Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Τί γυρεύει ο Σκύλος; δεν είμαι η Μητέρα του!

Είχα διαβάσει πριν απο χρόνια τη "Μητέρα του Σκύλου" του Παύλου Μάτεσι, και δεν είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει το έργο αυτό στο θεατρικό σανίδι. Μα όμως τούτη τη φορά μου φάνηκε σαν ύμνος, σαν δέηση σε μνημόσυνο, μια πονεμένη αιματοβαμένη ιστορία, ειπωμένη στο διψασμένο για αλήθειες κοινό την πιο κατάλληλη, την πιο καίρια στιγμή ...

Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο τέτοιο πρόσωπο που να περιγράφει τόσο πιστά τη σημερινή Ελλάδα, αν και το έργο γράφτηκε το 1990.  Μια μισότρελη, που υπήρξε μεγάλη Φίρμα της αθηναϊκής επιθεώρησης -όπως λέει η ίδια η αφηγήτρια- η Ραραού, απο τις Επάλξεις της ελληνικής επαρχίας (όνομα συμβολικό που δόθηκε απο τον συγγραφέα)  είναι  το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας που μας αφηγείται τη ζωή της.  

Δεν είναι μόνο δικό της αυτό το παρελθόν.  Ανήκει στον καθένα απο τους θεατές του Σύγχρονου Θεάτρου που συνέπασχαν με τη Δήμητρα Χατούπη, το απόγευμα της Κυριακής, σε μια παράσταση που κανείς δεν πρέπει να αμελήσει να δει.   Ανήκει στον κάθε έλληνα, στην κάθε ελληνική οικογένεια που στερήθηκε τα πάντα προκειμένου να γράφεται με ασημένια γράμματα στα σχολικά βιβλία οτι βροντοφώναξε κάποτε ΟΧΙ, μαζεύει όμως συνεχώς τα βρώμικα κουρέλια της, μεταποιεί τη γαλανόλευκη σημαία και τη ράβει σωβρακάκια για τα ξεβράκωτα παιδιά της, στέκεται Προσοχή και σηκώνει όποια σημαία της επιβάλουν οι πάτρωνες, πηγαίνει με τους ισχυρούς ακόμα κι αν αυτό φέρνει αντιμέτωπο αδελφό με αδελφό, πέφτει στο κρεβάτι με τον καθένα που της ρίχνει στο τραπέζι μια κονσέρβα, διαπομπεύεται, χάνει τους αγαπημένους της στις εσχατιές και στα βουνά, αλλά επισήμως δεν τους ξεχνά και τους βαφτίζει ήρωες, και κάνει πως δεν ξέρει, οτι δήθεν αγνοεί, οτι αυτοί, το σκάνε για κάπου καλύτερα, όπου νά 'ναι, φτάνει να είναι μακριά, μακριά απο τη μιζέρια και την ανέχεια.


Εσκεμμένα δεν βάζω πολλές τελείες.  Ακατάσχετες είναι οι σκέψεις για τις ακατάσχετες πράξεις και εικόνες που ανήκουν στην ιστορία, μα επαναλαμβάνονται καθημερινά γύρω μας.

Με τη σκηνοθετική ματιά του Σταύρου Τσακίρη, ο θεατής μεταφέρεται στην εποχή της Κατοχής, τη μεταπολεμική Ελλάδα και στα γεγονότα που ακολούθησαν.  Μια ελληνίδα μάνα, προσπαθεί να αντιμετωπίσει την πείνα. Κάνει τα πάντα για να επιβιώσει εκείνη και τα παιδιά της.  Τα πάντα.  Η κόρη της δεμένη μαζί της σε ένα δεσμό που δεν λύνεται ποτέ, αποδέχεται κι εκείνη τη μοίρα και παίζει το παιχνίδι χωρίς να εναντιώνεται, χωρίς να αντιδρά. Έχει μια σχέση σχεδόν εξουσιαστική με τη μητέρα της, αλλά αυτό δεν δείχνει να την ενοχλεί.  Ενα έχει μόνο στη σκέψη της, να γίνει ηθοποιός. Έχει βάλει πλώρη για το σανίδι και ονειρεύεται, μόνο ονειρεύεται.  Και νομίζει η δύστυχη, οτι φορώντας ένα κραγιόν κόκκινο κι έχοντας "υψηλές γνωριμίες" θα το πετύχει.   

Σε κάθε ελληνική τραγωδία ελοχεύει η πελατειακή σχέση, πολύ περισσότερο δε στη μεταπολεμική περίοδο, έτσι και στο έργο αυτό του Παύλου Μάτεσι ο τοπικός "βουλευτής" παίζει σημαντικό ρόλο.   Ο βουλευτής Μανώλαρος με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ψήφων, γίνεται ακόμα και "προστάτης" της Ραραού (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ρουμπίνης Μέσκαρη) και της μητέρας της μετά την απελευθέρωση, όταν πλέον αυτές "βοηθούν" έναν ανάπηρο ο οποίος τις εκμεταλλεύεται για να επαιτεί.

Η Ραραού όμως έχει τραυματισθεί ψυχικά.  Οι εικόνες των βομβαρδισμών, των πεθαμένων, του φτωχικού τραπεζιού, της μάνας της που για να γλυτώσει τη διαπόμπευση προσπαθούσε να διαφύγει μαζί με άλλες πάνω σε ένα κάρο  κι εκείνη γαντζωμένη κι εξαντλημένη να φωνάζει σα να γαυγίζει, την έχουν σημαδέψει βαθειά. "Διώχτε το, Διώχτε το Σκυλί, πάρτε απο εδώ αυτό το Σκυλί που με πήρε απο κοντά, διώχτε -τι γυρεύει ο Σκύλος, δεν είμαι η Μητέρα του"... 

Το ψέμα και η αλήθεια εναλάσσονται στη ζωή της Ραραού, όπως εναλάσσεται η πρωτοπρόσωπη και η τριτοπρόσωπη αφήγηση στο κείμενο του Παύλου Μάτεσι. Η συνάντηση της Ρουμπίνης Μέσκαρη με το κοινό διαδραματίζεται σε ψυχιατρείο.  Γι αυτό και η αφήγησή της δεν φείδεται σκληρών λόγων και λεπτομερειών, μαζί με γέλιο και δάκρυ.  Γιατί η αλήθεια ξεχειλίζει κάποια στιγμή, άλλωστε ο ίδιος ο Μάτεσις είχε γράψει οτι ο λόγος υπηρετεί το έργο, τον μύθο.  Δεν είναι αυτοσκοπός και η καλλιλογία είναι περιττή και ενίοτε επιβλαβής.  

Η Δήμητρα Χατούπη φέρει το βάρος του έργου, με τη σκηνική της παρουσία κυριαρχεί και προβάλει την προσωπικότητα και τον πόνο της Ραραού με απόλυτο ρυθμό και με ένταση που μεταδίδεται στο θεατή και τον βάζει να συμμετέχει κι εκείνος στα δεινά της.  Χρειάζεται κάποιος χρόνος -διαφορετικός για τον καθένα- μετά την παράσταση, για την αποφόρτιση. Αν αυτό δεν είναι επιτυχία, τότε τί είναι;

 Σύγχρονο Θέατρο,
 Ευμολπιδών 45

Δεν υπάρχουν σχόλια: