Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Η "ανασχέσιμη" άνοδος του ναζισμού στον Μπρεχτ

 

«Η μάζα είναι ένα υπάκουο κοπάδι που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αφέντη. Είναι τόσο διψασμένη για υπακοή, που ενστικτωδώς υποτάσσεται». Δεν είναι η μόνη διαπίστωση του Sigmund Freud που έχει απόλυτη εφαρμογή στις μέρες μας.  Ούτε είναι τυχαίο, που το κοινό πλημμύρισε φέτος τις θεατρικές αίθουσες που παρουσίαζαν έργα σχετικά με το αυξανόμενο ρεύμα του απολυταρχισμού στις δυτικές κοινωνίες.  Ο κόσμος μας σήμερα ολοένα και στρέφεται σε νέους «αφέντες» και με το απελπισμένο βλέμμα του αναζητά την ελπίδα.

Ο άνθρωπος που περιγράφει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν πονάει απλά. Ουρλιάζει. Κραυγάζει και γελοιοποιεί, αφού πρώτα γελοιοποιείται ο ίδιος, προσκυνώντας τα ανδρείκελα που πριν από λίγο απέρριπτε.  Με το έργο του «Η Άνοδος του Αρτουρο Ούι», το οποίο έγραψε το 1941 εποχή που ο ναζισμός κυριαρχεί, ο Γερμανός «αιρετικός» συγγραφέας περιγράφει ένα εκρηκτικό πεδίο κοινωνικής κατάπτωσης, απόλυτης ανασφάλειας, διαφθοράς και στέρησης, όπου οι άνθρωποι διαγκωνίζονται για λίγα τρόφιμα τη στιγμή που στοίβες με ζαρζαβατικά στα μανάβικα σαπίζουν.  Οι παραγωγοί καταστρέφονται, η οικονομία ρημάζει, κάποιοι όμως κερδίζουν, είναι αξιοσέβαστοι, αγοράζουν εξοχικές επαύλεις. Το χρήμα είναι ακριβό και οι τσέπες τους γερά ραμμένες, ενώ η πόλη βιώνει τον πανικό της χρεωκοπίας.



Ο Μπρεχτ έχει επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία στο Σικάγο και την περιγράφει ως «ιστορική φάρσα», πιθανώς γιατί παραλληλίζει τις συγκρούσεις των γκάνγκστερ την εποχή του «Κραχ» στην Αμερική -όταν και ο ίδιος ήταν στις ΗΠΑ- με τα γεγονότα που οδήγησαν στην προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων στην Αυστρία.  Μια κοινωνία άστατη, ακραία ανασφαλής, ένας όχλος που αναγκαστικά ετοιμάζεται να στραφεί σε νέους ήρωες, είναι εύκολα χειραγωγήσιμος. Ο Μπρεχτ εξηγεί αβίαστα με την ιστορία του με ποιόν τρόπο προκύπτουν χιτλερίσκοι, γεννημένοι από τους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Αρτούρο Ούι, τον οποίο οι ευηπόληπτοι και οι μεγαλοπαράγοντες της κοινωνίας αγνοούσαν και απέρριπταν, γίνεται ο «προστάτης» τους.  Κάθεται στο σβέρκο τους κι επιβάλει το νόμο της ζούγκλας. Αυτοανακηρύσσεται εκπρόσωπος των ανυπεράσπιστων πολιτών, των πεινασμένων καλλιεργητών, σπεύδει να «συνεργασθεί», παρουσιαζόμενος ως η «μόνη λύση» που θα βγάλει τους αγρότες από το αδιέξοδο. 

Εκπληκτικά ευρηματικός ο Μπρεχτ δεν τοποθέτησε στη θέση του κεντρικού προϊόντος της αγοράς ένα άλλο προϊόν, φρούτο ή λαχανικό, την ντομάτα, το λάχανο, τις φράουλες, τα αγγουράκια, ή τις πατάτες, αλλά ένα προϊόν που προσομοιάζει απόλυτα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το μυαλό, που είναι και το κεντρικό ζητούμενο στην παραβολή που έγραψε. Σημειωτέο ότι η ιστορία είχε αρχικά τον τίτλο «Η ανασχέσιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι», θέλοντας να κλείσει μέσα του έναν  σπόρο ελπίδας (?) ότι όλο αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ίσως, εάν η συμπεριφορά των συνδικάτων και των μονοπωλίων της καπιταλιστικής αγοράς ήταν διαφορετική έναντι της ναζιστικής νοοτροπίας που απειλούσε να απλωθεί παντού. 

Όμως όχι. Στην καρδιά των πάντων βρίσκεται ο φόβος. Ο φόβος της φτώχειας και της καταπίεσης του πολίτη.  Μετά από αυτό, παίρνει σειρά ολόκληρη η πόλη, οι επιχειρήσεις, οι γειτονιές, οι θεσμοί, ο Τύπος.  Ο εκφοβισμός, οι εκβιασμοί, η απληστία, οι δωροδοκίες δικαστών, η βία, οι δολοφονίες.  Ο άλλοτε κραταιός κι αξιοσέβαστος δημοκρατικός γερο-Ντογκσμποροου, τον οποίο όλοι  στην πόλη αγαπούν και υπολογίζουν, γίνεται ο μηχανισμός ο οποίος χρησιμοποιείται για να εγκατασταθεί η εξουσία του Ούι. 


Γερο-Ντόγκσμποροου έχουμε γύρω μας πολλούς στην κοινωνία που ζούμε και στις μέρες μας δεν βρίσκονται πλέον καλά κρυμμένοι. Είναι η προσωποποίηση της πολιτικής εξουσίας που επιζητά τον προσωπικό της πλουτισμό και την ευημερία της.  Τον Ντογκσμποροου, τον σέβονται όλοι. Στα μάτια τους αρχικά, ο εξέχων αυτός συμπολίτης διαθέτει τη δύναμη να απομακρύνει τον Ούι όμως τον νοιάζει η προσωπική του ευμάρεια και η συσσώρευση δύναμης.  Όταν η  διαφθορά πλέον βασιλεύει, η κοινωνία αρχίζει μυρίζει σαπίλα και ο σεβάσμιος Ντόγκσμποροου (Γιάννης Αναστασάκης) υποκύπτει.  Δεν λέει και όχι στις υπηρεσίες του απεχθούς Αρτούρο Ούι (Γ.Χρυσοστόμου).  Μάλιστα «φροντίζει» να τον ευπρεπίσει, κατά τρόπον ώστε να γίνει «αισθητικά αποδεκτός», δηλαδή να μάθει να περπατά και να στέκεται σωστά, να απευθύνεται στο πλήθος με πειστικό τρόπο και φυσικά «να κερδίζει την προσοχή των μικρών ανθρώπων» όπως λέει, γιατί άλλωστε «γι αυτούς τα κάνει όλα».  Παρατηρούμε σταδιακά, εκείνο το ακατέργαστο, επιθετικό αλαζονικό τέρας του υποκόσμου -κατά τον ίδιο τον Μπρεχτ, ένα ανθρωπάκι που καμία σχέση δεν έχει με μεγάλο πολιτικό εγκληματία- να μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα ηγετικό, επιβλητικό που δημιουργεί έναν ασφυκτικό κόσμο πιστών γύρω του. Εξαπατά τα θύματά του, φτάνει να δολοφονήσει τον Εκδότη που απείλησε να δημοσιεύσει τις απάτες του, αλλά ακόμα κι έναν δικό του άνθρωπο, συνεργάτη του, που θεώρησε ότι δεν τον εξυπηρετεί πια.

Στις οδηγίες που αφήνει ο ίδιος ο Μπρεχτ για το ανέβασμα του έργου, κυριαρχεί η βασική «Υπόδειξη για την Παράσταση: Θα ήταν καλό… να αποφεύγεται η σκέτη παρωδία. Το κωμικό της υπόθεσης δεν πρέπει να εμφανίζεται δίχως το φρικιαστικό».

Το πέτυχε ακριβώς αυτό ο σκηνοθέτης Αρης Μπινιάρης στο Θέατρο ΑΡΚ. Δημιούργησε έναν κόσμο πολύ κοντά στο σήμερα, μέσα στον κόσμο του Μπρεχτ. Έναν κόσμο εμπνευσμένο, ένα ειρωνικό σχόλιο, ασφυκτικά σκοτεινό, ή ψυχρά φωτεινό (Κάλτσου) και πικρό, με έντονες γραμμές, με ρυθμό, σαν κόμικ. Οι κινήσεις των ηθοποιών μελετημένες, ενορχηστρωμένες (Χαρά Κότσαλη) εναρμονισμένες με στόχο να υπηρετούν αυτό το καταιγιστικό σύμπαν. Οι ήρωες, καρικατούρες του αιρετικού Μπρεχτ, εντάσσονται ακόμη και ενδυματολογικά (Π.Μέξης) στο απόλυτα αυστηρό  φρικιαστικό κωμικοτραγικό περιβάλλον.  Όπως το ζήτησε ο συγγραφέας ο Μπινιάρης δεν υποτίμησε το φρικιαστικό. Αντιθέτως, κατάφερε να μετατρέψει και τον θεατή μέρος της παράστασης.

Ο θεατής αναλαμβάνει ένα ρόλο, γίνεται το πλήθος. Έχει μπει στο σύμπαν αυτό οικειοθελώς, το επιζητά, μα όμως μέσα του το κατακρίνει. Ίσως να θέλει και να βγει από αυτό, μα όμως μένει, το στηρίζει και το υπονομεύει ταυτόχρονα.  Ο θεατής σχεδόν με το στόμα ανοιχτό, δεν μπορεί να αντιδράσει στον φρικιαστικό ρυθμό με τον οποίο απλώνεται το ναζιστικό μόρφωμα, στη διαρκή του αναμόρφωση, στην επιβλητικότητά του και ταυτόχρονα δεν αντιδρά βλέποντας  την αδυναμία όλων αυτών των «ισχυρών» με την κοινωνική «υπόληψη» που αίφνης έγιναν αδύναμοι και συνειδητοποίησαν ότι «δεν χρειαζόταν να αγοράσουν εκείνη την εξοχική έπαυλη» ούτε άλλα τέτοια…

Μαίρη Σάββα

Δεν υπάρχουν σχόλια: