Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Η Τελευταία Αρκούδα του Δάσους

Μια συγκλονιστική ιστορία ενηλικίωσης με φόντο κοινωνικοπολιτικά γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών, υπο τον ήχο ενός πολέμου, μιας σφαγής στη βαλκανική γειτονιά μας, είναι η νουβέλα του Ακη Παπαντώνη «Η τελευταία αρκούδα του δάσους». Το βιβλίο έλαβε Κρατικό Βραβείο στην κατηγορία του Διηγήματος, που ανακοινώθηκε μόλις τρεις ημέρες αφότου γράφτηκε αυτό το άρθρο.  

Την ιστορία αφηγείται ο Θοδωρής, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, που παρατηρεί τα γεγονότα γύρω του, αναρωτιέται για πολλά, ακούει τις σιωπές, παρατηρεί τις μεταμορφώσεις της μάνας και του αδελφού του Νίκου και προσπαθεί να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν.  Το ίδιο κάνει και ο αναγνώστης μαζί του.



Συμπρωταγωνιστεί ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Νίκος που δεν ζει κοντά του αλλά κατά ένα τρόπο είναι πάντοτε εκεί γι αυτόν, μολονότι κρατάει την προσωπική του ζωή μακριά.  Ο μικρός δεν του κάνει επικίνδυνες ερωτήσεις και ο Νίκος δεν κάνει αποκαλύψεις για τη δράση του. Σταθερή παρουσία η μάνα, ποτισμένη με την πίκρα της φυγής κι εξαφάνισης του πατέρα των δυο αγοριών από τότε που ήταν μικρά. Μεγάλωσαν με τη μάνα τους και τη στήριξη του παππού κουβαλώντας πάντοτε το τραύμα της απουσίας του πατέρα.  Η ιστορία οικοδομείται σταδιακά, ο φοιτητής Θοδωρής παίρνει μεταγραφή για την Αθήνα, πάντοτε τον βασανίζει η απουσία πατέρα και αδελφού. Ο Νίκος γίνεται Νικηφόρος, εμφανίζεται κι εξαφανίζεται στη ζωή του μικρού, αποφεύγει να δίνει εξηγήσεις και πάντα διατηρεί την απόσταση με τη μάνα, που διαρκώς σωπαίνει.

Βυθισμένος σε έναν κάπως ανώριμο εθνικισμό ο Νικηφόρος εντάσσεται στον Λαϊκό Σύνδεσμο και με τα υπόλοιπα μέλη της Ελληνικής Εθελοντικής Φρουράς παίρνουν μέρος στον πόλεμο στη Βοσνία, πολεμούν ενάντια στους εχθρούς της Ορθοδοξίας και της Μεγάλης Ελλάδας. Η οδύνη για την πολιορκία του Σεράγεβο και τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα στο φόντο μιας οικογενειακής ιστορίας λειτουργεί ως σύμβολο και για τον καθέναν από τους ήρωες ξεχωριστά. Η μάνα καπνίζει συνεχώς και σωπαίνει ηχηρά μπροστα στην πορεία του εθνικόφρονα Νικηφόρου, η ψυχή της όμως γίνεται κομμάτια θρηνώντας για όλα, για τον σύζυγο που τους εγκατέλειψε, για το μεγάλο της γιο που ξοδεύει άσκοπα τη ζωή του, για τον μικρό της που ψάχνει για πυξίδα.  Η μάνα μοιρολογεί για όλους, νοιώθεις πως είναι ο χορός σε μια τραγωδία, μοιρολογεί σιωπηρά χωρίς φωνή, μοιρολογεί για τη ζωή που χάνεται, για τα παιδιά της, για τα παιδιά των άλλων που θανατώθηκαν, για τις ιδέες που εξαπλώθηκαν, για την Ελλάδα…

Τοποθετώντας την ιστορία του επάνω στον καμβά με τον πόλεμο της Βοσνίας, ο Ακης Παπαντώνης στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στις εθνικιστικές πτυχές που έγιναν αιτία για να συσσωρευθεί μίσος και οργή στην περιοχή, καθώς όπως είναι γνωστό, αρκετοί ήταν οι εθελοντές από γειτονικές χώρες που αναμείχθηκαν στον πόλεμο αυτό. Πολεμώντας σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους, έναν πόλεμο που χαρακτηρίστηκε ως εθνοκάθαρση, άνθρωποι σαν τον Νικηφόρο βοήθησαν στη δημιουργία πυρήνων εθνικιστών σε όλη την Ευρώπη. Ζωές καταστράφηκαν, σοβινιστές αναθάρρησαν και νεοναζιστικές ιδεολογίες εξαπλώθηκαν παντού.

Σε κάθε κεφάλαιο ο συγγραφέας βάζει κάποιο απόσπασμα μαρτυρίας από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία. Η σκέψη του αναγνώστη επιστρέφει στις μαρτυρίες εκείνης της εποχής που έβλεπαν, ή δεν έβλεπαν -αναλόγως με το ποιος διακινούσε την πληροφορία- τα φώτα της δημοσιότητας.  Ετσι, πολύ έντεχνα αναμειγνύει την πραγματική βαλκανική τραγωδία με μια μυθοπλασία, μια επινοημένη ιστορία οικογενειακών σχέσεων. Τα γυναικόπαιδα που σφαγιάσθηκαν και βρέθηκαν σε ομαδικούς τάφους στην Σρεμπρένιτσα είναι αποτέλεσμα ενός ανίερου πολέμου.  Βουβός και ο θρήνος της μάνας του Νικηφόρου, κι ας λέει τόσα με τη σιωπή της.

Ο Νίκος γίνεται «η τελευταία αρκούδα του δάσους» που φυλάει σκοπιά για να προστατέψει το μικρό του αδελφό, αλλά η δράση του με τους ακραίους εθνικιστές, συνάδει άραγε με την έννοια «προστατεύω», ή «φροντίζω κάποιον», ή έστω τον «απομακρύνω από πιθανό κίνδυνο»? 

Άραγε ο Θοδωρής, με τίμημα την προστασία βλέπει καθαρά, ή όχι -ή μήπως δεν είναι διατεθειμένος να δει- την αλλαγή που έχει συντελεστεί στην προσωπικότητα του αδελφού του? 

Μήπως τελικά τον ενδιαφέρει πολύ λιγότερο η περίπτωση ενός αδελφού με δημοκρατικές πεποιθήσεις μακριά από βίαιες συμπεριφορές, από έναν αδελφό που μπορεί να πιστεύει ότι θέλει, αλλά οφείλει να είναι δίπλα του?

Ο Ακης Παπαντώνης δεν χρειάζεται να "εξηγήσει" πολλά. Τα λέει όλα χωρίς να τα πει. Κι ούτε χρειάζεται βραβεία για να αναγνωριστεί η συγγραφική του δεινότητα. Οι αναγνώστες τον βραβεύουν απο μόνοι τους.

 

Αυγή. Μια ιστορία θαμμένη στην πρόσφατη μνήμη

Γνωρίζω τον Σπύρο Πετρουλάκη από την πρώτη επαφή που είχε με τις λέξεις στο χαρτί. Από τότε που συστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό με το «Παράθυρο της Νεφέλης» κάτω από την κοινή μας ζεστή εκδοτική στέγη. Συγκινούσε πάντοτε ο Σπύρος, με τον τρόπο που περιγράφει τον κόσμο γύρω του. Ύστερα ήρθαν άλλες ιστορίες όπως η «Εξομολόγηση», η «Παναγία της Φωτιάς», ο «Σασμός», η «Κληρονομιά», το «Ναυάγιο», η «Αμαλία» και άλλα.

Με το νέο του πόνημα όμως αγγίζει ένα μεγαλύτερο τραύμα, έναν εθνικό πόνο, για πολλούς από εμάς μια terra incognita κυρίως σε ότι αφορά τη διάρκεια των σχολικών μας χρόνων, πρώτον γιατί η περίοδος του Εμφυλίου ήταν ανύπαρκτη στην διδασκόμενη Ιστορία -η γενιά μου ειδικά την έμαθε διαβάζοντας εξωσχολικά αργότερα- και δεύτερον γιατί πολλές οικογένειες στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα αποφεύγουν να μιλούν γι αυτό το θέμα. Αποφεύγουν ακόμα, γιατί ο πόνος που βίωσαν σε πολλές περιπτώσεις, ήταν τέτοιος που τις έκανε να σωπάσουν, να ντραπούν, ν’αηδιάσουν. Για δεκαετίες δεν άντεχαν να εξιστορούν στα παιδιά τους, πώς αδέλφια πολεμούσαν και βασάνιζαν τα αδέλφια τους. Πώς οι πατεράδες τους έκαναν κακό σε άλλα παδιά που ήταν φιλαράκια τους, ή πώς κάποια γειτονάκια τους άφησαν το παιχνίδι στο δρόμο για να καταδίδουν τον απέναντι, τον ξάδερφο, τον παππού. Δεν ήθελαν να παραδεχθούν πώς την μεγάλη χαρά της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων της Γερμανίας από την Ελλάδα το 1944, την ακολούθησε ένας ζόφος χειρότερος, ένας θάνατος αργός και πιο βίαιος για όλους, ένα απάνθρωπο συναίσθημα που ρίζωσε το μίσος που καμμιά φορά ακόμα και τώρα, υποβόσκει και ταλανίζει την ελληνική κοινωνία.

Εχουν γραφτεί αρκετά πια, ώστε μάθαμε οι νεότεροι κι αρχίσαμε να ρωτούμε τους παλιότερους. Κι έτσι με τη σειρά τους κι εκείνοι βγήκαν λίγο-λίγο από τη σιωπή τους, άλλοτε παραδεχόμενοι φρικτά λάθη, άλλοτε εξηγώντας τα ανεξήγητα κι άλλοτε εκφράζοντας παλιά και περασμένα πάθη.

«ΑΥΓΗ, το θαμμένο τετράδιο» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Σπύρου Πετρουλάκη από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ και πριν κάποιοι προτρέξουν να βάλουν στο μικροσκόπιο την εμπορική αξία μιας ιστορίας που θα μπορούσε να γίνει και πάλι σήριαλ, ας δουν κατάματα μια αλήθεια: Κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν τη συνήθεια να ψαχουλεύουν θησαυρούς στα ράφια των βιβλιοθηκών και των βιβλιοπωλείων, θα μπορέσουν να αφουγκραστούν μερικές αλήθειες  που -για χρόνια- δεν λέγονταν εύκολα.

Η Αυγή είναι η ηρωίδα  που μας μεταφέρει στο Παλαιό Τρίκερι Μαγνησίας, τότε τόπο εξορίας. Το όνομα δεν είναι τυχαίο. Σημαίνει χάραμα, ξεκίνημα, ανατολή. Η 16χρονη Αναστασία μπαίνοντας στον κόσμο των ενηλίκων, κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της, όταν ανακαλύπτει το θαμμένο τετράδιο της Αυγής μέσα σε μια κουφάλα ενός δένδρου στο μικρό νησί του Παγασητικού κόλπου, όπου πέρασαν μερικές ημέρες -βαρετών μέχρι εκείνη τη στιγμή- διακοπών με τη μητέρα και τον πατέρα της. Ξαφνικά η ζωή της απέκτησε νόημα, λες και η φύση εκεί, συνωμότησε για να της κάνει αποκαλύψεις.

Βρέθηκαν θαμμένα τετράδια κάποτε στους τόπους εξορίας. Τετράδια γεμάτα μαρτυρίες εξόριστων στο Τρίκερι Μαγνησίας, τη Μακρόνησο, τη Γυάρο… Έτσι πολλά ήρθαν στο φως, σώθηκε άμεσο υλικό από τη μαύρη αυτή περίοδο, και με τον τρόπο αυτό, η ιστορία του Σπύρου αγγίζει ευθαρσώς την πραγματικότητα. Το τετράδιο που ανακαλύπτει τυχαία η Αναστασία τυλιγμένο με προβιά ζώου γίνεται ο κινητήριος μοχλός της πλοκής. Συστήνεται αμέσως με την ηρωίδα από την πρώτη παράγραφο που διαβάζει στις φθαρμένες από το χρόνο σελίδες:

«Το όνομά μου είναι Αυγή. Αυγή, σκέτο. Γεννήθηκα στις 25 Νοέμβρη του 1931 στα περίχωρα της Λαμίας, βρίσκομαι σε τούτο το νησί περίπου έναν χρόνο. Με έφεραν εδώ τον Ιούνιο του 1949 μαζί με άλλες αγωνίστριες. Το Παλαιό Τρίκερι όμως δεν είναι τόπος εξορίας, είναι τόπος κολάσεως. Είναι η ίδια η κόλαση πάνω στη γη. Όχι το νησί ασφαλώς, αλλά οι άνθρωποι που κρατάνε τις τύχες μας στα χέρια τους. Οι δεσμοφύλακές μας. Αυτοί είναι η κόλασή μας».

Από εκείνη τη στιγμή παρακολουθούμε την ιστορία της Αυγής, κάθε λεπτό της ζωής της και μαζί με αυτό και την μαύρη σελίδα στην Ιστορία της Ελλάδας. Γιατί δεν είναι μόνο η Αυγή, ή Κατερίνα, ή Αντιγόνη, ή Μαρία… Είναι όλες οι ελληνίδες και όλοι οι έλληνες που ξεφτιλίστηκαν για μια υπογραφή μεταμέλειας, ή άλλοι που έχασαν τον εαυτό τους βασανίζοντας το γιό της αδελφής τους, τη θεία ή τον θείο τους, τα εγγόνια της γειτόνισας, ή ακόμη και τα ίδια τα παιδιά τους.

Οι απορίες της νεαρής Αναστασίας είναι εύλογες και ζητούν απαντήσεις. Τις αναζητά μαζί με τους γονείς της, τον Ηλία και τη Μαριλένα, αλλά και με τον παππού Γιώργο που βρίσκεται πιο κοντά στην υπόθεση, όχι μόνον λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω επαγγέλματος. Είναι ιστορικός.  Η ανάγνωση των σημειώσεων της Αυγής, ξετυλίγουν τον έρωτά της για τον Αιμίλιο με τον οποίο γνωρίστηκαν στο αντάρτικο στα βουνά, αλλά χωρίστηκαν βίαια για να υποστούν φρικτά βασανιστήρια σε ένα από τα κολαστήρια της εποχής.  Το ένα στοιχείο οδηγεί στο άλλο και το κουβάρι του νήματος όλο και ξετυλίγεται και όσο αυτό ξετυλίγεται τόσο η ιστορία «δένεται» με την πορεία της οικογένειας της Αναστασίας και κυρίως τον πατέρα της που κρατάει χρόνια ένα μυστικό.  Όλο αυτό το μπλεγμένο γαϊτανάκι είμαι σίγουρη, δεν έγινε για λόγους μυθοπλασίας και μόνο.  Άπτεται της ιστορικής πραγματικότητας γιατί εκείνη την περίοδο θύτες και θύματα ήταν συχνά κάτω από τον ίδιο οικογενειακό περίγυρο.

Τα ερωτήματα θα απαντηθούν καθώς το «Ημερολόγιο Εξορίας» προχωρεί με λεπτομέρειες μέχρι το σήμερα, μέσα απο αφηγήσεις που ξεκινούν από το 1942, όταν ακόμη οι γερμανοί βρίσκονται στην Ελλάδα και η ηρωίδα δεν είχε ακόμη μετονομαστεί σε «Αυγή» από τους συναγωνιστές της. 

Η πλοκή δείχνει περίτρανα ότι στη ζωή, δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο.  Το καλό και το κακό συνυπάρχουν και δείχνουν εναλλακτικά τα πρόσωπά τους. Εκτός των ηρώων γίνονται αναφορές σε ορισμένα γνωστά πρόσωπα γνωστά από την Ιστορία της εποχής, όπως η αγωνίστρια εκπαιδευτικός Ρόζα Ιμβριώτη που την εποχή του Εμφυλίου ήταν εξόριστη στο Τρίκερι και παρά τα βάσανά της, έκανε αγώνα να κρατήσει ανοιχτό και ιστορροπημένο το μυαλό των εξόριστων, διδάσκοντάς τους καθημερινά, ή και ο γιατρός Γεώργιος Καραμάνης ο οποίος, χωρίς διακρίσεις και αφοσιωμένος στον «άνθρωπο», χωρίς τεράστιους οικονομικούς πόρους, αφιέρωσε την επιστήμη και τη ζωή του στη λειτουργία του σανατόριου στα Χάνια του Πηλίου,  σώζοντας πολλούς ασθενείς.


Zώνη Ενδιαφέροντος. Μια ιδεολογία έγινε πράξη

Δουλειά του συγγραφέα είναι να κινεί το σύμπαν με τις λέξεις του. Ο Martin Amis, το έκανε κι  ύστερα έφυγε ήσυχος πέρυσι τον Μάιο, ακριβώς την ημέρα που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες, η ταινία «Ζώνη Ενδιαφέροντος» η οποία έμελλε να συνταράξει τις ψυχές μας, βασισμένη στην ιστορία που είχε γράψει ο βρετανός συγγραφέας το 2014, μετά από μακρά έρευνα.

Η γενοκτονία του Ολοκαυτώματος κυριάρχησε  στην κοσμοθεωρία του Martin Amis. Ήδη από το 1991 είχε δημοσιεύσει το «Times Arrow» για την τρέλα των στρατοπέδων θανάτου. «Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι άλλο» είχε πει σε συνέντευξή του, αναφερόμενος και στα στρατόπεδα θανάτου του Στάλιν.

Η ιστορία που σκαρφίστηκε ο Amis στο μυθιστόρημά του, μπορεί να απέχει φαινομενικά από την πλοκή της συνταρακτικής ταινίας του Jonathan Glazer, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος παραμένει αφοσιωμένος στον ίδιο κι απαράλαχτο στόχο που έχει θέσει  ο συγγραφέας.  Και οι δυο αποσκοπούν, όχι να δείξουν τη φρίκη στα κρεματόρια -όπως θα περίμενε κανείς- αλλά να αποκαλύψουν πόσο ανυπόφορα ορθή και βαρετή, πόσο περίτρανα κανονική, πειθαρχημένη και καθώς-πρέπει, ήταν η ζωή όλων των άλλων τριγύρω από το στρατόπεδο, αυτών που μύριζαν καθημερινά την ανθρώπινη σάρκα να καίγεται, που φόραγαν τα ακριβά απομεινάρια από τα ρούχα των εβραίων, αυτών που κολυμπούσαν στο κοντινό γεμάτο στάχτες ποτάμι, ανενόχλητοι κάνοντας αμέριμνα πικ-νικ. 

Είναι η ίδια ζωή που ακολουθεί σήμερα η ανθρωπότητα, κι εμείς όλοι μέσα της, που μέσα στην υπερβολική κανονικότητα πάμε να ξεχάσουμε τα μεγάλα εγκλήματα του κόσμου μας.


Η ιστορία του βιβλίου Zone of Interest, διαδραματίζεται στο Άουσβιτς και αφηγείται την ιστορία ενός Ναζί αξιωματικού που έχει ερωτευτεί τη γυναίκα του διοικητή του στρατοπέδου. Την αφηγούνται ο Angelus Thomsen, o αξιωματικός, ο Paul Doll ο διοικητής και ο Szmul Zacharias, ένας εβραίος.  Η Χάνα, σύζυγος του διοικητή, είναι τρομοκρατημένη από τη δολοφονική δραστηριότητα του άνδρα της. Ο Tomsen είναι κάπως απογοητευμένος από το ναζιστικό καθεστώς. Σε ένα γράμμα του της γράφει «Όταν το μέλλον κοιτάξει πίσω στους εθνικοσοσιαλιστές, θα τους βρει εξωτικούς κι απίθανους όπως οι προϊστορικοί κρεατοφάγοι… Δεν είναι θηλαστικά..». Σιγά-σιγά οι δυό τους άρχισαν μια σχέση ερωτική αλλά χωρίς προοπτική, εξαρχής καταδικασμένη, πόσος έρωτας στ’ αλήθεια μπορεί να χωρέσει, ενώ στο φόντο περνούν τραίνα με στοιβαγμένους μελλοθάνατους, αποπνικτικές αίθουσες με δηλητηριώδη αέρια, με καμινάδες που καπνίζουν εξαφανίζοντας ανθρώπους, με τον τρόμο να επικρατεί στο σκηνικό.

Η ιστορία της ταινίας δεν κινείται από ένα ερωτικό πάθος αλλά από την «όμορφη» και ανέμελη κανονικότητα της υπέροχης οικογένειας του Ρούντολφ Ες, διοικητή του στρατοπέδου. Η εικόνα κάνει ότι μπορεί για να σε πείσει να τον συμπαθήσεις. Ο διοικητής γιορτάζει τα γενέθλιά του, με την οικογένεια, έρχονται τα στελέχη του να του υποβάλουν τα σέβη τους, τα όμορφα παιδιά του μαλώνουν για το ποιο θα πρωτο-παίξει μαζί του, η σύζυγος τα μεγαλώνει με τρυφερότητα σε έναν παραδεισένιο κήπο που φροντίζει η ίδια, μα και ο ίδιος ο Ες τους διαβάζει παραμύθια όταν δεν μπορούν να κοιμηθούν.  Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο που με ζεστασιά και αγάπη, ξαπλώνει μαζί τους και τους διαβάζει ένα παραμύθι, το «Χάνσελ και Γκρέτελ» όπου τα παιδιά βάζουν τη μάγισσα στο φούρνο να την κάψουν.  Άβυσσος η ψυχική του κατάσταση, η οποία συμπληρώνεται από άλλες ευαισθησίες, όπως τους διαλόγους που έχει με το άλογό του, ή το σκυλί του.

Εκεί που ζουν όλοι αυτοί οι δήθεν ανυποψίαστοι που ασχολούνται με τα μικρά τους προβλήματα, ερωτικά, επαγγελματικά, προβλήματα υγείας ή άλλα τέτοια, εκεί ακριβώς βρίσκεται η Ζώνη Ενδιαφέροντος. Είναι το Άουσβιτς που έκανε μια ιδεολογία πράξη.  Είναι μια τυπική δυστοπία που δραματοποιεί τον ίδιο τον αυτουργό και το μυαλό του. 

Σημειώνεται ότι και στην ιστορία του βιβλίου, και στην ιστορία της ταινίας, υπάρχει κάποιος που «αμφισβητεί».  Στο βιβλίο είναι η Χάνα, η σύζυγος του διοικητή, ενώ στην ταινία είναι η πεθερά του Ες, η οποία έρχεται στο σπίτι τους και στον θαυμαστό τρόπο της ζωής τους για να παραμείνει. Ένα βράδυ όμως που φλόγες αναβλύζουν από την καμινάδα που βρίσκεται στο φόντο, ένα βράδυ που οι στάχτες κοντεύουν να πνίξουν την περιοχή, ένα βράδυ που ένας υπόκωφος θόρυβος από ανθρώπινες κραυγές διαχέεται παντού, εκείνη δεν αντέχει και εγκαταλείπει τη ζωή της οικογένειας, παίρνει τη βαλίτσα της και αναχωρεί χωρίς να πει τίποτε. Κλασσική αντίδραση της ανθρωπότητας, υπονοεί ο βαθιά εγκεφαλικός τρόπος του Martin Amis.


Ο Ρούντολφ Ες ενεργούσε καθημερινά σαν να διηύθυνε ένα εργοστάσιο. Σαν ένας τεχνοκράτης που έκανε τα πάντα για να φέρει σε πέρας αυτό που του είχε ανατεθεί. Δεν είχε χρόνο να αμφισβητήσει τις πράξεις των ανωτέρων του.  Το πώς μπορεί να σκέφτεται ένας τέτοιος άνθρωπος -ευαίσθητος κατά τα άλλα, αυτός ο άνθρωπος που αγκαλιάζει τα παιδιά και τους αφιερώνει χρόνο, που μιλάει τρυφερά ακόμη και στα ζώα- ήταν κεντρικό ζητούμενο για τον Martin Amis.

Σε ένα άλλο βιβλίο του καταπιάνεται από μια άλλη πλευρά με το ίδιο θέμα.  Στο βιβλίο του «Το Βέλος του Χρόνου» (Times Arrow) ο Amis αφηγείται ανάποδα τη ζωή ενός Ναζί εγκληματία πολέμου. Ξαναζεί όλη τη ζωή του από το τέλος ως της αρχή της, ολοκληρώνοντας την ιστορία μέσα στην κοιλιά της μάνας του. Εδώ έχει στήσει ένα ρωμαλέο αντεστραμμένο κόσμο πάθους και βάρβαρης ιλαρότητας, αλλά το κεντρικό σημείο, στο σημείο όπου δοκιμάζεται το όραμά του, είναι ακριβώς η αναφορά στο Άουσβιτς.

Mε τα σκουπίδια αυτού του κόσμου θεωρώ ότι καταπιάνεται και στο βιβλίο του «Χρήμα», ένα αστείο, σκληρό και μοχθηρό μυθιστόρημα όπως και ο κεντρικός ήρωας του, ένας διαφημιστής που περιφέρεται ανάμεσα σε Λονδίνο και Μανχάταν αναζητώντας τον πλουτισμό και μαζί και το αλκοόλ, τη δόξα, το σεξ, την υπερβολή, στοιχεία μιας κουλτούρας μαζικής, και πολλά υποσχόμενης, όπου η σπατάλη ταυτίζεται με την ευδαιμονία, η πορνογραφία με τον έρωτα και η συνωμοσία με τη φιλία.

Δεν μπορώ στη σειρά αυτή να μην αναφέρω και τελευταίο βιβλίο που διάβασα του συγκεκριμένου συγγραφέα, αν και παλιό κι εξαντλημένο πλέον. Πάλι με τα σκουπίδια ασχολείται, μα κάπως διαφορετικά:  Με το βιβλίο του «Η Πληροφορία», μπαίνει στο θέμα του λογοτεχνικού φθόνου και γενικότερα βουτάει στα σκουπίδια των συναισθημάτων.  Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι για να πληγώσει ένας συγγραφέας κάποιον άλλο συγγραφέα.  Ακόμη κι αν ο κόσμος της λογοτεχνίας ήταν τόσο διεφθαρμένος, όσο θα ήθελαν ορισμένοι, ένας συγγραφέας δεν μπορεί να κάνει σοβαρή ζημιά σε κάποιον αντίπαλό του. Αυτό είναι το δυσάρεστο συμπέρασμα στο οποίο φτάνει ο ήρωάς του ο Ρίτσαρντ Ταλ, ένας αποτυχημένος μάλλον μυθιστοριογράφος, όταν συλλογίζεται την ενοχλητική επιτυχία του Γκουίν Μπάρι, του καλύτερου φίλου του, αλλά και χειρότερου εχθρού του ταυτόχρονα.

Και σε αυτό το βιβλίο, η εξουσία του χρήματος και της ισχύος, βασανίζει τον Martin Amis, γιατί πάντα γι αυτόν, σε όλες τις εποχές, στα μικρά και στα μεγάλα γεγονότα, τέτοιο ήταν το διακύβευμα.

Μαίρη Σάββα