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή της. Η προδοσία όμως του αγαπημένου της Μαργαρίτας, θα ενεργήσει σαν καταλύτης στις ζωές άλλων προκαλώντας αλυσσιδωτές αντιδράσεις.
Ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης μπορεί να παραξενευτεί, να θεωρήσει υπερβολικές τις αντιδράσεις. Θα εκπλαγεί γιατί δεν ξέρει, δεν έχει μάθει να υποτάσσει το εγώ του στους απαράβατους κανόνες της ηθικής και του δέοντος που ρύθμιζαν αιώνες τώρα τις ζωές των ανθρώπων στις μικρές κλειστές κοινωνίες, όπως το νησί της Μαργαρίτας. Ο άντρας δεν μπορεί ποτέ να παντρευτεί αν έχει αδερφή ανύπαντρη
Η Μαργαρίτα όμως, όπως και η μάνα της πριν από εκείνη και όλες οι γυναίκες της γενιάς της πριν από εκείνη τους ήξεραν και τους σέβονταν τους κανόνες αυτούς. Και η πληγωμένη Μαργαρίτα, θα θάψει τα όνειρά της, θα κάνει την καρδιά της κόμπο και θα θυσιάσει τον έρωτα που δε στάθηκε άξιός της για να ζήσουν οι άλλοι.
« Η ζωή είναι μεγαλύτερη από την αγάπη», έλεγε πάντα η μάνα της και η Μαργαρίτα αυτό θα αποδείξει με τη θυσία της. Η αγάπη των άλλων είναι ο οδηγός στις αποφάσεις της.Το βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη - Αργύρη , είναι ξεχωριστό. Είναι ένα βιβλίο με ουσιαστικό περιεχόμενο γιατί βασίζεται στις αλήθειες της ζωής...
Ο Τζον Κατσιματίδης, εξέχων μέλος της ελληνικής ομογένειας των ΗΠΑ, θα ζήσει πτυχές της ιστορίας της οικογένειας μέσα απο αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο. Καλοτάξιδο να είναι Ιουστινάκι! Εύχομαι να εμπνέεσαι παντα, για να μας μεταφέρεις όμορφες ιστορίες ζωής.
Μερικές φορές στη ζωή χρειάζεται να κάνουμε νέα άλματα, νέες αναζητήσεις που ξεκινάνε πάντα με το πρώτο μικρό βήμα. Συνήθως αμφιβάλλουμε, φοβόμαστε το άγνωστο, το τί θα συναντήσουμε, πως θα αντεπεξέλθουμε στις νέες συνθήκες και στο νέο περιβάλλον. Δηλαδή φοβόμαστε το ρίσκο και την αποτυχία....
Η αλήθεια είναι όμως, πως πρέπει να επιλέξουμε, και αν θέλετε: να "παίζουμε" αυτό το παιχνίδι. Μπορεί να χάσουμε, μπορεί να κερδίσουμε, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως θα μάθουμε, θα αναζητήσουμε, θα ψάξουμε και το μόνο σίγουρο είναι πως θα αποκομίσουμε την εμπειρία ότι προσπαθήσαμε, και δεν μείναμε μόνο στις σκέψεις του νου.
Πρέπει να επιλέξουμε, αν θα αναλωνόμαστε στα ίδια και στα ίδια ή εάν θα ανοιχτούμε και πάλι σε νέα ταξίδια. Η επιλογή είναι δική μας, όπως άλλωστε η απόφαση και το ταξίδι. Τα φτερά μας λοιπόν, είναι για να πετάμε και όχι για να φαντάζουν όμορφα πάνω μας ... ας τα ξεδιπλώσουμε και ας επιχειρήσουμε το ταξίδι...
Σε ένα μέρος του κόσμου σε κάποια στιγμή της ιστορίας, ζούσαν άνθρωποι που έφεραν φτερά στους ώμους, μικρά ή μεγάλα, όμορφα ή άσχημα, όμως σίγουρα είχαν φτερά. Ένα αγόρι αναρωτιόταν για τα φτερά του και όταν ήρθε η ώρα, του είπε ο πατέρας του:«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήσεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».Ο γιος αμφέβαλλε.«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατσουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος… Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχεις να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήσεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος. Μ’ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»
«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήσεις Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»