Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

ένας φίλος


Σε πείσμα των στείρων και άσχημων καιρών, που μόνο φορομπηχτικές ιδέες κατεβάζουν, εγώ σας αφηγηθώ πώς γνώρισα τον φίλο μου το σκαντζόχοιρο.

Μια μέρα, αποφάσισα να βάψω το σπίτι μου. Κάποια στιγμή, κουράστηκα κι είπα να σταματήσω, να ξεκουραστώ. Βγήκα και κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι.
«Ωωωχχ…» έβγαλα μια κραυγή μόλις κάθισα και βρέθηκα πεσμένη στο χώμα.
Γυρίζω στο σκαμνί και τί να δω! Ένας σκαντζόχοιρος! «Τί θες εδώ;» του λέω ξαφνιασμένη.

’’Δεν φτάνει πού κάθισες επάνω μου, αγριεύεις κι από πάνω’’ απάντησε ό σκαντζόχοιρος. ’’Και τι θα πει τι θέλω; Βγήκα να βρω φαΐ για τα παιδιά μου και να κάνω καμιά βόλτα’’.
’’Με συγχωρείς, που κάθισα πάνω σου. πάμε μαζί βόλτα;’’
’’Και δεν πάμε’’, μου απαντά ό σκαντζόχοιρος.
Αφού κάναμε, λοιπόν, μια μικρή βόλτα, καθίσαμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο για να τον κεράσω κάτι. Εκεί, όμως, που ετοιμαστήκαμε να φάμε το γλυκό μας, να ‘σου ένας κύριος που με ρωτάει αν μπορεί να καθίσει μαζί μου γιατί δεν έχει άλλο άδειο τραπεζάκι, και πριν προλάβω να του πω ότι στην καρέ¬κλα ήταν ο σκαντζόχοιρος που δεν τον είχε δει, εκείνος κάθισε αμέσως και: ’’Ουάουου’’, άφησε μια κραυγή και πετάχτηκε. Πήρα τον φίλο μου τον σκαντζόχοιρο κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Πήγαμε σ’ ένα πάρκο που ήταν εκεί κοντά και καθίσαμε κι οι δυο σ’ ένα παγκάκι. Είμαστε πολύ στενοχωρημένοι μ’ αυτό πού έγινε και καθόμαστε σκεφτικοί. Κι εκεί πού καθόμαστε να ‘σου κι ένα παιδάκι πού κρατούσε ένα μπαλόνι, κι ερχόταν να κάτσει στο παγκάκι.

’’Πρόσεχε παιδί μου’’ του φωνάζω, ’’μην πλησιάσεις το σκαντζόχοιρο γιατί και το μπαλόνι σου θα σκάσει κι εσύ θα τρυπη¬θείς’’.

Γυρνάω να πω στο σκαντζόχοιρο να προσέχει, αλλά το παγκάκι ήταν άδειο. «Μπα! Πού να πήγε», λέω κι άρχισα να ψάχνω.
Κάποια στιγμή εκεί που έψαχνα, ακούω κλάματα. Κοιτάζω καλύτερα και βλέπω το φίλο μου το σκαντζόχοιρο να κλαίει. ’’Τι έχεις’’; τον ρωτάω.
’’Δεν μ’ αρέσει να κάνω τον κόσμο να πονάει. Τρύπησα εσένα, τρύπησα τον κύριο στο ζαχαροπλαστείο και πριν λίγο σ’ άκουσα να λες στο παιδάκι να προσέχει μην το τρυπήσω. Δεν αισθάνομαι καλά. Νομίζω πως πρέπει να πάω σε σκαντζοχοιροψυχαναλυτή. Νοιώθω τρομερές ενοχές γι’ αυτό που είμαι. Θέλω να φανώ χρήσιμος σε κάποιον άνθρωπο’’.

’’Ε, λοιπόν, πάμε στη θεια μου την Ελένη, τη μοδίστρα’’, του λέω «κι εκεί κάτι μπορεί να καταφέρεις’’.
Σε λίγο έφτασα στο σπίτι της θείας. ’’Κοίτα τι σου έφερα’’, της λέω, κι αφήνω το σκαντζόχοιρο στο τραπέζι.
’’Ά, τί ωραία’’, φώναξε εκείνη, ’’μαξιλαράκι για καρφίτσες’’. Και πριν προλάβω να της πω ότι δεν είναι μαξιλαράκι για καρφίτσες, αλλά της τον έφερα για μπιμπελό, εκείνη απλώνει το χέρι της στο σκαντζόχοιρο κρατώντας μια καρφίτσα, και του την μπήγει στην πλάτη. «Ωχ», βάζει μια φωνή ο σκαντζόχοιρος αυτή τη φορά. ’’Πάμε να φύγουμε από ‘δω. Είπαμε να φανώ χρήσιμος’’, μου λέει ό σκαντζόχοιρος, ’’αλλά όλα έχουν ένα όριο! Όχι κι έτσι! Με βρήκατε μικρό και με παιδεύετε’’!

Σε λίγο βρεθήκαμε καθιστοί στα σκαλάκια του σπιτιού της θείας. ’’Αχ, τί να κάνω τώρα; Θέλω μια φορά να κάνω κάτι για έναν άνθρωπο’’.

’’Έλα, του λέω χαμογελώντας. Θα πετάξουμε σε μια μακρινή χώρα στις Ινδίες, κι εκεί θα δεις ότι μπορείς να είσαι χρήσιμος. Έτσι θα σου φύγουν όλες οι ενοχές που τσίμπησες ανθρώπους, γιατί αν συνεχίσεις έτσι θα σου πέσουν όλα τα αγκάθια από την πλάτη σου και θα μείνεις… φαλακρός!’’
Όταν έφτασα στις Ινδίες με το σκαντζόχοιρο, και έψαξα να βρω κανέναν φακίρη, πράγμα εύκολο εκεί.
’’Σας παρακαλώ, κύριε φακίρη, του λέω, εσείς που έχετε μάθει να ξαπλώνετε σε κρεβάτια με καρφιά αντί για στρώμα, μήπως μπορείτε να κάνετε σκαμνάκι το φίλο μου τον σκαντζόχοιρο από ‘δω και να κάτσετε επάνω του;’’
’’Χα, χα, χα… Σκαμνάκι από σκαντζόχοιρο! Δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ αυτό», είπε, κι αμέσως κάθισε με όλο του το βάρος πάνω στον σκαντζόχοιρο. ’’Ααααχ… Τι ωραία!’’ Έκανε ο φακίρης, σαν να καθόταν πάνω σε μαξιλάρι από πούπουλα, κι ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του!

’’Είδες, ότι υπάρχουν άνθρωποι πού δεν τους πονάς και τους είσαι και χρήσιμος’’;
’’Θα μου τον αφήσετε για σκαμνάκι», με ρώτησε με λαχτάρα ο φακίρης.
’’Α, όχι’’, είπα εγώ, ’’τον περιμένουν η γυναίκα του και τα παιδάκια του’’. Κι ο φακίρης ανασηκώθηκε λυπημένος. Πήρα τον σκαντζόχοιρο και φύγαμε. Κι όταν γυρίσαμε πίσω, μου λέει: ’’Αχ είσαι μια αληθινή φίλη’’.
Κι από τότε, ο σκαντζόχοιρος κι εγώ γίναμε δύο καλοί φίλοι

4 σχόλια:

Ευρύνοος είπε...

Πολύ χαριτωμένη και τρυφερή ιστορία..

καλή σου μέρα..

Justine's Blog είπε...

Μαιράκι παραμυθωτό,
Τί όμορφα που περάσαμε στο σπίτι μου εκείνο το πρωινό του καφέ στο πόδι, έστω υπ΄ατμόν. Σε χάρηκα πολύ γλυκειά μου, που ήρθες απο τόσο μακριά για να τα πούμε. Και που είσαι δημοσιογράφος , πολιτικά γνοιασμένη για όλα. Κι ας είσαι παραμυθατζού και τί εφευρτική, όπως διαπιστώνω απο τις ιστορίες σου με αιχμή του δόρατος το σκατζόχοιρο.
Εγώ τον έχω κάνει χαλάκι για ξεσκόνισμα παππουτσιών, ρώτησέ τον αν τον πειράζει!!!
Σ΄αγαπώ και σε γλυκοφιλώ
Η μακιρνή γυριστρούλα

paramythou είπε...

Καλέ μου Ευρύνοε, πάντα είναι τρυφερές οι ιστορίες με φίλους!

Ιουστινάκι μου γλυκο και κοσμογυρισμένο,
πολύ χάρηκα κι εγώ που σε είδα απο κοντα γιατί σε είχα χιλιοεπιθυμήσει. Οσο για το χαλάκι για ξεσκόνισμα παπουτσιών, δεν πειράζει. Οι φίλοι είναι και γι αυτά, μου απάντησε!
φιλιά πολλά

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.